You are on page 1of 144

Αa

a πρ. οε abigeato ε. ήχος κοπαδιού


ababa θ. παπαρούνα abintestado ε. χωρίς διαθήκη
abacería θ. παντοπωλείο abismal ε. αβυσσαλέος, απύθμενος
abacero α. παντοπώλης abismo α. άβυσσος
àbaco α. αβάκιο abjurar ρ. παραδέχομαι ενοχή
abad α. ηγούμενος ablandamiento α. μετριοπάθεια
abada θ. ρινόκερος ablandar ρ. μαλακώνω
abadejo α. μπακαλιάρος ablativo α. η αφαιρετική πτώση
abadía θ. μοναοτήρι, πρεσβυτέριο ablución θ. άφεση αμαρτιών
abadesa θ. ηγουμένη abnegación θ. αυταπάρνηση, αυτοθυσία,
abajeño ε. παράκτιος, καμπίσιος αλτρουισμός
abajo επ. κάτω abnegado ε. αυτός που ενεργεί με αυταπάρνηση
abalanzarse ρ. ορμώ abnegar ρ. απαρνούμαι, θυσιάζω
abalorio α. γυάλινη χάντρα abobado ε. χαζός, βλάκας, ηλίθιος
abanderado ε. σημαιοφόρος abobamiento α. σαστιμάρα, ανοησία
abandonado ε. εγκαταλελειμμένος abobar ρ. χαζεύω κάποιον
abandonar ρ. εγκαταλείπω, αφήνω abocar ρ. πλησιάζω
abandono α. εγκατάλειψη abocinar ρ. σχηματίζω χωνί
abanicar ρ. κάνω αέρα με βεντάλια ή ανεμιστήρα abochornar ρ. φέρνω σε δύσκολη θέση
abanico α. βεντάλια, ανεμιστήρας abochornante ε. αποπνικτικός, ασφυκτικός
abaniqueo α. βεντάλια, αέρισμα abochornar ρ. ντροπιάζω
abanicar ρ. κάνω αέρα με τη βεντάλια abofetear ρ. χαστουκίζω στο πρόσωπο
abanico α. βεντάλια abofetear ρ. χαστουκίζω
abaratamiento α. εκτύπωση abogacía θ. δικηγορία
abaratar ρ. μειώνω τιμές abogaderas θ.πλ. ψεύτικα επιχειρήματα
abarca θ. σανδάλι abogado α. δικηγόρος
abarcar ρ. περικλείω, περιλαμβάνω, αγκαλιάζω abogar ρ. υπερασπίζω, αγορεύω
abarrancadero α. αδιέξοδο abogar ρ. δικηγορεύω
abarrancarse ρ. εξουθενώνομαι ή εξαντλούμαι από υπερβολική abolengo α. προπάτορες, πρόγονοι
εργασία abolición θ. κατάργηση
abarrotado ε. υπερπλήρης, πηγμένο abolir ρ. καταργώ
abarrotar ρ. παραγεμίζω, υττερπληρώνω abolladura θ. βαθούλωμα
abarrotes α. πλ. είδη μπακαλικής abollar ρ. βαθουλώνω, κάνω λακούβα
abastardar ρ. υποβιβάζω , υποβαθμίζω , μπασταρδεύω abombado ε. εξογκωμένος
abastecedor α. προμηθευτής abombar ρ. εξογκώνω
abastecedor ε. προμηθευτικός abominable ε. απεχθής , βδελυρός, ειδεχθής,
abastecer ρ. εφοδιάζω, προμηθεύω στυγερός
abastecimiento α. εφοδιασμός, προμήθεια abominación θ. φρίκη, απέχθεια, ειδεχθής πράξη
abasto α. αφθονία abominar ρ. απεχθάνομαι, καταδικάζω μετά βδελυγμίας
abatatarse ρ. ντρέπομαι abonable ε. πληρωτέος, εξοφλήοιμος
abatible ε. πτυσσόμενος abonado ε. συνδρομητής
abatido ε. καταβεβλημένος, εξαντλημένος, εξασθενημένος abonar ρ. πληρώνω, γράφω κάποιον συνδρομητή,
abatimiento α. καταβολή, εξάντληση, εξασθένηση λιπαίνω
abatir ρ. κατεβάζω, καταρρίπτω, γκρεμίζω, καταστρέφω abono α. λίπασμα, λίπανση, συνδρομή
abatirse ρ. παραιτούμαι, καταβάλλομαι, καταρρέω abordable ε. προσιτός
abecé α. αλφαβήτα, το αλφάβητο abordaje α.σύγκρουση, απόβαση
abejar ρ. κυψέλη abordar ρ. προσεγγίζω, πλησιάζω
abejarrón α. αγριομέλισσα, μπούμπουρας aborigen ε. ιθαγενής, αυτόχθονος, ντόπιος
abejaruco σ. μελισσοφάγος aborrecer ρ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι, αντιπαθώ
aberrante ε. γελοίος aborrecible ε. απεχθής
abetal α. ξύλο από έλατο aborrecimiento α. αποστροφή , απέχθεια, αντιπάθεια
abetunar ρ. γυαλίζω, λουστράρω abortar ρ. αποβάλλω, κάνω έκτρωση, ματαιώνω
abdicación θ. παραχώρηση του θρόνου aborto α. αποβολή, έκτρωση, έκτρωμα
abdicar ρ. παραχωρώ το θρόνο στο διάδοχο, απαρνούμαι, abortivo ε. εκτρωματικός
εγκαταλείπω abotagarse ρ. φουσκώνω, πρήζομαι
abdomen α. υπογάστριο abotonar ρ. κουμπώνω
abdominal ε. υπογαστρικός abovedado ε. κυρτός, καμπύλος
abecedario α. αλφάβητο abovedar ρ. κυρτώνω, καμπυλώνω
abedul α. συμήδα abozalar ρ. φιμώνω
abeja θ. μέλισσα abra θ. ορμίσκος, ορεινό πέρασμα
abejorro α. χρυσόμυγα abrasador ε, καυτός, ζεματιστός, καυστικός
aberración θ. ανωμαλία, παραλογισμός abrasar ρ. καίω, ζεματώ
abertura θ. άνοιγμα, χαραμάδα abrasión θ. λείανοη, απόξεση
abeto α. έλατο abrasivo ε. διαβρωτικός, καυστικός
abierto ε. ανοιχτός abrazadera θ. σφιγκτήρας
abigarrado ε. πολύχρωμος abrazar ρ. αγκαλιάζω
abigarramiento α. πολυχρωμία abrazo α. αγκάλιασμα, εναγκαλισμός
abigarrar ρ. χρωματίζω με πολλά χρώματα abrecartas α. χαρτοκόπτης

-1-
Αa
ábrego α. νοτιοδυτικός άνεμος acatamiento α. αποδοχή, σεβασμός, τήρηση
abrelatas ε. ανοιχτήρι acatar ρ. αποδέχομαι, σέβομαι, τηρώ
abrevadero α. ποτίστρα absolutismo α. απολυταρχισμός
abrevar ρ. ποτίζω ζώα, αρδεύω absolutista α./θ. και ε. απολυταρχικός
abreviación θ. συντομία, βραχυλογία, επιτομή , σύντμηση absolutorio ε. αθωωτικός
abreviado ε. σύντομος absorbencia θ. απορροφητικότητα
abreviar ρ. συντομεύω absorbente ε. απορροφητικός, πολύ ενδιαφέρων
abreviatura θ. συντομογραφία abstencionista α./θ, και ε. που απέχει,
abridor α. ανοιχτήρι ο μη συμμετέχων
abrigada θ. καταφύγιο abstraído ε. αφηρημένος
abrigadero α. καταφύγιο abstruso ε. δυσνόητος
abrigar ρ. σκεπάζω, καλύπτω, προφυλάσσω, absuelto ε. που έχει άφεση αμαρτιών
προστατεύω absurdidad θ. παραλογισμός
abrigo α. παλτό, επανωφόρι abucheo ) α. αποδοκιμασία, γιουχάρισμα
Abril α. ο μήνας Απρίλιος abuela θ. γιαγιά
abrillantar ρ. γυαλίζω abuelita θ. γιαγιάκα
abrir ρ. ανοίγω abúlico ε. άβουλος
abrochar ρ. κουμπώνω abultado ε. ογκώδης, πρησμένος
abrogación θ. ανάκληση, κατάργηση abultamlento α. αυξάνω, μεγεθύνω, υπερβάλλω
abrogar ρ. ανακαλώ, καταργώ aburgesamiento α. η μετάβαση οτη μεσοαστική ή μεγαλοαστική
abrojo α. γαϊδουράγκαθο τάξη
abroquelarse ρ. προστατεύομαι abyecto ε. ταπεινωμένος
abrumador α,/ θ. αβάστακτος acabado ε, τελειωμένος, ολοκληρωμένος , περατωμένος
abrumar ρ. επιβαρύνω, βαραίνω, αναστατώνω acabamiento α. τελείωμα, ολοκλήρωση
συγχύζω acacia θ. ακακία
abrupto ε. δύσβατος , αδιάβατος acaecimiento α. συμβάν, επεισόδιο
absceso α. απόστημα acalorado ε. θερμός
absolución θ. άφεση αμαρτιών, αθώωση, acampanado ε, σε σχήμα καμπάνας
απαλαγή acanalado ε. αυλακωτός, κυματοειδής
absolutamente επ. απόλυτα , απολύτως acanaladura θ. αυλάκωμα, αυλάκι
absoluto ε. απόλυτος acanalar ρ. αυλακώνω, ραβδώνω
absolver ρ. αθωώνω, συγχωρώ, απαλάσσω acantonar ρ. χωρίζω σε καταλύματα
absorber ρ. απορροφώ, ρουφώ acaparador ε. μονοπωλιακός
absorción θ. απορρόφηση acaparamiento α. μονοπώλιο
absorto ε. απορροφημένος acaracolado ε. στριφογυριστός
abstemio ε. αυτός που δεν πίνει αλκοόλ acaramelado ε. καραμελωμένος,
abstención θ. αποχή με καραμελέ χρώμα
abstenerse ρ. απέχω acardenalar ρ. μαυρίζω στο ξύλο
abstinencia θ. εγκράτεια, νηστεία acariciador ε. χαδιάρης
abstracción θ. αφηρημάδα acarreo α. μεταφορά
abstracto ε. αφηρημένος acatarrarse ρ. ουναχώνομαι
abstraer ρ, αποσπώ, αφαιρώ acaudalado ε. πάμπλουτος, ζάπλουτος
abstraerse ρ. αφαιρούμαι acaudalar ρ. θησαυρίζω
absurdo ε. παράλογος, άτοπος acaudillar ρ. διοικώ
abuchear ρ. γιουχαΐζω acceder ρ. ουγκατατίθεμαι, συγκατανεύω,
abuelo α. παππούς έχω πρόσβαση
abulia θ. αβουλία accesible ε. προσιτός, ευπρόσιτος
abultar ρ. εξογκώνω, διογκώνω, μεγεθύνω accesión θ. πρόσβαση, είσοδος
abundancia θ. αφθονία, περίσσεια acceso α. πρόσβαση, προσπέλαση, είσοδος,
abundante ε. άφθονος, περίσσιος παροξυσμός
abundar ρ. αφθονώ accesorio α. εξάρτημα, αξεσουάρ
aburrido ε. πληκτικός, βαρετός, ανιαρός accesorio ε. επουσιώδης, δευτερεύων
aburrimiento α. πλήξη, ανία accidentado ε. περιπετειώδης, τραυματίας,
aburrir ρ. πλήττω ανομοιόμορφος
aburrirse ρ. πλήττω, βαριέμαι accidental ε. συμπτωματικός, περιστασιακός
abusar ρ. καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι accidente α. ατύχημα, απρόοπτο συμβάν
abusivo ε. καταχρηστικός acción θ. ενέργεια, μετοχή
abuso α. κατάχρηση, εκμετάλλευση accionamiento α. λειτουργία
acá επ. εδώ accionar ρ. ενεργοποιώ
acabar ρ. τελειώνω, περατώνω accionista α/θ. μέτοχος
academia θ. ακαδημία, φροντιστήριο acebuche α. αγριελιά
académico ε. ακαδημαϊκός acecinar ρ. αλατίζω, παστώνω
acaecer ρ. συμβαίνω acechador ε. παρατηρητής, κατάσκοπος
acallar ρ. κατασιγάζω, κατευνάζω acedar ρ. πικραίνω, πικρίζω
acaloramiento α. έξαψη acedera θ. ξυνόχορτο, λάπαθο
acalorarse ρ. ζεσταίνομαι, εξάπτομαι, παθιάζομαι aceitar ρ. βάζω λάδι, λαδώνω
acampar ρ. κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω aceite α. λάδι
acantilado α. απόκρημνη ακτή aceitera θ. ελαιοδοχείο
acaparar ρ. συγκεντρώνω aceitero ε. λαδέμπορος
acariciar ρ. χαϊδεύω, θωπεύω aceitoso ε. λαδερό
acarrear ρ. μεταφέρω, προξενώ aceituna θ. ελιά
acaso επ. μήπως, ίσως aceitunado ε. λαδής
-2-
Αa
aceitunero α. αυτός που μαζεύει τις ελιές achumarse ρ. μεθάω, μεθοκοπάω
aceleración θ. επιτάχυνση aciago ε. ολέθριος
acelerada θ. επιτάχυνση acíbar α. πίκρα, λύπη, το φυτό αλόη
aceleradamente επ. βιαστικά acibarar ρ. πικραίνω
acelerador α. επιταχυντής, γκάζι acicalado ε. γυαλισμένος
acelerar ρ. επιταχύνω, επισπεύδω acicalar ρ. στολίζω
acelga θ. τεύτλο acicate α. κίνητρο, προτροπή, παρότρυνση
acémila θ. υποζύγιο, μουλάρι acidez θ. οξύτητα
acendrado ε. εξαγνισμένος, ραφιναρισμένος acidia θ. τεμπελιά
acendrar ρ. εξαγνίζω, ραφινάρω acidificar ρ. οξυδώνω
acento α. τόνος, προφορά ácido ε. οξύς, όξινος, ξινός
acentuación θ. τονισμός acierto α. επιτυχία, ευστοχία
acentuado ε. τονισμένος aclamación θ. ζητωκραυγή, επευφημία
acentuar ρ. τονίζω aclamar ρ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ
acepción θ. έννοια, σημασία aclaración θ. διευκρίνιση
acepilladora θ. ξυλουργική πλάνη aclarar ρ. διευκρινίζω, διασαφηνίζω, ξεπλένω
acepillar ρ. πλανίζω aclaratorio ε. διευκρινιστικό
aceptabilidad θ. αποδεκτικότητα aclimatación θ. εγκλιματισμός
aceptable ε. αποδεχτός aclimatar ρ. εγκλιματίζω
aceptación θ. αποδοχή acné α. ακμή
aceptar ρ. δέχομαι, αποδέχομαι acobardado ε. φοβισμένος
acequia θ. κανάλι άρδευσης, αυλάκι acobardamiento α. εκφοβισμός
acera θ. πεζοδρόμιο acobardar ρ. φοβίζω, πτοώ
acerca de επ. σχετικά, περί acobrado ε. χαλκόχρωμος
acercamiento α. πλησίασμα, προσέγγιση acochinar ρ. σκοτώνω άμαχο
acercar ρ. φέρνω κοντά acodar ρ. ακουμπώ στηριζόμενος ή ρίχνοντας το βάρος
acercarse ρ. πλησιάζω, προσεγγίζω acogedor ε. πρόσχαρος, φιλόξενος
acería θ. χαλυβουργείο acoger ρ, δέχομαι, υποδέχομαι
acerico ε. μαξιλαράκι για τις καρφίτσες acogida θ. υποδοχή
acero α. ατσάλι, χάλυβας acogollar ρ. ξεπετιέμαι, βλαστάνω,
acérrimo ε. πιστός, αφοσιωμένος καλύπτω φυτά για προστασία
acerrojar ρ. συρτώνω, αμπαρώνω acogotar ρ. σκοτώνω με σβερκιά
acertadamente επ. επιτυχώς acojinar ρ. παραγεμίζω με βαμβάκι
acertado ε. επιτυχής acojonante ε. εντυπωσιακός
acertante ε. επιτυχής acolchado ε. παραγεμισμένος με βαμβάκι
acertar ρ. μαντεύω, πετυχαίνω acolchar ρ. παραγεμίζω με βαμβάκι
acertijo α. αίνιγμα acólito α.παπαδοπαίδι, παπαδάκι
acervo α. σωρός, στοίβα acollarar ρ. περνώ κολλάρο
acético ε. οξικό acometedor ε. δραστήριος
acetona θ. ασετόνη acometer ρ. επιτίθεμαι, αναλαμβάνω υποχρέωση
achacar ρ. καταλογίζω, αποδίδω acometida θ. επίθεση, εφόρμηση
achacoso ε. αρρωστιάρης λόγω γερατειάς acometimiento α. επίθεση
achaque α. γεροντική αρρώστια ή αδιαθεσία acometividad θ. επιθετικότητα
achantar ρ. εκφοβίζω, τρομάζω acomodación θ. βόλεμα
achaparrado ε. ογκώδης acomodado ε. ευκατάστατος, εύπορος
acharolado ε. περασμένος με βερνίκι acomodador α. ταξιθέτης
achatamiento α. κολακεία acomodamiento α. καταλληλότητα
achatar ρ. κολακεύω acomodar ρ. τοποθετώ, βολεύω, τακτοποιώ
achicar ρ. μικραίνω, υποβιβάζω acomodo α. συμβιβασμός, θέση, πόστο
achicado ε. παιδαριώδης acompañamiento α. συνοδεία
achicharradero α. κόλαση acompañado ε. συνοδευόμενος, στέκι
achicharrante ε. καυτός acompañanta θ. συνοδός
achicharrar ρ. υπερθερμαίνω acompañante α. συνοδός
achicharrar ρ. ψήνω, καίω υπερβολικά acompañar ρ. συνοδεύω, συντροφεύω
achiguarse ρ. παχαίνω acompasado ε. ρυθμικός
achinado ε. λοξός (για μάτια) acompasar ρ. αρμονίζω
achinar ρ. τρομάζω, φοβίζω acomplejado ε. νευρωτικός
achispado ε. μισομεθυσμένος acomplejar ρ. προκαλώ κόμπλεξ
achisparse ρ. σφίγγομαι acomunarse ρ. ενώνω δυνάμεις
achocar ρ. πετώ κάτι στον τοίχο acondicionado ε. προσαρμοσμένος
achocolatado ε. σοκολατής acondicionar ρ, προσαρμόζω
achocharse ρ. παθαίνω άνια acongojado ε. θλιμμένος
achubascarse ρ. συννεφιάζω acongojar ρ. αγχώνω, φοβίζω
achucutado ε. ντροπιασμένος aconsejable ε. κατάλληλος να συστήνεται
achucutarse ρ. ντρέπομαι aconsejado ε. συμβουλευμένος
achuchado ε. δύσκολος aconsejar ρ. συμβουλεύω, συνιστώ
achuchar ρ. σπρώχνω, υποχρεώνω acontecer ρ. συμβαίνω, τυχαίνω
achuchón α. σπρώξιμο acontecimiento α. συμβάν, γεγονός
achulado ε. καμαρωτός acopiar ρ. μαζεύω, συγκεντρώνω
achumado ε. μεθυσμενος acopio α. απόθεμα, στοκ εμπορευμάτων

-3-
Αa
acoplamiento α. ζευγάρωμα aquartelamiento α.
acoplar ρ. εφαρμόζω, προσαρμόζω περιορισμός σε στρατόπεδο
acoquinar ρ. τρομάζω, φοβίζω aquartelar ρ. στρατωνίζω
acorazado ε. θωρακισμένος, θωρηκτό acuático ε. υδατώδης, υδρόβιος
acorazonado ε. σε σχήμα καρδιάς acuchillar ρ. μαχαιρώνω
acorazar ρ. θωρακίζω acucia θ. ζήλος, έντονη προθυμία
acorchado ε. σπογγώδης, μουδιασμένος acuciador α./θ. πιεστικός, βιαστικός, επείγων
acordado ε. σύμφωνος, συμφωνημένος acuciar ρ. επείγω, επιθυμώ έντονα
acordar ρ. συμφωνώ acucioso ε. πιεστικός
acordarse ρ. θυμάμαι acuchillado ε. πλανισμένος
acorde α. ακόρντο acuciar ρ. βιάζω, επείγω
acordeón α. ακορντεόν acudir ρ. προστρέχω
acordonar ρ. περικυκλώνω, περνάω τα κορδόνια acueducto α. υδραγωγείο
acordeonista α./θ. ακορντεονίστας acuerdo α. συμφωνία
acordonado ε. φτιαγμένος κορδόνι acuidad θ. δριμύτητα, οξύτητα
acornar ρ. κουτουλάω με τα κέρατα μου acuilmarse ρ. καταθλίβομαι, κατασυγκινούμαι
acorralar ρ. στριμώχνω, περικυκλώνω acuitar ρ. θλίβω, λυπώ
acortar ρ. κονταίνω, συντομεύω acullá επ. εκεί πέρα, εκεί κάτω
acosar ρ. καταδιώκω, κατατρέχω acumulación θ. συσσώρευση, συγκέντρωση
acoso α. καταδίωξη, κατατρεγμός acumulador α. συσσωρευτής
acostado ε. ξαπλωμένος acumular ρ. συσσωρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω
acostar ρ. ξαπλώνω acuñación θ. τύπωμα νομίσματος
acostumbrado ε. συνηθισμένος acunar ρ. νανουρίζω κουνώντας
acostumbrar ρ. συνηθίζω acuñar ρ. τυπώνω νόμισμα, σφηνώνω
acotación θ. σημείωση στο περιθώριο, σκηνοθεσία acuosidad θ. πλαδαρότητα
acotar ρ. περιορίζω, περικλείνω acuoso ε. υδατώδης
acotillo α. το είδος σφυριού : βαριά, βαριοπούλα acupuntura θ. βελονισμός
acracia θ. αναρχία acurrucarse ρ. μαζεύομαι, ζαρώνω
ácrata ε. αναρχικός acusación θ. κατηγορία, καταγγελία
acre α. στρέμμα acusado α. κατηγορούμενος
acre ε. δριμύς, στυφός, πικρός acusador α. κατήγορος
acrecentamiento θ. αύξηοη acusar ρ. κατηγορώ, καταγγέλω
acrecentar ρ. αυξάνω, μεγαλώνω acusativo α. η αιτιατική πτώση
acreditación θ. εγγύηση acusativo ε. κτηγορηματικός
acreditado ε. εγγυημένος acusatorio ε. κατηγορητικός
acreditar p. αποδεικνύω, διαπιστεύω acústica θ. ακουστική
acreedor α. πιστωτής, άξιος acústico ε. ακουστικός
acribar ρ. κοσκινίζω adagio α. γνωμικό, απόφθεγμα, παροιμία, ρητό, αντάτζιο
acribillar ρ. διατρυπώ, βομβαρδίζω adalid ) θ. πρωταθλητής, πρωτοπόρος, στην πρώτη θέση
acrílico ε. ακρυλικός adamado ε. θηλυπρεπής
acriminación θ. ενοχοποίηση adán α. ο βρωμιάρης
acriminador α. κατήγορος adaptable ε. προσαρμοστικός
acriminador ε. ενοχοποιητικός adaptación θ. προσαρμογή, διασκευή
acriminar ρ. κατήγορώ, ενοχοποιώ adaptador α. μετασχημστιστής
acrimonia θ. δριμύτητα, οξύτητα, πικράδα adaptar ρ. προσαρμόζω, διασκευάζω
acrimonioso ε. δριμύς, δηκτικός adarga θ. ασπίδα
acrisolado ε. εξαγνισμένος, ραφιναρισμένος adecentar ρ. συμμαζεύω, βάζω σε τάξη
acrisolar ρ. διυλίζω, καθαρίζω adecuación θ. προσαρμογή
acrobacia θ. ακροβασία adecuadamente επ. καταλλήλως, όπως πρέπει
acróbata α/θ. ακροβάτης adecuado ε. κατάλληλος, πρέπων
acrobático ε. ακροβατικός adecuar ρ. κάνω κατάλληλο
acta α. πρακτικό, έκθεση adefesio ε. ασχήμια
actitud θ. στάση, συμπεριφορά adelantado ε. προχωρημένος, προωθημένος,
activar ρ. ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ προκαταβολικός
actividad θ. ενέργεια, δραστηριότητα adelantamiento α. προσπέραση
activista α./θ. ακτιβιστής adelantar ρ. προχωρώ, προωθώ, προκαταβάλλω, προσπερνώ,
activo ε. ενεργητικός, δραστήριος βάζω μπροστά, επισπεύδω
acto α. πράξη, έργο adelante επ. μπροστά, εμπρός
actor α. ηθοποιός adelanto α. πρόοδος, προκαταβολή
actriz θ. η ηθοποιός adelfa θ. πικροδάφνη
actuación θ. δράση, συμπεριφορά, ηθοποιία adelgazamiento α. αδυνάτισμα, λέπτυνοη
actual ε. επίκαιρος, τωρινός adelgazar ρ. αδυνατίζω, λεπταίνω
actualidad θ. επικαιρότητα ademán α. χειρονομία, κίνηοη
actualización θ. ενημέρωση, εκσυγχρονισμός además επ. εξάλλου, επιπλέον
actualizar ρ. κάνω επίκαιρο adentellar ρ. δαγκώνω
actualmente επ. τώρα, σήμερα adentrarse ρ. εισχωρώ, εισδύω, εμβαθύνω
actuar ρ. ενεργώ, δρω, παίζω adentro επ. μέοα, εντός
actuario ε. δικαστικός υπάλληλος adepto α./θ. οπαδός, ακόλουθος
acuadrillar ρ. σχηματίζω ομάδα aderezar ρ. νοστιμεύω
acuarela θ. ακουαρέλα aderezo α. ντρεσάρισμα,
acuario α. ενυδρείο, υδροχόος διακόσμηση
-4-
Αa
adeudar ρ. χρωστώ adorar ρ. λατρεύω
adeudo α. χρέος, δασμός, οφειλή adormecer ρ. κοιμίζω
adherencia θ. προσκόλληση, σύμφυση adormilado ε. νυσταλέος
adherente ε. κολλητικός adornar ρ. στολίζω, εξωραΐζω, διακοσμώ
adherir ρ. προσκολλώ adorno α. στολίδι
adherirse ρ. προσκολλούμαι, προσχωρώ, συντάσσομαι adquirir ρ. αποκτώ
adhesión θ. προσχώρηση, συνταύτιση adquisición θ. απόκτηση, απόκτημα
adhesivo ε. κολλητικός adquisitivo ε. αγοραστικός
adición θ. πρόσθεση adrede επ. επίτηδες, σκοπίμως
adicional ε. πρόσθετος adrenalina θ. αδρεναλίνη
adicionar ρ. προσθέτω adscribir ρ. διορίζω, καθορίζω
adicto ε. οπαδός, θιασώτης, εθισμένος aduana θ. τελωνείο
adiestrado ε. εκπαιδευμένος aduanero α. τελωνειακός
adiestrador α. εκγυμναστής aducir ρ. ισχυρίζομαι
adiestramiento α. εκγύμναση adueñarse ρ. σφετερίζομαι, οικειοποιώ, κυριεύω
adiestrar ρ. εκγυμνάζω, εξασκώ adulación θ. κολακεία
adinerado ε. εύπορος, πλούσιος adulador α. κόλακας, κολακευτικός
adinerarse ρ. πλουτίζω adular ρ. κολακεύω
adiós α. αντίο adulón ε. δουλικός, δουλοπρεπής
adiposo ε. χοντρός, παχύς adulteración θ. νοθεία, αλλοίωση, παραποίηση
aditivo α. προσθετικό adulterado ε. νοθευμένος
adivinación θ. μαντεία, προφητεία adulterante ε. νοθευτικός
adivinador α./θ. μάντης, προφήτης adulterar ρ. νοθεύω, αλλοιώνω, παραποιώ
adivinanza θ. αίνιγμα adulterio α. μοιχεία
adivinar ρ. μαντεύω, προφητεύω adúltero ε. μοιχός
adivino α. μάντης adulto ε. ενήλικας
adjetivo α. επίθετο adustez θ. τραχύτητα, σκληράδα
adjudicación θ. απονομή, κατακύρωση adusto ε. σοβαρός, αυστηρός, λιτός
adjudicar ρ. κατοχυρώνω, απονέμω, επίδικαζω advenedizo ε. νεόπλουτος, τυχάρπαστος
adjuntar ρ. ουνάπτω advenimiento α. άφιξη, ερχομός
adjunto ε. συνημμένος, επίκουρος adventicio ε. συμπτωματικός
adminículos α.πλ. κουτί πρώτων βοηθειών adverbial ε. επιρρηματικός
administración θ. διοίκηση, διαχείρηση adverbio α. επίρρημα
administrador α. διαχειριστής adversario α. αντίπαλος
administrar ρ. διοικώ, διαχειρίζομαι adversidad θ. αντιξοότητα, δυστυχία, κακοτυχία
administrativo ε. διοικητικός, διαχειριστικός adverso ε. αντίξοος, αντίθετος
admirable ε. θαυμάσιος, υπέροχος advertencia θ. προειδοποίηση
admiración θ. θαυμασμός advertido ε. ξύπνιος, σε εγρήγορση
admirador α. θαυμαστής, λάτρης advertir ρ. προειδοποιώ, ειδοποιώ, παρατηρώ
admirar ρ. θαυμάζω, εκπλήσσω Adviento α. η Δευτέρα Παρουσία
admirativo ε. γεμάτος θαυμασμό, θαυμαστικός adyacencia θ. γειτνίαση
admisible ε. παραδεχτός, επιτρεπτός adyacente ε. προσκείμενο
admisibilidad θ. αποδοχή aeròbica θ. αεροβική γυμναστική
admisión θ. παραδοχή, είσοδος aéreo ε. αέριος, εναέριος, αερώδης
admitir ρ. παραδέχομαι, δέχομαι aerodinámica θ. αεροδυναμική
admonición θ. προειδοποίηση aerodinámico ε. αεροδυναμικός
admonitorio ε. προειδοποιητικός aeródromo α. αεροδρόμιο
adobar ρ. προπαρασκευάζω aerolito α. αερόλιθος, μετεωρίτης
adobe α. ηλιοψημένο τούβλο aeronáutica θ. αεροναυτική
adobo α. προπαρασκευή, μαγείρεμα aeronave θ. αερόπλοιο
adocenado ε. συνηθισμένος aeroplano α. αεροπλάνο
adoctrinamiento α. δογματισμός aeropuerto α. αεροδρόμιο
adoctrinar ρ δογματίζω aeróstato α. αερόστατο
adolecer ρ. υποφέρω aerotransportado ε. αερομεταφερόμενος
adolescencia θ. εφηβεία afabilidad θ. καλοσύνη, φιλικότητα
adolescente α, θ. έφηβος afable ε. καλοσυνάτος, φιλικός
adonde επ. όπου afamado ε. διάσημος, ξακουστός, διακεκριμένος
adònde επ. προςτα πού afamar ρ. αποκτώ φήμη, κάνω κάποιον διάσημο
adondequiera επ. οπουδήποτε afán α. ζήλος, πόθος
adopción θ. υιοθεσία, υιοθέτηση afanarse ρ. πασχίζω
adoptable ε. υιοθετήσιμος afanoso ε. δύσκολη ή βαριά δουλειά
adoptar ρ. υιοθετώ afasia θ, αφασία
adoptivo ε. θετός afásiko ε. βουβός, σε αφασία
adoquín α. πλάκα πεζοδρομίου, ηλίθιος afear ρ. ασχημίζω
adoquinado ε. λιθόστρωτος afección θ. πάθηση
adoquinar ρ. λιθοστρώνω afeccionarse ρ. μου αρέσει κάποιος
adorable ε. λατρευτός, αξιαγάπητος afectación θ. επιτήδευση, προσποίηση
adoración θ. λατρεία afectado ε. επιτηδευμένος, προσποιητός
adorador α. λάτρης afectar ρ. επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω
adormecedor ε. υπνωτικός afectísimo ε. τρυφερός, στοργικός
adormecido ε. νυσταγμένος, μουδιασμένος afectivo ε. συναισθηματικός
adormecimiento α. νύστα, μούδιασμα afecto α. εκτίμηση, συμπάθεια
adormilarse ρ. γλαρώνω, αποκοιμιέμαι ελαφρά afectuosidad θ. στοργή, συναισθηματικότητα
-5-
Αa
afectuoso ε. φιλικός, εγκάρδιος agasajo α. δώρο,
afeitado α. ξύρισμα agasajos α.πλ. φιλοξενία
afeitadora θ. ξυριστική μηχανή agavillarse ρ. συσπειρώνομαι
afeitarse ρ. ξυρίζομαι agazapar ρ. κουλούριάζω
afelpado ε. βελούδινος οτην αφή agazaparse ρ. μαζεύομαι, συσπειρώνομαι
afeminación θ. θηλυπρέπεια agencia θ. πρακτορείο
afeminado ε. θηλυπρεπής agenciar ρ. πραγματοποιώ
afeminamiento α. θηλυπρέπεια agencioso ε. εργατικός
aferrado ε. πεισματάρης, επίμονος agenda θ. ατζέντα
aferrar ρ. αγκυροβολώ, αρπάζω agente α. πράκτορας, ποιητικό αίτιο, αστυφύλακας
aferrarse ρ. αρπάζομαι, πεισματώνω agible ε. εφικτός, πραγματοποιήσιμος, εφαρμόσιμος
afianzamiento θ. ασφάλεια, ενίσχυση, εγγύηση agigantado ε. γιγάντιος
áfido ε. μελίγκρα agigantar ρ. μεγενθύνω
afianzar ρ. σταθεροποιώ, οτερεώνω ágil ε. ευκίνητος
afición θ. προσήλωση, κλίση, σύνολο οπαδών agilidad θ. ευκινησία, ευστροφία
aficionado α. οπαδός, θιασώτης, ερασιτέχνης agio α.κερδοσκοπία, εικασία
afiebrado ε. εμπύρετος agitación θ. αναστάτωση, ταραχή
afilado ε. ακονισμένος, κοφτερός agitado ε. κυματώδης, θυελλώδης, (ανα) ταραγμένος
afilador α. τροχιστής agitador ε. ταραξίας
afiladura θ. ακόνιομα, τρόχισμα agitanado ε. τσιγγάνικος, γύφτικος
afllápices θ. ξύστρα για μολύβια agitar ρ. ταράζω, αναταράζω, ανακινώ, κουνώ
afiliado ε. θυγατρικός, επικουρικός aglomeración θ. συνωστισμός, συνάθροιοη,
afilar ρ. τροχίζω, ακονίζω συσσωμάτωση
afiliación θ. προσχώρηση aglomerar ρ, ουσσωρεύω, συναθροίζω
afiliarse ρ. προσχωρώ, γίνομαι μέλος aglomerado ε. συσσωρευμένος
afín ε. συναφής, παρεμφερής aglutinación θ. πήξιμο. σύμπηξις
afinación θ. εξευγενισμός, ραφινάρισμα, aglutinar ρ. πήζω, συμπηγνύω
κούρδισμα οργάνου agobiador ε, αποπνικτικός, καταπιεστικός,
afinar ρ. λεπταίνω, οξύνω, κουρδίζω δυσβάσταχτος
afincarse ρ. εγκαθίσταμαι agobiarse ρ. πνίγομαι, ασφυκτιώ
afinidad θ. συνάφεια agobio α. φορτίο, βάρος, καταπίεση
afirmación θ. βεβαίωση, διαβεβαίωση agolpamiento α. σύνθλιψη, στρίμωγμα,
afirmar ρ. βεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνωστισμός
afirmativo ε. καταφατικός agolparse ρ. στριμώχνωμαι, συνωστίζομαι
afirmativamente επ. καταφατικά agonía θ. αγωνία, χαροπάλεμα
afligido ε. πονεμένος, θλιμμένος, πληγείς agónico ε. ετοιμοθάνατος
aflicción θ. οδύνη, θλίψη, λύπη agonizante ε. ετοιμοθάνατος
afligir ρ. θλίβω, λυπώ agonizar ρ. χαροπαλεύω
aflojamiento α. χαλάρωμα, λασκάρισμα agorar ρ. προλέγω, προφητεύω
aflojar ρ. χαλαρώνω agorero α. μάντης, οιωνοσκόπος
aflorar ρ. προβάλλω, ξεπροβάλλω agorero ε. δυσοίωνος
afluencia θ. ροή, ευγλωτία agostar ρ. κατακαίω, μαραίνω
afluente α. παραπόταμος Agosto α. ο μήνας Αύγουστος
afluir ρ. εκβάλλω, κυλώ, ρέω agotado ε. εξαντλημένος
aforar ρ. μετρώ με μετρητή, υπολογίζω agotador ε. εξαντλητικός
afortunadamente επ. ευτυχώς agotamiento α. εξάντληση
afortunado ε. ευτυχής agotar ρ. εξαντλώ
afrecho α. πουρές agraciado ε. χαριτωμένος
afrenta θ. προσβολή, ντροπή agradable ε. ευχάριστος
afrentar ρ. προσβάλλω, ατιμάζω agradar ρ. ευχαριστώ
afrentoso ε. προσβλητικός, ντροπιασμένος agradecer ρ. ευχαριστώ, ευγνωμονώ
afrodisíaco ε. αφροδισιακός agradecido ε, ευγνώμονας
afrontamiento α. αντιπαράθεση, αντιμετώπιση agradecimiento α. ευγνωμοσύνη
africano ε. αφρικανός agrado α. ευχαρίστηση, καλοσύνη
afrontar ρ. αντιμετωπίζω agrandar ρ. μεγαλώνω, μεγαλοποιώ
afuera επ. εκτός, έξω agranujado ε. σπυριάρικος
afueras θ/πλ. περίχωρα agrarismo α. αγροτική κίνηση
agachada θ. τέχνασμα, πονηριά agrario ε. αγροτικός
agachar ρ. σκύβω agravación θ. χειροτέρευση, επιδείνωση
agacharse ρ. σκύβω, κυρτώνομαι agravante α. επιβάρυνση
agalbanado ε. τεμπέλης agravar ρ. επιβαρύνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω
agalla θ. όζος, βράγχιο, σπάραχνο agraviar ρ. προσβάλλω, αδικώ
agallas θ.πλ. αμυγδαλές, τόλμη agravio α. προσβολή, αδικία
agalludo ε. θαρραλέος, τολμηρός agravioso ε. προσβλητικός
agarrada θ. τσακωμός, καυγάς agraz θ. αγίνωτος, άγουρος, ξυνός, πικρός
agarradera θ. λαβή, επιρροή agredir ρ. επιτίθεμαι, προσβάλλω
agarrado ε. τοιγγούναρος agregado α. συνάθροιση, σύναξη, επίκουρος,
agarrar ρ. πιάνω, αδράχνω, τσακώνω, αρπάζω ακόλουθος
agarrotamiento α. σφίξιμο agregar ρ. προσθέτω, αθροίζω
agarrotar ρ. δένω σφιχτά agresión θ. επίθεση
agasajado ε. επίσημος προσκεκλημένος agresividad θ. επιθετικότητα
agasajar ρ. φιλοδωρώ, παινεύω agresivo ε. επιθετικός
-6-
Αa
agresor α. επιτιθέμενος ahogado ε. πνιγμένος , καταπνιγμένος
agreste ε. αγροτικός, εξοχικός ahogar ρ. πνίγω, στραγγαλίζω
agrete ε. ξυνούτσικος ahogo α. αποπνιγμός , δυσφορία, ασφυξία
agriado ε. ξυνισμένος, μνησίκακος ahondar ρ. βαθαίνω, εμβαθύνω
agriar ρ. ξυνίζω, θυμώνω ahora επ. τώρα
agrícola ε. αγροτικός, γεωργικός ahorcado ε. απαγχονισμένος
agricultor α. αγρότης, γεωργός ahorcadura θ. απαγχονισμός
agricultura θ. γεωργία ahorcajarse ρ. κάθομαι καβάλα
agridulce ε. ξινόγλυκος ahorcar ρ. κρεμώ
agrietar ρ. σκάζω, κάνω ρωγμή ahormar ρ. διαμορφώνω, καλουπώνω
agrimensor α./θ. τοπογράφος, τοποτηρητής ahorrar ρ. αποταμιεύω, εξοικονομώ
àgrio ε. ξινός, οξύς, δριμύς ahorrativo ε. οικονόμος
agro α. γεωργία ahorro α. αποταμίευση , αποταμίευμα, οικονομία
agronomía θ. αγρονομία ahuchar ρ. βάζω στην άκρη
agrura θ. ξυνίλα ahuecar ρ. κοιλαίνω, αδειάζω
agrupación θ. ομαδοποίηση, ένωση ahumado ε. καπνιστός, πιωμένος
agrupar ρ. ομαδοποιώ ahumar ρ. καπνίζω
agua α. νερό ahusado ε. αιχμηρός , μυτερός
aguacate α. αβοκάντο ahuyentar ρ. διώχνω , απωθώ
aguacero α, μπόρα airado ε. θυμωμένος , οργισμένος
aguada θ. ποτίστρα, πλημμύρα airar ρ. ενοχλώ, παρενοχλώ
aguado ε. νερωμένος, αδύνατος aire α. αέρας, άνεμος, ύφος
aguafiestas α./θ. σπασίκλας, που χαλάει το κέφι aireación θ. αέρισμα
aguafuertista α./θ. χαράκτης airear ρ. αερίζω
aguaje α. απόνερα πλοίου airecito α. αεράκι
aguamanil α. λαβομάνο, κανάτι airosidad θ. "αέρας" , χάρη
aguamar α. τσούχτρα, θαλάσσια μέδουσα airoso ε. αεράτος, ακηλίδωτος
aguamiel α. υδρομέλι aislación θ. μόνωση
aguanieve θ. χιονόνερο aislado ε. απομονωμένος, μεμονωμένος,
aguanoso ε. διαποτισμένος aislador α. μονωτήρας
aguantable ε. υποφερτός, ανεκτός aislamiento α. απομόνωση , αποχωρισμός
aguantar ρ. συγκρατώ, αντέχω aislante α. μόνωση
aguante α. αντοχή, ανεκτικότητα aislar ρ. απομονώνω, μονώνω
aguar ρ. νερώνω ajar α. κήπος με σκόρδα
aguardar ρ. περιμένω, αναμένω ajar ρ. καταχρώμαι, τσαλακώνω, ζαρώνω
aguardiente α. ούζο ajarafe α. οροπέδιο, ταράτσα
aguarrás α. νέφτι ajedrea θ. θυμάρι
agudeza θ. οξύτητα, λεπτότητα ajedrez α. σκάκι
agudización θ. όξυνση. χειροτέρευση ajeno ε. ξένος, ανήξερος, ελεύθερος
agudizar ρ. οξύνω, χειροτερεύω ajetreado ε. απασχολημένος
agudo ε. οξύς, μυτερός ajetreo α. τρεχάματα , πηγαινέλα
agüero α. οιωνός. σημείο ajo α. σκόρδο
aguerrido ε. σκληραγωγημένος, έμπειρος ajobar ρ. κουβαλάω στην πλάτη μου
aguerrir ρ. σκληραίνω, εξοικιώνω ajobo α. βάρος, φορτίο
aguijada θ. βουκέντρα ajorca θ. μπρασελέ , βραχιόλι
aguijar ρ. κεντρίζω , βιάζομαι ajornalar ρ. προσλαμβάνω με ημερομίσθιο
aguijón α. κεντρί ajuar α. προικιά
águila θ. αετός ajuiciado ε. λογικός
aguileño ε. αετήσιος ajuiciar ρ. λογικεύω
aguilera θ. αετοφωλιά ajustado ε. εφαρμοστός, σφιχτός
aguilucho α. αετόπουλο ajustador ρ. στοιχειοθέτης, εφαρμοστής
aguinaldo α. μποναμάς ajustamiento α. διακανονισμός
aguja θ. βελόνα, δείκτης ajustar ρ. εφαρμόζω, προσαρμόζω, σφίγγω,
agujerear ρ. τρυπώ, διατρυπώ ξεκαθαρίζω
agujero α. τρύπα, οπή ajuste α. ξεκαθάριομα
agujeta θ. πιάσιμο ajusticiar ρ. εκτελώ
agujetas θ.πλ. ράμματα ala θ. φτερό, πτέρυγα
aguzar ρ. οξύνω alabador ε. εγκωμιαστικός
ahechaduras θ.πλ. άχυρα alabanza θ. εγκώμιο, ύμνος
ahechar ρ. κοσκινίζω alabar ρ. εγκωμιάζω, υμνώ
aherrojar ρ. αλυσσοδένω, καταπιέζω, περιορίζω alabastro α. αλάβαστρο
aherrumbrarse ρ. σκουριάζω alabeo α. στρέβλωση
ahí επ. εκεί alacena θ. ντουλάπι, ντουλάπα
ahijado α. βαφτισιμιός alacrán α. σκορπιός
ahijar ρ. υιοθετώ, αποδίδω alacranear ρ. κουτσομπολεύω
ahilar ρ. ξυνίζω (για κρασί) alacridad θ. έντονη προθυμία
ahincado ε. εμφατικός alado α. φτερούγισμα, χτύπημα φτερών
ahìnco α. ζήλος, επιμονή alado ε. φτερωτός, γρήγορος
ahitar ρ. γεμίζω, στουμπώνω alambicado ε. απεσταγμένος, διυλισμένος,
ahito ε. χορτάτος , μπουκωμένος επηρεασμένος

-7-
Αa
alambicamiento α. απόσταξη, διύλιση alcanzado ε. απένταρος, άφραγκος
alambicar ρ. αποστάζω, διυλίζω alcanzar ρ. φθάνω, επιτυγχάνω, προλαβαίνω
alambrada θ. συρματόπλεγμα alcaparra θ. κάπαρη
alambrar ρ. περιφράζω με σύρμα alcazaba θ. πύργος, κάστρο
alambre α. σύρμα alcázar α. φρούριο, κάστρο
alambrista α./θ. ισορροπιστής σε τεντωμένο σκοινί alce α. το ζώο άλκη , κόψιμο τράπουλας
alameda θ. δάσος από λεύκες alción θ. το πουλί αλκυώνη
álamo α. λεύκα alcoba θ. υπνοδωμάτιο
alancear ρ. λογχίζω alcohol α. οινόπνευμα
alarde α. επίδειξη, καύχημα, κομπασμός alcohólico ε. οινοπνευματώδης, αλκοολικός
alardear ρ. επιδεικνύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω alcoholismo α. αλκοολισμός
alargar ρ. μακραίνω, επιμηκύνω, τεντώνω, φέρνω κοντά alcor α. λόφος
alarido α. κραυγή, ουρλιαχτό alcornoque α. βελανιδιά
alarma θ. συναγερμός, ανησυχία alcotana θ. κασμάς , αξίνα
alarmante ε. ανησυχητικός alcubilla θ. δεξαμενή
alarmar ρ. ανησυχώ, τρομάζω alcurnia θ. γενεαλογία
alazán α. καστανοκόκκινο άλογο, ντορής aldaba θ. ρόπτρο
alba α. χαραυγή aldabada θ. χτύπημα στην πόρτα με ρόπτρο
albacea α./θ. εκτελεστής aldabilla θ. σύρτης, μάνταλο
albahaca θ. βασιλικός aldea θ. οικισμός, χωριουδάκι
albañal ε. υπόνομος, οχετός aldeano α. χωριάτης
albañil α. χτίστης, οικοδόμος aleación θ. κράμα
albar ε. άσπρος, λευκός aleatorio ε. απρόσμενος, απρόοπτος
albaràn α. τιμολόγιο alebrarse ρ. τρέμω από φόβο
albarda θ. σέλα, σαμάρι aleccionador ε. καθοδηγητικός, διαφωτιστικός,
albardar ρ. σελώνω, σαμαρώνω παραδειγματικός
albardilla θ. λαρδί, μικρή σέλα alecclonamiento α. καθοδήγηση, διαφώτιση,
albaricoque α. βερύκοκο παραδειγματισμός
albaricoquero α. βερυκοκιά aleccionar ρ. δίνω οδηγίες, εκπαιδεύω
albarrada θ. τάφρος, μεγάλο χαντάκι aledaño ε. συνεχόμενος
albedrío α. βούληση aledaños α.πλ. περίχωρα
albéitar α./θ. κτηνίατρος alegación θ. ισχυρισμός
albeitería θ. κτηνιατρική alegar ρ. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω
alberca θ. στέρνα, δεξαμενή νερού alegato α. ισχυρισμός, ομολογία
albergar ρ. στεγάζω, συντηρώ alegoría θ. αλληγορία
albergue α. καταφύγιο alegórico ε. αλληγορικός
albero α. πετσετόπανο alegrar ρ. χαροποιώ
albino ε. αλμπίνο alegrarse ρ. χαίρομαι, ευθυμώ
albóndiga θ. κεφτές alegre ε. χαρούμενος, εύθυμος
albor α. αυγή, χαραυγή alegremente επ. χαρούμενα, εύθυμα, επιπόλαια
alborada θ. εγερτήριο, χάραμα alegría θ. χαρά, ευθυμία, ευφορία
alborear ρ. ξημερώνω, χαράζω alegrón α. φούντωμα φωτιάς ή χαράς
albornoz α. ρόμπα μπάνιου, μπουρνούζι alejado ε. απομακρυσμένος, μακρινός, απόμακρος
alborotador α/ε. ταραξίας alejamiento α. απομάκρυνση, απόσυρση,
alborotadizo ε. ευέξαπτος απομάκρυνση
alborotado ε εκνευρισμένος, ταραγμένος, alejar ρ. απομακρύνω
εξεγερμένος alelado ε. βλάκας, ηλίθιος
alborotar ρ. αναστατώνω, ταράζω, διαταράζω alelamiento α. κατάπληξη
alboroto α. αναστάτωση, φασαρία, ταραχή, διατάραξη alelar ρ. εκπλήσσω, καταπλήσσω
alborozar ρ. χαροποιώ, ενθουσιάζω, διασκεδάζω alentada θ. βαθιά ανάσα
alborozo α. χαρά, ενθουσιασμός alentado ε. γενναίος, ψυχωμένος
albricias θ.πλ. δώρα, συγχαρητήρια, καλά νέα, alentador ε. ενθαρρυντικός
συχαρίκια alentar ρ. ενθαρρύνω
albùm α. άλμπουμ alergia θ. αλλεργία
alcachofa θ. αγκινάρα alérgico ε. αλλεργικός
alcahuete α, μαστρωπός, νταβατζής, alero α. γείσο, κορνίζα
κλεπταποδόχος alerón α. πτερύγιο
alcahuetear ρ. προάγω γυναίκες, alerta ε. άγρυπνος
αποδέχομαι κλοπιμαία alertar ρ. θέτω σε επαγρύπνιση ή σε επιφυλακή
alcahuetería θ. μαστρωπεία, κηεπταποδοχή aleta θ. πτερύγιο
alcaide α. διοικητής, κυβερνήτης aletargado ε. ληθαργικός
alcaidía θ. θέση κυβερνήτη, κυβερνείο aletargamiento α. λήθαργος
alcalde α. δήμαρχος aletargar ρ. ρίχω σε λήθαργο
alcaldía θ. δημαρχία aletear ρ. φτεροκοπώ, κουνάω τα χέρια, σπαρταράω
alcance α. βεληνεκές, απόσταση aleteo α. φτεροκόπημα, σπαρτάρισμα
alcancía θ. κουμπαράς alevín α. ψαράκι
alcanfor α. καμφορά alevosía θ. δόλος
alcantarilla θ. υπόνομος, αποχέτευση alevoso ε. προδοτκός, καταδοτικός
alcantarillado α. δίκτυο αποχέτευσης alfabético ε. αλφαβητικός
alcantarillado α. αποχετευτικός alfabetizar ρ. ταξινομώ με αλφαβητική σειρά
alcantarillar ρ. φτιάχνω αποχέτευση alfabeto α. αλφάβητο
-8-
Αa
alfaque α. σύρτη, αμουδέρα aliviar ρ. ανακουφίζω
alfar α. κεραμοποιείο , πηλός alivio α. ανακούφιση
alfarería θ. αγγειοπλαστική aljaba θ. φαρέτρα
alfarero α. αγγειοπλάστης aljibe α. στέρνα, δεξαμενή, δεξαμενόπλοιο
alfeñicarse ρ. αδυνατίζω aljófar α. μαργαριτάρι, δροσοσταλίδα
alfeñique α. ανθρωπάκι aljofifa θ, σφουγγαρόπανο, σφουγγαρίστρα
alferecìa θ. επιληψία aljofifar ρ, σφουγγαρίζω
alfèrez α. σημαιοφόρος alma θ. ψυχή
alfiler α. καρφίτσα almacén α. αποθήκη, κατάστημα
alfilerar ρ. καρφιτσώνω almacenaje θ. αποθήκευση
alfiletero α. καρφιτσοθήκη almacenamiento α. εναποθήκευση
alfombra θ. χαλί almacenar ρ. αποθηκεύω
alfombrar p. στρώνω (με) χαλί almacenero α. αποθηκάριος
alforza θ. πιέτα , πτυχή , ουλή almacenista α. χονδρέμπορος
alforzar ρ. πτυχώνω, κάνω διπλώσεις ή πιέτες almádena θ. το είδος σφυριού : βαριά
alga θ. φύκι almadreña θ. τσόκαρο
algalia θ. καθετήρας almanaque α. ημερολόγιο, καζαμίας
algarabía θ. χαλασμός almenas θ.πλ. επάλξεις
algarada θ. κραυγή, καταδρομή almazara θ. ελαιοτριβείο , λιοτρίβι
algarrobo α. χαρουπιά almeja θ. αχηβάδα
algazara θ. οχλοβοή, σαματάς, βαβούρα almendra θ. αμύγδαλο
àlgebra α. άλγεβρα almendrado ε. σμυγδαλωτός
álgido ε. παγωμένος, ψυχρός almendro α. αμυγδαλιά
algo αιτ. κάτι, κατιτί almiar α. θημωνιά
algodón α. βαμβάκι almíbar α. συρόπι
algodonal ε. βαβμβακοφυτεία almibarado ε. σιροπιαστός
algodonero α. βαμβακιά almibarar ρ. σοροπιάζω , σιροπιάζω
algodonero ε. βαμβακερός almidón α. άμυλο
alguacil α. δικαστικός ή δημοτικός κλητήρας almidonado ε. κολλαριστός
alguien αντ. κάποιος, κάποια, κάποιο almidonar ρ. κολλαρίζω
algún (o) ε. κάποιος, κανείς almilla θ. μπούστο, κορσάζ
alhaja θ. κόσμημα almirante α. ναύαρχος
alharaca θ. φασαρία, σαματάς almirantazgo α. ναυαρχείο
alhucema θ. λεβάντα almirez α. γουδί
aliacán α. ίκτερος, χρυσή almocafre α. σκαλιστήρι
alicaído ε. αδύναμος, απογοητευμένος almohada θ. μαξιλάρι
alicates α.πλ. λαβίδα, τσιμπίδα almohadilla θ. μαξιλαράκι
aliciente ε. κίνητρο, μοτίβο almohadillado α. λαξευμένη πέτρα
aliado α. σύμμαχος almohadillado ε. παραγεμισμένος, πελεκητός
alianza θ. συμμαχία almohadón α. μαξιλάρα
aliarse ρ. συμμαχώ almohaza θ. μαξιλάρι, προσκέφαλο
alienación θ, αποξένωση almoneda θ. πλειστηριασμός, δημοπρασία
alienado ε. αποξενωμένος, αλλοτριωμένος, almonedear ρ. πουλάω σε δημοπρασία
παράφρονας almorrana θ. αιμορροΐδα
alienar ρ. αποξενώνω, αλλοτριώνω almorzar ρ. γευματίζω
aliento α. ανάσα, κουράγιο almuerzo α. γεύμα
aligación θ. δεσμός, δέσιμο alocado ε. παλαβός , τρελός
aligeramiento α. ανακούφιση, ξαλάφρωμα, alocar ρ. τρελλαίνω
επιτάχυνση alocución θ. προσφώνηση
alijadora θ. λειαντική μηχανή alojamiento α. κατάλυμα
alijar ρ. λειαίνω, ξαλαφρώνω alojar ρ. στεγάζω
alimentador α./θ. τροφοδότης alojarse ρ. καταλύω
aligerar ρ. ελαφρώνω, επιταχύνω alón α. φτερούγα
alimentación θ. τροφοδότηση, τροφοδοσία, σίτιση alondra θ. κορυδαλλός
alimentar ρ. τρέφω, σιτίζω, τροφοδοτώ alpargatilla α./ θ. κατεργάρης
alimenticio ε. θρεπτικός alpende α. υπόστεγο
alimento α. τροφή alpestre ε. των Αλπεων, ορεινός
alindar ρ. καλλωπίζω, οριοθετώ, συνορεύω alpinismo α. ορειβασία , αλπινισμός
alineado ε. ευθυγραμμισμένος alpinista α/θ. ορειβάτης, ορειβάτισσα , αλπινιστής
alinear ρ. ευθυγραμμίζω alquería θ. αγροικία , αγροτικό σπίτι
alineación θ. ευθυγράμμιση alquilar ρ. νοικιάζω , ενοικιάζω
aliñar ρ. καρυκεύω. νοστιμεύω τη σαλάτα alquiler α. νοίκι , ενοίκιο
aliño α. καρύκευμα alquimia θ. αλχημία
aliquebrado ε. απογοητευμένος alquimista α. αλχημιστής
alisadura θ. λείανση, ξύρισμα alquitara θ. αποστακτήρας
alisar ρ. λειαίνω alquitarar ρ. αποστάζω
alistamiento α. κατάταξη alquitrán α. πίσσα, κατράμι
alistarse ρ. κατατάσσομαι alquitranado α. άσφαλτος
aliteración θ. παρήχηση alquitranado ε. κατραμωμένος, ασφαλτωμένος
aliviadero α. υπερχείληση φράγματος alquitranar ρ. ασφαλτοστρώνω
-9-
Αa
alrededor επ. γύρω, τριγύρω amado ε. αγαπητός
alta α. εξιτήριο, εγγραφή amador α./θ. εραστής, ερωμένος
altanero α. αλλαζόνας, υπερόπτης amaestrado ε. εκπαιδευμένος
altar α. βωμός, Αγία Τράπεζα amaestrar ρ. εκπαιδεύω
altavoz α. μεγάφωνο amaestramiento α. εκπαίδευση
alterable ε. μεταβλητός, αλλοιώσιμος amagar ρ. απειλώ
alterabilidad θ. εναλλαγή amago α. απειλή, απειλητική χειρονομία ή κίνηση, σύμπτωμα
alterado ε. αλλαγμένος ασθένειας
altercación θ. λογομαχία amainar ρ. κοπάζω
alteración θ. αλλαγή, ανατροπή, αλλοίωση, αναστάτωση amaitinar ρ. κατασκοπεύω
alterar ρ. μεταβάλλω, ανατρέπω, αλλοιώνω, αναστατώνω amalgama θ. αμάλγαμα
altercar ρ. λογομαχώ amamantar ρ. θηλάζω, βυζαίνω
alternancia θ. εναλλαγή amancebamiento α. συγκατοίκηση, ουμβίωοη
alternación θ. εναλλαγή amancebarse ρ. συγκατοικώ, συζώ
alternado ε. εναλλακτικός amanecer α. ξημέρωμα, χάραμα
alternador α. εναλλάκτης amanecer ρ. ξημερώνει, ξημερώνομαι, χαράζει
alternante ε. εναλλασσόμενος amansar ρ. εξημερώνω, καταπραΰνω
alternar ρ. εναλλάσω, εναλλάσσομαι, σχετίζομαι amanecida θ. χάραμα, αυγή
alternativa θ. εκλογή, εναλλακτική λύση amanerado ε. επιτηδευμένος
alternativo ε. εναλλακτικός amaneramiento α. επιτήδευση
alterno ε. εναλλασσόμενος amanerarse ρ. προσποιούμαι
alteza θ. υψηλότητα amansador α./θ. θηριοδαμαστής
altilocuencia θ. μεγαλοστομία amansamiento α. θηριοδαμαομός
altilocuente ε. μεγαλόστομος amanse α. ημέρωμα, εξημέρωση
altillo α. λοφίσκος amanuense α. γραφέας, γραμματέας
altímetro α. όργανο μέτρησης υψόμετρου amañado ε. επιδέξιος, πλαστός
altiplanicie α. οροπέδιο amañar ρ. κάνω κάτι με επιδεξιότητα, αλλοιώνω
altisonante ε. ηχηρός amaño α. επιδεξιότητα, τρυκ
altitud θ. υψόμετρο amante α/θ. εραστής, ερωμένη
altivez θ. υπεροψία, αλαζονεία amapola θ. παπαρούνα
altivo ε. υπεροπτικός, αλαζονικός amar ρ. αγαπώ
alto ε. ψηλός amaraje α. προσθαλάσσωση
altura θ. ύψος amargado ε. πικραμένος
altruismo α. αλτρουϊσμός amargar ρ. πικρίζω, πικραίνω
alubia θ. φασόλι amargo ε. πικρός
alucinación θ. παραίσθηση amargón α. πικρόράδικο
alucinador ε. ψευδαισθησιογόνος amargor α. πικρίλα
alucinar ρ. έχω παραισθήσεις, εξαπατώ, παραπλανώ amargura θ. πίκρα
alucinógeno α. παραισθησιογόνο amaricado ε. θηλυπρεπής
alucinógeno ε. παραισθησιογόνος amarillear ρ. κιτρινίζω
alud α. χιονοστιβάδα, μεγάλο κύμα amarillecer ρ. κιτρινίζω
aludir ρ. υποδηλώνω, αναφέρομαι amarillento ε. κιτρινωπό
alumbrado α. φωτισμός amarillo ε. κίτρινο
alumbramiento α. φωτισμός, γέννα amarra θ. κάβος, παλαμάρι
alumbrar ρ. φωτίζω amarillismo α. κιτρινισμός
alumbre α. στύψη amarillista α./θ. κιτρινιστής
aluminio α. αλουμίνιο amarradero α. κολόνα στην άκρη του δρόμου
alumnado ε. η φοιτητιούοα νεολαία amarradura θ. αγκυροβολισμός
alumno α. μαθητής,σπουδαστής amarrar ρ. δένω , προσδένω
alusión θ. υποδήλωση, νύξη amartelado ε. ερωτοχτυπημένος
alusivo ε. υπαινικτικός amartelamiento α. ερωτοχτύπημα
aluvial ε. προσχωματικός amartelar ρ. κάνω κάποιον να με ερωτευθεί
aluvión θ. πρόσχωση, έργα πρόσχωσης amartillar ρ. σφυροκοπώ
álveo α. κοίτη ποταμού amasadera θ. σκάφη για ζύμωμα
alvéolo α. πνευμονική κυψελλίδα amasador α./θ αρτοποιός
alzada θ. δικαστική ένσταση amasadora θ. μηχανή για ζύμωμα
alzaprimar ρ. παίρνω ύψος amasamiento α. ζύμωμα, μασάζ
alzamiento α. εξέγερση amasar ρ. ζημώνω
alzar ρ. υψώνω, σηκώνω amasijo α. ζύμωμα , μίξη, ανακάτωμα
allá επ. εκεί, εκεί πέρα amatista θ. αμέθυστος , διαμάντι
allanamiento α. ισοπέδωση, δικαστικός ισχυρισμός amatorio ε. ελκυστικός
allanar ρ. εξομαλύνω amazacotado ε. βαρύς, άχαρος
allegado ε. κοντινός, συγγενής amazona α. αμαζόνα
allegar ρ. συγκεντρώνω, μαζεύω κοντά ámbar α. ήλεκτρο , κεχριμπάρι
allende επ. από την άλλη μεριά ambarino ε. κεχριμπαρένιος
allí επ. εκεί, εκεί πέρα ambición θ. φιλοδοξία
ama θ. οικοδέσποινα , ιδιοκτήτρια ambicionar ρ. φιλοδοξώ
amabilidad θ, ευγένεια, καλωσύνη ambicioso ε. φιλόδοξος
amable ε. ευγενικός, αξιαγάπητος ambidextro α, αμφίχειρας
amado α./θ. εραστής, αγαπητικός ambientación θ. σκηνικό

-10-
Αa
ambiental ε. περιβαλλοντικός amor α. αγάπη, έρωτας
ambientar ρ. δημιουργώ ατμόσφαιρα amoral ε. ανήθικος
ambiente α. ατμόσφαιρα, περιβάλλον amoratado ε. μαυρισμένος από κρϋο ή ξύλο
ambigú α. το έπιπλο μπουφές amoratarse ρ. μελανιάζω από κρύο ή ξύλο
ambigüedad θ. αμφιβολία, ασάφεια, διφορούμενη έννοια amordazar ρ. φιμώνω
ambiguo ε. διφορούμενος, αμφίβολος amorfo ε. άμορφος
ámbito α. πεδίο, πλαίοιο amorío α. ερωτική σχέση, ρομάντζο
ambivalencia θ. αμφιθυμία amoroso ε. στοργικός, τρυφερός, ερωτικός
ambivalente ε. αμφίθυμος amortajar ρ. σαβανώνω
ambos αντ. αμφότεροι, και οι δύο amortecer ρ. χαμηλώνω ήχο ή φώς
ambulancia θ. ασθενοφόρο amortiguador α. αποσβεστήρας
ambulanciero α./θ. νοσοκόμος ασθενοφόρου amortiguar ρ. αποσβήνω
ambulante ε. πλανόδιος, περιφερόμενος amortiguación θ. κατασιγασμός
ambulatorio α. κέντρο υγείας amortiguamiento α. σιγαστήρας
ameba θ. αμοιβάδα amortlzable ε. εζαγοράοιμος
amedrentar ρ. τρομάζω amortización θ. απόσβεση κεφαλαίου, εξόφληση
amelonado ε. ερωτοχτυπημένος, με οβάλ σχήμα amortizar ρ. αποσβήνω, εξοφλώ
amén α. και επιφ. αμήν amoscarse ρ. θυμώνω
amenaza θ. απειλή, φοβέρα amotinado α. στασιαστής
amenazador ε. απειλητικός amotinado ε. στασιαστικός
amenazar ρ. απειλώ, φοβερίζω amotinamiento α. στάση, εξέγερση, ανταρσία
amenizar ρ. κάνω ευχάριστο amotinarse ρ. εξεγείρομαι, στασιάζω
amenguar ρ. υποτιμώ, μειώνω amovible ε. αποσπάσιμος, αφαιρέσιμος
amenidad θ. ευχαρίστηση amparador α. προστάτης
ameno ε. ευχάριστος amparador ε. προστατευτικός
amerizaje α. προσθαλάσσωση amparar ρ. προστατεύω, επικουρώ
ametrallador α./θ. πολυβολητής amparo α. προστασία, επικουρία
ametralladora θ. πολυβόλο amperímetro α. αμπερόμετρο
ametrallar ρ. πολυβολώ ampliación θ. μεγέθυνση, διεύρυνση, αύξηση
amianto α. αμίαντος ampliable ε. επεκτατικός
amiga θ. φίλη, φιλενάδα, ερωμένη ampliadora θ. μεγεθυντής
amigable ε. φιλικός amplificación θ. διεύρυνση, ενίσχυση
amigablemente επ. φιλικά ampliamente επ. εκτενώς
amígdala θ. αμυγδαλή ampliar ρ. μεγεθύνω, διευρύνω, αυξάνω
amigarse ρ. γίνομαι φίλος amplificador α. ενισχυτής
amigo α. φίλος amplificar ρ. ενισχύω
amigóte α. φιλαράκος amplio ε. ευρύς, ευρύχωρος, φαρδύς
amiláceo ε. αμυλούχος, αμυλώδης amplitud θ. ευρύτητα, ευρυχωρία
amilanar ρ. τρομάζω, εκφοβίζω ampo α. αστραφτερή λευκότητα
aminoácido α. αμινοξύ ampolla θ. φουσκάλα, αμπούλα
aminorar ρ. ελαττώνω, εκμηδενίζω ampollarse ρ. βγάζω φουσκάλες
amistad θ. φιλία ampolleta θ. κλεψύδρα
amistar ρ. συμφιλιώνω amputación θ. ακρωτηριασμός
amistosamente επ. φιλικά amputar ρ. ακρωτηριάζω
amistoso ε. φιλικός ampulosidad θ. στόμφος
amnesia θ. αμνησία amueblado ε. επιπλωμένος
amnistía θ. αμνηστία amueblar ρ. επιπλώνω
amo α. αφέντης, κύριος, οικοδεσπότης amulatado ε. που μοιάζει με μιγά
amoblado ε, επιπλωμένο amuleto α. φυλαχτό
amoblar ρ. επιπλώνω amurallado ε. εντοιχισμένος
amodorramiento α. νύστα, υπνηλία amurallar ρ. περιτοιχίζω
amodorrarse ρ. αποκοιμιέμαι amusgar ρ. ρίχνω πίσω τα αυτιά μου, μισοκλείνω τα μάτια μου
amohinar ρ. στενοχωρώ, λυπώ anacarado ε. μαργαριταρένιος
amohinarse ρ. κατσουφιάζω, στεναχωριέμαι anacrónico ε. αναχρονιστικός
amoladera θ. τροχός ακονίσματος anacronismo α. αναχρονισμός
amolador ε. ενοχλητικός anafilaxis θ. αναφυλαξία
amolador α. ακόνι, τροχός ακονίσματος ánade α. πάια
amoladura θ. ακόνισμα, τρόχισμα anafe α. φορητό κουζινάκι
amolar ρ. ακονίζω, τροχίζω anagrama α. αναγραμματισμός
amoldar ρ. πλάθω, προσαρμόζω anal ε. πρωκτικός
amoldarse ρ. προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι anales α/πλ. χρονικά
amondongado ε. παχύς, πλαδαρός analfabetismo α. αναλφαβητισμός, αγραμματοσύνη
amonedar ρ. κόβω νόμισμα analfabeto ε. αναλφάβητος, αγράμματος
amonestación θ. παρατήρηση, επίπληξη analgesia θ. αναλγησία
amonestador ε. επιφυλακτικός, προειδοποιητικός analgésico ε. αναλγητικός
amonestar ρ. παρατηρώ, επιπλήττω análisis α. ανάλυση
amoniaco α. αμμωνία analista α. μικροβιολόγος
amontonado ε. στοιβαγμένος analíticamente επ. αναλυτικά
amontonamiento α. στοίβαγμα, αυσσώρευση] analítico ε. αναλυτικός
amontonar ρ. στοιβάζω, σωριάζω, συσσωρεύω analizar ρ. αναλύω

-11-
Αa
análogamente επ. αναλογικά, ανάλογα anfiteatro α. αμφιθέατρο
analogía θ. αναλογία anfitrión α. αμφιτρύωνας
análogo ε. αναλογικός ánfora θ. αμφορέας
ananá(s) α. ανανάς anfractuosidad θ. τραχύτητα
anaquel α. ράφι angarillas θ.πλ. καροτσάκι, καλάθι ποδηλάτου, λαδοξυδιέρα
anaquelería θ. ράφια ángel α. άγγελος
anaranjado α. το πορτοκαλί χρώμα angelical ε. αγγελικός
anaranjado ε. πορτοκαλής angélico ε. αγγελικός
anarquía θ. αναρχία angina θ. φλεγμονή αμυγδαλών
anárquico ε. άναρχος angostar ρ. στενεύω
anarquismo α. αναρχισμός angosto ε. στενός
anarquista α/θ. αναρχικός, αναρχική angostura θ. στενότητα, στενό πέρασμα
anatomía θ. ανατομία angra θ. κολπίσκος, ρέμα
anatema θ. ανάθεμα anguila θ. χέλι
anatematizar ρ. αναθεματίζω angular ε. γωνιώδης, γωνιακός
anatómico ε. ανατομικός ángulo α. γωνία
anatomizar ρ. κατατέμνω anguloso ε. γωνιώδης
anca θ. γλουτοί, οπίσθια angustia θ. αγωνία, άγχος
ancestral ε. προγονικός angustiado ε. αγχωμένος
ancianidad θ. γήρας , γηρατειά angustiar ρ. αγχώνω
anciano α. ηλικιωμένος angustioso ε. αγωνιώδης, αγχώδης
ancla α. άγκυρα anhelante ε. λαχταριστός
ancladero α. αγκυροβόλιο anhelar ρ. λαχταρώ
anclar ρ. αγκυροβολώ anhelo α. λαχτάρα, σφοδρός πόθος
ancho ε. φαρδύς, πλατύς anheloso ε. πρόθυμος, ασθμαίνων
anchoa θ. αντζούγια anidar ρ. φωλιάζω
anchura θ. φάρδος, πλάτος anilla θ. κρίκος
anchuroso ε. ευρύς, ευρύχωρος anillar ρ. φτιάχνω ή χρησιμοποιώ κρίκους
ancón α. αραξοβόλι, όρμος anillo α. δακτύλιος κύκλος, δακτυλίδι
áncora θ. άγκυρα ánima θ. ψυχή
andaderas θ.πλ. μωρουδίστικη στράτα animación θ. ζωηρότητα, κίνηση, εμψύχωση
andado ε. τετριμμένος, παλιός animado ε. ζωντανός, ζωηρός
andador α./θ. περιπατητής animador α. ανιματέρ, αρχηγός φιλάθλων
andador ε. γρήγορος στο βάδην, καλός βαδιστής animadversión θ. μοχθηρία
andadura θ. βάδην, βηματισμός animal α. ζώο
andamiaje α. σκαλωσιά animalada θ. ανοησία, αίσχος
andamio α. σκαλωσιά animar ρ. εμψυχώνω ζωηρεύω
andana θ.γραμμή, σειρά animarse ρ. παίρνω απόφαση, ζωηρεύω
andanada θ. ομοβροντία, κερκίδα ánimo α. εμψύχωση, ψυχή, κουράγιο
andante ε. περιπλανώμενος animoso ε. αποφασιστικός
andanza θ. περιπέτεια animosidad θ. μοχθηρία
andar ρ. περπατώ, βαδίζω, πηγαίνω aniñado ε. παιδαριώδης, παιδιάστικος
andariego ε. ταξιδιάρης, αεικίνητος aniquilación θ. καταστροφή, εκμηδένιση
andarivel α. πλωτό πορθμείο aniquilar ρ. καταστρέφω, εκμηδενίζω
andas θ.πλ. φορείο anís α. γλυκάνισο
andén α. αποβάθρα aniversario α. επέτειος
ándito α. μπαλκόνι, βεράντα ano α. πρωκτός , κωλοτρυπίδα
andorga θ. κοιλιά anochecedor α./θ. νυχτοπούλι, κουκουβάγια
andrajo α. κουρέλι, ράκος anoche επ. χθες το βράδι
andrajoso ε. κουρελής, ρακένδυτος anochecer α. σούρουπο, δειλινό
andrómina θ. ψεμματάκι anochecer ρ. βραδιάζει
andurriales α.πλ. απόμακρο μέρος anochecida θ. λυκόφως, σούρουπο
anécdota θ. ανέκδοτο anodino ε. ανώδυνος
anecdótico ε. ανεκδοτικός anomalía θ. ανωμαλία
anegar ρ. πλημμυρίζω anómalo ε. ανώμαλος
anegación θ. πλημμύρα anonadación θ. εξόντωση, καταστροφή
anegadizo ε. που πλημμυρίζει συχνά anonadar ρ. εξοντώνω, καταστρέφω
anejo ε. προσαρτημένος anonimato α. ανωνυμία
anemia θ. αναιμία anónimo ε. ανώνυμος.
anémico ε. αναιμικός anorexia θ. ανορεξία
anémona θ. ανεμώνη anormal ε. ανώμαλος
anestesia θ. αναισθησία, νάρκωση anormalidad θ. ανωμαλία
anestesiar ρ. αναισθητοποιώ, ναρκώνω anotación θ. σημείωση
anestésico ε. αναισθητικός anotar ρ. σημειώνω
anestesista α/θ. αναισθησιολόγος anquilosado ε. μπαγιάτικος
anexión θ. προσάρτηση anquilasamiento α. αδράνεια, αγκύλωση, παράλυση
anexionar ρ. προσαρτώ anquílasarse ρ. αδρανώ, παθαίνω αγκύλωση, παραλύω
anexar ρ. επισυνάπτω, προσαρτώ ánsar α. χήνα
anexo ε. προσαρτημένος ansarino α. χηνάκι
anfibio α. αμφίβιο ansiado ε. ποθητός

-12-
Αa
ansia θ. πόθος antidetonante ε. αντιπυροκροτικός
ansiar ρ. ποθώ, λαχταρώ antidoto α. αντίδοτο
ansiedad θ. άγχος , αδημονία antiestético ε. αντιαισθητικός
ansioso ε. ανήσυχος, νευρικός antifaz α. μάσκα, προσωπίδα
antagonismo α. ανταγωνισμός antigualla θ. κειμήλιο, αντίκα
antagonista α/ θ. ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια antigüedad θ. παλαιότητα, αρχαιότητα, αντίκα
antaño επ. πριν χρόνια antiguo ε. παλιός, αρχαίος
ante πρ. μπροστά antihigiénico ε. ανθυγιεινός
ante α. καστόρι antihistamínico ε. αντισταμινικός
anteado ε.φαιοκίτρινος antiinflacionista ε. αντιπληθωριστικός
anteanoche επ. προχθές το βράδυ antílope α. το ζώο αντιλόπη
anteayer επ. προχθές antimísil ε. αντιπυραυλικός
antebrazo α. πήχυς antimonopolios επ. αντιμονοπωλιακώς
antecámara θ. προθάλαμος, αίθουσα αναμονής antinacional ε. αντιεθνικός
antecedente α. προηγούμενο antinatural ε. ενάντιος οτη φύση, αφύσικος
anteceder ρ. προηγούμαι antioxidante ε. αντιοξειδωτικός
antecesor α. προκάτοχος antipara θ. παραβάν
antecocina θ. λάντζα antiparras θ.πλ. ματογυάλια
antedatar ρ. προχρονολογώ antipatía θ. αντιπάθεια
antediluviano ε. προκατακλυσμιαίος antipático ε. αντιπαθητικός
antelación θ. con * : νωρίτερα, έγκαιρα, πριν antipirético ε. αντιπυρετικός
antemano επ. προκαταβολικά antiquísimo ε. αρχαιότατος
antena θ. κεραία antirreglamentario ε. παράνομος, αντισυνταγματικός
antenatal ε. προγεννέθλιος antirrobo α. αντικλεπτικό
antenombre α. τίτλος ευγενείας antiséptico ε. αντισηπτικός
anteojera θ. θήκη γυαλιών antiséptico α. το αντισηπτικό
anteojeras θ. παρωπίδες antisocial ε. αντικοινωνικός
anteojo α. μικρό τηλεσκόπιο antitanque ε. αντιαρματικός
antepagar ρ. προπληρώνω antítesis θ. αντίθεση
antepasado ε. προηγούμενος, προτελευταίος antitético ε. αντιθετικός
antepasados α.πλ. πρόγονοι antojadizo ε. καπριτοιόζος
antepatio α. προαύλιο antojo α. καπρίτοιο, παραξενιά
antepecho α. παραπέτο, περβάζι antorcha θ. δαυλός
antepenúltimo ε. προ-προτελευταίος antología θ. ανθολογία
anteponer ρ. τοποθετώ μπροστά από, προτιμώ antonomasia θ. αντονομασία
anteportal α. μπροστινή βεράντα antracita θ. ανθρακίτης
anteproyecto α. προσχέδιο ántrax α. άνθρακας
anterioridad θ. προτεραιότητα antro α. άντρο, κρυσφήγετο
anterior ε. προηγούμενος, προγενέστερος antropofagia θ. ανθρωποφαγία
anteriormente επ. προηγουμένως, νωρίτερα antropófago α./θ. ανθρωποφάγος
antes επ. πριν, προηγουμένως antropófago ε. ανθρωποφάγος
antesala θ. προθάλαμος antropológiko ε. ανθρωπολογικός
antiácido ε.αντιόξινος antropólogo α./θ. ανθρωπολόγος
antiadherente ε. αντικολλητικός antropomorfismo α. ανθρωπομορφισμός
antiaéreo ε. αντιαεροπορικός antuvión α. γδούπος
antibiótico α το αντιβιοτικό anual α. ετήσιος
antibiótico ε αντιβιοτικός anualidad θ. ετήσια πρόσοδος
anticiclón α. α ντικυκλώνας anuario ε. επετηρίδα
antialcohólico ε. αντιαλκοολικός anubarrado ε. συννεφιασμένος
anticipación θ. con * ; νωρίτερα, έγκαιρα πριν anublar ρ. συννεφιάζω
anticipado ε προκαταβολικός anudar ρ. κάνω κόμπο, δένω
anticipar ρ. επισπεύδω, προκαταβάλλω anuencia θ. συγκατάθεση
anticipo α. προκαταβολή anulación θ. ακύρωση
anticoagulante ε. αντιπηκτικός anular ρ. ακυρώνω
anticoncepción θ. αντισύλληψη anular α. δακτυλίδι, κρίκος
anticonceptivo α. το αντισυλληπτικό anular ε. δακτυλιοειδής
anticonceptivo ε. αντισυλληπτικός anunciación θ. ανακοίνωση
anticongelante α. το αντιψυκτικό anunciador ε. εξάγγελος
anticongelante ε. αντιψυκτικός anunciante α./ θ. διαφημιστής
anticonstitucional ε. αντισυνταγματικός anunciar ρ. αναγγέλλω, εξαγγέλλω
anticorrosivo ε. αντισκωρικός anuncio α. αγγελία, αναγγελία, εξαγγελία
anticristo α. αντίχριστος anzuelo α. αγκίστρι
anticuado ε. περασμένης μόδας añadido ε. πρόσθημα, ποστίς
anticuario α. παλαιοπώλης añadidura θ. πρόσθεση
anticuarse ρ. παλαιώνω añagaza θ. δόλωμα, κόλπο
anticuerpo α. αντίσωμα añal ε. ενός έτους, χρονιάρικος
antidemocrático ε. αντιδημοκρατικός añadir ρ. προσθέτω
antideportivo ε. αντιαθλητικός añejar ρ. γερνώ, ηλικιώνομαι
antideslizante ε. αντιολισθητικός añejo ε. παλιός, μπαγιάτικος
antideslumbrante ε. αντιθαμβωτικός añicos α/πλ. θρύψαλα, θρύμματα

-13-
Αa
añil α. λουλάκι, το λουλακί χρώμα apearse ρ. κατεβαίνω, ξεπεζεύω
añinos α.πλ. μαλλί από πρόβατο apearse ρ. κατεβαίνω, ξεκαβαλικεύω
año α. χρόνος, έτος apedrear ρ. πετροβολώ
añojal α. αγραναπαυόμενη έκταση apedreo α. λιθοβολισμός
añoranza θ. νοσταλγία apegado ε. προσκολλημένος
añorar ρ. νοσταλγώ apegarse ρ. προσκολλούμαι
aojar ρ. φοράω χάντρα για το μάτιασμα apego α. δέσιμο, αδυναμία
aojo α. το κακό μάτι, μάτιασμα, βασκανία apelación θ. έκκληση, έφεση
aorta θ. αορτή apelante α/θ. εφεσιβάλλων
aovado ε. ωοειδής, οβάλ apelar ρ. κάνω έκκληση, κάνω έφεση
aovar ρ. ωοτοκώ , γεννω αυγά apelativo α. το ουσιαστικό στη γραμματική
apabullar ρ. στριμώχνω, συνθλίβω apelmazado ε. συμπαγής
apacentadero α. βοσκότοπος apelmazar ρ. συμπιέζω
apacentar ρ. βοσκώ apelotonar ρ. πλάθω σε σφαιρική μορφή
apacibilidad θ. ηρεμία, ευγενικότητα apelotonarse ρ. συνωστίζομαι
apacible ε. ήπιος, ήμερος apellidar ρ. ονομάζω
apaciguamiento α. κατευνασμός, καθυσηχασμός apellidarse ρ. καλούμαι με το επώνυμο
apaciguar ρ. κατευνάζω, καταπραΰνω, καλμάρω apellido α. επώνυμο
apadrinamiento α. αναδοχή apenar ρ. θλίβω, λυπώ
apadrinar ρ. υποστηρίζω, προωθώ, αναδέχομαι apenas επ. μόλις, σχεδόν καθόλου
apagado ε. μη ενεργός(για ηφαίστειο), σιγανός(για ήχο), μουντός apendectoμìa θ. αφαίρεση σκωληκοειδήτιδος
(για χρώμα) apéndice α. απόφυση, παράρτημα
apagar ρ. σβήνω, καταπνίγω apendicitis θ. σκωληκοειδίτιδα
apagón α. συσκότιση, μπλακάουτ apeo α. επιτήρηοη, υλοτομία
apalabrar ρ, συμφωνώ, δίνω το λόγο μου aperar ρ. ζεύω άλογο, καλλιεργώ
apalancamiento α. σύστημα μοχλών apercibimiento α. προετοιμασία, προειδοποίηση
apalancar ρ. ανασηκώνω με μοχλό apercibir ρ. προετοιμάζω, προειδοποιώ
apaleamiento α. χτύπος apergaminado ε. μαραμένος, ρυτιδωμένος, ξεραμένος
apalear ρ. ξυλοκοπώ, δέρνω apergaminarse ρ. μαραίνομαι, ρυτιδώνομαι, ξεραίνομαι
apaleo α. λίχνισμα, ξυλοκόπημα aperitivo α. ορεκτικό
apanalado ε. εξαγωνικός apero α. εργαλείο, σύνεργο
apandillar ρ. σχηματίζω ομάδα aperreado ε. αξιοθρήνητος
apandillarse ρ. συσπειρώνομαι aperreador ε. κουραστικός, ενοχλητικός
apantanar ρ. πλημμυρίζω aperrear ρ. μαστίζω, ρίχνω σκυλιά εναντίον κάποιου
apañado ε. επιδέξιος aperreo α. υπερκόπωση
apañar ρ. αρπάζω , βουτάω apersogar ρ. προσδένω
apaño α. μπάλωμα, δεξιοτεχνία apersonarse ρ. αυτοπαρουσιάζομαι
aparador α. το έπιπλο μπουφές apertura θ. έναρξη
aparato α. συσκευή, μηχανισμός apesadumbrado ε. λυπημένος, θλιμμένος, στεναχωρημένος
aparatosidad θ. επίδειξη apesadumbrar ρ. λυπώ, στενοχωρώ
aparatoso ε. επιδεικτικός apesadumbrarse ρ. λυπάμαι, θλίβομαι, στεναχωριέμαι
aparcamiento α. χώρος στάθμευσης , πάρκινγκ apesgar ρ. ζυγίζω
aparcar ρ. σταθμεύω , παρκάρω apestado ε. λοιμώδης, προσβεβλημένος από ασθένεια
aparcería θ. συνεταιρισμός apestar ρ. βρωμάω
aparcero α. συνεταίρος apestoso ε. δύσοσμος, απαίσιος
aparear ρ, ζευγαρώνω apetecer ρ, επιθυμώ
aparecer ρ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι apetecible ε. επιθυμητός
aparecido ε. φάντασμα apetencia θ. πείνα, όρεξη για….
aparejado ε. κατάλληλος apetito α. όρεξη
aparejador α. υπάλληλος apetitoso ε. ορεκτικός, επιθυμητός
aparejar ρ. προετοιμάζω, σελώνω(γιά άλογα) apiadar ρ. συμπονώ, σπλαχνίζομαι
aparentar ρ, προσποιούμαι, δείχνω apiadarse ρ. συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι
aparente ε. φαινομενικός apicararse ρ. εκτροχιάζομαι
aparición θ. εμφάνιση ápice α. αιχμή, κορύφωμα
apariencia θ. φαινόμενο, εμφάνιση, παρουσιαστικό apicultor α./θ. μελισσοκόμος
apartadero α. ξεχωριστή λωρίδα κυκλοφορίας, παρακαμπτήριος apicultura θ. μελισοοκομία
apartado α. παράγραφος, ταχυδρομική θυρίδα apilar ρ. στοιβάζω, επισωρεύω
apartado ε. απόμακρος, παράμερος apiñado ε. παραγεμισμένος, κωνικός
apartamento α. διαμέρισμα apiñar ρ. στριμώχνω, στοιβάζω
apartamiento α. απομόνωση, χωρισμός apio α. σέλινο
apartar ρ. απομακρύνω, ξεχωρίζω, παραμερίζω apiparse ρ. μπουκώνομαι
aparte επ. χωριστά, εκτός apisonadora θ. οδοστρωτήρας
apasionamiento α. πάθιασμα, πάθος, ενθουσιασμός apisonar ρ. ισοπεδώνω με οδοστρωτήρα
apasionadamente επ. παθιασμένα apitonar ρ. διαπερνώ, διατρυπώ, φυτρώνω
apasionado ε. παθιασμένος apizarrado ε. γκριζόμαυρος
apasionar ρ. παθιάζω, συναρπάζω, ενθουσιάζω aplacar ρ. καταπραΰνω, εξευμενίζω
apasionarse ρ. παθιάζομαι aplanamiento α. ισοπέδωση
apatía θ. απάθεια aplanar ρ. ισοπεδώνω
apático ε. απαθής aplastante α. συνταρακτικός, συντριπτικός
apeadero α. στάση, σημείο στάσης aplastar ρ. συνθλίβω
aplaudir ρ. χειροκροτώ
-14-
Αa
aplauso α. χειροκρότημα apremio α. βιασύνη, πίεση
aplazamiento α. αναβολή aprender ρ. μαθαίνω
aplazar ρ. αναβάλλω aprendiz α./θ. αρχάριος, μαθητευόμενος
aplicable ε. εφαρμόσιμος aprendizaje α. μάθηση, μαθητεία
aplicación θ. εφαρμογή aprensión θ. φόβος, εκφοβισμός
aplicado ε. επιμελής aprensivo ε. ανήσυχος, φοβισμένος
aplicar ρ. εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, ισχύω apresador α./θ. αυτός που αιχμαλωτίζει
aplique α. απλίκα, λάμπα τοίχου apresamiento α. αιχμαλώτιση
aplomar ρ. αλφαδιάζω aprestar ρ. ετοιμάζομαι
aplomo α. αυτοκυριαρχία apresto α. προετοιμασία
apocado ε. συνεσταλμένος, ντροπαλός apresar ρ. αρπάζω, συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
apocamiento α. συστολή, ντροπαλότητα apresurado ε. βιαστικός, γρήγορος
Apocalipsis θ. η Θεία Αποκάλυψη apresuramiento α. βιασύνη
apocar ρ. μειώνω, μικραίνω, ελαττώνω apresurar ρ. βιάζω, σπεύδω
apocarse ρ. συστέλλομαι, δειλιάζω apresurarse ρ. βιάζομαι, σπεύδω
apocopar ρ. αποκόβω, κονταίνω apretadera θ. λουρί
apócope α. η αποκοπή στη γραμματική apretar ρ. σφίγγω, πιέζω
apócrifo ε. απόκρυφος apretón α. σφίξιμο, δυσκολία
apodar ρ. βγάζω παρατσούκλι apretujar ρ. ζουλάω, πιέζω με δύναμη
apoderado ε. πληρεξούσιος apretujen α. ζούληγμα, δυνατό σφίξιμο
apoderar ρ. καθιστώ πληρεξούσιο apretura θ. φτώχεια, ένδεια
apoderarse ρ. παίρνω στην κατοχή μου aprieto α. δύσκολη θέοη
apodo α. παρατσούκλι aprisa επ. γρήγορα, βιαστικά, επισπευσμένα
apogeo α. ακμή, αποκορύφωμα , απόγειο (της δόξας) aprisco α. στάνη, μαντρί
apología θ. απολογία aprisionar ρ. φυλακίζω, αιχμαλωτίζω
apologista α./θ. απολογιστής , απολογούμενος aprobación θ. επιδοκιμασία, έγκριση
apoltronado ε. τεμπέλικος aprobado ε. εγκεκριμένος , περασμένος (επιτυχών) στις εξετάσεις
apoltronarse ρ. τεμπείλιάζω aprobar ρ. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, περνώ
apoplejía θ. αποπληξία aprobatorio ε. επιδοκιμαστικός
apoquinar ρ. πληρώνω, ξηλώνω aproches α.πλ. προσέγγιση
aporrar ρ. στερεύω, καταπίνω τη γλώσσα μου aprontamiento α. γρήγορη επίδοση
aporreamiento α. χτύπημα aprontar ρ. ετοιμάζω γρήγορα
aporrear ρ. χτυπώ apropiación θ. σφετερισμός, οικειοποίηση
aporreo α. γρονθοκόπημα apropiado ε. κατάλληλος
aportación θ. συνεισφορά, συμβολή apropiar ρ. προσαρμόζω, ταιριάζω
aportar ρ. συνεισφέρω, συμβάλλω, εισφέρω apropiarse ρ. σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι
aposentar ρ. φιλοξενώ, παρέχω στέγη aprovechable ε. επωφελής, αξιοποιήσιμος, εκμεταλλεύσιμος
aposento α. ενοικιαζόμενο δωμάτιο aprovechado ε. εκμεταλλευτής
aposición θ. παράθεση aprovechamiento α. χρήση, εκμετάλλευση
aposito α. υλικά επίδεσης τραυμάτων aprovechar ρ. επωφελούμαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι
aposta επ. επίτηδες, σκόπιμα aprovisionamiento α. εφοδιασμός
apostadamente επ. επίτηδες, ηθελημένα aprovisionar ρ. εφοδιάζω
apostadero α. φυλάκιο, ναύσταθμος aproximación θ. προσέγγιση
apostador α./θ. παίχτης aproximar ρ. προσεγίζω
apostar ρ. στοιχηματίζω aproximado ε. προσεγγιστικός
apostasia θ. αποστασία aproximativo ε. περίπου
apóstata α./θ. αποστάτης aptitud θ. ικανότητα, καταλληλότητα
apostatar ρ. αποστατώ apto ε. ικανός, κατάλληλος , επιτυχών
apostilla θ. υποσημείωση apuesta θ. στοίχημα
apostillar {αποατιγιάρ) ρ. υποσημειώνω apuesto ε. κομψός
apóstol α. απόστολος apuntación θ. στίξη, μουσική νότα
apostólico ε. αποστολικός apuntado ε. οξύς, μυτερός
apostrofar ρ. βρίζω apuntador α. υποβολέας
apostrofe α. ύβρις, αποστροφή apuntalamiento α. υποστύλωση
apóstrofo α. η απόστροφος στη γραμματική apuntalar ρ. υποστηλώνω
apostura θ. κομψότητα, καθαρότητα apuntamiento α. νότα, σημείωση
apoteósico ε. τεράστιος apuntar ρ. σημειώνω, σημαδεύω, δείχνω, διαφαίνομαι, υποβάλλω
apoteosis θ. αποθέωση apunte α. σημείωση
apoyar ρ. στηρίζω, υποστηρίζω apuñalar ρ. μαχαιρώνω
apoyo α. στήριγμα, υποστήριξη apuñar ρ. αρπάζω
apreciable ε. αντιληπτός, αισθητός, αξιόλογος, apuñear ρ. δίνω μπουνιά
υπολογίσιμος apurado ε. δύσκολος, επικίνδυνος, ενδεής
apreciación θ. αντίληψη, εκτίμηση apurar ρ. εξαντλώ, εξαναγκάζω, βιάζω, ανησυχώ, στενοχωρώ
apreciar ρ. αντιλαμβάνομαι, εκτιμώ apurarse ρ. ανησυχώ, στενοχωριέμαι, βιάζομαι
apreciativo ε. ευγνώμων apuro α. αμηχανία, δυσκολία, στενότητα, ντροπή
aprecio α. εκτίμηση aquejar ρ. βασανίζω, ταλαιπωρώ
aprehender ρ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι aquel αντ. εκείνος
aprehensión θ. αντίληψη, κατανόηση aquelarre α. σύναξη μαγισσών
apremiante ε. επείγων, βιαστικός aquella αντ. εκείνη
apremiar ρ. επείγει, βιάζω, πιέζω aquí επ. εδώ
aquiescencia θ. συναίνεση, συγκατάθεση
-15-
Αa
aquietar ρ. καθυσηχάζω argolla θ. δαχτυλίδι, ψηλό κολλάρο
aquilatar ρ. αναλύω στα συστατικά του argonauta α. αργοναύτης
ara θ. βωμός argumentación θ. επιχειρηματολογία
arada θ. όργωμα argumentar ρ. επιχειρηματολογώ
arado α. αλέτρι argumento α. επιχείρημα
arador α./θ. ζευγάς aridez θ. ξηρασία, στείρωση
arambel α. κουρέλι, ράκος argucía (αργουθία) θ. σοφιστεία
arana θ. εξαπάτηση arguír ρ. ψιλονικώ, διαπληκτίζομαι, συμπεραίνω
arancel α. δασμός argumentador α./θ. επιχειρηματολόγος
arancelario ε. τελωνειακός aridecer ρ. αποξηραίνω
araña θ. αράχνη, πολυέλαιος árido ε. ξηρός, στείρος, άγονος
arañar ρ. γρατζουνίζω arisco ε. ακοινώνητος
arañazo α. γρατζουνιά arista θ. τομή
arar ρ. οργώνω aristocracia θ. αριστοκρατία
arbitrador α./ θ. διαιτητής aristócrata α/θ. αριστοκράτης, αριστοκράτισσα
arbitraje α. διαιτησία aristocrático ε. αριστοκρατικός
arbitral ε. διαιτητικός aritmética θ. αριθμητική
arbitrar ρ. διαιτητεύω aritmético ε. αριθμητικός
arbitrario ε. αυθαίρετος arlequín α. μπούφος
arbitrio α. ελεύθερη βούληση, δικαστική κρίση ή απόφαση arlequinada θ. χαζομάρα, ανοησία
arbitro α. διαιτητής arlequinesco ε. γελοίος
árbol α. δέντρο arma θ. όπλο
arbolado α. δασική περιοχή armada θ. στόλος
arbolado ε. δασώδης, δενδρόφυτος armador α. εφοπλιστής
arboladura θ. ξάρτια πλοίου armadijo α. δόκανο, παγίδα
arbolar ρ. κάνω έπαρση σημαίας armadillo α. το ζώο αρμαδίλλος
arboleda θ. δασύλιο armado ε. ένοπλος, οπλισμένος
arbóreo ε. δενδρόβιος, με σχήμα δένδρου armadura θ. πανοπλία, αρματωσιά, σκελετός
arbotante ε. αντέρεισμα θόλου armamento α. οπλισμός, εξοπλισμός
arbusto α. θάμνος armar ρ. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω, στήνω
arca α. μπαούλο, κιβωτός armario α. ντουλάπι, ντουλάπα
arcada θ. αψίδα, καμάρα, αναγούλα armazón α/θ. σκελετός
arcaduz θ. σωλήνας, αγωγός armatoste α. τερατούργημα
arcaico ε. αρχαϊκός armería θ. οπλουργείο
arcángel α. αρχάγγελος armero α./θ. οπλουργός
arcilla θ. πηλός armero α. οπλοστάσιο
arcilloso ε. αργιλώδης armisticio α, ανακωχή
arcipreste α, αρχιερέας armonía θ. αρμονία
arco α. τόξο, αψίδα, καμάρα armónico ε. αρμονικός
arcón α. σεντούκι, μπαούλο armonioso ε. αρμονικός
archiconocido ε. πασίγνωστος armonizar ρ. εναρμονίζω
archipámpano ε. σπουδαίο πρόσωπο aroma α. άρωμα
archipiélago α. αρχιπέλαγος aromático ε. αρωματικός
archisabido ε. πασίγνωστος aromatlzador α./θ. που αρωματίζει
archivero α./θ. αρχειοθέτης, αρχειοφύλακας aromatlzador α. αποσμητικό χώρου
archivador α. αρχειοθέτης, αρχείο aromatizar ρ. αρωματίζω
archivar ρ. αρχειοθετώ arpa θ. άρπα
archivo α. αρχείο arpado ε. πριονοειδής, οδοντωτός
ardentía θ. καούρα, φωσφορισμός arpar ρ. γρατζουνάω
arder ρ. καίω, ζεματάω, καίγομαι, φλέγομαι arpillera θ. τσουβάλι
ardid α. τέχνασμα, κόλπο arpón α. καμάκι
ardiente ε. φλογερός, θερμός, διακαής arponar ρ. καμακώνω
ardilla θ. σκίουρος arquear ρ. κυρτώνω
ardimiento α. κάψιμο, θάρρος, τόλμη arqueo α. χωρητικότητα, εξαργύρωση
ardor α. ζέση, θέρμη, καούρα, ζήλος arqueología θ. αρχαιολογία
ardoroso ε. καυτός, τρομερός, φοβερός arqueológico ε.αρχαιολογικός
arduo ε. κοπιαστικός arquitecto α. αρχιτέκτονας
área θ. εμβαδόν, επιφάνεια ίση με ένα εκατοστό του εκταρίου ( τ.μ.) arquitectónico ε. αρχιτεκτονικός
arena θ. άμμος arquitectura θ. αρχιτεκτονική
arenal ε. αμμώδης arrabal θ. προάστειο, περίχωρο
arenga θ. δημηγορία, νουθεσία arrabalero ε. προαστειακός, λαϊκός
arengar ρ. δημηγορώ, νουθετώ arracada θ. κρεμαστό σκουλαρίκι
arenoso ε. αμμώδης arracimado ε. σε δεσμίδες
arenque α. ρέγκα arraigar ρ. ριζώνω, εγκαθιστώ, καθιερώνω
arete α. σκουλαρίκι arraigo α. ρίζωμα
argamasar ρ. κοπανίζω, φτιάχνω χαρμάνι arrancada θ. ξαφνική επιτάχυνση, ξαφνικό ξεκίνημα
árgama θ. γερανός arrancadero α. σημείο εκκίνησης
argamasa θ. κονίαμα, λάαπη arrancador α. στάρτερ αυτοκινήτου
argentado ε. επάργυρος arrancamiento α. ξερίζωμα
argentar ρ. επαργυρώνω arrancar ρ. ξεριζώνω, αποσπώ, αρπάζω, ξεκινώ
argentería θ. εργαστήριο επαργυρώοεων arranque α. ξεκίνημα, ξέσπασμα, παροξυσμός
-16-
Αa
arrapiezo α, κουρέλι, κουτσαβάκι arrocero α. ορυζώνας
arras θ.πλ. εγγύηση, ασφάλεια arrocero ε. από ρύζι
arrasar ρ. ισοπεδώνω arrodillarse ρ. γονατίζω
arrastradizo ε. σερνόμενος arrogancia θ. υπερηφάνεια, αλαζονεία
arrastrar ρ. σέρνω, τραβώ arrogante ε. υπερήφανος, αλαζόνας
arrastre α, σύρσιμο, τράβηγμα arrojado ε. παράτολμος, θαρραλέος
arrayán α. μυρτιά arrojar ρ. ρίχνω, πετάω
arrear ρ. παροτρύνω, ωθώ arrojo α. ανδρεία, τόλμη
arrebañaduras θ.πλ. αποφάγια arrollador ε. συντριπτικός
arrebañar θ. καθαρίζω το πιάτο μου arrollar ρ. τυλίγω, κουλουριάζω
arrebatadizo ε. ευέξαπτος arromar ρ. αμβλύνω, στομώνω
arrebatamiento α. θυμός, έκσταση, αρπαγή arropar ρ, σκεπάζω
arrebatar ρ. αρπάζω, αποσπώ arrope α. σιρόπι
arrebato α. ξέσπασμα, κρίση, έκρηξη arrostrar ρ. αψηφώ, αντιμετωπίζω άφοβα
arrebol α. ρουζ, το πορφυρό χρώμα arroyo α. ρυάκι
arrebolar ρ. πορφυρίζω arroyuelo α. μικρό ρυάκι
arrebujar ρ. τυλίγω arroz α. ρύζι
arreciar ρ. επιδεινώνομαι arrozal α. ορυζώνας
arrecife α. υφαλοκρηπίδα arruga θ. ρυτίδα, ζάρα
arrechucho α. ξαφνική παρόρμηση arrugar ρ. ρυτιδώνω, ζαρώνω, τσαλακώνω
arredrar ρ. υποχωρώ, αποχωρώ arruinamiento α. ερείπωση
arregazado ε. με πιέτες arruinar ρ. καταστρέφω, ρημάζω
arregazar ρ. κάνω πιέτες ή πτυχώσεις arrullar ρ. νανουρίζω
arreglado ε. τακτοποιημένος arrullo α. νανούρισμα
arreglar ρ. κανονίζω, τακτοποιώ, επιδιορθώνω, ετοιμάζω arrumaco α. χάδι, κοπλιμέντο
arreglo α. διακανονισμός, συμφωνία, τακτοποίηση arruma je α. στοίβαξη φόρτου
arregostarse ρ. γουστάρω , arrumar ρ. στοιβάζω φορτίο
arrellanarse ρ. ξαπλώνομαι arrumbar ρ. παραπετάω
arremangar ρ. σηκώνω τα μανίκια, ανασκουμπώνομαι arsenal α. οπλοστάσιο, ναυπηγείο
arremeter ρ. επιτίθεμαι arsénico α. αρσενικό
arremetida θ. εξόρμηση arte α. τέχνη
arremolinarse ρ. στροβιλίζομαι artefacto α. αυτοσχέδια κατασκευή
arrendador α./θ. εκμισθωτής artejo α. κότσι
arrendajo α. το πουλί κίσσα, μίμος artería θ. πανουργία, επιδεξιότητα
arrendamiento α. εκμίσθωση, ενοικίαση arteria θ. αρτηρία
arrendar ρ. εκμισθώνω, ενοικιάζω arterial ε. αρτηριακός
arrendatario α./θ. μισθωτής artero ε. πανούργος, επιδέξιος
arreo α. στολίδι, εξοπλισμός artesa θ. ποτίστρα, σκάφη
arrepentido ε. μετανιωμένος artesanal ε. χειροτεχνικός
arrepentimiento α. μετάνοια artesanía θ. χειροτεχνία, χειροτεχνήματα
arrepentirse ρ. μετανοώ artesano α. τεχνίτης
arrestado ε. τολμηρός ártico ε. αρτικός
arrestar ρ. συλλαμβάνω, θέτω υπό κράτηση articulación θ. άρθρωση
arresto α. σύλληψη, κράτηση, φυλάκιση articulado ε. αρθρωτός, ευφράδης
arriada θ. πλημμύρα articular ρ. αρθρώνω, διαρθρώνω
arriba επ. επάνω, ψηλά articulista α./θ. αρθρογράφος
arribada θ. άφιξη artículo α. άρθρο, είδος
arribaje α. κατάπλους artífice α. τεχνίτης, δημιουργός
arribar ρ. προσλιμενίζομαι artificial ε. τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος
arribismo α. αριβισμός artificio α. τέχνασμα
arribista α./θ. αριβίστας artificioso ε. δεξιοτέχνης, εφευρετικός, προσποιητός
arribo α. άφιξη artilugio α. σύνεργο
arriero α. μουλαράς, ημιονηγός artillería θ. πυροβολικό
arriesgado ε. ριψοκίνδυνος artillero α. πυροβολιτής
arriesgar ρ. διακινδυνεύω artimaña θ. πανουργία, κατεργαριά, παγίδα
arrimadero α. υποστήριξη artista α/θ. καλλιτέχνης
arrimadizo α. παράσιτο artístico ε. καλλιτεχνικός
arrimadizo ε. παρασιτικός artrítico ε. αρθριτικός
arrimado ε. διπλανός, κοντινός artritis θ. αρθρίτιδα
arrimar ρ. πλησιάζω, προσεγγίζω arzobispado α. αρχιεπισκοπή
arrimo α. υποστήριξη, βοήθεια arzobispo α. αρχιεπίσκοπος
arrinconado ε. παραμελημένος, παραπεταμένος, as α. άσσος
περιθωριοποιημένος asa θ. λαβή, χερούλι
arrinconar ρ. στριμώχνω στη γωνία asadero α. φούρνος, ψησταριά
arriscado ε. απόκρημνος, παράτολμος asadero ε. για ψήσιμο
arriscamiento α. τόλμη, αποφασιστικότητα, ριψοκινδύνευμα asado α. ψητό
arriscar ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω asador α. σούβλα
arrobador ε. γοητευτικός asaduras θ.πλ. εντόσθια, γλυκάδια
arrobamiento α. έκσταση asaetear ρ. ρίχνω
arrobar ρ. μαγεύω, σαγηνεύω asalariado ε. μεροκαματιάρης

-17-
Αa
asalariar ρ. προσλαμβάνω με μισθό así επ. έτσι
asaltador α./θ. σαλταδόρος asidero α. χερούλι
asaltar ρ. επιτίθεμαι, κάνω έφοδο, κατέχομαι asiduidad θ. επιμέλεια, σταθερότητα
asalto α. επίθεση, έφοδος asiduo ε. τακτικός
asamblea θ. συνέλευση, συνεδρίαση asiento α. κάθισμα, θέση, κατακάθι
asar ρ. ψήνω asignación θ. ανάθεση, εκχώρηση
ascendencia θ. καταγωγή asignar ρ. αναθέτω
ascendente ε. ανερχόμενος, ανηφορικός, ανοδικός, ανιών asignatura θ. μάθημα
ascender ρ. ανέρχομαι, ανεβαίνω, προάγω, προάγομαι asilar ρ. παρέχω άσυλο ή στέγη
ascendiente α./θ. πρόγονος asilo α. άσυλο, καταφύγιο
ascendiente ε. έλεγχος, ισχύς asimetría θ. ασυμμετρία
ascensión θ. άνοδος, ανέβασμα, ανάβαση asimétrico ε. ασύμμετρος
ascenso α. ανάβαοη, προαγωγή asimiento α. αρπαγή, προσήλωση
ascensor α. ανελκυστήρας asimilación θ. αφομοίωση, παρομοίωση
ascensorista α./θ. χειριστής ανελκυστήρα asimilar ρ. αφομοιώνω, παρομοιάζω
asceta α./θ. ασκητής asimismo επ. επίσης
ascético ε. ασκητικός asir ρ. πιάνω
ascetismo α. ασκητισμός asistencia θ. βοήθεια, προσέλευση, περίθαλψη
asco α. αηδία, σιχαμάρα asistenta θ. οικιακή βοηθός
ascua α. πυρωμένο κάρβουνο asistente α. βοηθός
aseado ε. καθαρός asistir ρ. βοηθώ, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, νοσηλεύω
asear ρ. πλένω, συγυρίζω, καθαρίζω asma θ. άσθμα
asearse ρ. ευπρεπίζομαι , καλοπίζομαι asmático ε. ασθματικός
asechanza θ. δόκανο, παγίδα asnada θ. χαζομάρα, ανοησία
asechar ρ. παγιδεύω asnal ε. χαζός, ανόητος, βλάκας
asediar ρ. πολιορκώ asno α. γάιδαρος
asedio α. πολιορκία asociación θ. σύλλογος, σύνδεσμος
asegurado α./θ. ασφαλής asociado α. εταίρος
asegurado ε. ασφαλισμένος asociado ε. συνεργατικός
asegurador α./ θ. ασφαλιστής asociar ρ. συνδέω
asegurador ε. ασφαλιστικός asolador ε. σαρωτικός
asegurar ρ. ασφαλίζω, σταθεροποιώ, διαβεβαιώνω asolar ρ. καταστρέφω, αφανίζω, σαρώνω, ερημώνω
asemejar ρ. παρομοιάζω, συγκρίνω asolear ρ. σαρώνω, ερημώνω
asemejarse ρ. μοιάζει asomada θ. σύντομη εμφάνιση
asendereado ε. πατημένος asomarse ρ. σκύβω στο παράθυρο, ξεμυτίζω
asenderear ρ. καταδιώκω asombrador ε. εκπληκτικός
asenso α. συγκατάθεση asombrar ρ. εκπλήσσω, καταπλήσσω
asentada θ. κάθισμα asombro α. έκπληξη, κατάπληξη
asentaderas θ.πλ. πάτος, πισινός asombroso ε. εκπληκτικός, καταπληκτικός
asentamiento α. εγκατάσταση, τοποθέτηση asomo α. ένδειξη
asentar ρ. καθίζω, εγκαθιστώ, τοποθετώ asonada θ. όχλος
asentimiento α. συγκατάνευση,συγκατάθεση, συναίνεση asonancia θ. παρήχηση, σχέση
asentir ρ. συγκατανεύω, συγκατατίθεμαι, συναινώ asonante ε. παρηχητικός
asentista α./θ. εργολήπτης asonar ρ. παρηχώ
aseo α. καθαριότητα. ευπρεπισμός. τουαλέτα aspa θ. φτερά μύλου
asepsia θ. ασηψία aspado ε. χιαστί , σταυρωτά
asequible ε. προσιτός aspar ρ. σταυρώνω
aserción θ. βεβαίωση aspaventero ε. θεατρινίστικος
aserradero α. πριονιστήριο aspaviento α. θεατρινισμός
asserador α. πριο-νιστής aspecto α. όψη, εμφάνιση
asseradora θ. αλυσοπρίονο aspereza θ. τραχιτητα, αγριάδα
aserraduras θ.πλ. πριονίδια. πριόνισμα asperges α. ράντισμα
aserrar ρ. πριονίζω asperjar ρ. ραντίζω
aserrín α. πριονίδι áspero ε. τραχύς, απότομος. στυφός
aserto ε. διεκδίκηση , ισχυρισμός asperón α. αμμόπετρα
asesinar ρ. δολοφονώ aspersión θ. ράντισμα, ψέκασμα
asesinato α. δολοφονία aspillera θ. πόλεμιστρα
asesino α. δολοφόνος aspiración θ. εισπνοή, αναπνοή, φιλοδοξία , βλέψη
asesor α./θ. σύμβουλος aspirado ε. αναρροφητικός
asesorar ρ. συμβουλεύω, παρέχω συμβουλευτικές υπηρεσίες aspirador ε. αναρροφητικός
asesoría θ. παροχή συμβουλών aspiradora θ. ηλεκτρική σκούπα, απορροφητήρας
asestar ρ. στοχεύω aspirante α/θ. υποψήφιος, υποψήφια
aseveración θ. βεβαίωση aspirar ρ. εισπνέω, αναπνέω, φιλοδοξώ, αποβλέπω
aseverar ρ. βεβαιώνω asquear ρ. αηδιάζω
asfaltar ρ. αφαλτοστρώνω asquerosidad θ. προστυχιά
asfalto α. άσφαλτος asqueroso ε. αηδίαστικός, σιχαμερός, σιχαμένος
asfixia θ. ασφυξία asta θ. ιστίο, κέρατο
asfixiador ε. ασφυκτικός astado ε. κερασφόρος, κερατοειδής
asfixiante ε. ασφυκτιών asterisco α. αστερίσκος
asfixiar ρ. προκαλώ ασφυξία, πνίγω asteroide α. αστεροειδής

-18-
Αa
astigmático ε. αστγματικός atenuación θ. εξασθένηση, μείωση
astigmatismo α. αστιγματισμός atenuante α. ελαφρυντικό
astil α. χερούλι, λαβή atenuar ρ. εξασθενίζω, ελαφρύνω
astilla θ. αγκίδα, ακλήθρα ateo ε. άθεος
astillar ρ. θρυμματίζω aterciopelado ε. βελούδινος
astillero α. νεώριο, ναυπηγείο aterido ε. κοκκαλωμένος από κρύο
astral ε. αστρικός aterirse ρ, κοκκαλώνω από κρύο
astringente ε. στυπτικός aterrador ε. τρομακτικός, φοβερός
astringir ρ. επιδένω aterrar ρ. τρομάζω
astro α. αστέρι , άστρο aterrizaje α. προσγείωση
astrofísica θ. αστροφυσική aterrizar ρ. προσγειώνω
astrología θ. αστρολογία aterronarse ρ, γεμίζω εξογκώματα
astrológico ε. αστρολογικός aterrorizar ρ. τρομοκρατώ
astrólogo α./θ. αστρολόγος atesorar ρ. θησαυρίζω
astronauta α./ θ. αστροναύτης atestiguar ρ. μαρτυρώ, καταθέτω ως μάρτυρας
astronáutica θ. αστροναυτική atiborrarse ρ. παρατρώγω
astronomía θ. αστρονομία ático α. ρετιρέ, δώμα
astronómico ε αστρονομικός atinar ρ. ευστοχώ, πετυχαίνω
astrónomo α./θ. αστρονόμος atlsbar ρ, κρυφοκοιτάζω, κατασκοπεύω, διακρίνω
astroso α. αχρείος, ευτελής, ακατάοτατος atizar ρ. υποδαυλίζω
asueto α. διάλειμμα atlántico α. Ατλαντικός
asunción θ. ανάληψη atlas α. άτλας
asunto α. υπόθεση, πλοκή atleta α. αθλητής
asurar ρ. ανησυχώ, καίω το φαγητό atlético ε. αθλητικός
astucia θ. πονηριά, πανουργία, κατεργαριά atletismo α. αθλητισμός
astuto ε. πονηρός, πανούργος, κατεργάρης atmósfera θ. ατμόσφαιρα
asumir ρ. αναλαμβάνω atmosférico ε. ατμοσφαιρικός
asustadizo ε. φοβιτσιάρης, άτολμος atolondramiento α. σάστισμα
asustar ρ. φοβίζω, τρομάζω atolondrar ρ. σαστίζω, ταράζω
atacador ε. επιτιθέμενος átomo α. άτομο
atacante ε. επιτιθέμενος atónito ε. κατάπληκτος, εμβρόντητος
atacar ρ. επιτίθεμαι atontado ε. ζαλισμένος, αποβλακωμένος
atadero α. σκοινί, δέστρα , μπόγος atontar ρ. ζαλίζω, αποβλακώνω
atado α. μπόγος atorar ρ. φράσσω, βουλώνω
atado ε. συνεσταλμένος atormentar ρ. βασανίζω, τυραννώ
atadura θ. δέσιμο, δεσμός atornillar ρ. βιδώνω
atajar ρ. σταματώ, σταματάω , διακόπτω atracar ρ. ληστεύω, λιμενίζω, αράζω
atajo α. συντόμευση atracción θ. έλξη
atalaya α./θ. παρατηρητής atraco α. ληστεία
atalaya θ. παρατηρητήριο, πλεονεκτική θέση atractivo ε. ελκυστικός
atalayar ρ. παρατηρώ, κατασκοπεύω atraer ρ. ελκύω, προσελκύω
atañer ρ. αφορώ, έχω οχέση, σχετίζομαι atrancar ρ. φράσσω, αμπαρώνω
ataque α. επίθεση atrapar {οτραπάρ) ρ. τσακώνω, αρπάζω
atar ρ. δένω, προσδένω atrás επ. πίσω, όπισθεν
atarantar ρ. ζαλίζω, θαμπώνω atrasar ρ. καθυστερώ, επιβραδύνω, βάζω πίσω
atardecer ρ. νυχτώνει atraso ε. καθυστέρηση, επιβράδυνση
atareado ε. βιαστικός atravesar ρ. διασχίζω, διαπερνώ
atarear ρ. αναθέτω καθήκον ή εργασία atreverse ρ. τολμώ, κοτώ
atarjea θ. αγωγός atrevimiento α. τόλμη, θράσσος
atarugar ρ. ταπώνω, στερεώνω με τσιμπίδα atribución θ. αρμοδιότητα, άδεια
atarugarse ρ. στραβοκαταπίνω, σαστίζω atribuir ρ. αποδίδω
atascadero α. τέλμα, βάλτος atributo α. ιδιότητα, έμβλημα, κατηγορούμενος
atascar ρ. φράζω, βουλώνω atrincherar ρ. φτιάχνω χαράκωμα
atasco α. φράξιμο, βούλωμα, μποτιλιάρισμα atrio α. πρόναος, προθάλαμος
ataúd α. φέρετρο atrocidad θ. φρικαλεότητα
ataviar ρ. στολίζω, εξωραΐζω atropellar ρ. χτυπώ, πατώ, καταπατώ
atavío α. στολισμός, εξοραϊομός atropello α. δυστύχημα, καταπάτηση
ateísmo α. αθεϊσμός atroz ε. φρικαλέος, φρικτός
ateísta α./θ. αθεϊστής aturdido ε. ζαλισμένος, σαστισμένος
atelaje α. κοπάδι αλόγων aturdimiento α, ζάλη, σάστισμα
atemorizar ρ. τρομάζω aturdir ρ. ζαλίζω, σαστίζω
atención θ. προσοχή, ευγενική πράξη audacia θ. τόλμη, θρασύτητα, αυθάδεια
atender ρ. βοηθώ, εξυπηρετώ, ακούω προσεχτικά audaz ε. τολμηρός, θρασύς, αυθάδης
atenerse ρ. υπακούω στους νόμους audiencia θ. ακρόαση, ακροατήριο
ateniense α/θ. Αθηναίος, Αθηναία auditor α. ακροατής
atentado α. απόπειρα auditorio α. ακροατήριο
atentado ε. επιφυλακτικός auge α. ακμή, άνθιση
atentamente επ. με εκτίμηση augurar ρ. προοιωνίζομαι, προμαντεύω
atentar ρ. αποπειρώμαι aula θ. αίθουσα
atento ε. προσεκτικός aullar ρ. ουρλιάζω

-19-
Αa
aullido α. ουρλιαχτό ayudante α. βοηθός, υπασπιστής
aumentar ρ. αυξάνω ayudar ρ. βοηθάω
aumento α. αύξηση ayunar ρ. νηστεύω
aún επ. ακόμα ayuno α. νηστεία
aunque συνδ. αν και, ακόμα και αν, μολονότι, παρόλο που ayuntamiento α. δημαρχείο
áureo ε. επίχρυσος, χρυσωμένος azabache α. γαγάτης
aurora θ. χαραυγή, λυκαυγές azada θ. τσάπα, αξίνα
auscultar ρ. στηθοσκοπώ, ακροάζομαι azafata θ. αεροσυνοδός
ausencia θ. απουσία azafrán α. ζαφορά
ausentarse ρ. απουσιάζω azahar α. άνθος εσπεριδοειδούς
ausente ε. απών azar α. τύχη
auspicios α/πλ. αιγίδα azotar ρ. μαστιγώνω
austeridad θ. αυστηρότητα, λιτότητα azote α. μαστίγωμα, μαστίγιο, μάστιγα
austero ε. αυστηρός, λιτός azotea θ. ταράτσα
austral ε. νότιος, μεσημβρινός azúcar α. ζάχαρη
auténtico ε. αυθεντικός, γνήσιος azucarero α. ζαχαριέρα
auto α. αυτοκίνητο azufre α. θειάφι azul ε. μπλε, κυανό, γαλάζιο , γαλανό
autobús α. λεωφορείο azulado ε. γαλάζιο, κυανόχρους, γαλανός
autóctono ε. αυτόχθονος azulejo α. πλακάκι
automático ε. αυτόματος azuzar ρ. εξεγείρω
automóvil α. αυτοκίνητο
automovilista α/θ. αυτοκινητιστής
autonomía θ. αυτονομία
autor α. συγγραφέας, δημιουργός, δράστης
autoridad θ. εξουσία, αρχή, κύρος, αυθεντία
autorización θ. εξουσιοδότηση, άδεια
autorizar ρ. εξουσιοδοτώ, επιτρέπω, εγκρίνω
autorretrato α. αυτοπροσωπογραφία
autosuficiencia θ. αυτάρκεια
auxiliar ρ. βοηθητικός
auxilio α. βοήθεια
aval α. εγγύηση, εγγυητής
avalancha θ. χιονοστοιβάδα
avance α. προέλαση, πρόοδος, επίτευγμα, προαναγγελία
avanzar ρ. προχωρώ, προελαύνω, προοδεύω
avaricia θ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά
avaricioso ε. άπληστος, πλεονέκτης
avaro ε. φιλάργυρος, τσιγγούνης
avasallar ρ. υποδουλώνω, υποτάσσω
ave θ. πτηνό
avellana θ. φουντούκι
avena θ. βρώμη
avenida θ. λεωφόρος
aventajar ρ. υπερέχω, πλεονεκτώ, ξεπερνώ
aventar ρ. λιχνίζω
aventura θ. περιπέτεια
aventurar ρ. διακινδυνεύω
aventurero ε. τυχοδιώχτης
avergonzar ρ. ντροπιάζω
averia θ. βλάβη, αβαρία
averiarse ρ. παθαίνω βλάβη
averiguar ρ. εξακριβώνω
aversión θ. απέχθεια, αποστροφή
aviación θ. αεροπορία
aviador α. αεροπόρος
avicultura θ. πτηνοτροφία
avidez θ. απληστία, αδηφαγία
ávido ε. άπληστος, αδηφάγος
avión α. αεροπλάνο
avisar ρ. προειδοποιώ, ειδοποιώ, γνωστοποιώ
aviso α. προειδοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση
avispa θ. σφήκα
avispado ε. ξύπνιος, ατσίδα
avispero α. σφηκοφωλιά
avistar ρ. διακρίνω
avivar ρ. ζωντανεύω, ζωηρεύω
axila θ. μασχάλη
axioma α. αξίωμα
aya θ. γκουβερνάντα
ayer επ. χθες
ayuda θ. βοήθεια
-20-
Bb
baba θ. σάλιο ballenera θ. φαλαινοθηρικό πλοίο
babearse ρ. μου τρέχουν τα σάλια bambolearse ρ. λικνίζομαι, σείομαι, κουνιέμαι
babeo α. σαλιάρισμα bamboleo α. λίκνισμα
babero α. σαλιάρα bambolla θ. απάτη
babieca ε. χαζός bambollero α. απατεώνας, πλαστός
babosa θ. γυμνοσαλίγκαρος , γυμνοσάλιαγκας bambú α. μπαμπού
baca θ. σχάρα αυτοκινήτου banasta θ. καλάθα
bacalao α. βακαλάος , μπακαλιάρος banca θ. τραπεζικό σύστημα, μπάνκα
bacanal α. όργιο bancario ε. τραπεζιτικός
bacía θ. λεκάνη bancarrota θ. χρεοκοπία
bacteria θ. βακτηρίδιο banco α. τράπεζα, πάγκος, παγκάκι
bactericida ε. βακτηριοκτόνος, μικροβιοκτόνος banda θ. κορδέλα, σπείρα, σμήνος, φιλαρμονική
báculo α. μπαστούνι, ραβδί, στήριγμα bandada θ. σμήνος, κοπάδι πουλιών
bache α. λακούβα, πτώση bandeja θ. δίσκος
bachillerato α. μέση εκπαίδευση bandera θ. σημαία, λάβαρο
badulaque α. ηλίθιος banderín α. σημαιούλα
bagaje α. αποσκευή bandido α. ληστής
bahía θ. όρμος bando α. φατρία, διάταγμα
bailar ρ. χορεύω bandolero α. ληστής
bailarín α. χορευτής bandurria θ. έγχορδο μουσικό όργανο
baile α. χορός banquero α. τραπεζίτης
balvel α. φαλτσογωνιά banqueta θ. σκαμνί
baja θ. πτώση, κενή θέση, διαγραφή, απώλεια banquete α. συμπόσιο
bajada θ, κάθοδος, κατάβαση banquillo α. σκαμνί, εδώλιο
bajamar θ. άμπωτις bañador α. μαγιό
bajar ρ. κατεβαίνω, χαμηλώνω bañar ρ. λούζω, κάνω μπάνιο
bajeza θ. χαμέρπεια, ευτέλεια, ποταπότητα bañera θ. λουτήρας, μπανιέρα
bajo α. ιοόγειο, βαθύφωνος bañista α. κολυμβητής, λουόμενος
bajo ε. χαμηλός, κοντός, χαμερπής, ευτελής, ποταπός, μπάσος baño α. λουτρό, μπάνιο
bajo πρ. υπό, κάτω από baque α. γδούπος
bajón α. πτώση bar α. μπαρ
bajorrelieve α. ανάγλυφο baraja θ. τράπουλα
bala θ. σφαίρα, βόλι barajar ρ. ανακατώνω, συνδιάζω
balada θ. μπαλάντα baranda θ. κάγκελο
baladí ε. ασήμαντος baratija θ. φθηνό κόσμημα
baladrar ρ. ουρλιάζω baratear ρ. ξεπουλάω
baladro α. ουρλιαχτό barato ε. φθηνός
balance α. ισοζύγιο barba θ. μούσι
balancearse ρ. αιωρούμαι, λικνίζομαι barbacoa θ. ψησταριά
balanceo α. αιώρηση, λίκνισμα barbado ε. γενειοφόρος
balandrán α. ράσο barbárico ε. βαρβαρικός , βάρβαρος
balandrista α./θ. ιστιοπλόος barbaridad θ. βαρβαρότητα, αστοχασιά , τρέλα
balandro α. κότερο barbarie θ. αγριότητα, βαρβαρότητα
balanza θ. ζυγαριά, ισοζύγιο bárbaro ε. βάρβαρος
balar ρ. βελάζω barbecho α. αγρανάπαυοη
balaustrada θ. περιστύλιο από κιονίσκους barbería θ. κουρείο
balazo α. βολή, πυροβολισμός barbero α. κουρέας
balbucear ρ. τραυλίζω, ψελλίζω barbicano ε. ασπρογένης
balbuceo α. τραύλισμα, ψέλλισμα barbilla θ. πηγούνι, σαγόνι
balbuciente ε. τραυλός barbotar ρ. μουρμουρίζω
balcón α. μπαλκόνι, εξώστης barbotear ρ. μουρμουρίζω
baldado ε. ανάπηρος barboteo α. μουρμούρισμα
baldadura θ. αναπηρία barca θ. βάρκα, λέμβος
baldar ρ. καθιστώ ανάπηρο barcaza α. μαούνα
balde α. κουβάς barco α. πλοίο, καράβι
baldear ρ. αδειάζω νερό barniz α. βερνίκι
baldío ε. χέρσος barnizar ρ. βερνικώνω
baldón α. προσβολή barométrico ε. βαρομετρικός
baldonar ρ. προσβάλλω barómetro α. βαρόμετρο
baldosa θ. πλακάκι, πλάκα barón α. Βαρώνος
balido α. βέλασμα barquero α. βαρκάρης
baliza θ. σημαδούρα barra θ. αμπάρα, μάνταλο, πάγκος
balneario α. λουτρά, ιαματικά νερά barraca θ. καλύβα
balonpié α. ποδόσφαιρο , ποδοσφαίριση barranco α. φαράγγι
balón α. μπάλα barreminas α. ναρκαλιευτικό
baloncesto α. καλαθοσφαίριση, μπάσκετ μπολ barrena θ. τρυπάνι
balonmano α. χάντμπολ , χειροσφαίριση barrenar ρ. ανοίγω τρύπα με τρυπάνι
balonvolea θ. βόλεϋμπολ , αντισφαίριση barrendero α.σκουπιδιάρης
balsa θ. σχεδία, νερόλακκος barreño α. λεκάνη
bálsamo α. βάλσαμο barrer ρ. σκουπίζω.σαρώνω
ballena θ. φάλαινα barrera θ. μπάρα, φράγμα
-21-
Bb
barricada θ. οδόφραγμα belicoso ε. πολεμοχαρής
barrido α. σάρωμα,σκούπισμα beligerancia θ. εμπόλεμος κατάσταση
barriga θ. κοιλιά beligerante ε. εμπόλεμος
barrigudo ε. κοιλαράς belitve α. κακοποιός
barril α. βαρέλι belleza θ. ομορφιά, καλλονή
barrio α. συνοικία, προάστιο , γειτονιά bello ε. όμορφος, ωραίος
barro α. λάσπη bellota θ. βελανίδι
barroco ε. μπαρόκ bendecir ρ. ευλογώ
barroso ε. λασπώδης bendición θ. ευλογία
barrote α. κάγκελο bendito ε. ευλογημένος
barruntar ρ. υποψιάζομαι, προαισθάνομαι benefactor ε. ευεργέτης, αγαθοεργός
bártulos α/πλ. υπάρχοντα beneficencia θ. ευεργεσία, αγαθοεργία
barullo α. οχλοβοή, βαβούρα beneficiar ρ. ωφελώ
basar ρ. βασίζω, οτηρίζω beneficiario α./θ. δικαιούχος
basca θ. ναυτία beneficio α. όφελος, κέρδος, ωφέλεια
báscula θ. ζυγαριά, πλάστιγκα beneficioso ε. επικερδής, επωφελής
base θ. βάση. στήριγμα benéfico ε. ευεργετικός
básico ε. βασικός, θεμελιώδης benevolencia θ. ευμένεια
basílica θ. βασιλική benévolo ε. ευμενής
bastante επ. αρκετά benignidad θ. καλωσύνη
bastar ρ. αρκώ, φτάνω benigno ε. καλοήθης, ήπιος
bastardear ρ. εκφυλίζω, νοθεύω beodez θ. μεθύσι
bastardilla ε. κυρτά στοιχεία beodo ε. μεθυσμένος, μεθύστσκας, μπεκρής
bastardo ε. μπάσταρδος , νόθος berenjena θ. μελιτζάνα
bastidor α. πλαίσιο, τελάρο, παρασκήνιο berrear ρ. μουγγρίζω. ουρλιάζω
bastimento α. εφοδιασμός berrido α. μουγκρητό, ουρλιαχτό
basto ε. άξεστος, τραχύς berrinche α. θυμός, στενοχώρια
bastón α. μπαστούνι berza θ. λάχανο
basura θ. σκουπίδι berzal λαχανόκηπος
basurero α. σκουπιδιάρης besar ρ. φιλώ
bata θ. ρόμπα, ποδιά beso α. φιλί
batalla θ. μάχη bestia θ. κτήνος, ζώο
batallar ρ. μάχομαι, πολεμώ bestial ε. κτηνώδης
batallón α. τάγμα bestialidad θ. κτηνωδία
batata θ. γλυκοπατάτα besuquear ρ. φιλώ πολύ
batería θ. μπαταρία, πυροβολαρχία betún α. λούοτρο παπουτσιών, κατράμι
batidora θ. μίξερ bi πρόθ. δι-, αμφι-
batifondo α. αναταραχή, ανακατωσούρα biberón α. θήλαστρο, μπιμπερό
batir ρ. χτυπώ bíblico ε. βιβλικός
batuta θ. μπαγκέτα bibliográfico ε. βιβλιογραφικός
baúl α. μπαούλο bibliógrafo α. βιΒλιογράψος
bausán α. οκνηρός biblioteca θ. βιβλιοθήκη
bautismo α. βάφτισμα bibliotecario α. βιβλιοθηκάριος
bautizar ρ. βαφτίζω bicarbonato ε. διττανθρακικός
bautizo α. βάφτιση bicentenario α. δισεκατονταετηρίδα
baya θ. μούρο bíceps α. δικέφαλος μυς
bayeta θ. πετσέτα bicicleta θ. ποδήλατο
bayoneta θ. ξιφολόγχη bicho α. ζωύφιο, ζουζούνι
bazar α. παζάρι, αγορά bien α. καλά
bazo α. σπλήνα bien επ. καλά, σωστά
bazofia θ. απαίοιο φαγητό bienal ε. διετής
beatería θ. ευσέβεια, ευλάβεια, θεοσέβεια bienaventurado ε. μακάριος
beatificación θ. μακαρισμός, αγιοποίηση bienaventuranza θ. μακαριότητα
beatificar ρ. μακαρίζω, αγιοποιώ bienestar α. ευημερία, ευζωία
beatifico ε. μακάριος bienhablado ε. καλοειπωμένος
beato ε. ευσεβής, ευλαβής, θεοσεβής bienhadado ε. τυχερός
bebé α. μωρό, βρέφος bienhechor α. ευεργέτης
bebedor α. πότης bienintencionado ε. καλοπροαίρετος
beber ρ. πίνω bienoliente ε. ευώδης, μυρωδάτος, ευωδιαστός
bebible ε. πόσιμος bienvenida θ. καλωσόρισμα
bebida θ. ποτό bienvenidos α.πλ. καλώς ήλθατε
bebido ε. πιωμένος, μεθυσμένος bienquerencia θ. στοργή
beca θ. υποτροφία bienquerer ρ. αγαπώ, υπεραγαπώ
becario ε. υπότροφος bienquistar ρ. συμφιλιώνω
becerro θ. δαμάλι , μοσχάρι bienvenida θ. καλοσωρίζω
bechamel θ. μπεσαμέλ bienvenido ε. ευπρόοδεκτος
bedel α. επιστάτης bifásico ε. διφασικός
befa θ. σαρκασμός bifocal ε. διεστιακός
befar ρ. σαρκάζω bifurcación θ. διακλάδωση
bélico ε. πολεμικός bigamia θ. διγαμία
belicista α./θ.πολεμοκάπηλος bigamo ε. δίγαμος
-22-
Bb
bigardear ρ. τριγυρνάω, κόβω βόλτες, σουλατσάρω bocado α. μπουκιά
bigote α. μουστάκι bocallave α. κλειδαρότρυπα
bigotudo ε. μουστακαλής bocamanga θ. μανσέτα
bilateral ε. διμερής bocamina θ. είσοδος ορυχείου
bilingüe ε. δίγλωσσος bocanada θ. γουλιά, ρουψηξιά, τζούρα, πνοή
bilis θ. χολή boceto α. προσχέδιο, πρόπλασμα
billar α. σφαιριστήριο, μπιλιάρδο bocina (μποθίνα) θ. κόρνα, κλάξον
billete α. εισιτήριο, χαρτονόμισμα bocinazo α. κορνάρισμα
billón α. τρισεκατομμύριο bochorno α. κουφόβραση, αποπνιγμός, ντροπή
bimensual ε. δεκαπενθήμερος boda θ. γάμος
bimestral ε. διμηνιαίος bodega θ. κάβα, κρασοπολείο, υπόγειο
binario ε. δυαδικός bodeguero α. οινοπώλης
binóculos α.πλ. κυάλια , διόπτρα χειρός bofetada θ. χαστούκι
biografía θ. βιογραφία boga θ. κωπηλασία
biográfico ε. Βιογραφικός bogavante α. κωπηλάτης, αστακός
biología θ. βιολογία bogar ρ. κωπηλατώ
biológico ε. βιολογικός bohemio ε. βοημικός
biombo α. παραβάν boicotear ρ. μποϊκοτάρω
biopsla θ. βιοψία boina θ. μπερές
birlocha θ. χαρταετός bola θ. βώλος, μπάλα, φόλα, ψέμμα
birria θ. αηδία, χάλι bolada θ. ρίψη σφαίρας
bisabuelo α. προπάππος boletín α. δελτίο
bisagra θ. μεντεσές boleto α. εισιτήριο, δελτίο, λαχνός
bisbisar ρ. μουρμουρίζω bólido α. βολίδα
bisbiseo α. μουρμούρισμα, μουρμούρα bolígrafo α. στυλό
bisecar ρ. διχοτομώ bolsa θ. τσάντα, θύλακας, χρηματιστήριο
biselar ρ. λοξεύω bolsillo α. τσέπη
bisexual ε. δισεξουαλικός. αμφισεξουαλικός bolso α. γυναικεία τσάντα
bisiesto ε. δίσεκτος bollo α. τσουρέκι, βαθούλωμα
bisnieto α. δισέγγονο bomba θ. βόμβα, αντλία
bisoñe α. περουκίνι bombardear ρ. βομβαρδίζω
bisoño α. άπειρος, ανεκπαίδευτος, πρωτάρης bombardeo α. βομβαρδιομός
bisté α. φιλέτο bombardero α. βομβαρδιστικό
bisturí α. νυστέρι bombear ρ. αντλώ
bisutería θ. ψεύτικο κόσμημα bombero α. πυροσβέστης
bizantino ε. Βυζαντινός bombilla θ. λαμπτήρας
bizcar ρ. αληθωρίζω bombo α. κληρωτίδα, τύμπανο, τούμπανο
bizco ε. αλλήθωρος bombón α. σοκολατάκι
bizcocho α. κέικ bombona θ. μπουκάλα, φιάλη
bizquear ρ. άλληθωρίζω bombonería θ. ζαχαροπλαστείο
blanco α. στόχος bonachón ε. άκακος, άδολος
blanco ε. λευκός, άσπρος bonanza θ. μπουνάτσα, ευημερία
blancura θ. λευκότητα, ασπρίλα bondad θ. καλωσύνη
blancuzco ε. ασπρουλιάρης, ασπριδερός bondadoso ε. καλόκαρδος, καλοκάγαθος
blandir ρ. κραδαίνω bonificación θ. βελτίωση
blando ε. μαlακός bonificar ρ. βελτιώνω
blanquear ρ. ασπρίζω, λευκαίνω boniato α. γλυκοπατάτα
blanquecino ε. ασπρώδης bonito ε. ωραίος, όμορφος
blasfemador α./θ. βλάσφημος bono α. κουπόνι, ομόλογο
blasfemar ρ. βλασφημώ , βλαστημώ boquerón α. γάβρος
blasfemia θ. βλασφημία boquete α. άνοιγμα
blasón α. οικόσημο, θυρεός boquilla θ. στόμιο, πίπα
blindado ε. θωρακισμένος borbollar ρ. αφρίζω
blindaje α. θωράκιση borbollear ρ. αφρίζω
blindar ρ. θωρακίζω borbollón α. άφρισμα
bloc α. σημειωματάριο borbotar ρ. αφρίζω
blondo ε. ξανθός borda θ. κουπαστή
bloque σ. μπλοκ bordado α. κέντημα
bloquear ρ, μπλοκάρω, αποκλείω, περικυκλώνω bordador α./ θ. κεντηστής , κεντήστρα
bloqueo α. μπλόκο, αποκλεισμός, περικύκλωση bordar ρ. .κεντώ
blusa θ. μπλούζα borde α. περιθώριο, άκρη, χείλος
blusón α. μπλουζόν, πουκαμίσα bordear ρ. κινούμαι στη περιφέρεια, περιβάλλω
boa θ. βόας bordillo α. κράσπεδο
boato α. φιγούρα, επίδειξη bornear ρ. κάμπτω
bobada θ. βλακεία, μωρολογία borneo κάμψη
bobalicón ε. πανηλίθιος borrachera θ. μεθύσι, μέθη
bobetas α./θ. ηλίθιος borracho ε. μεθυσμένος, μεθύστακας, μπεκρής
bobina θ. καρούλι borrador α. πρόχειρο
bobo ε. βλάκας, μωρός, κουτός borradura θ. σβήσιμο, διαγραφή
boca θ. στόμα, είσοδος borrar ρ. σβήνω, διαγράφω
bocacalle θ. πάροδος borrasca θ. θύελλα, καταιγίδα
bocadillo α. σάντουιτς borrascoso ε. θυελλώδης
bocajarro (a) επ, εν ψυχρώ, αιφνίδια borrego α. πρόβατο
-23-
Bb
borrico α. γαϊδούρι brindis α. πρόποοη
borrón α. μουτζούρωμα brío α. μπρίο, ορμή
borronear ρ. μουτζουρώνω brioso ε. με μπρίο, με ζωντάνια
borroso ε. θολός brisa θ. αύρα
borujo α. ελαιοπυρήνας brocha θ. βούρτοα
borujón α. οίδημα, πρήξιμο brochada θ. βουρτσιά
boscoso ε. δασώδης brocheta θ. σούβλα
bosque α. δάσος broche α. καρφίτσα, κούμπωμα
bosquecillo α. δασάκι broma θ. αστείο
bosquejo α. σκαρίφημα bromear ρ. αστειεύομαι
bosta θ. κοπριά bronca θ. κατσάδα, αποδοκιμασία
bostezar ρ. χασμουριέμαι bronce α. ορείχαλκος, μπρούντζος
bostezo α. χασμουρητό bronceado α. μαύριομα
bota θ. μπότα, φλασκί broncearse ρ. μαυρίζω από τον ήλιο
botar ρ. καθελκύω, πηδώ bronco α. τραχύς
bote α. γυάλινο βάζο. μπουκαλάκι, λέμβος, αναπήδημα, γκελ bronquedad θ. τραχύτητα
botella θ. μπουκάλι, φιάλη bronquial ε. βρογχικός
botica θ. φαρμακείο bronquitis θ. βρογχίτιδα
boticario α. φαρμακοποιός brotar ρ. αναβλύζω, ξεπετώ, ξεπετιέμαι
botín α. κλοπιμαία, λάφυρα brote α. βλαστάρι, οφθαλμός, εκδήλωση
botiquín α. φορητό φαρμακείο bruja θ. μάγισσα
boto ε. αμβλύς, ανιαρός brujería θ. μαγεία
botón α. κουμπί brújula θ. πυξίδα
botulismo α. τροφική δηλητηρίαση brulote α. πυρπολικό
bóveda θ. θόλος bruma θ. ομίχλη
bovino ε, βοώδης bruñido ε. στιλπνός
boxeador α. πυγμάχος, μποξέρ bruñidor α./θ. στιλβωτής
boxear ρ. πυγμαχώ bruñir ρ. στιλβώνω
boxeo α. πυγμαχία bruscamente επ. απότομα
boya θ. σημαδούρα brusco ε. απότομος
boyante ε. επιπλέων brusquedad θ. αγριάδα, τραχύτητα
boyar ρ. επιπλέω brutal ε. κτηνώδης, ωμός
bozal α. φίμωτρο brutalidad θ. κτηνωδία, ωμότητα
bracero α. εργάτης, μεροκαματιάρης brutalmente επ. κτηνωδώς, ωμά, βίαια
braga θ. κυλότα bruto ε. ωμός, ακατέργαστος, άξεστος, μικτός
bragadura θ. καβάλος búa θ. σπυρί
braguero α. κηλεπίδεσμος bucal ε. στοματικός
bramante α. επίδεσμος bucanero α. πειρατής, κουρσάρος
bramar ρ. μουγκρίζω, βρυχιέμαι buceador α./θ. δύτης, υποβρύχιος, κολυμβητής, βατραχάνθρωπος
bramido α. μούγκρισμα, βρυχηθμός bucear ρ. καταδύομαι
branquia θ, βράγχιο bucle α. βόστρυχος, μπούκλα
brasa θ. θράκα buenamente επ. εύκολα
brasero α. μαγκάλι buenaventura θ. καλοτυχία, καλή τύχη
bravo ε. γενναίος, θαρραλέος buenazo ε. καλωσυνάτος
bravucón ε. νταής, ψευτοπαλικαράς bueno ε. καλός, ωφέλιμος
bravura θ. γενναιότητα, αγριότητα buey α. βόδι
braza θ. οργιά búfalo α. βουβάλι
brazada θ. απλωτή, αγκαλιά bufanda θ. κασκόλ , περιλαίμιο
brazal α. περιβραχιόνιο bufar ρ. ρουθουνίζω
brazalete α. βραχιόλι bufete α. δικηγορικό γραφείο
brazo α. βραχίονας, μπράτσο bufido α. ρουθούνισμα
brebaje α. φίλτρο bufón α. γελωτοποιός
brecha θ. ρωγμή bugle α. σάλπιγγα
bregar ρ. παλεύω buhardilla θ. σοφίτα
bren α. πίτουρο buho α. κουκουβάγια
breva θ. σύκο buitre α. γύπας
breve ε. σύντομος bujía θ. μπουζί , αναφλεκτήρας
brevedad θ. συντομία bula θ. παπικό διάταγμα
brezal ε. χερσότοπος bulbo α. βολβός
brezo α. ρείκι bulevar α. λεωφόρος
bribón ε. απατεώνας, κατεργάρης bulto α. όγκος, εξόγκωμα, δέμα
bribonada θ. απατεωνιά, κατεργαριά bullanga θ. εξέγερση
brigada θ. ταξιαρχία bullebulle α./θ. κουτσομπώλης
brigadier α. ταξίαρχος bullicio α. θόρυβος, οχλοβοή
brillante ε. λαμπερός bullicioso ε. θορυβώδης, ταραχώδης
brillantez θ. λαμπρότητα bullir ρ. βράζω, κοχλάζω
brillar ρ. λάμπω, φεγγίζω buñuelo α. δίπλα, τηγανίτα
brillo α. λάμψη buque α. πλοίο
brincar ρ. πηδώ burbuja θ. μπουρμπουλήθρα, φούσκα
brinco α. πήδημα burbujear ρ. κάνω μπουρμπουλήθρες
brindar ρ. προπίνω, κάνω πρόποση burbujeo α. άφρισμα
-24-
Bb
burdel α. μπορντέλο, πορνείο , μπουρδέλο
burgués ε. αστός
burguesía θ. αστική τάξη
buril ε. σμίλη
burilar ρ. σμιλεύω
burla θ. κοροϊδία, σκώμμα, χλευασμός
burlar ρ. ξεγελώ, παραπλανώ
burlarse ρ. κοροϊδεύω, σκώπτω, χλευάζω
burlón ε. κοροϊδευτικός, σκωπτικός, χλευαστικός
burocracia θ. γραφειοκρατεία
burocrático ε. γραφειοκρατικός
burro α. γάιδαρος
bursátil ε. χρηματιστηριακός
bus α. λεωφορείο
busca θ. αναζήτηση, ψάξιμο
buscador α./θ. χρυσοθύρας
buscapiés α. πυροτέχνημα
buscar ρ. ψάχνω, αναζητώ
busilis α. κώλυμμα
búsqueda θ. αναζήτηση, έρευνα
busto α. προτομή
butaca θ. πολυθρόνα, κάθισμα
butlonado ε. ακόλαστος, λάγνος
buzo α. δύτης
buzón α. γραμματοκιβώτιο

-25-
Cc
cabal ε. ακριβής. cachondo ε. (ερωτικά) ερεθισμένος , καβλωμένος
cabalgar ρ. ιππεύω cachorro α. κουτάβι, νεογνό ζώο
cabalgata θ. καβαλαρία cada ε. κάθε, έκαστος
cabalista α. σκεωρός cadalso α. αγχόνη, ικρίωμα
caballa θ. σκουμπρί cadáver α. πτώμα
caballada θ. κοπάδι αλόγων cadavérico ε. πτωματοειδής
caballar ε. ιππικός cadena θ. αλυσίδα, σειρά, δεσμά
caballeresco ε. ιπποτικός cadencia θ. ρυθμός
caballería θ. ιππικό cadencioso ε. ρυθμικός
caballeriza θ. σταύλος cadera θ. γοφός
caballerizo θ. σταυλίτης, ιπποκόμος cadete α. δόκιμος, εύελττις, ίκαρος
caballero α. ιππότης, καβαλάρης caducar ρ. λήγω
caballerosidad θ. ιπποτισμός, ευγένεια caducidad θ. λήξη
caballete α. καβαλέτο caedizo ε. φυλλοβόλος
caballista α./θ. ιππέας, καβαλλάρης caer ρ. πέφτω
caballito α. αλογάκι café α. καφές
caballo α. άλογο cafeína θ. καφείνη
caballón α. κορυφογραμμή, ράχη cafetal α. φυτεία καφέ
caballuno ε. αλογίσιος cafetera θ. καφετιέρα
cabaña θ. καλύβα cáfila θ. ομάδα, σύνολο
cabecear ρ. κινώ το κεφάλι cagada θ. σκατά
cabecera θ. προσκέφαλο, επικεφαλίδα, κεφαλή , μαξιλάρι cagadero ε. χεσμένος, φοβητσιάρης
cabellera θ. κόμη cagalera θ. διάρροια
cabello α. τρίχα, μαλλιά cagar ρ. χέζω
cabelludo ε. τριχωτός cagatintas θ. γραφιάς
caber ρ. χωράω caída θ. πτώση, πέσιμο
cabestrillo ε. χειρολάβος caído ε. πεσμένος caimán α. είδος κροκοδείλου
cabestro α. χαλινάρι caja θ. κουτί, κιβώτιο, κάσα, ταμείο
cabeza θ. κεφάλι, κεφαλή cajero α. ταμείας
cabezazo α. κεφαλιά cajetilla θ. πακέτο απο τσιγάρα
cabezota α./θ. ξεροκέφαλος, κεφάλας cajista α./θ. στοιχειοθέτης (σε τυπογραφείο)
cabezudo ε. ξεροκέφαλος, κεφάλας cajita θ. κουτάκι
cabida θ. χωρητικότητα cajón α. συρτάρι, κούτα
cabildear ρ. πιέζω, συνομοτώ cal θ. ασβέοτης
cabildeo α. άσκηση πίεσης, συνομωσία cala θ. φαράγγι
cabillo α. μίσχος calabacera θ. κολοκυθιά
cabina θ. καμπίνα calabacín α. κολοκύθι
cabizbajo ε. σκυθρωπός, κατσούφης calabaza θ. κολοκύθα
cable α. καλώδιο calabozo α. κελί , μπαλαούρο , φυλακή
cablear ρ. τηλεγραφώ calabrote α. παλαμάρι
cablegrafiar ρ. τηλεγραφώ calado ε. μούσκεμα
cabo α. ακρωτήριο, δεκανέας, άκρη, κομμάτι σκοινί calamar α. καλαμάρι
cabotaje α. ακτοπλοΐα calambre α. κράμπα
cabra θ. γίδα , κατσίκα calamidad θ. συμφορά, καταστροφή, θεομηνία
cabrero α. γιδοβοσκός calamitoso ε. επικίνδυνος, ολέθριος
cabriola σκίρτημα calar ρ. μουσκεύω, διαπερνώ, διατρυπώ
cabriolar ρ. σκιρτώ calandria θ. κορυδαλλός
cabrito α. κατσικάκι calaña θ. σχέδιο, μοντέλο
cabrón α. κερατάς calar α. λατομείο ασβεστόλιθου
cabronada θ. άτιμο κόλπο calar ε. ασβεστολιθικός
cabruno ε. τραγίσιος calar ρ. μουσκεύω
cacahuete α. φυστίκι αράπικο calavera θ. νεκροκεφαλή
cacao α. κακάο calcar ρ. αντιγράφω, ξεσηκώνω
cacaraña θ. σημάδι ανεμοβλογιάς, κακάδι calcetín α. κάλτσα
cacarear ρ. κακαρίζω calcificar ρ. ασβεοτοποιώ
cacareo α. κακάρισμα calcinar ρ. απανθρακώνω, καρβουνιάζω
cacera θ. αρδευτικό κανάλι calcio α. ασβέστιο
cacería θ. κυνήγι calculable ε. υπολογιστέος, υπολογίσιμος
cacerola θ. κατσαρόλα calculador ε. υπολογιστής, συμφεροντολόγος
cacique α. τοπικός άρχοντας, τύραννος calculadora θ. αριθμομηχανή
caco α. κλέφτης, λωποδύτης calcular ρ. υπολογίζω, λογαριάζω, υποθέτω
cacumen α. οξυδέρκεια cálculo α. υπολογισμός, λογαριασμός, λογισμός, πέτρα
cacharro α. δοχείο, αντικείμενο σχηματιζόμενη στον οργανισμό
cachear ρ. ερευνώ για όπλα caldas θ.πλ. θερμές πηγές
cacheo α. έρευνα για οπλοκατοχή caldeamiento α. ζέσταμα
cachete α. χαστούκι caldear ρ. θερμαίνω, ζεσταίνω
cachiporra θ. ρόπαλο caldeo α. θέρμανση
cachondearse ρ. αστειεύομαι caldera θ. καζάνι
cachondeo α. αστεϊσμός caldero α. κουβάς
cachondez θ. (ερωτικός) ερεθισμός , κάβλα calderilla θ. κέρματα, ψιλά
caldo α. ζωμός
-26-
Cc
calefacción θ. θέρμανση
calefactor α. αερόθερμο camilla θ. φορείο
calendario α. ημερολόγιο camillero α./θ. τραυματιοφορέας
calentador α. θερμοσίφωνας caminante α. πεζοπόρος
calentar ρ. θερμαίνω, ζεσταίνω caminar ρ. περπατώ, πεζοπορώ
calentura θ. πυρετός caminata θ. πεζοπορία
calenturiento ε. πυρετώδης camino α. δρόμος
calenturoso ε. πυρετικός camión α. φορτηγό
calés α.πλ. λεφτά camionero α. φορτηγατζής
caletre α. οξυδέρκεια camisa θ. πουκάμισο
calibrar ρ. διαμετρώ camiseta θ. φανέλα
calibre α. διαμέτρημα, διάμετρος camisón α. νυχτικό
calidad θ. ποιότητα camorra θ. καυγάς
cálido ε. θερμός campamento α. κατασκήνωση, στρατόπεδο
caliente ε, ζεστός, θερμός campana θ. καμπάνα
calificación θ. χαρακτηρισμός, βαθμολογία campanada θ. κωδωνοκρουσία
calificado ε. προκρινόμενος, που έχει τα προσόντα campanario α. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο
calificar ρ. χαρακτηρίζω, βαθμολογώ campanilla θ. καμπανάκι
calificativo ε. προσδιοριστικός campaña θ. εκστρατεία
caligrafía θ. καλλιγραφία campante ε. αυτοϊκανοποιημένος
calina θ. καταχνιά campar ρ. στρατοπεδεύω
calinoso ε. καταχνιασμένος campear ρ. ανιχνεύω, πάω για βοσκή
cáliz α. κάλυκας campachanería θ. εγκαρδιότητα, όρεξη για κέφι
calma θ. ηρεμία, γαλήνη, νηνεμία campachano ε. εγκάρδιος, με όρεξη για κέφι
calmante ε. καταπραϋντικό campeón α. πρωταθλητής
calmar ρ. καταπραΰνω, καθησυχάζω, κατευνάζω campeonato α. πρωτάθλημα
caló α. γλώσσα των τσιγγάνων campero ε. υπαίθριος
calor α. ζέστη, θερμότητα campesinado α. ο χωρικός
caloría θ. θερμίδα campesino α. αγρότης, χωριάτης
calorífero α. καλοριφέρ campestre ε. αγροτικός, του αγρού
calorífero ε. θερμαντικός campiña θ. εξοχή, κάμπος
calorífico ε. θερμαντικός, θερμογόνος campista α./θ. κατασκηνωτής
calorro α./θ. τοιγγάνος campo α. εξοχή, ύπαιθρος
calostro α. πύαρ, πρωτόγαλα camposanto α. κοιμητήριο, νεκροταφείο
calumnia θ. συκοφαντία camuflaje α. καμουφλάζ , παραλλαγή
calumniar ρ. συκοψαντώ camuflar ρ. καμουφλάρω , παραλλάσω
caluroso ε. θερμός, ζεοτός, ενθουσιώδης can α. κύων, σκύλος, σκανδάλη
calva θ. φαλάκρα cana θ. λευκή τρίχα
calvario α. βάοανο, μαρττύριο canal α. διώρυγα, κανάλι
calvicie θ. αλωπεκίαση canalización θ. διάνοιξη καναλιών
calvo ε. φαλακρός canalizo α. πλωτό κανάλι
calza θ. σφήνα canalla α/θ. παλιάνθρωπος
calzada θ. λιθόστρωμα, δρόμος canapé α. καναπές, καναπεδάκι
calzado α. υπόδημα canario α. καναρίνι
calzador α. υποδετήριο, κόκαλο παπουτσιών canasta θ. καλάθι
calzar ρ. υποδένω, ποδένω canastero α./θ. καλαθοπλέκτης
calzo α. σφήνα, τάκος cáncano α. ψείρα
calzoncillos α/ πλ. σώβρακο cancela θ. καγκελόπορτα
callarse ρ. σωπαίνω cancelación θ. ακύρωοη
calle θ. οδός, δρόμος cancelar ρ. ακυρώνω
callejear ρ. περιπλανιέμαι στους δρόμους cáncer α. καρκίνος
callejón α. δρομίσκος, αδιέξοδος cancerígeno ε. καρκινογόνος
callejuela θ. δρομάκι, πάροδος canceroso ε. καρκινογόνος
callo α. κάλος, ρόζος, τύλος, πατσάς canciller α. καγκελλάριος
cama θ. κρεββάτι, κλίνη canción θ. τραγούδι, άσμα
camada θ. ράτσα cancionista α./ θ. τραγουδοποιός
camaleón α. χαμαιλέων cancha θ. πεδίο, γήπεδο
cámara θ. αίθουσα, δωμάτιο, βουλή, φωτογραφική μηχανή candado α. λουκέτο
camarada α. σύντροφος, συνάδελφος candar ρ. κλειδώνω
camaradería θ. συντροφικότητα, ουναδελφικότητα candela θ. κερί
camarera θ. καμαριέρα, υπηρέτρια candelabro α. κηροπήγιο
camarero α. σερβιτόρος candelero α. κηροπήγιο
camarón α. γαρίδα candente ε. πυρακτωμένος
camarote α. καμπίνα candidato α. υποψήφιος
cambiable ε. μεταβλητός, ανταλλάξιμος candidatura θ. υποψηφιότητα
cambiante α. αργυραμοιβός candidez θ. αφέλεια, αγνότητα, απλότητα
cambiar ρ. αλλάζω, ανταλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω candido ε. αφελής, αγνός
cambio α. αλλαγή, ανταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή candil α. λυχνάρι , καντίλι , κανδίλι
camelar ρ. καλοπιάνω candor α. αφέλεια, αγνότητα, αθωότητα
camello α. καμήλα candoroso ε. αφελής, αγνός, αθώος

-27-
Cc
canear ρ. ξυλοκοπώ, χτυπώ, δέρνω capitalista ε. καπιταλιστής
canela θ. κανέλα capitalización θ. κεφαλαιοποίηση
canelón α. κανελόνι capitalizar ρ. κεφαλαιοποιώ
cangrejo α. κάβουρας capitán α. καπετάνιος, πλοίαρχος, λοχαγός, αρχηγός
canguro α. καγκουρώ , γκουβερνάντα για μωρά capitana θ. ναυαρχίδα
caníbal α. κανίβαλος, ανθρωποφάγος capitel α. κιονόκρανο
canibalismo α. κανιβαλιομός capitulación θ. συνθηκολόγηοη
canica θ. βώλος capitular ρ. συνθηκολογώ
canicie θ. άοπρισμα μαλλιών capitulo α. κεφάλαιο
canícula θ. καύσωνας capón α. ευνούχος
canijo ε. κοκαλιάρης capota θ. σκούφος
canillera θ. περικνημίδα capote α. χλαίνη
canino ε. σκηλίσιος Capricornio α. Αιγόκερως
canje α. ανταλλαγή capricho α. ιδιοτροπία, καπρίτσιο
canjear ρ. ανταλλάζω caprichoso ε. ιδιότροπος, καπριτσιόζος
canon α. κανόνας cápsula θ. κάψουλα, κάψα
canoa θ. κανό captar ρ. πιάνω, συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι
canóniga θ. ύπνος πριν το γεύμα captura θ. σύλληψη, αιχμαλωσία
canonización θ. αγιοποίηση capturar ρ. συλλαμβάνω, αιχμάλωτο
canonizar ρ. αγιοποιώ capucha θ. κουκούλα
canoso ε. ασπρομάλλης capuchón α. καπάκι
cansado ε. κουρασμένος capullada θ. απερισκεψία, αβλεψία
cansancio α. κούραση capullo α. μπουμπούκι, κουκούλι
cansar ρ. κουράζω caqui α. λωτός
cantante α. τραγουδιστής caqui ε. χακί
cantar ρ. τραγουδώ cara θ. πρόοωπο, όψη
cántaro α. στάμνα carabina θ. καραμπίνα
cante α. τραγούδημα carabinero α./ θ.τυφεκιοφόρος
cantera θ. λατομείο caracol α. σαλίγκαρος, κοχλίας, μπούκλα , σαλιγκάρι
cantería θ. λιθοδομή caracola θ. βούκινο
cántico α. άσμα, ύμνος, ψαλμός carácter α. χαρακτήρας, ψηφίο
cantidad θ. ποσότητα característico ε. χαρακτηριστικός
cantimplora θ. παγούρι caracterizar ρ. χαρακτηρίζω
cantina θ. καντίνα, κυλικείο caracho ε. ιώδης, μωβ
canto α. άσμα, τραγούδι, χείλος caramba επιφ. θεέ μου!
cantor α. αοιδός carámbano α. παγοκρύσταλλος
canturrear ρ. τραγουδώ χαμηλόφωνα caramelo α. καραμέλα
canturreo α. σιγανοτραγούδισμα caramillo α. πλαγίαυλος , φλάουτο
canuto α. καρφιτσοθήκη carantoña θ. γαλαντομία
caña θ. καλάμι caravana θ. καραβάνι
cañada θ. γκρεμός, χαράδρα caray επιφ. θεέ μου !
cañamazo α. καναβάτσο carbohidrato ε, υδατάνθρακας
cañamiel α. ζαχαροκάλαμο carbón α. κάρβουνο
cañavera θ. καλαμόχορτο carbonato ε. ανθρακικός
cañaveral α. καλαμώνας carbonera θ. ανθρακωρυχείο
cañería θ. σωλήνας αποχέτευσης carbonero α. ανθρακωειδής, καρβουνιάρικος
caño α. στόμιο πηγής carbónico ε. ανθρακικός
cañón α. κανόνι, κάννη, φαράγγι carbonizar ρ. καρβουνιάζω
cañonazo α. κανονιά carbono α. άνθρακας
cañonear ρ. κανονιοβολώ carburador α. καρμπιρατέρ
cañoneo α. κανονιοβολισμός carcaj α. φαρέτρα
caoba θ. μαόνι carcajada θ. καγχασμός
caos α. χάος cárcel θ. φυλακή
caótico ε. χαώδης carcelero α. δεσμοφύλακας
capa θ. μανδύας carcoma θ. σαράκι
capacidad θ. χωρητικότητα, ικανότητα, αντίληψη carcomer ρ. υπονομεύω, κατατρώω
capacitar ρ. εφοδιάζω, δίνω την ικανότητα carcomido ε. σαρακοφαγωμένος
capar ρ. ευνουχίζω cardar ρ. ξαίνω
caparazón α. καύκαλο, κέλυφος cardenal α. καρδινάλιος, αιμάτωμα
capataz α. επιστάτης, αρχιεργάτης cárdeno ε. πορφυρός
capaz ε. ικανός, άξιος, επιδέξιος cardíaco ε. καρδιακός
capcioso ε. πανούργος, παραπλανητικός cardinal ε. απόλυτος, κύριος
capear ρ. παραπλανώ carear ρ. συγκρίνω
capellán α. ιερέας, εφημέριος carecer ρ. στερούμαι
capilar α. αγγείο carencia θ. στέρηση, έλειψη
capilla θ. παρεκκλήσι carestía θ. ακρίβεια
capirucho α. κουκούλα careta θ. μάσκα, προσωπίδα
capitación θ. κατά κεφαλήν, κεφαλικός φόρος carga θ. φορτίο, βάρος, φόρτωση, φόρτιση, φόρος
capital α. κεφάλαιο cargado ε. φορτωμένος
capital θ. πρωτεύουσα cargador α./θ. φορτωτής

-28-
Cc
cargamento α. φορτίο cartilla θ. αλφαβητάριο, βιβλιάριο
cargante ε. φορτικός cartografía θ. χαρτογράφηση, χαρτογραφία
cargar ρ. φορτώνω, φορτίζω, χρεώνω, ορμώ, φορτώνομαι, γεμίζω cartográfico ε. χαρτογραφικός
cargo α. θέοη, καθήκον, ευθύνη, κατηγορία cartógrafo α. χαρτογράφος
carguero α. φορτηγίδα cartomancia θ. χαρτομαντεία
cariarontesido ε. απογοητευμένος cartón α. χαρτόνι
cariado ε. παρηκμασμένος cartuchera θ. φυσιγγιοθήκη
caricatura θ. γελοιογραφία, καρικατούρα cartucho α. φυσίγγιο
caricaturista α. γελοιογράφος, καρικατουρίστας cartulina θ. χαρτόνι λεπτό
caricaturizar ρ. γελοιογραφώ casa θ. σπίτι, οικία, οίκος
caricia θ. χάδι casaca θ. καζάκα
caridad θ. ευσπλαχνία, φιλανθρωπία casado ε. παντρεμένος
caries θ. τερηδώνα casamentero α./θ. προξενητής
carilargo ε. μακροπρόσωπος casamiento α, γάμος
cariño α. στοργή casar ρ. παντρεύω
cariñoso ε. στοργικός casarse ρ. παντρεύομαι
carisma α. χάρισμα cascabel α. κουδουνάκι
carlsmático ε. χαρισματικός cascada θ. καταρράχτης
caritativo ε. φιλεύσπλαχνος, φιλανθρωπικός cascado ε. σπασμένος
cariz α. όψη, εμφάνιση cascajo α. τρίμμα, θρύψαλο, θρύμμα
carlinga θ. πιλοτήριο cascanueces α. καρυδοθραύστης
carmín α. καρμίνιο, κραγιόν cascar ρ. ραγίζω, θραύω, σπάζω, πολυλογώ
carnada θ. δόλωμα cascara θ. φλούδα, τσόφλι
carnal ε. σαρκικός cascarón α. τσόφλι αυγού
carnaval α. απόκρια cascarrabias α. ευέξαπτος, γκρινιάρης
carne θ. κρέας, σάρκα casco α. περικεφαλαία, κράνος, οπλή, μυαλό, κέντρο, σκάφος,
carné α. δελτίο, δίπλωμα, καρνέ φιάλη
carnero α. πρόβατο, κριός cascote α. χάλασμα
carnicería θ. κρεοπωλείο cáseo α. τυρόπηγμα
carnicero α. κρεοπώλης caseoso ε. του τυριού
carnívoro ε. σαρκοφάγος caserío α. αγροικία
carnosidad θ. ευσαρκία casero α. σπιτονοικοκύρης, επιστάτης
carnoso ε. σαρκώδης casero ε. σπιτίσιος, σπιτόγατος
caro ε. ακριβός caserón α. έπαυλη
carpa θ. τέντα casi επ. σχεδόν, περίπου
carpeta θ. χαρτοφύλακας casilla θ. φυλάκιο, τετραγωνίδιο
carpidor α. σκαλίστήρι casino α. καζίνο
carpintería θ. ξυλουργείο, ξυλουργική caso α. περίπτωση, υπόθεση, κρούσμα, πτώση
carpintero α. ξυλουργός, μαραγκός caspa θ. πιτυρίδα
carraspear ρ. ξεροβήχω casquete α. κασκέτο, κράνος
carraspera θ. βράχνιαομα casta θ. φυλή, κάστα
carrasposo ε. βραχνός, τραχύς castaña θ. κάστανο
carrera θ. αγώνας ταχύτητας, τρέξιμο, πανεπιστημιακές σπουδές, castañar α. δάσος με καστανιές
σταδιοδρομία, καριέρα, πόντος castañero α./θ. καστανάς
carreta θ. άμαξα castañeta θ. καστανιέτα
carretada θ. θ φορτίο άμαξας castaño α. καστανιά
carrete α. καρούλι castañuela θ. καστανιέτα
carretear ρ, έλκω, ρυμουλκώ castellano α. ισπανική γλώσσα
carretel α. μπομπίνα casticidad θ. καθαρότητα, αγνότητα
carretera θ. εθνική οδός castidad θ. αγνότητα
carretilla θ. καροτσάκι castigador α. γυναικοκατακτητής
carricuba θ. υδροφόρα castigar ρ. τιμωρώ
carril α. λωρίδα, ράγα castigo α. τιμωρία, ποινή
carrillo α. μάγουλο castillo α. κάστρο, φρούριο
carrizal α. καλαμώνας casto ε. αγνός
carrizo α. καλάμι castor α. κάστορας, καστόρι
carro α. κάρο, τανκ castración θ. ευνουχισμός
carrocero α. αμαξοποιός castrado ε. ευνουχισμένος
carroña θ. ψοφίμι castrar ρ. ευνουχίζω
carroza θ. άμαξα, καρότσα castrense ε. στρατιωτικός
carruaje α. άμαξα casual ε. τυχαίος, συμπτωματικός
carrusel α. περιστρεφόμενα αλογάκια σε λούνα - παρκ casualidad θ. τύχη, σύμπτωση, συγκυρία
carta θ. γράμμα, τραπουλόχαρτο casualmente επ. τυχαία, συμπτωματικά
cartearse ρ. αλληλογραφώ με κάρτες cataclismo α. κατακλυσμός
cartel α. ταμπέλα catacumba θ. κατακόμβη
cártel α.αφίσα catador σ. δοκιμαστής
cartelera θ. διαφημιστικό πλαίσιο catalejo α. κιάλι, τηλεσκόπιο
cartera θ. πορτοφόλι, σάκα, χαρτοφυλάκιο catalizador α. καταλύτης
carterista α. πορτοφολάς catalogación θ. καταχώρηση σε κατάλογο, καταλογοποίηση
cartero α. ταχυδρόμος catalogar ρ. καταχωρώ, χαρακτηρίζω

-29-
Cc
catálogo α. κατάλογος cegador ε. εκτυφλωτικός, εκθαμβωτικός
catapulta θ. καταπέλτης cegar ρ. τυφλώνω, κλείνω ένα άνοιγμα
catar ρ. δοκιμάζω, γεύομαι cegato ε. μύωπας
catarata θ. καταρράκτης ceguedad θ. τύφλωση, μυωπία
catarro α. καταρροή, συνάχι ceguera θ. τύφλωση
catarsis θ. κάθαρση ceja θ. φρύδι
catástrofe θ. καταοτροφή cejijunto ε. συνοφρυωμένος
catastrófico ε. καταστροφικός cejudo ε. πυκνοφρύδης
catavinos α. δοκιμαστής κρασιών, μεθύστακας celador α./θ. επιμελητής, φύλακας
cátedra θ. έδρα καθηγητή celar ρ. φυλάω, επιτηρώ
catedral θ. μητρόπολη celda θ. κελλί
catedrático α. καθηγητής celdilla θ. κυψελίδα
categoría θ. κατηγορία celebración θ. εορτασμός, τέλεση , γιορτή
categóricamente επ. κατηγορηματικά celebrar ρ. εορτάζω, γιορτάζω , εγκωμιάζω, τελώ, χαίρομαι
categórico ε. κατηγορικός, κατηγορηματικός célebre ε. διάσημος, ξακουστός, φημισμένος
catequesis θ. κατήχηση celebridad θ. διασημότητα
catequizar ρ. κατηχώ celeridad θ. ταχύτητα
católico ε. καθολικός celeste ε. ουράνιος, ουρανής
catorce ε. δεκατέσσερα celestial ε. θείος, εξαίσιος
catorceavo ε. δέκατος τέταρτος celestina θ. μαστρωπός, τσατσά
cauce α. κοίτη celibato α. αγαμία
caución θ. επιφύλαξη célibe ε. άγαμος, εργένης
caucionar ρ. εγγυώμαι celo α. ζήλος, εποχή ζευγαρώματος, σεξουαλισμός ζώων
caucho α. καουτσούκ celofán α. σελλοφάν
caudal α. ρους, περιουσία, αφθονία celos α/πλ. ζήλια
caudaloso ε. άφθονης ροής celosía θ. διχτυωτό
caudillaje θ. αρχηγία celoso ε. ζηλιάρης
caudillo α. αρχηγός célula θ. κύτταρο
causa θ. αιτία, αίτιο, λόγος, σκοπός celular ε. κυτταρικός
causal ε. αιτιώδης celulosa θ. κυτταρίνη
causalidad θ. αιτιότητα cementerio α. νεκροταφείο, κοιμητήριο
causante ε. αίτιος cemento α. τσιμέντο
causar ρ. προξενώ, προκαλώ cena θ. δείπνο
cáustico ε. καυστικός cenáculo α. κλίκα ατόμων
cautela θ. προσοχή, προφύλαξη cenagal α. βούρκος, τέλμα
cauteloso ε. προσεκτικός, προφυλακτικός cenagoso ε. τελματώδης
cautivar ρ. αιχμαλωτίζω cenar ρ. δειπνώ
cautiverio α. αιχμαλωσία cencerro α. κουδούνα
cautivo ε. αιχμάλωτος cenicero α. σταχτοδοχείο, τασάκι
cauto ε. συνετός, προσεκτικός, επιφυλακτικός cénit α. ζενίθ
cava θ. κάβα ceniza θ. στάχτη, τέφρα
cavar ρ. σκάβω censar ρ. απογράφω
caverna θ. σπήλαιο censo α. απογραφή
cavernoso ε. σπηλαιώδης censura θ. λογοκρισία, επίκριση
caviar α. χαβιάρι censurar ρ. λογοκρίνω, επικρίνω
cavidad θ. κοιλότητα, κοίλωμα centella θ. σπινθήρας, αστραπή
cavilación θ. σκέψη, συλλογισμός centellear ρ. σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ
cavilar ρ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι centelleo α. σπινθηρισμός
cayado α. μπαστούνι centena θ. εκατοντάδα
caza θ. κυνήγι centenar α. εκατοντάδα
cazador α. κυνηγός centenario α. εκατονταετηρίδα
cazadora θ. μπουφάν centeno α. σίκαλη
cazar ρ. κυνηγώ, τσακώνω centesimo α. εκατοστό
cazo α. κουτάλα, κατσαρόλι με χερούλι centígrado ε. κλίμακας Κελσίου
cazón α. σκυλόψαρο centímetro α. εκατοστόμετρο, εκατοστό
cazuela θ. κατσαρόλα centinela α. φρούραρχος
cazurro ε. σκυθρωπός central θ. κεντρικό γραφείο
cebada θ. κριθάρι central ε. κεντρικός
ceba θ. λίπανση, γέμισμα όπλου, προθέρμανση centralismo α. συγκεντρωτισμός
cebar ρ. επισιτίζω , παχαίνω, γεμίζω όπλο, προθερμαίνω centralización θ. συγκέντρωση
cebo α. δόλωμα centralizar ρ. συγκεντρώνω
cebolla θ. κρεμμύδι centrar ρ. κεντροθετώ
cebolleta θ. ψιλό κρεμμύδι Cenicienta θ. Σταχτοπούτα
cebollino α. γλυκοκρέμμυδο ceniciento ε. σταχτής
cebón ε. χοντρούλης cenizo ε. σταχτής, καντέμης
cebra θ. ζέβρα censor α. λογοκριτής
cecina θ. καπνιστό κρέας censura θ. λογοκρισία
ceder ρ. παραχωρώ, υποκύπτω, υποχωρώ censurable ε. λογοκριτέος
cedro α. κέδρος centavo ε. εκατοστός
CEE συντμ. Comunidad Económica Europea Ευρωπαϊκή centelleante ε. σπινθηροβόλος
Οικονομική Κοινότητα centenario ε. εκατονταετής, αιωνόβιος
-30-
Cc
centecimal ε. εκατοστός cesantía θ. διαθεσιμότητα, ανεργία
centígrado ε. εκατονταβάθμιος cesar ρ. παύω, σταματώ
centilitro α. εκατοστόλιτρο cesárea θ. καισαρική
céntimo ε. εκατοστός cese α. παύση, σταμάτημα, κατάπαυση
centinela α./θ. σκοπός, φρουρός cesión θ. παραχώρηση
centolla θ. καβουρομάνα césped α. γκαζόν
centrado ε. επικεντρωμένος cesta θ. κάνιοτρο, πανέρι
central ε. κεντρικός cesto α. καλάθι
centralizar ρ. επικεντρώνω cetrero α. νεωκόρος
centrar ρ. εστιάζω cetrino ε. κιτρινωπός
céntrico ε. κεντρικός cetro α. σκήπτρο
centrífugo ε. φυγόκεντρος cía θ. γοφός, ισχίο
centro α. κέντρο, εστία cicatear ρ. τσιγγουνεύομαι
centuplicar ρ. εκατονταπλασιάζω cicatero ε. τσιγγούνης
ceñido ε. εφαρμοστός cicatriz θ. ουλή
ceñir ρ. σφίγγω, περιορίζω cicatrizar ρ. επουλώνω
ceño α. συνοφρύωμα cíclico ε. κυκλικός
ceñudo ε. συνοφρυωμένος ciclismo α. ποδηλασία
cepa θ. κλήμα ciclista α. ποδηλάτης
cepillar ρ. βουρτσίζω ciclo α. κύκλος
cepillo α. βούρτσα ciclón α. κυκλώνας
cepo α. παγίδα, φάκα cicuta θ. κώνειο
cera θ. κερί cidra θ. κίτρο
cerámica θ. κεραμική, αγγειοπλαστική ciego ε. τυφλός
cerbatana θ. σάλπιγγα αυτιού, φυσοκάλαμο cielo α. ουρανός
cerca θ. φράχτης ciempiés α. σαρανταποδαρούσα
cerca επ. κοντά cien ε. εκατό
cercanía θ. εγγύτητα ciénaga θ. τέλμα, λασπότοπος
cercano ε. κοντινός, εγγύς ciencia θ. επιστήμη
cercar ρ. φράζω, περιβάλω, περικυκλώνω, πολιορκώ cieno α. βούρκος
cerciorarse ρ. σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι científico α. επιστήμονας
cerco α. κύκλος, πολιορκία científico ε. επιστημονικός
cerda θ. τρίχα ζώων ciento α. εκατό
cerdo α. χοίρος, γουρούνι cierne α. άνθηση
cerdoso ε. αγκαθωτός cierre α. κλείσιμο, σφάλισμα, λήξη
cereal α. δημητριακό cierto ε. αληθινός, βέβαιος, σίγουρος
cerealista ε. σιτοπαραγωγικός ciervo α. ελάφι
cerebelo α. παρεγκεφαλίδα cierzo α. βοριάς
cerebral ε. εγκεφαλικός cifra θ. αριθμός, ψηφίο
cerebro α. εγκέφαλος cifrado ε. κωδικοποιημένος
ceremonia θ. τελετή cigala θ. καραβίδα
ceremonial ε. εθιμοτυπικός cigarra θ. τζίτζικας
ceremonioso ε. τελετουργικός cigarrillo α. τσιγαράκι
cereza θ. κεράσι cigarro α. τσιγάρο, πούρο
cerezo α. κερασιά cigüeña θ. πελαργός
cerilla θ. σπίρτο cilindrico ε. κυλινδρικός
cerillera θ. σπιρτοθήκη cilindro α. κύλινδρος
cernedor α. κρισάρα, κόσκινο cima θ. κορυφή, αποκορύφωμα
cerner ρ. κοσκινίζω cimbrear ρ. ταλαντεύω
cernidura θ. κοσκίνισμα cimbreño ε. ευέλικτος
cero α. μηδέν cimentar ρ. θεμελιώνω
cerrado ε. κλειδωμένος cimiento α. θεμέλιο
cerradura θ. κλειδαριά cinc α. ψευδάργυρος
cerrajero α. κλειδαράς cincel α. σμίλη
cerrar ρ. κλείνω, κλειδώνω cincelador α./θ. σμιλευτής, χαράκτης
cerro α. λόφος cincelar ρ. σμιλέυω
cerrojo α. μάνδαλο cinco ε. πέντε
certamen α. διαγωνισμός cincuenta ε. πενήντα
certero ε. εύστοχος cincuentavo ε. πεντηκοστός
certeza θ. βεβαιότητα, πεποίθηση cincuentena θ. πενηντάδα
certidumbre θ. βεβαιότητα, σιγουριά cine α. κινηματογράφος, σινεμά
certificable ε. (επι) βεβαιώσιμος cinematografía θ. κινηματογραφία
certificación θ. (επι) βεβαίωοη cineración θ. αποτέφρωση
certificado α. πιστοποιητικό cínico ε. κυνικός
certificar ρ. πιστοποιώ cinismo α. κυνισμός
certitud θ. βεβαιότητα cinta θ. κορδέλα, ταινία, μαγνητοταινία
cerveza θ. μπίρα cintura θ. μέση
cervical ε. αυχενικός cinturón α. ζώνη
cerviz α. αυχένας ciprés α. κυπαρίσσι
cesante ε. σε διαθεσιμότητα, άνεργος circo α, τσίρκο

-31-
Cc
circuir ρ. περιβάλλω cleptómano σ./ θ. κλεπτομανής
circuito α. γύρος, κύκλωμα clerical ε. κληρικός
circulación θ. κυκλοφορία clérigo α. κληρικός, ιερωμένος
circular θ. εγκύκλιος clero α. κλήρος
circular ρ. κυκλοφορώ cliente α/θ. πελάτης, πελάτισα
circular ε. κυκλικός clientela θ. πελατεία
circulatorio ε. κυκλοφοριακός clima ο. κλίμα
circulo α. κυκλικός δίσκος, κύκλος climatización θ. κλιματισμός
circuncidar ρ. περιτέμνω climatológiko ε. κλιματολογικός
circuncisión θ. περιτομή clínica θ. κλινική
circunferencia θ. περιφέρεια clínico ε. κλινικός
circunflejo α. περισπωμένη clisar ρ. φτιάχνω στερεότυπω
circunscribir ρ. εγγράφω, περιορίζω clitoris α. κλειτορίδα
circunscripción θ. περιγραφή, περιοχή cloaca θ. υπόνομος
circunspección θ. επιφύλαξη cloquear ρ. κακαρίζω
circunspecto ε. επιφυλακτικός cloqueo α. κακάρισμα
circunstante ε. παριστάμενος clorhídrico ε. υδροχλωρικός
circunstancia θ. περίσταση, περιστατικό cloro α. χλώριο
cirio α. λαμπάδα clorofila θ. χλωροφύλλη
ciruela θ. δαμάσκηνο club α. λέσχη, κλαμπ
cirugía θ. χειρουργική clueca θ. κλώσοα
cirujano α. χειρουργός coacción θ. εξαναγκασμός
cisma α. σχίσμα coaccionar ρ. εξαναγκάζω
cisne α. κύκνος coactivo ε. εξαναγκαστικός
cisterna θ. δεξαμενή coacusado α./θ. συγκατηγορούμενος
cita θ. ραντεβού, παράθεση, μνεία coadyuvar ρ. συμπαρίσταμαι
citación θ. κλήση, κλήτευση coagulación θ. πήξη
citado ε. (προ) αναφερθείς coagulante ε. πηκτικό
citar ρ. καλώ, κλητεύω, ορίζω ραντεβού, παραθέτω coagular ρ. πήζω
ciudad θ. πόλη coágulo α. θρόμβος
ciudadanía θ. ιθαγένεια, υπηκοότητα coalición θ. συνασπισμός
ciudadano α. πολίτης coartada θ. άλλοθι
ciudadela θ. ακρόπολη coartar ρ. περιορίζω
civil ε. πολιτικός, κοσμικός, λαϊκός coautor α./θ. συγγραφέας
civilidad θ. ευγένεια cobarde ε. δειλός, άνανδρος
civilización θ. πολιτισμός cobardear ρ. δειλιάζω
civilizar ρ. εκπολιτίζω cobardía θ. δειλία, ανανδρία
cizaña θ. ζιζάνιο cobayo α. πειραματόζωο
clamar ρ. αξιώνω, απαιτώ cobertizo α. υπόστεγο, παράπηγμα
clamor α. κραυγές cobertor α. κουβέρτα
clan α. πατριά, φάρα cobertura θ. κάλυμμα, κάλυψη
clandestinidad θ. μυστικότητα cobijar ρ. στεγάζω, δίνω άσυλο
clandestino ε. λαθραίος cobista α./θ. γλειώδης τύπος
claraboya θ. φεγγίτης cobrador α. εισπράκτορας
clarear ρ. χαράζει, ξημερώνει cobranza θ. είσπραξη
claridad θ. διαύγεια, σαφήνεια, φως cobrar ρ. εισπράττω, παίρνω, πληρώνομαι
clarificación θ. αποσαφήνιση cobre α. χαλκός
clarificar ρ. διευκρινίζω, διασαφηνίζω cobro α. είσπραξη
clarinete α. κλαρινέτο cocaína θ. κοκαΐνη
clarividencia θ. διαύγεια cocción θ. μαγείρεμα, βράσιμο
clarividente ε. διαυγής, οξύνους cocear ρ. κλωτσώ
claro ε. σαφής, καθαρός, προφανής, φωτεινός, αραιός cocer ρ. βράζω, ψήνω, μαγειρεύω
clase θ. μάθημα, τάξη, κλάση, είδος, αίθουσα cocido ε. μαγειρεμένος, βρασμένος
clásico ε. κλασικός cociente α. πηλίκο
clasiffcable ε. ταξινομήσιμος cocina θ. κουζίνα
clasificación θ. ταξινόμηση cocinar ρ. μαγειρεύω
clasificador α./θ. ταξινομητής cocinero α. μάγειρας
clasificar ρ. ταξινομώ coco α. ινδική καρύδα
claustro α. περιστύλιο cocodrilo α. κροκόδειλος
cláusula θ. άρθρο, ρήτρα cochambre α. βρωμιά, ρυπαρότητα
clausura θ. κλείσιμο, λήξη, απομόνωση cochambroso ε. βρωμερός, ρυπαρός
clausurar ρ κλείνω, τελειώνω coche α. αυτοκίνητο, βαγόνι
clavado ε. καρφωμένος, στερεωμένος cochera θ. γκαράζ
clavar ρ. καρφώνω cochino α. γουρούνι
clave θ. κλειδί codazo α. αγκωνιά
clavel α. γαρίφαλο codear ρ. δίνω αγκωνιά, σκουντώ με τους αγκώνες
clavija θ. πείρος, βύσμα codearse ρ. σχετίζομαι
clavo α. καρφί, γαρίφαλο codicia θ. απληστία, πλεονεξία
clemencia θ. επιείκεια codiciar ρ. επιθυμώ, λαχταρώ
clemente ε. επιεικής codicioso ε. άπληστος, πλεονέκτης
cleptomanía θ. κλεπτόμανία codificación θ. κωδικοποίηση
-32-
Cc
codificar ρ. κωδικοποιώ coligado α./θ. σύμμαχος
código α. κώδικας colilla θ. αποτσίγαρο, γόπα
codillo α. γόνατο colina θ. λόφος, ύψωμα
codo α. αγκώνας colindante ε. γειτονικός, παρακείμενος
codorniz θ. ορτύκι colindar ρ. γειτονεύω, συνορεύω, παράκειμαι
coeducación θ. συνεκπαίδευση colisión θ. σύγκρουση, τρακάρισμα
coercer ρ. εξαναγκάζω colmado ε. πλήρης, γεμάτος
coerción θ. εξαναγκασμός colmar ρ. υπερπληρώ, γεμίζω
coetáneo ε. σύγχρονος colmena θ. κυψέλη
coexistencia θ. συνύπαρξη colmenar α. μελισσοκομείο
coexistir ρ. συνυπάρχω colmenero α. μελισσοκόμος
cofradía θ. αδελφότητα colmillo α. κυνόδοντας
cofre α. σεντούκι colmo α. αποκορύφωμα, το άκρον άωτον
cofreclto α. οεντουκάκι, κασετίνα colocación θ. τοποθέτηση, θέση, δουλειά
cogedor α. φαράσι colocar ρ. τοποθετώ, θέτω, βάζω
coger ρ. παίρνω, πιάνω, αρπάζω, μαζεύω colofón α. κολοφώνας
cogestión θ. συναιτερισμός colon α. κόλον
cognado α./θ. και ε. συγγενής, συγγενικός colonia θ. κολόνια, αποικία, παροικία
cognición θ. γνώση colonial ε. αποικιακός
cogote α. σβέρκος colonialismo α. αποικιοκρατία
cohabitación θ. συγκατοίκηση colonialista α./ θ. αποικιοκράτης
cohabitar ρ. συγκατοικώ colonización θ. αποικισμός
cohechar ρ. δωροδοκώ colonizar ρ. αποικίζω
cohecho α. δωροδοκία coloquial ε. καθομιλούμενος
coherencia θ. συνοχή coloquio α. συζήτηση
coherente ε. συναφής, ενιαίος color α. χρώμα, μπογιά
cohesión θ. συνοχή coloración θ. χρωματισμός
cohesivo ε. συνεκτικός colorado ε. κόκκινος
cohete α. πύραυλος, ρουκέτα, πυροτέχνημα colorante α. χρωστική ουσία
cohibición θ. συγκράτηοη, αναχαίτιση colorar ρ. χρωματίζω
cohibido ε. συγκρατημένος, αναχαιτισμένος, ανακοπείς, colorear ρ. χρωματίζω
ανεσταλμένος colorido α. πολυχρωμία
cohibir ρ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω colosal ε. κολοσσιαίος
coincidencia θ. σύμπτωση columna θ. οτήλη, σειρά
coincidir ρ. συμπίπτω columnata θ. κιονοστοιχία
coito α. συνουσία columnista α./θ. αρθρογράφος
cojear ρ. κουτσαίνω, χωλαίνω columpiar ρ. αιρώ, ταλαντεύω
cojera θ. κούτσαμα, κουτσαμάρα , χωλότητα columpiarse ρ, αιρούμαι. ταλαντεύομαι
cojín α. μαξιλάρι columpio α. κούνια
cojo ε. κουτσός, χωλός collaje α. κολάζ
cojón α. όρχις, αρχίδι collar α. κολιέ, κολάρο
col θ. λάχανο collera θ. λαιμαριά
cola θ. ουρά, κόλλα coma θ. κόμμα, κώμα
colaboración θ. συνεργασία comadrear ρ. φλυαρώ
colaborador α. συνεργάτης comadreja θ. νυφίτσα
colaborar ρ. συνεργάζομαι comadrona θ. μαμή
colador α. σουρωτήρι comandancia θ. διοικητήριο
colapsar ρ. καταρρέω comandante α. διοικητής
colapso α. συμφόρηση, κατάρρευση comandar ρ. διοικώ
colar ρ. διυλίζω, σουρώνω comando α. ομάδα καταδρομέων
colateral ε. παράπλευρος comarca (κομάρκα) θ. περιοχή
colcha θ. κάλυμμα κρεβατιού comarcal ε. τοπικός, της περιοχής
colchón α. στρώμα comba θ. κύρτωση
colección θ. συλλογή combar ρ. κυρτώνω
coleccionista α/θ. συλλέκτης combate α. μάχη
coleccionar ρ. συλλέγω combatiente ε. μαχητής
colecta θ. έρανος combatir ρ. μάχομαι, καταπολεμώ
colectar ρ. συλλέγω combatividad θ. μαχητικότητα
colectividad θ. συλλογικότητα combativo ε. μαχητικός
colectivo ε. συλλογικός, μαζικός combinación θ. συνδυασμός, κομπινεζόν
colector α. συλλέκτης combinar ρ. συνδυάζω, συνδυάζομαι
colega α/θ. συνάδελφος combustible α. καύσιμο
colegio α. γυμνάσιο, λύκειο, κολέγιο, σύλλογος combustión θ. καύση
cólera α. χολέρα comedero α. παχνί
cólera θ. οργή comedia θ. κωμωδία
colérico ε. οργισμένος comediante α. κωμικός
colgado ε. κρεμασμένος comedido ε. μετρημένος
colgante ε. κρεμαστός comedimiento μετριοπάθεια
colgar ρ. κρεμώ, κλείνω comedón α. μπιμπίκι
colibrí α. κολίβριο comedor α. τραπεζαρία
coliflor θ. κουνουπίδι comefuegos α./θ. που τρώει φωτιές οε τσίρκο
-33-
Cc
comehostias α./ θ. πολύ θρησκευόμενος compensación θ. αποζημίωση, ανταμοιβή
comején α. τερμίτης compensar ρ. αποζημιώνω, ανταμοίβω
comemierdas α./θ. γλειώδης τύπος competencia θ. ανταγωνισμός, αρμοδιότητα
comensal α./θ. συνδαιτημόνας competente ε. αρμόδιος, ικανός
comentador α./ θ. σχολιαστής, σπήκερ competición θ. συναγωνισμός
comentar ρ. σχολιάζω competidor α. συναγωνιστής
comentario α. σχόλιο competir ρ. συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
comentarista α/θ. σχολιαστής competitivo ε. συναγωνιστικός, ανταγωνιστικός
comenzar ρ. αρχίζω compilación θ. σύνταξη καταλόγου, συλλογή υλικού για βιβλίο
comer ρ. τρώγω, γευματίζω , τρώω compilador α./ θ. συντάκτης καταλόγου, συλλέκτης υλικού για
comerciable ε. εμπορεύσιμος βιβλίο
comercial ε. εμπορικός compilar ρ. συντάσσω κατάλογο, συλλέγω υλικό για βιβλίο
comercialización θ. εμπορικοποίηση compinche α. συνένοχος, συνεργός
comercializar ρ. εμπορικοποιώ complacencia θ. ευχαρίστηση, ικανοποίηση
comerciante α. έμπορος complacer ρ. ευχαριστώ, ικανοποιώ
comerciar ρ. εμπορεύομαι complacido ε. αυτάρεσκος
comercio α. εμπόριο, κατάστημα complaciente ε. πρόθυμος, εξυπηρετικός
comestible ε. φαγώσιμος complejidad θ. πολυπλοκότητα
comestibles α/ πλ. τρόφιμα complejo α. σύμπλεγμα
cometa α. κομήτης complejo ε. πολύπλοκος, περίπλοκος
cometa θ. χαρταετός complementar ρ. συμπληρώνω
cometido α. καθήκον, αποστολή complementario ε. συμπληρωματικός
comezón θ. φαγούρα, κνησμός complemento α. συμπλήρωμα, αντικείμενο
comicios α/πλ. γενικές εκλογές completamente επ. εντελώς
comicidad θ. κωμικότητα completar ρ. συμπληρώνω, ολοκληρώνω
comicios α.πλ. εκλογές completo ε. πλήρης, ολόκληρος
cómico ε. κωμικός, αστείος complexión θ. σύσταση
comida θ. τροφή, φαγητό complicación θ. περιπλοκότητα
comienzo α. αρχή, έναρξη complicado ε. πολύπλοκος, περίπλοκος
comilón α./θ. φαγάς, φαταούλας complicar ρ. περιπλέκω, εμπλέκω
comilona θ. φαγοπότι cómplice α. συνένοχος
comillas θ/πλ, εισαγωγικά complicidad θ. συνενοχή
comisaría θ. αστυνομικό τμήμα complot α. συνωμοσία
comisario α. αρχιφύλακας , αστυνομικός componente α. συστατικό, υλικό
comiscar ρ. τσιμπολογώ componente ε. συστατικός
comisión θ. αποστολή, προμήθεια componer ρ. συνθέτω, αποτελώ
comisionar ρ. αναθέτω εξουσία, εξουσιοδοτώ comportamiento α. συμπεριφορά, διαγωγή
comiso α. κατάσχεση comportar θ. ανέχομαι, συνεπάγομαι
comité α. επιτροπή composición θ. σύνθεση
comitiva θ. συνοδεία compositor α. συνθέτης
como επ. όπως compostura θ. επιδιόρθωση, καλή διαγωγή
como συν. επειδή, ως, σαν compota θ. κομπόστα
cómo επ. πώς compra θ. αγορά, ψώνια
cómoda θ. κομό comprador α. αγοραστής
comodidad θ. άνεση comprar ρ. αγοράζω
cómodo ε. άνετος, αναπαυτικός compraventa θ. αγοραπωλησία
compacidad θ. πυκνότητα comprender ρ. καταλαβαίνω, κατανοώ
compactar ρ. πυκνώνω comprensible ε. ευκολονόητος, καταληπτός
compacto ε. συμπαγής comprensión θ. κατανόηση
compadecer ρ. συμπάσχω, συμπονώ comprensivo ε. κατανοητικός , κατανοητός
compadre α, κουμπάρος compresión θ. συμπίεση
compadrear ρ. γίνομαι φίλος compresor α. συμπιεστής
compañerismo α. συντροφικότητα comprimido ε. συμπιεσμένος
compañero α. σύντροφος, συμμαθητής, συνάδελφος comprimir ρ. συμπιέζω
compañía θ. συναναστροφή, ουντροφιά, παρέα, εταιρία comprobable ε. επαληθεύσιμος
comparable ε. συγκρίσιμος comprobación θ. επαλήθευση, εξακρίβωση
comparación θ. σύγκριση, παραβολή comprobante α. απόδειξη
comparado ε. συγκριτικός comprobar ρ. επαληθεύω, εξακριβώνω
comparar ρ. συγκρίνω, παραβάλλω comprometerse ρ. δεσμεύομαι
comparativo ε. συγκριτικός compromiso α. συμβιβασμός, δέσμευση, αμηχανία
comparecencia θ. εμφάνιση / παράσταση σε δικαστήριο compuerta θ. φράγμα, υδατοφράχτης
comparecer ρ. παρουσιάζομαι compuesto ε. συνιστάμενος, αποτελούμενος
compartimiento α. μοίρασμα, διαμέρισμα compulsa θ. επικύρωση
compartir ρ. μοιράζομαι compulsar ρ. επικυρώνω
compás α. διαβήτης, παλμός, ρυθμός compulsión θ. καταναγκασμός
compasión θ. συμπόνοια, οίκτος compulsivo ε, καταναγκαστικός
compasivo ε. συμπονετικός, οικτίρμων compungir ρ. έχω τύψεις
compatibilidad θ. συμβατότητα computación θ. υπολογισμός
compatible ε. συμβατός computadora θ. ηλεκτρονικός υπολογιστής
compatriota α. συμπατριώτης computar ρ. καταμετρώ
compeler ρ. υποχρεώνω cómputo α. καταμέτρηση
compendio α. περικοπή comulgante ε. μεταλαμβάνων, κοινωνός
compendioso ε. σύντομος, περιεκτικός comulgar ρ. μεταλαμβάνω, κοινωνώ
-34-
Cc
común ε. κοινός, συνηθισμένος, χυδαίος concha θ. κοχύλι, κέλυφος
comunal ε. κοινοτικός condado ε. κομητεία
comunicable ε. ανακοινώσιμος, επικοινωνητέος conde α. κόμης
comunicación θ. επικοινωνία condecoración θ. παράσημο, παρασημοφόριοη
comunicado α. ανακοίνωση condecorar ρ. παρασημοφορώ
comunicar ρ. επικοινωνώ, συγκοινωνώ, μεταβιβάζω condena θ. καταδίκη
comunicativo ε. ομιλητικός, εξωστρεφής condenable ε. μεμπτός
comunidad θ. κοινότητα condenación θ. καταδίκη
comunión θ. μετάληψη, κοινωνία condenado α. καταδικασμένος
comunismo α. κομουνισμός condenar ρ. καταδικάζω
comunista α. κομουνιστής condensación θ. συμπύκνωση
comunitario ε. κοινοτικός condensado ε. συμπυκνωμένος
con πρ. με condensador α. συμπυκνωτής
conato α. απόπειρα condensar ρ. συμπυκνώνω
concatenación θ. συνειρμός, αλληλουχία condescendencia θ. συγκατάβαση, συναίνεση
concatenar ρ. αλληλουχώ, αλληλοσυνδέω condescender ρ. συγκαταβαίνω, συναινώ
concavidad θ. κοιλότητα, κοίλωμα condescendiente ε. συγκαταβατικός, συναινετικός
cóncavo ε. κοίλος condición θ. όρος, συνθήκη, κατάσταση
concebible ε. νοητός condicionado ε. υπό όρους, με προϋποθέσεις
concebir ρ. συλλαμβάνω, διανοούμαι condicional ε. εξαρτώμενος
conceder ρ. απονέμω, χορηγώ, παραχωρώ condicionamiento α. εξαρτοποίηση
concejal α. δημοτικός σύμβουλος condicionar ρ. εξαρτώ
concejo α. δημοτικό συμβούλιο condimentar ρ. καρυκεύω, νοστιμίζω
concentración θ. συγκέντρωση condimento α. καρύκευμα
concentrar ρ. συγκεντρώνω condiscípulo α./θ. συμφοιτητής
concéntrico ε. ομόκεντρος condolencia θ. λύπη, συλλυπητήρια
concepción θ. σύλληψη condolerse θ. ουλλυπούμαι
concepto α. έννοια, ιδέα condominio α. συγκυριαρχία
conseptual ε. εννοιολογικός cóndor ρ. κόνδωρ , κόνδορας
conseptuar ρ. θεωρώ conducción θ. οδήγηση
concerniente ε. αφορών conducir ρ. οδηγώ
concernir ρ. αφορώ conducta θ. διαγωγή, συμπεριφορά
concertado ε. συντονισμένος conductibilidad θ. αγωγιμότητα
concertar ρ. κανονίζω, συμφωνώ conducto α. σωλήνας, αγωγός
concesión θ. απονομή, χορήγηση, παραχώριση conductor α. οδηγός, αγωγός
concesionario α./θ. δικαιούχος conectado ε. συνδεδεμένος
conciencia θ. συνείδηση, συναίσθηση conectar ρ. συνδέω, συσχετίζω
concienciar ρ. συνειδητοποιώ conejo α. κουνέλι
concienzudo ε. ευσυνείδητος conexión θ. σύνδεση, σχέση
concierto α. συναυλία, κοντσέρτο, αρμονία conexo α. συνδεδεμένος
conciliable ε. συμβιβάσιμος, συμφιλιώσιμος confabulación θ. συμπαιγνία
conciliación θ. συμβιβασμός, συμφιλίωση confabularse ρ. συνομοτώ
conciliador α./ θ. συμβιβαστής, συμφιλιωτής confección θ. ραπτική, ράψιμο, παρασκευή
conciliar ρ. συμβιβάζω, συμφιλιώνω confeccionado ε. παρασκευασμένος
conciliatorio ε. συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός confeccionar ρ. ράβω, παρασκευάζω
concilio α. σύνοδος confederación θ. συνομοσπονδία
concisión θ. συντομία, λακωνικότητα confederado ε. ομοσπονδιακός, ομόσπονδος
conciso ε. σύντομος, λακωνικός confederarse ρ. συνασπίζομαι
concitar ρ. υποκινώ conferencia θ. σύσκεψη, ομιλία, υπεραστική συνδιάλεξη
conciudadano α. συμπολίτης conferenciante α. ομιλητής
concluir ρ. τελειώνω, τερματίζω, καταλήγω coferenciar ρ. συνδιαλέγομαι
conclusión θ. συμπέρασμα, τέλος conferir ρ. απονέμω
concluyente ε. κατηγορηματικός, τελικός confesar ρ. ομολογώ, εξομολογώ, εξομολογούμαι
concomitante ε. συνακόλουθος confesión θ. ομολογία, εξομολόγηση
concordancia θ. συμφωνία confesor α. εξομολογητής
concordar ρ. συμφωνώ confiable ε. έμπιστος
concorde ε. σύμφωνος confiado ε. εύπιστος, σίγουρος
concordia θ. ομόνοια, αρμονίο confianza θ. εμπιστοσύνη, οικειότητα
concretamente επ. συγκεκριμένα confiar ρ. εμπιστεύομαι
concretar ρ. συγκεκριμενοποιώ confidencia θ. εκμυστήρευση
concreto ε. συγκεκριμένος confidencial ε. εμπιστευτικός
concubina θ. παλλακίδα confidente α. εκμυστηρευτής
concupiscencia θ. απληστία, λαγνεία configuración θ. διαμόρφωση
concupiscente ε. άπληστος, λάγνος configurar ρ. διαμορφώνω
concurrencia θ. συμφωνία, σύμπτωση confín α. όριο, πέρας
concurrente ε. συμπίπτων συντρέχων confinado ε. εξόριστος, υπό περιορισμό
concurrir ρ. συχνάζω, προοέρχομαι, συμβάλλω confinar ρ. εγκλείω, περιορίζω
concursante α/θ. διαγωνιζόμενος, -η confirmación θ. επιβεβαίωση, χρίσμα
concursar ρ. διαγωνίζομαι confirmar ρ. επιβεβαιώνω
concurso α. διαγωνισμός confiscación θ. κατάσχεση
concusión θ. διάσειση confiscar ρ. κατάσχω
-35-
Cc
confitería θ. ζαχαροπλαστείο conmiseración θ. συμπόνια
confitero α./θ. ζαχαροπλάστης conmoción θ. κλονισμός
conflagración θ. παρανάλωμα πυρός conmovedor ε. συγκινητικός
conflictivo ε. συγκρουόμενος conmover ρ. συγκινώ, συγκλονίζω
conflicto α. διαμάχη, σύγκρουση conmutador α./θ. διακόπτης
confluencia θ. συμβολή, συρροή conmutar ρ. ανταλλάσσω
confluente ε. συμβάλλων, συρρέων connatural ε. έμφυτος
confluir ρ. συμβάλλω, συρρέω connivencia θ. συμπαιγνία
conformarse ρ. συμβιβάζομαι, αρκούμαι connotación θ. συνεκδοχή
conforme ε. σύμφωνος connotar ρ. υπονοώ
conformidad θ. συμφωνία, συγκατάθεση cono α. κώνος
conformista ε. ολιγαρκής conocedor α. γνώστης
confort α. άνεση conocer ρ. γνωρίζω
confortable ε. άνετος conocido ε. γνωστός, ξακουστός
confortante ε. ανακουφιστικός conocimiento α. γνώση, γνωστικό
confortar ρ. ανακουφίζω conque συν. ώστε, γι αυτό, και έτσι
confortativo ε. ανακουφιστικός, ενδυναμωτικός conquista θ. κατάκτηση
confraternidad θ. συναδελφικότητα conquistador α. κατακτητής
confrontación θ. αντιμετώπιση conquistar ρ. κατακτώ
confrontar ρ. παραβάλλω consabido ε. πασίγνωστος
confundible ε. ασαφής, συγχεόμενος consagración θ. καθαγιασμός, αφιέρωση
confundir ρ. μπερδεύω, συγχέω consagrado ε. καθαγιασμένος
confusión θ. σύγχυση, μπέρδεμα consagrar ρ. καθαγιάζω, καθιερώνω, αφιερώνω
confuso ε. συγκεχυμένος, μπερδεμένος consanguinidad θ. συγγένεια αίματος
congelación θ. ψύξη consciente ε. συνειδητός, που έχει τις αισθήσεις του
congelado ε. κατεψυγμένος consecución θ. επίτευξη, κατόρθωμα
congelador α. καταψύκτης consecuencia θ. συνέπεια, αποτέλεσμα
congelar ρ. καταψύχω consecuente ε. συνεπής
congénere ε. ομοειδής consecutivo ε. συνεχόμενος, συμπερασματικός
congeniar ρ. ταιριάζω με κάποιον conseguir ρ. επιτυγχάνω, κατορθώνω
congénito ε. εκ γενετής consejero α. σύμβουλος
congestión θ. συμφόρηση consejo α. συμβουλή, συμβούλιο
congestionar ρ. προκαλώ συμφόρηση consenso α. συγκατάθεση
conglomeración θ. συσσώρευση consentido ε. συγκαταβατικός
conglomerado ε. συσσωρευμένος consentimiento α. συγκατάθεση
conglomerar ρ. συσσωρεύω consentir ρ. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, επιτρέπω
congoja θ. θλίψη, οδύνη conserje α. θυρωρός
congraciar ρ. παίρνω με το μέρος μου conserjería θ. θυρωρείο
congratulaciones θ.ττλ. συγχαρητήρια conserva θ. κονσέρβα
congratular ρ. συγχαίρω conservación θ. συντήρηση, διατήρηση
congregación θ. εκκλησίασμα, συνάθροιση conservador α. συντηρητικός
congregar ρ. συναθροίζω conservadurismo α. συντηρητισμός
congresista α. σύνεδρος conservar ρ. συντηρώ, διατηρώ
congreso α. συνέδριο, κοινοβούλιο conservatismo α. συντηρητισμός
congruencia θ. αριθμητική αναλογία conservatorio α. ωδείο
congruente ε. ανάλογος conservero ε. κονσερβοποιητικός
cónico ε. κωνικός considerable ε. σημαντικός, σπουδαίος
conifero ε. κωνοφόρος consideración θ. εκτίμηση, σεβασμός
conjetura θ. εικασία considerar ρ. θεωρώ, λαβαίνω υπ’ όψη, μελετώ
conjetural ε. συμπερασματικός consigna θ. παράγγελμα, εντολή, χώρος φύλαξης αποσκευών
conjeturar ρ. εικάζω consignación θ. καταμερισμός, αποστολή εμπορευμάτων
conjugación θ. κλίση consignar ρ. καταμερίζω, αποστέλλω εμπορεύματα
conjugar ρ. κλίνω consignatario ε. συνυπογράφων
conjunción θ. σύνδεσμος consigo αντ. μαζί του / της
conjuntado ε. καλοσυνδυαομένος consiguiente ε. επόμενος
conjuntar ρ. καλοσυνδέω consistencia θ. στερεότητα, σταθερότητα
conjuntiva θ. επιπεφυκώς consistente ε. στερεός, σταθερός
conjuntivitis θ. επιπεφυκίτιδα consistir ρ. συνίσταμαι, αποτελούμαι
conjuntivo ε. συνδετικός consistorial ε. συνοδικός
conjunto α. σύνολο consolación θ. παρηγοριά
conjunto ε. ενωμένος consolador ε. παρηγορητικός, παρήγορος
conjuración θ. συνομωσία consolar ρ. παρηγορώ
conjurar ρ. συνομωτώ consolidación θ. στερεοποίηση, σταθεροποίηση
conjuro α. εξορκισμός consolidar ρ. στερεοποιώ, σταθεροποιώ
conllevar ρ. ανέχομαι consonancia θ. αρμονία, συνήχηση
conmemoración θ. μνημόνευση consonante θ. σύμφωνο
conmemorar ρ. μνημονεύω consorcio α. κοινοπραξία, κονσόρτιουμ
conmemorativo ε. αναμνηστικός consorte α./θ. σύζυγος
conmigo αντ. μαζί μου conspicuo ε. εξέχων, ευδιάκριτος
conminar ρ. απειλώ, προειδοποιώ conspiración θ. συνωμοσία
conminatorio ε. απειλητικός, προειδοποιητικός conspirador α. συνωμότης
-36-
Cc
conspirar ρ. συνωμοτώ contextura θ. ύφανση
constancia θ. σταθερότητα, επιμονή contienda θ. μάχη, φιλονικία
constante ε. σταθερός, συνεχής contigo αντ. μαζί σου
constar ρ. αποτελείται, υπάρχει η καταχώρηση contigüidad θ. συνάφεια, γειτνίαση
constatación θ. διαπίστωση contiguo ε. συνεχόμενος, διπλανός
constatar ρ. διαπιστώνω continencia θ. εγκράτεια
constelación θ. αστερισμός continental ε. ηπειρωτικός
constelado ε. έναστρος continente α. ήπειρος
consternación θ. καταθορύβηση, κατάπληξη και φόβος contingencia θ. ενδεχόμενο
consternar καταθορυβώ contingente ε. ενδεχόμενος
constipación θ. δυσκοιλιότητα continuación θ. συνέχεια
constipado α. συνάχι, καταρροή continuamente επ. συνεχώς, αδιάκοπα
constiparse ρ. κρυολογώ continuar ρ. συνεχίζω, εξακολουθώ
constitución θ. σύνταγμα, συγκρότηση, ίδρυση continuidad θ. συνέχεια
constitucional ε. συνταγματικός continuo ε. συνεχής, αδιάκοπος
constituir ρ. αποτελώ, συγκροτώ, ιδρύω contonearse ρ. κουνιέμαι, βαδίζω λικνιστά
constituyente ε. ο έχων εκλογικό δικαίωμα contoneo α. κούνημα, λίκνισμα
constreñir ρ. περιορίζω, συστέλλω contorno α. περιφέρεια, περίγραμμα
construcción θ. οικοδομή, κατασκευή contorsión θ. βίαιος μορφασμός
constructivo ε. εποικοδομητικός contorsionarse ρ. συσπώμαι
constructor α. κατασκευαστής contra πρ. ενάντια, κατά
construir ρ. κατασκευάζω, χτίζω, οικοδομώ contraalmirante α. αντιναύαρχος
consuegro α./θ. συμπέθερος contraatacar ρ. αντεπιτίθεμαι
consuelo α. παρηγοριά contraataque α. αντεπίθεοη
cónsul α. πρόξενος contrabalancear ρ. εξισορροπώ, αντισταθμίζω
consulado α. προξενείο contrabalanza θ. εξισορρόπηση, αντίστάθμιση
consulta θ. ζήτηση συμβουλής, επίσκεψη, ιατρείο contrabandear ρ. κάνω λαθρεμπόριο
consultación θ. συμβούλευση contrabandista α. λαθρέμπορος
consultar ρ. συμβουλεύομαι contabando α. λαθρεμπόριο
consultivo ε. συμβουλευτικός contracción θ. σύσπαοη, συστολή, συναίρεση
consultorio α. ιατρείο, συμβουλευτικό τμήμα contracorriente θ. αντίθετο ρεύμα
consumación θ. αποπεράτωση, ολοκλήρωση contractual ε. σύμφωνος με σύμβαση
consumado ε. ολοκληρωμένος contrachapado α. κόντρα - πλακέ
consumar ρ. αποπερατώνω, ολοκληρώνω contradecir ρ. αντιλέγω, αντιφάσκω
consumición θ. κατανάλωση contradicción θ. αντιλογία, αντίφαση
consumido ε. καταναλωμένος, λιγωμένος contradictorio ε. αντιφατικός
consumidor α, καταναλωτής contraer ρ. συστέλλω, συνάπτω, αποκτώ, συναιρώ, προσβάλλομαι
consumir ρ. καταναλώνω, ξοδεύω από
consumo α. κατανάλωση contraespionaje α. αντικατασκοπεία
consunción θ. φυματίωση contrafirma θ. προσυπογραφή
contabilidad θ. λογιστική contrahacer ρ. παραχαράσσω
contable α/θ. λογιστής, λογίστρια contrahecho ε. πλαστός
contacto α. επαφή, επικοινωνία, σύνδεσμος contraindicación θ. αντένδειξη
contado ε. μετρημένος, αριθμημένος contramaestre α. υποναύκληρος
contador α. μετρητής contramandar ρ. ανακαλώ
contagiar ρ. μεταδίδω contramanifestación θ. αντιδιαδήλωοη
contagio α. μετάδοση contramarcha θ. πορεία όπισθεν
contagioso ε. μεταδοτικός, κολλητικός contraofensiva θ. αντεπίθεση
contaminación θ. μόλυνση contraorden θ. ανάκληση διαταγής
contaminar ρ. μολύνω contrapartida θ. ισοσκελισμός
contar ρ. μετρώ, λογαριάζω, διηγούμαι, αφηγούμαι contrapelo επ. ανάποδα, αντίθετα
contemplación θ. θαυμασμός contrapesar ρ. αντισταθμίζω
contemplar ρ. θαυμάζω, παρατηρώ έντονα contrapeso α. αντίβαρο
contemplativo ε. στοχαστικός contraponer ρ. αντιπαραβάλλω
contemporáneo ε. σύγχρονος contraposición θ. αντιπαραβολή
contemporización θ. προσαρμογή, ενσυγχρόνιση contraproducente ε. αντιπαραγωγικός
contemporizador α./θ. προσαρμοστικός contrapuesto ε. αντιτιθέμενος
contemporizar ρ. προσαρμόζω, ενσυγχρονίζω contrariar ρ. εναντιώνομαι, δυσαρεστώ
contención θ. αναχαιτιστικός contrariedad θ. αναποδιά, αντιξοότητα, δυσαρέσκεια
contender ρ. μάχομαι, συναγωνίζομαι contrario ε. ενάντιος, αντίθετος, ανάποδος
contendiente α. διαγωνιζόμενος, αντίπαλος contrarrestar ρ. αντισταθμίζω, εξουδετερώνω
contendiente ε. αγωνιστικός, συναγωνιστικός contrasentido α. αντίφαση
contener ρ. περιέχω, συγκρατώ contraseña θ. παρασύνθημα
contenido α. περιεχόμενο contrastar ρ. αντιπαραβάλλω, αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνω
contentar ρ. ευχαριστώ, ικανοποιώ contraste α. αντίθεση
contento ε. ευχαριστημένος, χαρούμενος, ικανοποιημένος contratar ρ. προσλαμβάνω
contertulio α./ θ. συμπότης contratación θ. σύμβαση
contestable ε. αμφισβητήσιμος contratante ε. συμβαλλόμενος
contestación θ. απάντηση contratiempo α. κακοτυχία, αντιξοότητα
contestar ρ. απαντώ, αντιμιλώ contratista α./ θ. ανάδοχος έργου
contexto α. νόημα κειμένου, συμφραζόμενα contrato α. συμβόλαιο
-37-
Cc
contravención θ. παράβαση cónyuge α/θ. σύζυγος
contraveneno α. αντίδοτο coño α. αιδοίο, μουνί
contravenir ρ. παραβαίνω, αντιβαίνω cooperación θ. συνεργασία
contraventana θ. παραθυρόφυλλο cooperador α./ θ. συνεργάτης
contribución θ. συνεισφορά, συμβολή cooperar ρ. συνεργάζομαι
contribuir ρ. συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ cooperativa θ. συνεταιρισμός
contribuidor α./θ. συμβάλλων, συνεισφέρων cooperativo ε. συνεργάσιμος, συνεταιριστικός
contribuir ρ. συμβάλλω, συνεισφέρω coordenada θ. συντεταγμένη
contribuyente α. φορολογούμενος coordinación θ. συντονισμός, συνδυασμός
contrición θ. μεταμέλεια coordinador α./θ. συντονιστής
contrincante α/θ. ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια, αντίπαλος coordinar ρ. συντονίζω, συνδυάζω
contrinstar ρ. θλίβω copa θ. κούπα, κύπελο, ποτό, κορυφή
contrinstarse ρ. θλίβομαι copar ρ. περικυκλώνω
contrito ε. συντετριμμένος, μεταμελημένος copartícipe α./θ. παρτενέρ
control α. έλεγχος copear ρ. τα πίνω, τα τσούζω
controlar ρ. ελέγχω copia θ. αντίγραφο, αντίτυπο, απομίμηση
controlador α. ελεγκτής copiadora θ. φωτοτυπικό μηχάνημα
controversia θ. αντιγνωμία copiante α./θ. αντιγραφέας
controvertir ρ. αμφισβητώ, θέτω επιχειρήματα, αντιτίθεμαι copiar ρ. αντιγράφω, μιμούμαι
contubernio α. σπείρα (εγκληματιών) copioso ε. πλουσιοπάροχος, άφθονος
contumacia θ. πείσμα copla θ. άσμα, τραγούδι
contumaz ε. πεισματάρης copo α. νιφάδα
contundir ρ. μωλωπίζω coproducción θ. συμπαραγωγή
conturbación θ. καταθορύβηοη copropietario α. συνιδιοκτήτης
conturbar ρ. καταθορυβώ copudo ε. φουντωτός
contusión θ. μωλωπισμός cópula θ. ζευγάρωμα, γραμματικός σύνδεσμος
contusionar ρ. μωλωπίζω copularse ρ. ζευγαρώνω, συνουσιάζομαι
contuso ε. μωλωπισμένος coqueta θ. κοκέτα , αυτή που προσέχει την εμφάνιση της
convalecencia θ. ανάρρωση coquetear ρ. φλερτάρω, ερωτοτροπώ
convalecer ρ. αναρρώνω coqueteo α. φιλαρέσκεια
convaleciente ε. αναρρωτικός, αναρρώνων coraje α. θάρρος, κουράγιο
convalidación θ. ισοτιμία coral α. κοράλλι
convalidar ρ. κάνω ισότιμο coraza θ. καβούκι, θώρακας πανοπλίας
convencer ρ. πείθω corazòn α. καρδιά
convencimiento α. πεποίθηση corazonada θ. προαίσθηση
convención θ. σύμβαση corbata θ. γραβάτα
convencional ε. συμβατικός corbatín α. παπιγιόν
conveniencia θ. καταλληλότητα, συμφέρον corcel α. άτι
conveniente ε. ωφέλιμος, κατάλληλος, βολικός, πρεπούμενος corcova θ. καμπούρα
convenio α. συμφωνία, σύμβαση corcovado ε. καμπούρης
convenir ρ. συμφωνώ, συμφέρει, ωφελώ corcovar ρ. κυρτώνω, καμπουριάζω
convento α. μονή, μοναστήρι corchete α. πόρπη
convergencia θ. σύγκλιση corcho α. φελλός
converger ρ. συγκλίνω cordel α. κορδόνι
conversación θ. συνομιλία, κουβέντα, συζήτηση cordaje α. ξάρτια
conversador ε. ομιλητικός cordal α. φρονιμίτης
conversar ρ. συνομιλώ, κουβεντιάζω, συζητώ cordel α. σχοινί
conversión θ. μετατροπή, προσηλυτισμός, αλλαξοπιστία cordelería θ. σχοινοποιϊα
converso ε. προσηλυτισμένος, μετατραπείς cordero α. αρνί
conversor α. μετατροπέας cordial ε. εγκάρδιος
convertibilidad θ. μετατρεψιμότητα cordialidad θ. εγκαρδιότητα
convertible ε. μετατρέψιμος cordialmente επ. εγκαρδίως
convertidor α./θ. μεταλλάκτης cordillera θ. οροσειρά
convertir ρ. μετατρέπω cordón α. κορδόνι, λώρος
convexidad θ. cordura θ. φρόνηση
convexo ε. κυρτός coreografía θ. χορογραφία
convicción θ. πεποίθηση cornada θ. κουτουλιά με τα κέρατα
convicto α. κατάδικος corneja θ. κόρακας
convidado ε. καλεσμένος, κερασμένος corneta θ. κορνέτα
convidar ρ. προσκαλώ, κερνώ corneta α. σαλπιγκτής
convincente ε. πειστικός cornisa θ. γείσο, κορνίζα
convivencia θ. συμβίωση cornudo ε. κερατάς
convivir ρ. συμβιώνω cornudo ε. κερασφόρος
convocación θ. σύγκληση coro α. χορωδία
convocar ρ. συγκαλώ corona θ. στεφάνι, στέμμα, κορώνα
convocatoria θ. σύγκληση coronación θ. στέψη
convulsión θ. σπασμός, αναταραχή coronamiento α. αποκορύφωμα
convulsionar ρ. συσπώ, αναταράζω coronar ρ. στέφω, στεφανώνω
convulsivo ε. σπασμωδικός coronario α. εστεμένος , στεφανωμένος
convulso ε. συσπασμένος, συγκλονισμένος coronel α. συνταγματάρχης
conyugal ε. συζυγικός coronilla θ. κορυφή κεφαλιού
-38-
Cc
corporación θ. εταιρία corvadura θ. καμπυλότητα, αψίδα
corporal ε. σωματικός corveta θ. τίναγμα αλόγου
corporativo ε. σωματικός corvo ε. καμπύλος
corpulencia θ. παχυσαρκία corzo α. ζαρκάδι
corpulento ε. σωματώδης, ευτραφής cosa θ. πράγμα
corpúsculo α. σωματίδιο cosecha θ. συγκομιδή, σοδειά
corral α. κοτέτσι cosechadora θ. θεριστική μηχανή
correa θ. λουρί, ζώνη cosechar ρ. συγκομίζω, σοδιάζω
correaje α. ηνία cosechero α./θ. θεριστής
corrección θ. διόρθωση coser ρ. ράβω
correccional α. αναμορφωτήριο cosmético α. καλλυντικό
correctivo ε. επιδιορθωτικός cósmico ε. κοσμικός
correcto ε. ορθός, σωστός, ακριβής, καθώς πρέπει cosmopolita ε. κοσμοπολίτης
corrector ε. διορθωτικός cosquillas θ/πλ. γαργαλιστική αίσθηση
corredera θ. ράγα cosquillear ρ. γαργαλώ
corredizo ε. συρταρωτός cosquilleo α. γαργάλισμα
corredor α. δρομέας, μεσίτης, διάδρομος costa θ. ακτή
corregible ε. επανορθώσιμος, επιδιορθωτικός costado α. πλευρά
corregidor α. βασιλικός δικαστής costar ρ. κοστίζω
corregir ρ. διορθώνω coste α. κόστος
correlación θ. συσχετισμός costeño ε. παράκτιος
correlacionar ρ. συσχετίζω costero ε. παραλιακός
correlativo ε. συσχετιζόμενος costilla θ. πλευρό, παιδί
correo α. ταχυδρομείο costoso ε. δαπανηρός
correr ρ. τρέχω, διατρέχω, ρέω, τραβώ costumbre θ. συνήθεια, έθιμο
correría θ. επιδρομή costumbrista θ. ηθογραφικός
correrse ρ. μαζεύομαι, τραβιέμαι costura θ. ραφή, ράψιμο
correspondencia θ. αλληλογραφία, αντιστοιχία costurera θ. ράφτρια , ράφτρα
corresponder ρ. αντιστοιχώ, ανταπροκρίνομαι, αλληλογραφώ cotejar ρ. αντιπαραβάλλω
correspondiente ε. αντίστοιχος, ανάλογος cotejo α. αντιπαραβολή
corresponsal α. ανταποκριτής cotidiano ε. καθημερινός
corretaje α. μεσιτεία cotillear ρ. κουτσομπολεύω
corrida θ. ταυρομαχία cotilleo α. κουτσομπολιό
corrido ε. συνεχόμενος cotizarse ρ. τιμώμαι
corriente θ. ρεύμα coto α. περίφραξη, χώρος για κυνήγι, εθνικό πάρκο
corriente ε. τρεχούμενος, κοινός, συνηθισμένος cotorrear ρ. φλυαρώ, πολυλογώ
corrillo α. κλίκα coyote α. τσακάλι, κογιότ
corro α. κύκλος coyuntura θ. άρθρωση, ευκαιρία
corroboración θ. επιβεβαίωση coz θ. κλωτσιά
corroborar ρ. επιβεβαιώνω cráneo α. κρανίο
corroborativo ε. επιβεβαιωτικός cráter α. κρατήρας
corroer ρ. διαβρώνω creación θ. δημιούργημα, δημιουργία, πλάση
corromper ρ. διαφθείρω, δωροδοκώ, σαπίζω, αποσυνθέτω creador α. δημιουργός, πλάστης
corrompido ε. διεφθαρμένος, σάπιος crear ρ. δημιουργώ, πλάθω
corrosión θ. διάβρωση creativo ε. δημιουργικός
corrupción θ. διαφθορά, δωροδοκία, σαπίλα crecer ρ. μεγαλώνω, αυξάνω , αναπτύσω
corruptible ε. φθαρτός, που μπορεί να διαφθαρεί creciente ε. αυξανόμενος
corrupto ε. διεφθαρμένος, σάπιος crecimiento α. αύξηση, ανάπτυξη
corruptor α./θ. διαφθορέας. φθοροποιός credenciales θ/πλ. διαπιστευτήρια
corsario ε. πειρατικός credibilidad θ. αξιοπιστία
cortaalambres α. κόφτης καλωδίων, πένσα crediticio ε. πιστωτικός
cortabolsas α. τσαντάκιας crédito α. πίστωση, πίστη
cortado ε. κομμένος credo α. πιστεύω, πίστη
cortador α./θ κόφτης credulidad θ. ευπιστία
cortadura θ. κόψιμο crédulo ε. εύπιστος
cortalápices α. μολυβοξύστρα creencia θ. πίστη, δόγμα, δοξασία
cortante ε. κοφτερός creer ρ. πιστεύω
cortapapeles α. χαρτοκόπτης creíble ε. πιστευτός, αξιόπιστος
cortapaplumas α. σουγιάς crema θ. κρέμα, ανθόγαλα
cortar ρ. κόβω cremación θ. αποτέφρωση
cortauñas α. νυχοκόπτης cremallera θ. φερμουάρ
corte α. κόψιμο, τομή crepitación θ. σπινθήρισμα
cortedad θ. ντροπαλότητα. συστολή crepitar ρ. σπινθηρίζω
cortejar ρ. κορτάρω, φλερτάρω crepúsculo α. λυκαυγές, λυκόφως
cortejo α. συνοδεία, κόρτε, φλερτ crespo ε. κατσαρός, σγουρός, σγουρομάλλης
cortés ε. ευγενικός, φιλόφρονας cresta θ. λειρί
cortesano ε. ευγενικός, φιλόφρονας cretino ε. ηλίθιος , κρετίνος
cortesía θ. ευγένεια, φιλοφροσύνη creyente ε. πιστός
corteza θ. φλοιός, τσόφλι, κόρα cría θ. κτηνοτροφία, ζώο μικρής ηλικίας
cortina θ. κουρτίνα, παραπέτασμα criado α. υπηρέτης
corto ε. κοντός, βραχύς, ντροπαλός criar ρ. ανατρέφω, μεγαλώνω
-39-
Cc
criatura θ. πλάσμα, δημιούργημα, μικρό παιδί cualidad θ. ιδιότητα, ποιότητα, προοόν
criba θ. κόσκινο cualificado ε. διπλωματούχος, ο έχων τα προσόντα
crimen α. έγκλημα cualificar ρ. χαρακτηρίζω, προκρίνω, έχω τα προσόντα
criminal α. εγκληματίας cualitativo ε. ποιοτικός
criminal ε. εγκληματικός, ποινικός cualquier ε. οιοσδήποτε, οποιοσδήποτε
criminalidad θ. εγκληματικότητα cuán επ. πόσο
crin θ. χαίτη cuando επ/συν. όταν, όποτε
crio α. μικρό παιδί cuándo επ. πότε
criollo α. κρεολός cuantía θ. ποσό, ποσότητα
crisis θ. κρίση cuantioso ε. άφθονος
crispar ρ. τεντώνω, ερεθίζω cuantitativo ε. ποσοτικός
cristal α. κρύσταλλο, κρύσταλλος cuanto ε/αντ/επ. όσος, όσο
cristalería θ. υαλικά, υαλοπωλείο cuánto ε/επ. πόσος, πόσο
cristalino ε. κρυστάλλινος, διαυγής, κρυσταλλοειδής cuarenta ε. σαράντα
cristalizar ρ. κρυσταλλώνω cuarentena θ. λοχεία, καραντίνα
cristiandad θ. χριστιανοσύνη cuaresma θ. σαρακοστή
cristianismo α. χριστιανισμός cuartel ) α. στρατόπεδο, αρχηγείο
cristiano α. χριστιανός cuarteto α. κουαρτέτο
criterio α. κριτήριο cuartilla θ. φύλλο χαρτιού
crítica θ. κριτική, επίκριση cuarto α. τέταρτο, δωμάτιο
criticar ρ. κριτικάρω, επικρίνω cuarto α. τέταρτος
crítico σ. κριτικός cuaternario ε. τετραμερής, τετραδικός
crítico ε. κρίσιμος cuatrienio α. τετραετία
crónica θ. χρονικό cuatrimestre α. τετράμηνο
crónico ε. χρόνιος cuatro ε. τέοοερα
cronista α/θ. χρονικογράφος cuatrocientos ε. τετρακόσιοι
cronómetro α. χρονόμετρο cuba θ. βαρέλι
croqueta θ. κροκέτα cubertería θ. μαχαιροπήρουνα
croquis α. σχεδιάγραμμα cubicación θ. κυβοποίηση
cruce α. διασταύρωση cúbico ε. κυβικός
crucero α. κρουαζιερόπλοιο, κρουαζιέρα cubículo α. θαλαμίσκος
crucial ε. κρίσιμος cubierta θ. σκέπασμα, κατάστρωμα
crucificar ρ. σταυρώνω cubierto α. σερβίτσιο
crucifijo α. εσταυρωμένος, σταυρός , σταυρωμένος cubil α. φωλιά ζώων
crucifixión θ. σταύρωση cubito α. ωλένη
crucigrama α. σταυρόλεξο cubo α. κύβος, κουβάς
crudeza θ. ωμότητα, δριμύτητα cubrir ρ. σκεπάζω, καλύπτω
crudo ε. ωμός, άψητος, δριμύς cucaracha θ. κατσαρίδα
cruel ε. σκληρός, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος cuchara θ. κουτάλι
crueldad θ. σκληρότητα, ασττλαχνία cucharada θ. κουταλιά
cruento ε. αιματηρός cucharadita θ. κουταλίτσα
crujido α. θρόισμα cucharetear ρ. ανοκατεύω με κουτάλι
crujiente ε. θροΐζων cucharón α. κουτάλα
crujir ρ. τρίζω cuchichear ρ. ψιθυρίζω, κρυφομιλώ
cruz θ. σταυρός cuchicheo α. ψιθύρισμα, ψίθυρος
cruzada θ. σταυροφορία cuchilla θ. ξυράφι, ξυραφάκι
cruzado α. σταυροφόρος cuchillada θ. μαχαιριά, άνοιγμα σε φόρεμα
cruzamiento α. διασταύρωση ράτσας cuchillo α. μαχαίρι
cruzar ρ. διασταυρώνω, ζευγαρώνω cuchitril α. τρώγλη, παράγκα
cuadernillo α. βιβλιαράκι , τετραδιάκι cuelgacapas α. κρεμάστρα
cuaderno α. τετράδιο cuello α. λαιμός, κολλάρο, γιακάς
cuadra θ. σταύλος cuenca θ. κόγχη, κοίλωμα
cuadrado ε. τετράγωνος cuenta θ. λογαριασμός, χάντρα
cuadragenario α./θ, σαρακοντατής cuentagotas α. σταγονόμετρο
cuadragésimo ε. τεσσαρακοστός cuentarrevoluciones α. στροφόμετρο
cuadrangular ε. τετραγωνικός cuentista ε. παραμυθάς
cuadrángulo α. τετράγωνο cuento α. παραμύθι, διήγημα
cuadrar ρ. τετραγωνίζω cuerda θ. σχοινί, χορδή
cuadricula θ. τετραγωνάκι cuerdo α. λογικός, μυαλωμένος
cuadriga θ. τέθριππο cuerno α. κέρατο
cuadrilátero ε. τετράπλευρος cuero α. δέρμα
cuadrilla θ. ομάδα, συμμορία, σπείρα cuerpo α. σώμα
cuadro α. πίνακας, τετράγωνο cuervo α. κόρακας
cuadrúpedo ε. τετράποδος cuesco α. κουκούτσι
cuádruple ε. τετραπλάσιος cuesta θ. επικλινές έδαφος
cuadruplicar ρ. τετραπλασιάζω cuestación θ. έρανος
cuajado ε. πηγμένος cuestión θ. ζήτημα, θέμα
cuajar ρ. πήζω, κόβω, παγώνω cuestionable ε. αμφισβητήσιμος
cuajo α. πυτιά cuestionar ρ αμφισβητώ
cual αντ. οποίος, -α, -ο cuestionario α. ερωτηματολόγιο
cuál αντ. ποιος, ποια, ποιο cueva θ. σπηλιά
-40-
Cc
cuévano α. πανέρι cutis α. επιδερμίδα, δέρμα προσώπου
cuidado α. προσοχή, φροντίδα cuyo α/αντ. του οποίου
cuidadoso ε. προσεκτικός cuzco α. σκυλάκι
cuidar ρ. προσέχω, φροντίζω
culata θ. κοντάκι, υποκόπανος
culebra θ. φίδι
culebrear ρ. έρπομαι
culinario ε. μαγειρικός
culminación θ. κορύφωμα
culminante ε. κορυφαίος, διακεκριμένος
culminar ρ. κορυφώνω
culo α. κώλος
culpa θ. φταίξιμο, σφάλμα, ευθύνη
culpabilidad θ. ενοχή
culpable ε. ένοχος
culpar ρ. ρίχνω την ευθύνη, κατηγορώ
cultivador α./θ. καλλιεργητής
cultivar ρ. καλλιεργώ
cultivo α. καλλιέργεια
culto α. λατρεία
culto ε. μορφωμένος
cultura θ. πολιτισμός, μόρφωση
cultural ε. πολιτιστικός, μορφωτικός
cumbre θ. κορυφή, συνάντηση κορυφής
cumpleaños α. γενέθλια
cumplido α. φιλοφρόνηση, κομπλιμέντο
cumplimentar ρ. συγχαίρω, χαιρετώ ευγενικά
cumplimiento α. εκπλήρωση, εκτέλεση
cumplir ρ. εκτελώ, εκπληρώνω, συμπληρώνω, λήγει
cúmulo α. σωρός
cuna θ. κούνια, λίκνο
cundir ρ. εξαπλώνω, διαδίδω
cunear ρ. λικνίζω , κουνώ
cuña θ. σφήνα
cuñado α. κουνιάδος, γαμπρός
cuota θ. συνδρομή
cupo α. μερίδιο, μετοχή
cupón α. απόκομμα, κουπόνι, λαχνός
cúpula θ. τρούλος
cura α. παπάς
cura θ. θεραπεία
curalotodo ε. πανάκεια
curandero α. εμπειρικός γιατρός, κομπογιαννίτης
curar ρ. θεραπεύω
curativo ε. θεραπευτικός
curia θ. δικαστικό σώμα
curiosear ρ. περιεργάζομαι, αναμειγνύομαι
curiosidad θ. περιέργεια, καθαριότητα
curioso ε. περίεργος, καθαρός
currante α./θ. μεροκαματιάρης
currar ρ. δουλεύω
cursar ρ. σπουδάζω, στέλνω
cursi ε. σνομπ, ματαιόδοξος, γελοίος
cursillo α. κύκλος μαθημάτων
cursivo ε. γραμμένος πλάγια
curso α. σχολικό έτος, πορεία, τάξη
cursor α. δρομέας, κέρσορας οε Η/Υ
curtido α. βυρσοδεψία
curtido ε. κατεργασμένος
curtidor α./θ. βυρσοδέψης
curtiduría θ. βυρσοδεψία
curtir ρ. κατεργάζομαι
curva θ. καμπύλη, στροφή
curvatura θ. καμπυλότητα
curvilíneo ε. καμπυλωτός, καμπύλος
curvo ε. καμπύλος
cúspide θ. κορυφή, κορύφωμα
custodia θ. φύλαξη, κηδεμονία
custodiar ρ. φυλάσσω, κηδεμονεύω
cutáneo ε. δερματικός
cutícula θ. μεμβράνη
-41-
CH ch
chabacanería θ. χοντροκοπιά, χυδαιότητα chepa θ. καμπούρα
chabacano ε. χοντροκομμένος, χυδαίος cheque α. επιταγή, τσεκ
chabola θ. παράγκα chequeo α. γενικός έλεγχος
chacal α. τσακάλι chica θ. κορίτσι, κοπέλα
chacolotear ρ. κροταλίζω chicle α. τσίχλα
chacha θ. παραμάνα, γκουβερνάντα chico α. αγόρι, παιδί
chachara θ. φλυαρία chicharra θ. τζιτζίκι
chafarrinada θ. λεκές chichear ρ. τσιτσιρίζω
chafarrinar ρ. λεκιάζω chicheo α.τσιτσίρισμα
chai α. σάλι chichón α. καρούμπαλο
chalado ε. ξετρελαμένος, τρελός chiflado ε. τρελός, παράφρονας
chalanear ρ. παζαρεύω chiflar ρ. τρελαίνω, ξετρελαίνω
chalar ρ. τρελλαίνω chillar ρ. κραυγάζω, φωνάζω
chalé α. έπαυλη, βίλα chillido α. κραυγή
chaleco α. γιλέκο chillón ε. φωνακλάς
chaleco antibalas α. αλεξίσφαιρο γιλέκο chimenea θ. τζάκι, καπνοδόχος, καμινάδα, φουγάρο
chamaco α./θ. αγόρι, κορίτσι chimpancé α. χιμπαντζής
chamarilero α. παλιατζής china θ. χαλίκι, βότσαλο
champán α. σαμπάνια chincharse ρ. ενοχλούμαι, θυμώνω
champiñón α. μανιτάρι chinche θ. κοριός
champú α. σαμπουάν chincheta θ. πινέζα
chamuscar ρ. τσουρουφλίζω chipirón α. καλαμάρι
chamusquina θ. καψάλισμα chiquillada θ. παιδιάρισμα
chanada θ. κόλπο chiquillo α. παιδί
chancla θ. σαγιονάρα , παντόφλα chiquitín α./θ. πιτσιρίκος
chanchi ε. έξοχος, απίθανος, θαυμάσιος chiquito / a α./θ. παιδί
chanchi επ. έξοχα, απίθανα, θαυμάσια chirola θ. φυλακή
chanchullero ε. ανέντιμος chirriar ρ. τρίζω
chandal α. αθλητική φόρμα chirrido α. τρίξιμο
chanflón ε. κακοφτιαγμένος chisme α. κουτσομπολιό, μαραφέτι
chantaje α. εκβιασμός chismear ρ. κουτσομπολεύω
chantajear ρ. εκβιάζω chismorrear ρ. κουτσομπολεύω
chantajista σ/θ. εκβιαστής, εκβιάστρια chismorreo α. κουτσομπολιό
chanza θ. αστείο chismoso ε. κουτσομπόλης
chapa θ. έλασμα chispa θ. σπινθήρας, σπίθα, ψιχάλα, σταγόνα
chapalear ρ. πλατσουρίζω chispazo α. σπινθήρισμα
chapaleo α. πλατσούρισμα chispear ρ. σπινθηρίζω, ψιχαλίζει
chaparrear ρ. βρέχει καταρρακτωδώς chisporrotear ρ. σπιθοβολώ, σπινθηροβολώ
chaparrón α. μπόρα chiste α. ανέκδοτο, καλαμπούρι
chapó επιφ. μπράβο chistera θ. ημίψηλο
chapodar ρ. ψαλιδίζω, κλαδεύω chistoso ε. αστείος, διασκεδαστικός
chapotear ρ. τσαλαβουτώ chivatazo α. κάρφωμα, κατάδοση
chapoteo α. τσαλαβούτημα chivatear ρ. καρφώνω, καταδίδω
chapucear ρ. κάνω τσαπατσουλιά, προχειροδουλειά chivato α. καρφί, χαφιές, σπιούνος
chapucería θ. τσαπατσουλιά, προχειροδουλειά chivo α. τράγος
chapucero ε. τσαπατσούλης chocar ρ. συγκρούομαι, παραξενεύω, δίνω το χέρι
chapuzarse ρ. βουτάω chocarrería θ. χοντροκοπιά, χυδαιότητα
chapuzón α. βουτιά chocolate α. σοκολάτα
chaqueta θ. σακκάκι chófer α. σοφέρ, οδηγός
chaquetear ρ. αποστατώ chollo α. κελεπούρι
chaquetero ε. αποστάτης chopo α. λεύκα
charca θ. λιμνούλα choque α. σύγκρουση
charco α. νερόλακος choquezuela θ. επιγονατίδα
charcutería θ. αλλαντοπωλείο chorizo α. λουκάνικο
charla θ. συζήτηση, διάλεξη, κουβέντα chorrear ρ. στάζω, τρέχω
charlar ρ. συζητώ, κουβεντιάζω chorro α. πίδακας
charlatán ε. φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς choza θ. καλύβα
charnela θ. αρμός, μεντεσές chubasco α. νεροποντή
charol α. λούστρο, λουστρίνι chufla θ. αστείο
charolar ρ. λουστράρω chuflarse ρ. αστειεύομαι
charretera θ.επωμίδα chufeta θ. μπριζόλα, σκονάκι
chasca θ. τούφα chulo α. μάγκας, νταβαντζής
chascarrillo α. αστεία ιστοριούλα chulo ε. πρώτος, ωραίος
chasco α. φιάσκο chumacera θ. ρουλεμάν
chasquido α. πλατάγισμα, στράκα chumbera φραγκοσυκιά
chatarra θ. παλιοσίδερα, σαράβαλο chumbo α. φραγκόσυκο
chato α. άνθρωπος με πλακουτσή μύτη, ποτήρι κρασιού chupar ρ. πιπιλίζω, ρουφώ
chatlar ρ. κάνω chat στο internet (νέο ρήμα) chupete α. πιπίλα
chauvinismo α. σωβινισμός chupón α. παραφυάδα
chauvinista α./ θ. σωβινιστής churdón α. βατόμουρο
chaval α. αγόρι, παιδί churrete α. σημάδι βρωμιάς
chaveta θ. περόνη churro α. είδος τηγανίτας
churruscar ρ. ξεροτηγανίζω
-42-
CH ch
chusma θ. συρφετός
chuzón ε. πολυμήχανος, πανούργος

-43-
Dd
dable ε. εφικτός decimoquinto ε. δέκατος πέμπτος
dactilar ε. δακτυλικός decimoséptimo ε. δέκατος έβδομος
dactilografía θ. δακτυλογραφία decimosexto ε. δέκατος έκτος
dádiva θ. δωρεά, φιλοδώρημα decimotercero ε. δέκατος τρίτος
dadivisidad θ. γενναιοδωρία decir ρ. λέγω, εκφράζω
dadivoso ε. γενναιόδωρος decisión θ. απόφαση
dado α. ζάρι decisivo ε. αποφασιστικός
dador α./θ. δότης declamación θ. δήλωοη, διακήρυξη, κήρυξη
daga θ. στιλέτο declamar ρ. αγορεύω, απαγγέλλω με στόμφο
dama θ. κυρία, ντάμα declaración θ. δήλωση, διακήρυξη, κήρυξη
damnificar ρ. ζημιώνω, βλάπτω declarado ε. δεδηλωμένος
danza θ. χορός declarante ε. καταθέτων
danzante ε. χορευτής, χορεύων declarar ρ. δηλώνω, διακηρύσσω, κηρύσσω
danzar ρ. χορεύω declararse ρ. δηλώνομαι, κηρύσσομαι, εκδηλώνομαι, κάνω
danzarín α./θ. χορευταράς ερωτική εξομολόγηση
dañado ε. χαλασμένος, με βλάβη declinación θ. κάμψη, κλίση
dañar ρ. βλάπτω, προξενώ ζημιά, πονώ declinar ρ. εξασθενίζω, κλίνω, αρνούμαι
dañino ε. βλαβερός declive α. κατωφέρεια, κατήφορος
daño α. βλάβη, ζημιά, πόνος decoloración θ. διακόσμηση
dar ρ. δίνω, παρέχω decolorar ρ, ξεβάφω
dardo α. βέλος decomisar ρ. κατάσχω
dársena θ. προβλήτα decomiso α. κατάσχεση
dataclón θ. χρονολόγηση decoración θ. διακόσμηση
datar ρ. χρονολογώ decorado α. σκηνικό
dátil α. χουρμάς decorar ρ. διακοσμώ, στολίζω
datilera θ. χουρμαδιά decorativo ε. διακοσμητικός
dativo ε. δοτική πτώση decoro α. ηθικότητα, ευσέβεια
dato α. στοιχείο decoroso ε. κόσμιος
de πρ. από decrecer ρ. ελαττώνομαι, μειώνομαι
deambular ρ. περιπλανιέμαι decreciente ε. που ελαττώνεται
debacle θ. καταστροφή, συμφορά decrecimiento α. ελάττωση, μείωση
debajo επ. από κάτω, κάτω decrépito α. υπέργηρος, ετοιμόρροπος
debate α. συζήτηση στρογγυλής τράπεζας decretar ρ. θεσπίζω, διατάζω
debatir ρ. συζητώ decreto α. θέσπισμα, διάταγμα
deber α. καθήκον décuplo ε. δεκαπλάσιος
deber ρ. χρωστώ, οφείλω, πρέπει dedada θ. μια μικρή δόση
debidamente επ. δεόντως dedal α. δακτυλήθρα
debido ε. οφειλόμενος dedicación θ. αφιέρωση, αφοσίωση
débil ε. αδύνατος, ασθενικός dedicar ρ. αφιερώνω
debilidad θ. αδυναμία dedicarse ρ. αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι
debilitación θ. εξασθένηση dedicatoria θ. αφιέρωση
debilitar ρ. εξασθενώ dedo α. δάκτυλο
debitar ρ. χρεώνω deducción θ. αυμπέρασμα, αφαίρεση
débito α. παθητικό, χρέος deducible ε. συμπεραινόμενος
debut α. ντεμπούτο deducir ρ. συνάγω, συμπεραίνω, αφαιρώ
debutante ε. αρχάριος deductivo ε. συμπερασματικός
debutar ρ. κάνω ντεμπούτο, πρωτοεμφανίζομαι defecar ρ. αφοδεύω , χέζω
década θ. δεκαετία defección θ. λιποταξία
decadencia θ. παρακμή defectivo ε. ελλιπής
decadente ε. παρηκμαομένος defecto α. ελάττωμα, ατέλεια
decaer ρ. παρακμάζω, πέφτω, καταπέφτω defectuoso ε, ελαττωματικός
decaimiento α. εξασθένηση, κατάπτωση defender ρ. προστατεύω, υπερασπίζω, υπερ - αμύνομαι,
decano α. κοσμήτορας συνηγορώ
decapitar ρ. αποκεφαλίζω defendible ε. υττερασπίσιμος
decena θ. δεκάδα defensa θ. προστασία, υπεράσπιση, άμυνα
decencia θ. ηθικότητα, χρηστότητα defensivo ε. αμυντικός
decenio α. δεκαετία defensor α. υπερασπιστής, συνήγορος
decente ε. ηθικός, ενάρετος, καθώς πρέπει, σεβαστός deferencia θ. συμμόρφωση
decepción θ. απογοήτευοη deferente ε. γεμάτος σεβασμό
decepcionante ε. απογοητευτικός deferir ρ. σέβομαι
decepcionar ρ. απογοητεύω deficiencia θ. ανεπάρκεια, έλειμμα
decible ε. εκφράσιμος deficiente ε. ελλιπής, ελαττωματικός
decidido ε. αποφασισμένος déficit α. έλλειμμα
decidir ρ. αποφασίζω definible ε. προσδιορίσιμος
décimo ε. δέκατος definición θ, ορισμός
decimación θ. αποδεκατισμός definido ε. προσδιορισμένο, καθορισμένο
decimal ε. δεκαδικός definir ρ. ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω
décimo ε. δέκατος definitivo ε. οριστικός, τελειωτικός
decimoctavo ε. δέκατος όγδοος deflación θ. αποπληθωρισμός, αντιπληθωρισμός, ξεφούσκωμα
decimocuarto ε. δέκατος τέταρτος deflacionar ρ. ξεφουσκώνω
decimonono ε. δέκατος ένατος deflacionario ε. αποπληθωριστικός, αντιπληθωριστικός
-44-
Dd
deformación θ. παραμόρφωση demandante ε. ενάγων
deformar ρ. παραμορφώνω, διαστρέφω demandar ρ. αξίώνω. ενάγω
deforme ε. δύσμορφος demarcación θ. οροθεσία
deformidad θ. δυσμορφία demarcar ρ. οροθετώ
defraudación θ. εξαπάτηση, υπεξαίρεση demás ε/αντ. υπόλοιποι, υπόλοιπο
defraudar ρ. εξαπατώ, ξεγελώ demasía θ. υπερβολή, παράβαση
defunción θ. θάνατος demasiado επ. πάρα πολύ, υπερβολικά
degeneración θ. εκφυλισμός, διαφθορά demediar ρ. χωρίζω στη μέση
degenerado ε. έκφυλος, διεφθαρμένος demencia θ. φρενοβλάβεια
degenerar ρ. εκφυλίζω, εκφυλίζομαι demente ε. φρενοβλαβής
deglutir ρ. καταπίνω democracia θ. δημοκρατία
degollación θ. καρατόμηση demócrata ε. δημοκράτης
degollar ρ. σφάζω, αποκεφαλίζω democrático ε. δημοκρατικός
degradación θ. καθαίρεση demografía θ. δημογραφία
degradante ε. υποτιμιτικός demográfico ε. δημογραφικός
degradar ρ. υποβαθμίζω, εξευτελίζω demoler ρ. κατεδαφίζω
degustación θ. δοκιμή demolición θ. κατεδάφιση
degustar ρ. δοκιμάζω demonio α. δαιμόνιο, δαίμονας, διάβολος
deidad θ. θεότητα demora θ. καθυστέρηοη
deificación θ. θεοποίηση demorar ρ. καθυστερώ
deificar ρ. θεοποιώ demostración θ. επίδειξη
dejadez θ. παραμέληση, εγκατάλειψη demostrar ρ. επιδείχνω, δείχνω, αποδείχνω
dejado ε. παραμελημένος, εγκαταλελειμένος demostrativo ε. δεικτικός. αποδεικτικός
dejar ρ. αφήνω, δανείζω, εγκαταλείπω demudado ε. ταραγμένος
del : de + el denegación θ. απόρριψη
delación θ. καταγγελία denegar ρ. απορρίπτω
delantal α. ποδιά denigración θ. δυσφήμηση
delante επ. μπροστά denigrante ε. δυσφημητικός
delantera θ. μπροστινό μέρος, προβάδισμα denigrar ρ. δυσφημώ, ταπεινώνω
delantero ε. μπροστινός denodado ε. γενναίος
delatar ρ. καταδίνω, καταγγέλω. προδίνω denominación θ. ονομασία
delator α. καταδότης, σπιούνος, προδότης denominador α. παρονομαστής
delectación θ. ευχαρίστηση, τέρψη denominar ρ. ονομάζω, καλώ
delegación θ. αντιπροσωπεία, παράρτημα denostar ρ. βρίζω
delegado α. απεσταλμένος, εκπρόσωπος denotar ρ. δείχνω, δηλώνω
delegar ρ. εξουσιοδοτώ densidad θ. πυκνότητα
deleitar ρ. τέρπω, ευχαριστώ denso ε. πυκνός, περιεκτικός
deleite α. τέρψη, ευχαρίστηση dentadura θ. οδοντοστοιχία
deletrear ρ. προφέρω μια λέξη γράμμα προς γράμμα dental ε. οδοντικός, οδοντιατρικός
deletreo α. συλλάβισμα dentellada θ. δαγκωματιά
delfín α. δελφίνι dentellar ρ. τρίζω τα δόντια
delgadez θ. ισχνότητα dentellear ρ. δαγκώνω
delgado ε. αδύνατος, λιγνός, ισχνός dentera θ. ρίγος
delgaducho ε. αδυνατούλης, λιγνούλης dentición θ. οδοντοφυΐα
deliberación θ. διάσκεψη, σύσκεψη dentífrico α. οδοντόπαστα
deliberado ε. εσκεμμένος, ηθελημένος dentista α. οδοντίατρος
deliberar ρ. διασκέπτομαι, συσκέπτομαι dentro επ. μέσα, εντός
deliberativo ε. συσκεπτόμενος denudar ρ. ξεγυμνώνω
delicadeza θ. λεπτότητα denuncia θ. καταγγελία, μήνυση
delicado ε. λεπτός, εύθραυστος, ντελικάτος, απαλός denunciable ε. ενακτέος
delicia θ. τέρψη, ευχαρίστηση, ηδονή denunciación θ. κατάδοση
delicioso ε. εξαίσιος, ηδονικός, υπέροχος denunciador α./θ. καταγγέλλων
delictivo ε. εγκληματικός denunciar ρ. καταγγέλω, μηνύω
delimitación θ. οροθεσία, οροθέτηση deparar ρ. παρέχω
delimitar ρ. οροθετώ departamental ε. διαμερισματικός
delincuencia θ. εγληματικότητα departamento α. τμήμα, υπηρεσία, νομός
delincuente α/θ. εγκληματίας, κακοποιός departir ρ. συνδιαλέγομαι
delineante α./θ. και ε. σχεδιαστής, σχεδιαστικός dependencia θ. εξάρτηση, παράρτημα, διαμέρισμα
delinear ρ. απεικονίζω depender ρ. εξαρτώμαι
delinquir ρ. εγκληματώ dependiente α. πωλητής
delirante ε. παραληρών depilación θ. αποτρίχωση
delirar ρ. παραληρώ, παραμιλώ depilar ρ. αποτριχώνω
delirio α. παραλήρημα, παραμιλητό depilatorio ε. αποτριχωτικός
delito α. αδίκημα, πλημμέλημα, κακούργημα deplorable ε. αξιοθρήνητος, ελεεινός, άθλιος
delta α. δέλτα deplorar ρ. λυπούμαι, οικτίρω
deludir ρ. παραπλανώ deponer ρ. καταθέτω, καθαιρώ
demacrado ε. χλωμός deportación θ. απέλαση
demagogia θ. δημαγωγία deportar ρ. απελαΰνω
demagogo ε. δημαγωγός deporte α. αθλητισμός
demanda θ. αξίωση, ζήτηση deportista α/θ. αθλητής, αθλήτρια
demandado ε. εναγόμενος deportivo ε. αθλητικός
-45-
Dd
deposición θ. κατάθεση, καθαίρεση, αφόδευση desacuerdo α. ασυμφωνία
depositador α./θ. καταθέτης desaferrar ρ. λασκάρω
depositar ρ. καταθέτω, αποθέτω desafiador α./ θ. προκλητικός
depositarse ρ. κατακάθομαι desafiar ρ. προκαλώ
depositario α. θεματοφύλακας desafilar ρ. στομώνω
deposito α. δεξαμενή, παρακαταθήκη, καπάρο, κοίτασμα, ίζημα , desafinado ε. παράφωνος
ντεπόζιτο desafinar ρ. παραφωνώ, φαλτσάρω
depravación θ. διαφθορά desafio α. πρόκληση
depravado ε. διεφθαρμένος desafortunado ε. άτυχος, ατυχής
depravar ρ. διαφθείρω desagraciado ε. άχαρος
depreciación θ. υποτίμηση, πτώση desagradable ε. δυσάρεστος
depreciar ρ. υποτιμώ desagradar ρ. δυσαρεστώ
depredación θ. λεηλασία desagradecido ε. αχάριστος, αγνώμωνας
depredar ρ. λεηλατώ desagradecimiento α. αγνωμοσύνη
depresión θ. κατάθλιψη, ύφεση, κοίλωμα desagrado α. δυσαρέσκεια, δυσαρέστηση
depresivo ε. καταθλιπτικός desagraviar ρ. επανορθώνω
deprimido ε. μελαγχολικός desagravio α. επανόρθωση
deprimir ρ. καταθλίβω desagüe α. αποχέτευση
deprisa επ. γρήγορα, γοργά desahogarse ρ. ξαλαφρώνω
depuración θ. καθαρισμός desahogo α. ξαλάφρωμα, ανακούφιση, άνεση
depurador α/θ. καθαριστής desahuciar ρ. κάνω έξωση
depurar ρ. καθαρίζω desahuciarse ρ. απελπίζομαι
derecha θ. δεξιά desairar ρ. περιφρονώ
derechamente επ. κατευθείαν desaire α. περιφρόνηση
derechista α./θ. και ε. δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων desajustar ρ. απορρυθμίζω
derecho α. δίκαιο, δικαίωμα, νομική desajuste α. απορρύθμιση
derecho ε. δεξιός, ευθύς desalentador ε. αποθαρρυντικός
deriva θ. ναυάγιο desalentar ρ. αποθαρρύνω, απογοητεύω
derivación θ. προέλευση desaliento α. αποθάρρυνση, απογοήτευση
derivado ε. προερχόμενος desaliñar ρ. αφαλατώνω
derivar ρ. παρεκκλίνω, αποκλίνω, προκύπτω, κάνω παραγώγιση desalinazación θ. αφαλάτωση
derivativo ε. παράγωγος desalinear ρ. παρεκκλίνω
derogación θ. κατάργηση desaliñado ε. ατημέλητος, απεριποίητος
derogar ρ. καταργώ desaliño α. ατημελησία
derramamiento α. χύσιμο, ροή desalmado ε. άκαρδος, απάνθρωπος, άσπλαχνος
derramar ρ. χύνω desalojamiento α. απομάκρυνση, εκδίωξη
derrengado ε. κυρτός desalojar ρ. εκκενώνω, αδειάζω
derretido ε. λιωμένος desalojo α. εκκένωση
derretimiento α. τήξη, λιώσιμο desalquilar ρ. ξενοικιάζω
derretir ρ. λυώνω desamparado ε. αβοήθητος, εγκαταλελειμένος
derribar ρ. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω desamparar ρ. εγκαταλείπω, αφήνω αβοήθητο
derribo α. κατεδάφιση desamparo α. εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας
derrocamiento α. ανατροπή desamueblado ε. χωρίς έπιπλα
derrocar ρ. ανατρέπω desamueblar ρ. βγάζω τα έπιπλα
derrochador ε. σπάταλος desangramiento α. αιμορραγία
derrochar ρ. σπαταλώ, κατασπαταλώ desangrar ρ. αιμορραγώ πολύ
derroche α. σπατάλη desanimado ε. αποκαρδιωμένος, αποθαρρυμένος
derrota θ. ήττα desanimar ε. αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω
derrotado ε. ηττημένος desánimo α. αποθάρρυνση
derrotar ρ. νικώ desapacible ε. δυσάρεστος
derrotero α. πορεία, ρότα desaparecer ρ. εξαφανίζομαι
derrotismo α. ηττοπάθεια desaparecido ε. εξαφανισμένος
derrotista α./θ. ηττοπαθής desaparejar ρ. ξεζεύω
derrumbamiento α. κατάρρευση, κατάπτωση desaparición θ. εξαφάνιση
derrumbar ρ. καταρρέω, γκρεμίζω, σωριάζω desapasionado ε. απαθής
desaborido ε. άνοστος desapego α. ψυχρότητα, απάθεια
desabotonar ρ. ξεκουμπώνω desapercibido ε. απαρατήρητος
desabrido ε. άνοστος, σκαιός desaplicado ε. νωθρός, τεμπέλης
desabrigado ε. χωρίς πανωφόρι desaprender ρ. ξεμαθαίνω
desabrigar ρ. ξεσκεπάζω desaprensión θ. ασυνειδησία
desabrochar ρ. ξεκουμπώνω desaprensivo ε. ασυνείδητος
desacatar ρ. παραβαίνω νόμο desaprobación θ. αποδοκιμασία
desacato α. ασέβεια, προσβολή desaprobar ρ. αποδοκιμάζω
desacertado ε. άστοχος, αποτυχημένος desaprovechado ε. χαραμισμένος
desacierto α. αστοχία, αποτυχία desaprovechar ρ. σπαταλώ, χαραμίζω
desaconsejable ε. μη ενδεδειγμένος, που αντεδείκνυται desarmado ε. αφοπλισμένος
desaconsejar ρ. αποτρέπω desarmador α. επικρουστήρας όπλου
desacostumbrado ε. ασυνήθιστος desarmar ρ. αφοπλίζω, λύνω
desacostumbrar ρ. ξεσυνηθίζω desarme α. αφοπλισμός
desacreditar ρ. δυσφημώ desarraigado ε. ξερριζωμένος
desactivar ρ. ανενεργοποιώ desarraigar ρ. ξεριζώνω
-46-
Dd
desarraigo α. ξεριζωμός descargadero α. αποβάθρα
desarrapado ε. κουρελής descargar ρ. εκφορτώνω, ξεφορτώνω, αδειάζω, πυροβολώ,
desarreglado ε. ατημέλητος, απεριποίητος, ακατάστατος απαλλάσσω
desarreglo α. ατημελησία, ακαταστασία, αταξία descaro α. αναίδεια, αδιαντροπιά, θράσοος
desarrollable ε. εξελίξιμος descarriar ρ. ξεστρατίζω
desarrollado ε. εξελιγμένος descarrilamiento α. εκτροχιασμός
desarrollar ρ. αναπτύσσω, εξελίσσω descarrilar ρ. εκτροχιάζομαι
desarrollo α. ανάπτυξη descartar ρ. απορρίπτω
desarropar ρ. ξεσκεπάζω descascarar ρ. ξεφλουδίζω
desarrugar ρ. ισιώνω descendencia θ. καταγωγή
desarticular ρ. εξαρθρώνω descendente ε. κατερχόμενος, κατηφορικός, καθοδικός, κατιών
desaseado ε. ακάθαρτος, βρώμικος descender ρ. κατεβαίνω, κατάγομαι, υποβιβάζω
desaseo α. ακαταστασία descediente ε. απόγονος
desasir ρ. λασκάρω, απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι descendimiento α. καταγωγή, κατάβαση
desasosegado ε. ανήουχος descenso α. κατάβαση, κάθοδος
desasosegar ρ. ενοχλώ, ανησυχώ κάποιον descentralizar ρ. αποκεντρώνω
desasosiego α. ανησυχία, ταραχή descifrable ε. αποκρυπτογραφήσιμος
desastrado ε. ατημέλητος, ακατάστατος descifrar ρ. αποκρυπτογραφώ
desastre α. καταστροφή, πανωπεθρία, συμφορά descolgar ρ. ξεκρεμώ
desastroso ε. καταστρεπτικός, ολέθριος descolocar ρ. εκτοπίζω
desatado ε. αμολυμένος descoloramiento α. ξεθώριασμσ
desatar ρ. λύνω descolorido ε. ξεθωριασμένος, ξέθωρος, αχνός
desatascar ρ.ξεφράζω descomponer ρ. αποσυνθέτω, αλλοιώνω
desatención θ. απροσεξία descomposición θ. αποσύνθεση, αλλοίωση
desatender ρ. αγνοώ descompresión θ. αποσυμπίεση
desatentado ε. απερίσκεπτος descompuesto σπασμένος, χαλασμένος
desatento ε. αφρόντιστος descomunal ε. κολοσσιαίος, θεόρατος
desatinado ε. ανόητος descomunión θ. αφορισμός
desatinar ρ. κάνω γκάφες desconcertado ε. συγχυσμένος
desatino α. γκάφα, αστοχία desconcertante ε. ταραχώδης
desatornillar ε. ξεβιδώνω desconcertar ρ. συγχύζω, ταράζω
desatrancar ρ. ξεβουλώνω desconcierto α. σύγχυση, αναταραχή
desavenencia θ. διαφωνία desconchar ρ. ξεφλουδίζω, ξεφτίζω
desayunar ρ. προγευματίζω, παίρνω πρωινό desconectado ε. ξεσυνδεμένος , αποσυνδεμένος
desayuno α. πρωινό desconectar ρ. αποσυνδέω,ξεκόβω
desazón θ. δυσαρέστηοη desconfiado ε. δύσπιστος
desazonar ρ. δυσαρεστώ desconfianza θ. δυσπιστία
desbandada θ. άτακτη φυγή desconfiar ρ. δυσπιστώ
desbarajustar ρ. προκαλώ σύγχυση descongestión θ. αποσυμφόρηση
desbarajuste α. αταξία, ανακατωσούρα descongestionar ρ. αποσυμφορώ
desbaratamiento α. κατατρόπωση descongelar ρ. ξεπαγώνω
desbaratar ρ. κατατροπώνω desconocer ρ. αγνοώ
desbastar ρ. λειαίνω desconocido ε. άγνωστος
desbaste α. λείανση desconocimiento α. άγνοια
desbocado ε. αχαλίνωτος desconsiderado ε. ασυλλόγιστος
desbordamiento α. ξεχείλισμα, υπερχείλιση desconsolado ε. απαρηγόρητος
desbordar ρ. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω desconsolador ε. αξιοθρήνητος
desbravador α. δαμαστής desconsolar ρ. θλίβω
desbravar ρ. δαμάζω desconsuelo α. απόγνωση
desbrozar ρ. ξεχερσώνω descontaminación θ. απολύμανση
descabalgar ρ. αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω descontaminar ρ. απολυμαίνω
descabellado ε. παράλογος, αλόγιστος descontar ρ. αφαιρώ
descabezar ρ. αποκεφαλίζω descontentar ρ. δυσαρεοτώ
descalabrar ρ. χτυπώ στο κεφάλι descontento α. δυσαρέσκεια
descalabro α. πλήγμα desconvenir ρ. διαφωνώ, δεν ταιριάζω
descalificación θ. αποκλεισμός descorazonador ε. αποκαρδιωτικός
descalificar ρ. αποκλείω descorazonar ρ. αποκαρδιώνω
descalzar ρ. βγάζω τα παπούτσια, ξυπολυέμαι descorchador ε. τιρμπουσόν, εκπωματιστής
descalzo ε. ξυπόλυτος descorchar ρ. εκπωματίζω
descaminado ε. αποπροσανατολισμένος, λανθασμένος descorrer ρ. τραβάω
descaminar ρ. αποπροσανατολίζομαι descortés ε. αγενής, ανάγωγος
descambiar ρ. αλλάζω descortesía θ. αγένεια, απρέπεια
descampado α. αλάνα, ξέφωτο descoser ρ. ξηλώνω , ξεράβω
descansadero α. αναπαυτήριο descosido ε. ξηλωμένο
descansado ε. αναπαυμένος, ξεκουρασμένος descoyuntar ρ. εξαρθρώνω
descansar ρ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, στηρίζομαι descrédito α. κακοφημία
descanso α. ξεκούραση, ανάπαυση, διάλειμμα, πλατύσκαλο descreencia θ. δυσπιστία
descarado ε. αναιδής, αδιάντροπος, θρασύς descreído ε. δύσπιστος, άπιστος
descapotable ε. καμπριολέ describir ρ. περιγράφω
descarado ε. απροκάλυπτος descripción θ. περιγραφή
descarga θ. εκφόρτωση, εκκένωση descriptible ε. περιγράψιμος
-47-
Dd
descriptivo ε. περιγραφικός desengañado ε. απογοητευμέμος
descuartizar ρ. διαμελίζω desengañar ρ. απογοητεύω
descubierta θ. αναγνώριση εδάφους, ανίχνευση desengaño α. απογοήτευση
descubierto ε. ακάλυπτος, ασκεπής desengrasar ρ. απολιπαίνω
descubridor α. ανακαλύψας desenlace α. έκβαση
descubrimiento α. ανακάλυψη desenmarañar ρ. ξεμπερδεύω, ξεπλέκω
descubrir ρ. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω desenmascarar ρ. ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω
descuento α. έκπτωση desenredar ρ. ξεμπερδεύω, ξεπλέκω
descuidado ε. αμελής, απρόσεκτος desenredo ε. λύση, έκβαση ιστορίας
descuidar ρ. αμελώ desenrrollar ρ. ξετυλίγω
descuidero α. κλέφτης, πορτοφολάς desensillar ρ. ξεσελώνω
descuido α. αμέλεια, σφροντισιά desentenderse ρ. αποβάλλω την ευθύνη, αποκόβομαι
desde πρ. από desenterrar ρ. ξεθάβω
desdecirse ρ. διαψεύδω, αντιφάσκω desentonado ε. παράφωνος
desdén α. περιφρόνηση, καταφρόνηση desentonar ρ. παραφωνώ
desdentado ε. ξεδοντιάρης desentrañar ρ. ξεδιαλύνω, αποκρυπτογραφώ
desdeñable ε. αξιοκαταφρόνητος desentrenado ε. απροπόνητος, αγύμναστος
desdeñar ρ. περιφρονώ, καταφρονώ desenvainar ρ. ξεσπαθώνω
desdeñoso ε. περιφρονητικός, καταφρονητικός desenvolver ρ. ξεδιπλώνω
desdibujado ε. θαμπός, θολός desenvolverse ρ. ελίσσομαι, αναπτύσσομαι
desdibujar ρ. θαμπώνω, θολώνω desenvolvimiento α. εξέλιξη
desdicha θ. δυστυχία, κακοτυχιά deseo α. επιθυμία, ευχή
desdichado ε. δυστυχής, κακότυχος desequilibrado ε. ανισόρροπος
desdoblar ρ. ξεδιπλώνω, ξετυλίγω desequilibrar ρ. διαταράσσω την ισορροπία
desdorar ρ. αμαυρώνω desequilibrio α. ανισορροπία
desdoro α. ντροπή, όνειδος desertar ρ. λιποτακτώ
deseable ε. επιθυμητός, ποθητός desértico ε. έρημος, άγονος
desear ρ. επιθυμώ, εύχομαι, ποθώ desertor α. λιποτάκτης
desecación θ. αποξήρανση desesperación θ. απελπισία
desecar ρ. αποξηραίνω desesperado ε. απελπισμένος
desechable ε. απορριπτέος desesperante ε. απεγνωσμένος
desechar ρ. απορρίπτω, αποβάλλω desesperanza θ. έλλειψη ελπίδας
desecho α. απόβλητα desesperanzar ρ. απελπίζω
desembalar ρ. αποσυσκευάζω desesperarse ρ. απελπίζομαι
desembarazado ε. ανεμπόδιστος desestimar ρ. απορρίπτω
desembarazar ρ. αφαιρώ εμπόδια και δυσκολίες desfachatado ε. αναιδής, θρασύς
desembarcadero α. αποβάθρα desfachatez θ. αδιαντροπιά, θράσοος
desembarcar ρ. αποβιβάζω, αποβιβάζομαι desfalcar ρ. σφετερίζομαι
desembarco α. αποβίβαση, απόβαση desfalco α. σφετερισμός
desembargar ρ. αίρω εμπάργκο desfallecer ρ. χάνω τις δυνάμεις
desembarrar ρ. ξεπαστώνω desfallecido ε. εξασθενημένος , αδύναμος
desembocadura θ. εκβολή ποταμού desfallecimiento α. τάση για λιποθυμία
desembocar ρ. εκβάλλω, χύνομαι desfasado ε. παλιομοδίτικος
desembolsar ρ. πληρώνω, ξοδεύω desfasar ρ. αποσυγχρονίζω
desembolso α. πληρωμή desfavorable ε. δυσμενής
desembozar ρ. αφαιρώ προοωπείο desfiguración θ. παραμόρφωση
desembragar ρ. απεμπλέκω desfigurado ε. παραμορφωμένος
desembuchar ρ. ξερνάω desfigurar ρ. παραμορφώνω
desemejante ε. ανόμοιος desfiladero α. φαράγγι
desemejanza θ. ανομοιότητα desfilar ρ. περελάυνω
desemejar ρ. διαφοροποιώ desfile α. παρέλαση
desempañar ρ. λύω την ισοφάριοη desgajar ρ. αποσπώ, αποκόβω
desempatar ρ. λύω την ισοφάριση desgana θ. ακεφιά
desempeñar ρ. ασκώ, εκτελώ, εξαγοράζω ενέχυρο desganado ε. ανόρεκτος, άκεφος
desempeño α. εξαγορά ενέχυρου desgarbado ε. αδέξιος , άγαρμπος
desempleado ε. άνεργος desgarbo α. αδεξιότητα , αγαρμποσιά
desempleo α. ανεργία desgarrador ε. σπαραξικάρδιος
desempolvar ρ. ξεσκονίζω desgarrar ρ. ξεσκίζω
desencadenar ρ. αποδεσμεύω, προκαλώ desgastar ρ. φθείρω
desencadenarse ρ. ξεσπώ desgaste α. φθορά
desencajado ε. εξαρθρωμένος, παραμορφωμένος desglosar ρ. αποσπώ
desencajar ρ. εξαρθρώνω desgobernado ε. κακοκυβερνημένος
desencantar ρ. ξεμαγεύω, απογοητεύω desgobernar ρ. κακοκυβερνώ
desencanto α. απογοήτευση desgracia θ. δυστυχία, δυσμένεια
desencolar ρ. ξεκολλώ desgraciadamente επ. δυστυχώς, δυσμενώς
desenconar ρ. κατευνάζω desgraciado ε. δυστυχισμένος, κακόμοιρος, άτυχος
desenchufar ρ. βγάζω από την πρίζα desgranar ρ. αλωνίζω
desenfadarse ρ. ξεθυμώνω desgravar ρ. εκπίπτω
desenfrenar ρ. αποχαλινώνω desgreñado ε. ξεμαλιασμένος, αναμαλιασμένος
desenfreno α. αποχαλίνωση desguarnecer ρ. απογυμνώνω
desenganchar ρ, απαγγιστρώνω, ξεζεύω deshabitado ε. ακατοίκητος
-48-
Dd
deshacer ρ. ξεκάνω, διαλύω desmentir ρ. διαψεύδω
desharrapado ε. κουρελής desmenuzable ε. ευθρυμμάτιστος , αυτός που σπάει εύκολα
deshelar ρ. ξεπαγώνω, λιώνω desmenuzar ρ. θρυμματίζω
desherbar ρ. ξεχορταριάζω desmesurado ε. υπέρμετρος, υπερβολικός
desheredar ρ. αποκληρώνω desmilitarización θ. αποστρατικοποίηση
deshidratación θ. αφυδάτωση desmilitarizar ρ. αποστρατικοποιώ
deshidratado ε. αφυδατωμένος desmirriado ε. αδύναμος
deshidratar ρ. αφυδατώνω desmochar ρ. κλαδεύω
deshielo α. ξεπάγωμα, λυώοιμο desmoche α. κλάδεμα
deshilacliarse ρ. ξεφτίζω desmontable ε. αποσυνδεόμενος
deshilvanado ε. ασύνδετος desmontar ρ. ξεπεζεύω, ξηλώνω
deshinchar ρ. ξεφουσκώνω desmoralizador ε. αποθαρρυντικός
deshojar ρ. μαδώ desmoralizar ρ. σπάω το ηθικό
deshonestidad θ. ανεντιμία desmoronado ε. ετοιμόρροπος
deshonesto ε. ανέντιμος desmoronamiento α. κατάρρευση
deshonor α. ατιμία desmoronar ρ. φθείρω, χαλάω
deshonorar ατιμάζω desmovilización θ. αποστράτευση
deshonra θ. όνειδος, ντροπή desnatar ρ. αποβουτυρώνω
deshonrar ρ. ατιμάζω desnaturalizar ρ. αποσυνθέτω
deshonroso ε. ατιμωτικός desnivel α. ανωμαλία
deshora θ. ακατάλληλη ώρα desnivelar ρ. κάνω ανισόπεδο, διαταράσσω την ισορροπία
deshuesar ρ. βγάζω κόκκαλο, κουκούτσι desnuclearizado ε. αποπυρηνικοποιημένος
desierto α. έρημος desnudar ρ. γδύνω, γυμνώνω
designación θ. ονομασία, διορισμός desnudez ρ. γυμνότητα
designar ρ. ονομάζω, διορίζω desnudo ε. γυμνός
designio α. σχέδιο desnutrición θ. υποσιτισμός
desigual ε. ανόμοιος, άνισος desnutrido ε. υποσιτισμένος
desigualdad θ. ανομοιότητα, ανισότητα desobedecer ρ. ανυπακούω
desilusión θ. απογοήτευση desobediencia θ. ανυπακοή
desilusionar ρ. απογοητεύω desobediente ε. ανυπάκουος
desinencia θ. κατλαληξη desocupación θ. ανεργία, σχόλη
desinfección θ. απολύμανση desocupado ε. άδειος, κενός, άεργος, άνεργος
desinfectante ε. απολυμαντικός desocupar ρ. αδειάζω, εκκενώνω
desinfectar ρ. ατολυμαίνω desodorante α. αποσμητικό
desinflado ε. ξεφουσκωτός desolación θ. ρήμαγμα, ερήμωση, συντριβή της καρδιάς
desintegración θ. διάλυση, αποσύνθεση desolado ε. παντέρημος, έρημος, κατασυντριμμένος
desintegrar ρ. διαλύω, σποσυνθέτω desolador ε. οδυνηρός
desinterés α. αφιλοκέρδεια desolar ρ. ερημώνω, ρημάζω, συντρίβω
desinteresado ε. αφιλοκερδής desolladero α. σφαγείο
desintoxicar ρ. αποτοξινώνω desollado ε. θρασύς
desistir ρ. υποχωρώ, παραιτούμαι desolladura θ. γδάρσιμο
desleal ε. άπιστος desollar ρ. γδέρνω
deslealtad θ. απιστία desorbitado ε. εκτροχιασμένος, υπερβολικός
desleír ρ. διαλύω desorden α. αταξία, ακαταστασία
deslenguado ε. βρωμόγλωσσος, αισχρολόγος , βρωμόστομος desordenado ε. ακατάστατος, ατακτοποίητος
desliar ρ. ξεδιπλώνω, ξεδένω desordenar ρ. χαλώ την τάξη
desligado ε. λυμένος desorganización θ. αποδιοργάνωση
desligar ρ. λύνω, χωρίζω desorganizar ρ. αποδιοργανώνω
desliz α. παραπάτημα, σφάλμα, γλίστρημα desorientar ρ. αποπροσανατολίζω
deslizamiento α. ολίσθημα, γλίστρημα despabilado ε. ξύπνιος, ζωηρός
deslizarse ρ. ολισθαίνω, γλιστρώ despacio επ. αργά, σιγά
deslomar ρ. ξεθεώνομαι despachar ρ. αποστέλλω, διεκπεραιώνω
deslucido ε. ξεθωριασμένος, θαμπός despacho α. γραφείο, διεκπεραίωση
deslumbrante ε. εκθαμβωτικός despampanante ε. εντυπωσιακός, εκθαμβωτικός
deslumbrar ρ. θαμπώνω desparramar ρ. σκορπίζω, διασκορπίζω
desmantelar ρ. ξαρματώνω, παροπλίζω desparratar ρ, καταπλήσσω
desmaña θ. αδεξιότητα despavorido ε. κατατρομαγμένος
desmañado ε. αδέξιος despectivo ε. περιφρονητικός
desmayado ε. λιπόθυμος despedazar ρ. κομματιάζω
desmayarse ρ. λιποθυμώ despedida θ. αποχαιρετισμός, αποχωρισμός
desmayo α. λιποθυμία despedir ρ. αποχαιρετίζω, απολύω
desmedido ε. υπέρμετρος despegado ε. απεσπαομένος
desmedirse ρ. παρακάνω despegar ρ. ξεκολώ, απογειώνομαι
desmedrado ε. κατεστραμμένος despegue α. απογείωση
desmedrar ρ. βλάπτω, εξασθενίζω despeinado ε. αχτένιστος
desmedro α. εξασθένιση despeinar ρ. ξεχτενίζω
desmejorado ε. επιδεινωμένος despejado ε. ανέφελος, καθαρός, διαυγής
desmejoramiento α. επιδείνωση despejar ρ. εκκενώνω
desmembración θ. διαμελισμός despeje α. εκκένωση
desmembrar ρ. διαμελίζω despensa θ. μικρή αποθήκη για τρόφιμα
desmemoriado ε. ξεχασιάρης despeñadero α.απότομος γκρεμός
-49-
Dd
desperdiciar ρ. χαραμίζω destornillador α. κατσαβίδι
desperdicio α. απορρίματα, υπολείμματα destornillar ρ. ξεβιδώνω
desperdigar ρ. διασκορπίζω destreza θ. επιδεξιότητα, επιτηδειότητα
desperezarse ρ. τεντώνομαι, εκτείνομαι destripar ρ. ξεκοιλιάζω, χαλάω αφήγημα
desperfecto α. ατέλεια, ζημιά, ελάττωμα destronamiento α. εκθρόνιση
despertador α. ξυπνητήρι destronar ρ. εκθρονίζω
despertar ρ. ξυπνώ destrozar ρ. καταστρέφω, χαλάω, συντρίβω
despiadado ε. άσπλαχνος, ανηλεής, ανελέητος destrozo α. καταστροφή, ζημιά
despido α, απόλυση, αποζημίωση destrucción θ. καταστροφή
despierto ε. ξύπνιος destructivo ε. καταστρεπτικός
despilfarrado ε. σπάταλος destructor α. καταστροφέας, αντιτορπιλικό
despilfarrar ρ. σπαταλώ destruir ρ. καταστρέφω
despilfarro α. σπατάλη desuello α. γδάρσιμο
despiojar ρ. ξεψειρίζω desunir ρ. χωρίζω, διχάζω
despistar ρ. παραπλανώ desuso α. αχρησία
desplantar ρ. ξεριζώνω desvalido ε. άπορος, ανάπηρος
desplazado ε. μετατοπισμένος desvalijar ρ. λεηλατώ
desplazamiento α. μετατόπιση desvalorización θ. υποτίμηση, χάσιμο αξίας
desplazar ρ. μετατοπίζω, μετακινώ, αντικαθιστώ desvalorizar ρ. υποτιμώ
desplegar ρ. ξεδιπλώνω, αναπτύσσω, απλώνω desván α. σοφίτα
despliegue α. ξεδίπλωμα, ανάπτυξη, εξάπλωση desvanecerse ρ. διαλύομαι, χάνομαι, λιποθυμώ
desplomarse ρ. σωριάζομαι, καταρρέω desvanecimiento α. εξαφάνιση, ξεθώριασμα, λιποθυμία
despoblación θ. πληθυσμιακή μείωση desvariar ρ. παραληρώ, παραμιλώ
despoblado ε. αραιοκατηκειμένος desvario α. παραλήρημα, παραμιλητό
despoblar ρ. απογυμνώνω, ερημώνω desvelarse ρ. ξαγρυπνώ, επαγρυπνώ
despolvorear ρ. ξεσκονίζω desvelo α. ξαγρύπνιση, επαγρύπνιση
déspota α. τύραννος, σατράπης desvencijado ε. σαραβαλιασμένος
despotismo α. δεσποτισμός, σατραπισμός, τυρανεία desventaja θ. μειονέκτημα
despreciable ε. αξιοκαταφρόνητος desventajoso ε.μειονεκτικός
despreciar ρ. καταφρονώ, περιφρονώ desventura θ. δυστυχία, συμφορά
despreciativo ε. υποτιμητικός desventurado ε. δυστυχής, δύσμοιρος
desprecio α. καταφρόνηση, περιφρόνηση desvergonzado ε. ξεδιάντροπος
desprender ρ. αποχωρίζω, αποκολλώ, αναδίνω desvergüenza θ. ξεδιαντροπιά
desprenderse ρ. αποχωρίζομαι, συνάγεται desvestir ρ. γδύνω , ξεντύνω
desprendido ε. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς, desviación θ. παρεκτροπή, παρέκκλιση, απόκλιση, σκολίωση
κουβαρντάς desviar ρ. εκτρέπω, παρεκκλίνω
desprendimiento α. αποκόλληση desvincular ρ. αποδεσμεύω
despreocupación θ. ξεγνοιασιά desvío α. παράκαμψη
despreocupado ε. αμέριμνος, ξέγνοιαστος desvivirse ρ. σκοτώνομαι
despreocuparse ρ. ξεγνοιάζω detalladamente ε. λεπτομερώς
desprestigiar ρ. δυσφημώ, διαβάλλω detallado ε. λεπτομερής
desprestigio α. ρετσινιά, αβανιά detallar ρ. εκθέτω λεπτομερώς
desprevenido ε. απροετοίμαστος, ανέτοιμος, απροειδοποίητος detalle α. λεπτομέρεια
desproporción θ. δυσαναλογία detallista ε. λεπτομερής
después επ. μετά, κατόπιν detección θ. ανίχνευση, ανακάλυψη, εντόπιση
despuntado ε. αμβλύστομος detectar ρ. ανιχνεύω, ανακαλύπτω, εντοπίζω
despuntar ρ. αμβλύνω detective α. ντετέκτιβ
desquitarse ρ. αποζημιώνομαι, ανταμείβομαι, ανταποδίδω detención θ. σταμάτημα, κράτηση
desquite α. αποζημίωση, ανταμοιβή, ανταπόδοση detener ρ. σταματώ, ανακόπτω, συλλαμβάνω
desrazonable ε. παράλογος detenido α. κρατούμενος
destacamento α. απόσπασμα detergente α. απορρυπαντικό
destacar ρ. εξέχω, ξεχωρίζω, αποσπώ deteriorarado ε. φθαρμένος
destapar ρ. ξεσκεπάζω, εκπωματίζω deteriorar ρ. φθείρω
destartalado ε. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ακατάστατος deterioro α. φθορά
destellar ρ. λαμπυρίζω determinado ε. ορισμένος, καθορισμένος, αποφασισμένος
destello α. λαμπύρισμα determinación θ. καθορισμός, αποφασιστικότητα, απόφαση
destemplado ε. παράτονος determinar ρ. προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω
destemplanza θ. παρατονία detestable ε. απεχθής
desteñir ρ. ξεβάφω detestar ρ. απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι
desternillarse ρ. ξεκαρδίζομαι detonación θ. έκρηξη
desterrar ρ. εξορίζω detonador α. πυροκροτητής
destierro α. εξορία detonar ρ. εκρήγνυμαι, εκρηγνύω
destilación θ. απόσταξη detracción θ. δυσφήμηση
destilar ρ. αποστάζω detractor α./θ. δυοφημηστής
destilatorio α. αποστακτήριο detrás επ. πίσω
destilería θ. διυλιστήριο detritus α. συντρίμμια, χαλάσματα, τρίμματα βράχων
destinar ρ. προορίζω, διορίζω deuda θ. χρέος
destinatario α. παραλήπτης deudor α. χρεώστης, οφειλέτης
destino α. προορισμός, μοίρα, πεπρωμένο devaluación θ. υποτίμηση
destitución θ. παύση devaluar ρ, υποτιμώ
destituir ρ. παύω devastación θ. ερήμωση, καταστροφή
-50-
Dd
devastador α./ θ. καταστροφικός dificultar ρ. δυσκολεύω
devastar ρ. καταστρέφω, ρημάζω difidencia θ. δυσπιστία
devoción θ. ευλάβεια, ευσέβεια, αφοσίωση difundir ρ. διαδίνω, διαχύνω
devolución θ. επιστροφή difunto α. μακαρίτης
devolver ρ. επιστρέφω, κάνω εμετό difusión θ. διάδοση, διάχυση
devorar ρ. καταβροχθίζω difuso ε. διάχυτος, συγκεχυμένος
devoto ε. ευλαβής, ευσεβής, αφοσιωμένος digerible ε. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος
día α. ημέρα, μέρα digerir ρ. χωνεύω
diabetes θ. διαβήτης digestible ε. εύπεπτος
diablo α. διάβολος, δαίμονας digestión θ. χώνευση, πέψη
diablura θ. διαβολιά, ζαβολιά digestivo ε. χωνευτικός
diabólico ε. διαβολικός, σατανικός digital ε. ψηφιακός, δακτυλικός
diadema θ. διάδημα dignatario α. αξιωματούχος
diáfano ε. διαφανής dignidad θ. αξιοπρέπεια
diafragma α. διάφραγμα digno ε. αξιοπρεπής, άξιος, αντάξιος
diagnosticar ρ. διαγιγνώσκω, κάνω διάγνωση dilapidación θ. σπατάλη, σαραβάλιασμα
diagnóstico α. διάγνωση dilapidar ρ. σπαταλώ, σαραβαλιάζω
diagonal ε. διαγώνιος dilatación θ. διαστολή
diagrama α. διάγραμμα dilatado ε. διεσταλμένος
dialecto α. διάλεκτος dilatar ρ. διαστέλλω
dialogar ρ. ουζητώ, συνομιλώ dilema α. δίλημμα
diálogo α. διάλογος, συζήτηση, συνομιλία diligencia θ. προθυμία, δουλειά, διατύπωση, άμαξα
diamante α. διαμάντι, αδάμας, αμέθυστος diligente ε. πρόθυμος
diamantífero ε. διαμαντοοτόλιστος dilucidar ρ. διασαφηνίζω
diametralmente επ. αντιδιαμετρικά diluir ρ. αραιώνω, διαλύω
diámetro α. διάμετρος diluviar ρ. βρέχει καταρρακτωδώς
diana θ. διάνα diluvio α. κατακλυσμός
diapositiva θ. διαφάνεια dimensión θ. διάσταση
diariamente επ. καθημερινά diminutivo α. υποκοριστικό
diario ε. καθημερινός diminuto ε. πολύ μικρός, ασήμαντος
diarrea θ. διάρροια, τσίλα, τσιλιό dimisión θ. παραίτηση
dibujante α/θ. σκιτσογράφος dimitente ε. παραιτούμενος
dibujar ρ. σχεδιάζω, σκιτσάρω dimitir ρ. παραιτούμαι
dibujo α. σκίτσο dinámica θ. δυναμική
diccionario α. λεξικό dinámico ε. δυναμικός
Diciembre α. μήνας Δεκέμβριος dinamismo α. δυναμισμός
dictado α. υπαγόρευση dinamita θ. δυναμίτης
dictador α. δικτάτορας dinastía θ. δυναστεία
dictadura θ. δικτατορία dinástico ε. δυναστικός
dictamen α. γνωμάτευση dinero α. λεφτά, χρήμα
dictaminar ρ. γνωματεύω dios α. θεός
dictar ρ. υπαγορεύω diosa θ. θεά
dictatorial ε. δικτατορικός diploma α. δίπλωμα, πτυχίο
dicterio α. μομφή diplomacia θ. διπλωματία
dicha θ. ευτυχία, ευδαιμονία, μακαριότητα diplomático α. διπλωμάτης
dicho α. έκφραση, παροιμία diplomático ε. διπλωματικός
dichoso ε. ευτυχής, μακάριος, καταραμένος diptongo α. δίφθογγος
didáctica θ. διδακτική diputación θ. επιτροπή, αντιπροσωπεία
diecinueve ε. δεκαεννιά diputado α. βουλευτής
dieciocho ε. δεκαοχτώ dique α. κυματοθραύστης, φράγμα
dieciséis ε. δέκα έξι dirección θ. διεύθυνση, κατεύθυνση
diecisiete ε. δεκαεπτά directamente επ. κατ'ευθείαν, απευθείας
diente α. δόντι directo ε. ευθύς, άμεσος
diéresis θ. διαλυτικά director α. διευθυντής
diestra θ. δεξιό χέρι directoríal ε. διευθυντικός
diestro ε. επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτέχνης directrices θ.πλ. κατευθυντήριες εντολές
dieta θ. δίαιτα, αμοιβή dirigencia θ. ηγεσία
diez ε. δέκα dirigente ε. ηγέτης
diezmar ρ. αποδεκατίζω dirigido ε. κατευθυνόμενος
difamación θ. δυσφήμηση, συκοφαντία dirigir ρ. διευθύνω, κατευθύνω, οδηγώ, απευθύνω
difamar ρ. δυσφημώ, συκοφαντώ discernimiento α. διορατικότητα, κρίση
difamatorio ρ. δυσφημώ, συκοφαντώ discernir ρ. διακρίνω
diferencia θ. διαφορά disciplina θ. πειθαρχία
diferencial ε. διαφορικός disciplinado ε, πειθαρχικός
diferenciación θ. διαφοροποίηση disciplinar ρ. πειθαρχώ
diferenciar ρ. διαφοροποιώ, διακρίνω discípulo α. οπαδός, μαθητής
diferente ε. διαφορετικός, διάφορος, αλλιώτικος disco α. δίσκος
diferir ρ. διαφέρω disconformidad θ. ασυμφωνία
difícil ε. δύσκολος discontinuo ε. διακεκομένος, ασυνεχής
difícilmente επ. δύσκολα discordancia θ. ασυμφωνία
dificultad θ. δυσκολία discordar ρ. διαφωνώ
-51-
Dd
discorde ε. ασύμφωνος, παράφωνος distinguido ε. διακεκριμένος
discordia θ. δυσαρμονία, διχόνοια, έριδα distinguir ρ. διακρίνω, ξεχωρίζω
discoteca θ. δισκοθήκη, ντισκοτέκ distinto ε. διάφορος, διαφορετικός
discreción θ. διακριτικότητα, εχεμύθεια distorsión θ. στρέβλωση, διαστρέβλωοη
discrepancia θ. διαφωνία, διαφορά distorsionar ρ. στρεβλώνω, διαστρεβλώνω
discrepar ρ. διαφωνώ, διαφέρω distracción θ. απασχόληση, ψυχαγωγία, αφηρημάδα
discreto ε. διακριτικός, εχέμυθος distraer ρ. περισπώ, απασχολώ, ψυχαγωγώ
discriminación θ. διάκριση distraído ε. αφηρημένος, ψυχαγωγικός
discriminar ρ. κάνω διακρίσεις distribución θ. διανομή, κατανομή
disculpa θ. συγνώμη distribuidor α. διανομέας
disculpar ρ. συγχωρώ, δικαιολογώ distribuir ρ. διανέμω, μοιράζω
discurrir ρ. κυλάω, συλλογίζομαι, σκέφτομαι distributivo ε. κατανεμητικός
discurso α. ομιλία, λόγος distrito α. περιφέρεια, τομέας
discusión θ. διαπληκτισμός, λογομαχία, συζήτηση disturbio α. διατάραξη, αναστάτωση
discutible ε. συζητήσιμος disuadir ρ. μεταπείθω
discutir ρ. διαπληκτίζομαι, λογομαχώ diurno ε. ημερήσιος, ημερινός
disecar ρ. βαλσαμώνω, αποξηραίνω, ανατέμνω divagar ρ. φεύγω από το θέμα μου, αοριστολογώ
diseminación θ. διάδοση, διασπορά diván α. ντιβάνι
diseminar ρ. διαδίδω, διασπείρω divergencia θ. απόκλιση
diseñador α./θ. σχεδιαστής divergente ε. αποκλίνων, διχασμένος
diseñar ρ. σχεδιάζω divergir ρ. αποκλίνω
diseño α. σχέδιο diversidad θ. ποικιλία
disertar ρ. πραγματεύομαι diversificación θ. διαφοροποίηση
disfraz α. μεταμφίεση diversificar ρ. ποικίλλω
disfrazar ρ. μεταμφιέζω diversión θ. διασκέδαση
disfrutar ρ. απολαμβάνω diverso ε. ποικίλος, διάφορος
disfrute α. απόλαυση divertido ε. διασκεδαστικός
disgregación θ. διάλυση, σκόρπισμα divertir ρ. διασκεδάζω
disgregar ρ. διαλύω, διασκορπίζω dividir ρ. διαιρώ, μοιράζω, χωρίζω
disgustar ρ. δυσαρεστώ, στενοχωρώ divinidad θ. θεότητα
disgusto α. στενοχώρια, δυσαρέσκεια, απροθυμία, συμφορά divino ε. θείος, θεϊκός
disidente ε. διαφωνών, διιστάμενος divisa θ. συνάλλαγμα
disimulación θ. απόκρυψη, κάλυψη divisar ρ. διακρίνω
disimulado ε. προσποιητός, διακριτικός divisible ε. διαιρετός
disimular ρ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι división θ. διαίρεση, μοιρασιά, καταμερισμός, διχασμός, μεραρχία
disimulo α. προσποίηση, διακριτικότητα divisivo ε. διαχωριστικός
disipación θ. διάλυση divorciarse ρ. χωρίζω, παίρνω διαζύγιο
disipar ρ. διαλύω divorcio α. διαζύγιο
dislocación θ. εξάρθρωση divulgación θ. διάδοση, κοινοποίηση
dislocarse ρ. στραμπουλίζω divulgar ρ. διαδίδω, κοινοποιώ
disminución θ. ελάττωση, μείωση doblado ε. διπλωμένος
disminuir ρ. ελαττώνω, μειώνω doblaje α. ντουμπλάρισμα. μεταγλώτισση
disociación θ. απόσπαση doblar ρ. διπλώνω, διπλασιάζω, μεταγλωττίζω, λυγίζω, στρίβω,
disociar ρ. αποσπώ κρούω την καμπάνα πένθιμα
disolución θ. διάλυση doble ε. διπλός, διπλάσιος
disolvente α. διαλύτης doblegarse ρ. παραδίνομαι
disolver ρ. διαλύω doblemente επ. διπλά
disonancia θ. παραφωνία, κακοφωνία doce ε. δώδεκα
disparar ρ. πυροβολώ docena θ. δωδεκάδα, ντουζίνα
disparatado ε. τρελός, παράλογος doceno ε. δωδέκατος
disparate α. παραλογισμός, ασυναρτησία docente ε. διδασκαλικός
disparidad θ. ανομοιότητα dócil ε. πειθήνιος, ευπειθής
disparo α. πυροβολισμός, εκπυρσοκρότηοη docilidad θ. ευπείθεια
dispensar ρ. παρέχω, απονέμω, συγχωρώ doctor α. γιατρός, διδάκτορας
dispersar ρ. διασκορπίζω, διαθλώ doctorado α. διδακτορική διατριβή, διδακτορία
dispersión θ. διασκορπισμός, διάθλαση doctrina θ. δόγμα
disponer ρ. διαθέτω, προστάζω, κανονίζω, τακτοποιώ doctrinal ε. δογματικός
disponibilidad θ. διαθεσιμότητα documental α. ντοκιμαντέρ
disponible ε. διαθέσιμος documento α. έγγραφο, τεκμήριο, ντοκουμέντο
disposición θ. διάθεση, διάταξη dogal α. βρόγχος, θηλειά
dispositivo α. μηχανισμός dogma α. δόγμα, αξίωμα
dispuesto ε. διατεθειμένος, πρόθυμος dogmático ε. δογματικός
disputa θ. διαφιλονίκηση, φιλονικία, τσακωμός dólar α. δολάριο
disputar ρ. διαφιλονικώ, φιλονικώ, τσακώνομαι doler ρ. πονώ
distancia θ. απόσταση dolor α. πόνος, άλγος
distanciado ε. απόμακρος doloroso ε. οδυνηρός, λυπητερός
distanciamiento α. απομάκρυνση domador α. θηριοδαμαστής
distanciarse ρ. αποστασιοποιούμαι, απομακρύνομαι domar ρ. δαμάζω
distante ε. απόμακρος, ψυχρός domesticar ρ. εξημερώνω, ημερεύω
distar ρ. απέχω doméstico ε. οικιακός, κατοικίδιος
distinción θ. διάκριση, διαφορά, αρχοντιά domicilio α. διεύθυνση, τόπος διαμονής
-52-
Dd
dominación θ. κυριαρχία
dominante ε. κυρίαρχος, κυριαρχικός
dominar ρ. κυριαρχώ
dominio α. κυριαρχία, εξουσία, πεδίο
Domingo α. ημέρα Κυριακή
don α. χάρισμα, κύριος
donación θ. δωρεά
donante α/θ. δωρητής, δωρήτρια
donar ρ. δωρίζω
donativo α. εισφορά
donde επ. όπου
dónde επ. πού
dondequiera επ. οπουδήποτε
doña θ. κυρία
dorado ε. χρυσαφένιος
dorar ρ. χρυσώνω, επιχρυσώνω, ροδίζω
dormir ρ. κοιμάμαι
dormitorio α. υπνοδωμάτιο
dorsal ε. νωτιαίος, ραχιαίος
dorso α. νώτα, ράχη
dos ε. δύο
doscientos α. διακόσια
dosificación θ. δοσολογία
dosis θ. δόση
dotación θ. προίκιση, χορήγημα
dotar ρ. προικίζω, χορηγώ
dote θ. προίκα
dragón α. δράκος
dragaminas α. ναρκαλιευτικό
drama α. δράμα
dramático ε. δραματικός
dramatizar ρ. δραματοποιώ
dramaturgo α. δραματουργός
drástico ε. δραστικός
drenaje α. αποχέτευση
droga θ. ναρκωτικό, φάρμακο, τοξική ουσία
drogadicto ε. ναρκομανής
drogarse ρ. παίρνω ναρκωτικά
ducha θ. ντους
ducharse ρ. κάνω ντους
duda θ. αμφιβολία, απορία
dudar ρ. αμφιβάλλω, απορώ
dudoso ε. αμφίβολος
duelo α. μονομαχία, πένθος, θλίψη
duende α. καλικάντζαρος
dueño α. ιδιοκτήτης, κύριος
dulce ε. γλυκός
dulcificar ρ. γλυκαίνω
dulzura θ. γλυκύτητα
duodécimo ε. δωδέκατος
dúo α. δίδυμο, ντουέτο
duplicación θ. ανατύπωση
duplicado ε. διπλότυπο, αντίγραφο
duplicar ρ. διπλασιάζω
duplicidad θ. διπροσωπία
duque α. δούκας
duquesa θ. δούκισσα
durable ε. ανθεκτικός οτο χρόνο
duración θ. διάρκεια
duradero ε. διαρκής
duramente επ. σκληρά
durante επ. κατά τη διάρκεια
durar ρ. διαρκώ
duraznero α. ροδακινιά
dureza θ. σκληρότητα
duro α. νόμισμα πέντε πεσετών
duro ε. σκληρός

-53-
Ee
ebanista α. επιπλοποιός ejido α. κοινόχρηστος χώρος
ebanistería θ. επιπλοποιείο el αρθ. ο, αυτός που
ébano α. έβενος él αντ. αυτός
ebriedad θ. μέθη elaboración θ. επεξεργασία, κατεργασία
ebrio ε. μεθυσμένος, μέθυσος elaborar ρ. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι
ebullición θ. βρασμός elasticidad θ. ελαστικότητα
eclesiástico ε. εκκλησιαστικός elástico ε. ελαστικός
eclipse α. έκλειψη elección θ. εκλογή, αρχαιρεσία
eco α. ηχώ electo α. εκλεγείς
ecología θ. οικολογία elector α. εκλογέας, ψηφοφόρος
ecológico ε. οικολογικός electorado α. εκλογικό σώμα, ψηφοφόροι
economía θ. οικονομία electoral ε. εκλογικός
económico ε. οικονομικός electricidad θ. ηλεκτρισμός
economista α. οικονομολόγος electricista α. ηλεκτρολόγος
economizar ρ. οικονομώ, αποταμιεύω, κάνω οικονομία eléctrico ε. ηλεκτρικός
ecuador α. ισημερινός electrizar ρ. ηλεκτρίζω
ecuestre ε. έφιππος electrocución θ. ηλεκτροπληξία
echar ρ. ρίχνω, διώχνω, βγάζω, βάζω electrónico ε. ηλεκτρονικός
edad θ. ηλικία, εποχή elefante α. ελέφαντας
edición θ. έκδοση elegancia θ. κομψότητα, γλαφυρότητα
edicto α. διάταγμα elegante ε. κομψός, γλαφυρός
ecuación θ. εξίσωση elegantemente επ. κομψά, γλαφυρά
ecuánime ε. ισορροπημένος, γαλήνιος elegibilidad θ. εκλογιμότητα
ecuanimidad θ. ψυχική ιοορροπία elegible ε. εκλέξιμος
edificación θ. διαπαιδαγώγηση, εποικοδόμηση elegido ε. εκλεγείς
edificante ε. παιδαγωγικός, εποικοδομητικός elegir ρ. εκλέγω, διαλέγω
educacional ε. μορφωτικός elemental ε. στοιχειώδης, βασικός
edificar ρ. οικοδομώ elemento α. στοιχείο
edificio α. κτίριο, οικοδόμημα elevación θ. ανύψωση, ύψωμα
editar ρ. εκδίδω elevado ε. ανυψωμένος
editor α. εκδότης elevar ρ, υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω
editorial θ. εκδοτικός οίκος eliminación θ. αποκλειομός
educación θ. αγωγή, παιδεία, εκπαίδευση, μόρφωση eliminar ρ. αποκλείω, αποβάλλω
educado ε. μορφωμένος elimlnatorio θ. προκριματικός
educador α./θ. παιδαγωγός elisión θ. έκθλιψη
educando α./θ. μαθητής elocuencia θ. ευγλωττία, ευφράδεια
educar ρ. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω, μορφώνω elocuente ε. εύγλωττος, ευφράδης
educativo ε. παιδαγωγικός, εκπαιδευτικός, μορφωτικός elogiar ρ. επαινώ, εγκωμιάζω
efectivamente επ. όντως, πράγματι elogio α. έπαινος, εγκώμιο
efectivo ε. αποτελεσματικός, πραγματικός elogiosamente επ. εγκωμιαστικά
efecto α. αποτέλεσμα, επίδραση, εντύπωση elucidación θ. αποσαφήνιση
efectuar ρ. πραγματοποιώ, εκτελώ elucidar ρ. αποσαφηνίζω
efectuación θ. πραγμάτωση eludible ε. αποφευκτός
efervescencia θ. αναβρασμός eludir ρ. υπεκφεύγω
efervescente ε. αναβράζών ella αντ. αυτή
eficacia θ. αποτελεσματικότητα ello αντ. αυτό
eficaz ε. αποτελεσματικός emanación θ. απορροή
eficiencia θ. ικανότητα, αποδοτικότητα emanar ρ. πηγάζω
eficiente ε. ικανός, αποδοτικός emancipación θ. χειραφέτηση
efigie θ. ομοίωμα emancipado ε. χειραφετημένος
efímero ε. εφήμερος emancipar ρ. χειραφετώ
eflorescente ε. ανθοφόρος emascular ρ. ευνουχίζω
efluvio α. ευοσμία embajada θ. πρεσβεία
efusión θ. διάχυση embajador α. πρέσβης
efusivo ε. διαχυτικός embalador α./ θ. συσκευαστής
egocéntrico ε. εγωκεντρικός embalar ρ. συσκευάζω
egoísmo α. εγωισμός embaldosado α. πλακόστρωτο
egoísta α/θ. εγωιστής, εγωίστρια embaldosar ρ. πλακοστρώνω
eje α. άξονας embalsamar ρ. βαλσαμώνω
ejecución θ. εκτέλεση embanderar ρ. σημαιοστολίζω
ejecutable ε. εκτελέσιμος embarazada θ. έγκυος
ejecutar ρ. εκτελώ embarazo α. εγκυμοσύνη, αμηχανία
ejecutivo ε. εκτελεστικός embarazoso ε. άβολος, δύσκολος
ejecutor α. εκτελεστής, δήμιος embarcación θ. σκάφος, πλοίο
ejemplar α. αντίτυπο, δείγμα embarcar ρ. επιβιβάζω
ejemplar ε. υποδειγματικός, παραδειγματικός embarco σ. επιβίβαση
ejemplaridad θ. υπόδειγμα embargar ρ. κατάσχω, καταλαμβάνω
ejemplo α. παράδειγμα, υπόδειγμα embargo α. κατάσχεση
ejercer ρ. εξασκώ, ασκώ embarradura θ. λεκές
ejercicio α. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα embarrancar ρ. εξωκείλω
ejercitar ρ. εξασκώ, γυμνάζω embastar ρ. ράβω
ejército α. στρατός embeber ρ. απορροφώ, στενεύω
-54-
Ee
embelecar ρ. εξαπατώ empalme α. ένωση, σύνδεση, κόμβος
embelesado ε. σαγηνευμένος empanada θ. πίττα
embelesador α,/θ. σαγηνευτής empantanado ε. πλημμυρισμένος, βαλτώδης
embelesar ρ. σαγηνεύω empantanar ρ. λιμνάζω
embellecer ρ. καλλωπίζω, εξωραΐζω empañar ρ. θολώνω, παχνιάζω, θαμπώνω
embestida θ. επίθεση empañado ε. θαμπός, αχνισμένος
embestir ρ. ορμώ empapar ρ. απορροφώ, μουσκεύω
emblandecer ρ. μαλακώνω, απαλύνω empaquetar ρ. συσκευάζω, πακετάρω
emblema α. έμβλημα emparedar ρ. εντειχίζω
embobado ε. χαζεμένος emparejar ρ. ζευγαρώνω, συνδυάζω, συνταιριάζω
embobamiento α. γοητεία, κατάπληξη emparentar ρ. συγγενεύω
embobar ρ. καταπλήττω, σαγηνεύω empastar ρ. σφραγίζω, επαλείφω
emboquillado ε. με φίλτρο empaste α. σφράγισμα, επάλειψη
émbolo α. έμβολο empatar ρ. ισοφαρίζω
embolsar ρ. τσεπώνω empate α. ισοφάριση
emborrachar ρ. μεθώ empecatado α./ θ. αμαρτωλός
emborronar ρ. μουντζουρώνω empedernir ρ. σκληραίνω
emboscada θ. ενέδρα empedernido ε. επίμονος, αδιόρθωτος
emboscarse ρ. ενεδρεύω empedrado α. λιθόστρωτο
embotado ε. αμβλύς empellar ρ. σκουντώ, σπρώχνω
embotellado ε. εμφιαλωμένος empeñado ε. δοσμένος ως ενέχυρο
embotellador α./θ. εμφιαλωτής empeñar ρ. ενεχυριάζω
embotellamiento α. εμφιάλωση, μποτιλιάρισμα empeñarse ρ. επιμένω υπερβολικά, εμμένω, χρεώνομαι
embotellar ρ. εμφιαλώνω, μποτιλιάρω empeño α. ενέχυρο, επιμονή, εμμονή
embozar ρ. κουκουλώνω, καλύπτω empeoramiento α. χειροτέρευση
embragar ρ. συμπλέκω empeorar ρ. χειροτερεύω
embrague α. συμπλέκτης empequeñecer ρ. μικραίνω
embravecer ρ. εξοργίζω emperador α. αυτοκράτορας
embrazar ρ. αγκαλιάζω emperatriz θ. αυτοκράτειρα
embrear ρ. πισσώνω empernar ρ. αμπαρώνω
embriagar ρ. μεθώ emperramiento α. ισχυρογνωμοσύνη
embriaguez θ. μεθύσι, μέθη emperrarse ρ. πεισμώνω
embrión α. έμβρυο empezar ρ. αρχίζω
embrionario ε. εμβρυακός empleado α. υπάλληλος
embrocación θ. εντριβή, μετάγγιση emplear ρ. χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω
embrollar ρ. περιπλέκω, μπερδεύω empleo α. χρήση, απασχόληση. εργασία
embrollo α. μπέρδεμα, μπλέξιμο emplomar ρ. επιμολυβδώνω
embrollón α./θ. ταραχοποιός empobrecer ρ. φτωχαίνω, πτωχεύω
embrujado ε. μαγεμένος, στοιχειωμένος empobrecimiento α. πτώχευση
embrujar ρ. μαγεύω, γοητεύω, θέλγω empollar ρ. κλωσώ, επωάζω, σπασικλιάζω
embrutecimiento α. αποκτήνωση empolvar ρ. πουδράρω, σκονίζω
embrutecer ρ. αποχαυνώνω emponzoñamiento α. δηλητηρίαση
embuste α. ψέμα emponzoñar ρ. δηλητηριάζω
embustero ε. ψεύτης empotrado ε. ενσωματωμένος, εντειχισμένος
embutidos α. αλλαντικά empotrar ρ. ενσωματώνω, εντειχίζω
embutir ρ. χώνω, γεμίζω empreñar ρ. γκαστρώνω
emergencia θ. κρίσιμη κατάσταση, κατάσταση ανάγκης emprendedor ε. δραστήριος, ρέκτης
emergente ε. προκύπτων emprender ρ. επιχειρώ
emerger ρ. αναδύομαι, βγαίνω empresa θ. επιχείρηση
emérito ε. επίτιμος empresario α. επιχειρηματίας
emigración θ. μετανάστευση, αποδημία empréstito α. δάνειο
emigrante α/θ. μεταναστης, μετανάστρία empujar ρ. σπρώχνω, ωθώ
emigrar ρ. μεταναστεύω, αποδημώ, ξενιτεύομαι empuje α. σπρώξιμο, ώθηση
eminencia θ. δίαπρέπουσα προσωπικότητα, υψηλότητα, ύψωμα empujón α. βίαιο σπρώξιμο, δυνατή ώθηση
eminente ε. διαπρεπής, εξέχων empuñar ρ. χουφτώνω, αδράχνω
emisario α. απεσταλμένος emulación θ. άμιλλα
emisión θ. εκπομπή, έκδοση emulador α./θ. αντίζηλος
emisor α. μεταδότης, αναμεταδότης émulo α./θ. αντίζηλος, ανταγωνιστής
emisora θ. ραδιοφωνικός σταθμός emulsión θ. γαλάκτωμα
emitir ρ. εκπέμπω, εκδίδω, διατυπώνω en πρ. σε, μέσα, εντός, επί
emoción θ. συγκίνηση enagua θ. μεσοφόρι
emocionado ε. συγκινημένος enaguar ρ. πλημμυρίζω
emocional ε. συγκινητικός enajenación θ. αλλοτρίωση, φρενοβλάβλεια, τρέλα, έκσταση
emocionante ε. συγκινητικός, συναρπαστικός enajenar ρ. μεταβιβάζω κυριότητα ή δικαιώματα
emocionar ρ. συγκινώ, συναρπάζω enaltecer ρ. επαινώ, δοξάζω
emotivo ε. ευσυγκίνητος, ευαίσθητος enamoradizo ε. ερωτιάρης
empacho α. δυσπεψία, βαρυστομαχιά enamorado ε. ερωτευμένος
empadronar ρ. γράφω στο δημοτολόγιο enamorarse ρ. ερωτεύομαι
empalagoso ε. υπερβολικά γλυκός enano α. νάνος
empalizada θ. φράχτης enardecer ρ. διεγείρω, εξάπτω
empalmar ρ. ενώνω, συνδέω enarenarse ρ. εξωκείλω
-55-
Ee
enastado ε. κερασφόρος encomiar ρ. εγκωμιάζω, επαινώ
encabezamiento α. επικεφαλίδα, προσφώνηση στην αρχή enconado ε, φλεγμονώδης, οδυνηρός
γράμματος encontrar ρ. βρίσκω, συναντώ
encabezar ρ. ηγούμαι καταλόγου, βάζω προσφώνιση οε γράμμα encontronado ε. διιστάμενος
encadenamiento α. αλυσοδέσιμο encorvado ε. κυρτωμένος, στραβός, επικλινής
encadenar ρ. αλυσοδένω, δεσμεύω encorvar ρ. κυρτώνω
encajadura θ. ένθεση, εσοχή encrespar ρ. κατσαρώνω, τρικυμίζω, εξοργίζω
encajar ρ. συναρμόζω, εφαρμόζω, ταιριάζω encrespado ε. κατσαρωμένος
encaje α. δαντέλα, εφαρμογή encrucijada θ. σταυροδρόμι
encajonar ρ. βάζω σε κασόνια, ανοίγω διώρυγα σε ποτάμι encuadernación θ. βιβλιοδεσία
encalar ρ. ασβεστώνω encuadernar ρ. βιβλιοδετώ
encallar ρ. προσαράζω, εξοκείλω encubrir ρ. καλύπτω, συγκαλύπτω
encalmado ε. υπήνεμος, στάσιμος encuentro α. συνάντηση
encalvecer ρ. φαλακραίνω encuesta θ. σφυγομέτρηση, γκάλοπ
encamar ρ. κρεβατώνω encumbramiento α. ανέγερση, ανύψωση, εγκωμιασμός, ανέγερση
encaminar ρ. δρομολογώ, καθοδηγώ encumbrar ρ. εξυψώνω, ανυψώνω
encandilar ρ. θαμπώνω, καταπλήσσω encurtido α. τουρσί
encanijado ε. αποδυναμωμένος, εξασθενημένος encharcado α. λιμνάζων, στάσιμος
encanijarse ρ. αποδυναμώνομαι, εξασθενώ enchufable ε. συνδεόμενος, συγχωνεύσιμος
encantado ε. γοητευμένος, μαγεμένος, ευχαριστημένος enchufar ρ. βάζω στην μπρίζα, συνδέω
encantador ε. γοητευτικός, μαγευτικός enchufe α. πρίζα
encantar ρ. γοητεύω, μαγεύω endeble ε. αδύναμος
encanto α. γοητεία, μαγεία endemoniado ε. δαιμονισμένος
encañado α. αγωγός enderezar ρ. ισιώνω, διευθετώ, σωφρονίζω
encañar ρ. διοχετεύω μέσω σωλήνων endeudado ε. χρεωμένος
encapuchado ε. κουκουλοφόρος endeudarse ρ. χρεώνομαι
encarar ρ. θέτω αντιμέτωπους, αντιμετωπίζω endurecimiento α. σκλήρυνση
encarnadino ε. κατακόκκινος endiablado ε. διαβολεμένος
encarnado ε. ενσαρκωμένος, ροδοκόκκινος endomingado ε. κοστουμαρισμένος
encarnizadamente επ. αιματηρά endosar ρ. οπισθογραφώ, φορτώνω
encarcelamiento α. φυλάκιση endulzar ρ. γλυκαίνω
encarcelar ρ. φυλακίζω endurecer ρ. σκληραίνω, σκληραγωγώ
encarecer ρ. ακριβαίνω, ζητώ ένθερμα enemigo α. εχθρός
encarecidamente επ. ένθερμα enemistad θ. εχθρότητα
encarecimiento α. θέρμη enemistarse ρ. γίνομαι εχθρός
encargado α. υπεύθυνος energético ε. ενεργητικός
encargar ρ. παραγγέλνω, εμπιστεύομαι energía θ. ενέργεια
encargarse ρ. αναλαμβάνω ευθύνη enérgico ε. ενεργητικός, δραστήριος
encargo α. παραγγελία Enero α. ο μήνας Ιανουάριος
encariñarse ρ. δένομαι συναισθηματικά enfadarse ρ. θυμώνω
encarnación θ. ενσάρκωση enfado α. θυμός
encarnar ρ. ενσαρκώνω enfangarse ρ. κηλιδώνομαι, λασπώνομαι
encarnizado ε. βίαιος, αιματηρός énfasis α. έμφαση
encauzar ρ. διοχετεύω, κατευθύνω enfático ε. εμφατικός
encelarse ρ. ζηλεύω enfatfzar ρ. δίνω έμφαση
encenagarse ρ. λασπώνομαι, διαφθείρομαι enfermar ρ. ασθενώ, αρρωσταίνω
encendedor α. αναπτήρας enfermedad θ. ασθένεια, αρρώστια
encender ρ. ανάβω enfermería θ. ιατρείο πρώτων βοηθειών
encendidamente επ. παθιασμένα enfermero α. νοσοκόμος
encendido α. ανάφλεξη, πυροδότηση, ανάφλεξη enfermizo ε. ασθενικός, αρρωστιάρης
encendido ε. αναμμένος, καιόμενος enfermo α/ε. ασθενής, άρρωστος
encerar ρ. στιλβώνω, κερώνω enflaquecer ρ. αδυνατίζω, ισχναίνω
encerradero α. μαντρί , στάνη , στρούγκα enflaquecido ε. αδύνατος, λεπτός
encerrar ρ. εγκλείω, περικλείνω enflaquecimiento α. αδυνάτισμα
encespedar ρ. διώχνω, ξαποστέλνω enfocar ρ. εστιάζω
encestar ρ. βάζω καλάθι στο μπάοκετ - μπωλ enfoque α. εστίαση, προσέγγιση
enclaustrar ρ. κλείνω σε μοναστήρι enfrascar ρ. εμφιαλώνω, εμβαθύνω
enclenque ε. ασθενικός, αρρωστιάρης enfrenar ρ. φρενάρω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ
encía θ. ούλο enfrentamiento α. αναμέτρηση
enciclopedia θ. εγκυκλοπαίδεια enfrentarse ρ. αντιμετωπίζω, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
enciclopédico ε. εγκυκλοπαιδικός enfrente επ. απέναντι
encierro α. κλείσιμο, κλεισούρα, απομόνωση enfriadero α. ψύκτης
encima επ. επάνω, από πάνω enfriamiento α. ψύξη, κρυολόγημα
encinta ε. έγκυος enfriar ρ. κρυώνω, ψυχραίνω
encoger ρ. μαζεύω, συστέλλω enfurecer ρ. εξοργίζω, αγριεύω
encogidamente επ. ντροπαλά, δειλά, μαζεμένα enfurruñarse ρ. θυμώνω
encogido ε. ντροπαλός, δειλός, μαζεμένος, συρρικνωμένος engaitar ρ. ξεγελώ, κοροϊδεύω
encojar ρ. κουτσαίνω, χωλαίνω engalanar ρ. στολίζω
encolar ρ. κολλώ enganche α. ακγίστρωση, γάντζωμα, κατάταξη στο στρατό
encolerizar ρ. εξοργίζω engañador α./θ, απατεώνας
encomendar ρ. αναθέτω, εμπιστεύομαι engañador ε. παραπλανητικός, απατηλός
-56-
Ee
enganchar ρ. αγκιστρώνω, ζεύω enrarecer ρ. αραιώνω, καθιστώ σπάνιο
engañar ρ. εξαπατώ, ξεγελώ, πλανώ enrarecido ε. αραιωμένος, λιγοστευμένος
engañifa θ. ξεγέλασμα, κοροϊδία enrarecimiento α. αραίωση
engaño α. απάτη, πλάνη enrasar ρ. ισοπεδώνω
engañoso ε. απατηλός enredadera θ. αναρριχητικό φυτό
engatusar ρ. καλοπιάνω enraizar ρ. ριζώνω
engendrar ρ. αναπαράγω, προκαλώ enredar ρ. μπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω
engendro α. έκτρωμα enredo α. μπλέξιμο, περιπλοκή, μπερδεμένη μάζα
englobar ρ. εμπεριέχω enrejado α. κιγκλίδωμα, διχτυωτό
engolfarse ρ. αναμιγνύομαι enrevesado ε. περιπλεγμένος, περίπλοκος
engolosinar ρ. δελεάζω enriquecer ρ. πλουτίζω
engolletarse ρ. παριστάνω το σπουδαίο enristrar ρ. αρμαθιάζω, διευθετώ
engorde α. πάχυνση enrizar ρ. κατσαρώνω, σγουρώνω
engorro α. ενόχληση enrojecer ρ. κοκκινίζω
engorroso ε. ενοχλητικός enrojecimiento α. κοκκίνισμα
engranar ρ. συμπλέκω γρανάζι enrolar ρ. εγγράφω, κατατάσοω
engordar ρ. παχαίνω, χοντραίνω enrollar ρ. τυλίγω
engrandecer ρ. μεγαλοποιώ, μεγαλώνω enronquecerse ρ. βραχνιάζω
engrasación θ. λίπανση enronquecimiento α. βράχνιασμα
engrasador α./ θ. λιπαντής, γρασαδόρος enroque α. βραχνάδα
engrasamiento α. γρασάρισμα enroscar ρ. βιδώνω
engrasar ρ. λιπαίνω, γρασάρω ensalada θ. σαλάτα
engreído ε. αλαζόνας, υπερόπτης ensalmar ρ. θεραπεύω με ξόρκια ή μάγια
engreimiento α. αλαζονεία, ξιπασιά ensalzar ρ. εξαίρω, επαινώ,
engrillar ρ. φυλακίζω, βάζω κάγκελα ensamblador α. εφαρμοστής
engrosamiento α. διόγκωση ensambladura θ. συναρμολόγηση
engrosar ρ. πληθαίνω ensamblar ρ. συναρμολογώ, μοντάρω
engrudo α. αλευρόκολλα ensanchar ρ. πλαταίνω, φαρδαίνω
engullir ρ. καταπίνω, καταβροχθίζω ensangrentado ε. ματωμένος
enhebrar ρ. περνάω κλωστή στη βελόνα, βελονιάζω ensangrentar ρ. ματώνω
enhorabuena θ. συγχαρητήρια ensartar ρ. περνώ χάντρες, σουβλίζω
enigma α. αίνιγμα ensayar ρ. δοκιμάζω, κάνω πρόβα
enigmático ε. αινιγματικός ensayo α. πρόβα, δοκιμή, δοκίμιο
enjabonado ε. με σαπούνι enseña θ. έμβλημα, διακριτικό
enjabonadura θ. σαπουνάδα enseñado ε. μορφωμένος
enjabonar ρ. σαπουνίζω enseñanza θ. διδασκαλία, εκπαίδευση
enjambre α. σμήνος, κοπάδι enseñar ρ. δείχνω, μαθαίνω, διδάσκω, εκπαιδεύω
enjuague α. ξέβγαλμα , ξέπλυμα ensillar ρ. σελλώνω
enjaular ρ. κλείνω σε κλουβί, εγκλωβίζω, εγκλείω ensimismarse ρ. βυθίζομαι στις σκέψεις μου, αφαιρούμαι
enjuagar ρ. ξεπλύνω, ξεβγάζω ensoberbecerse ρ. περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι
enjuiciar ρ. κρίνω, δικάζω ensoñador α./θ. ονειροπόλος
enjuto ε. ισχνός, λιπόσαρκος ensoñar ρ. ονειροπολώ
enlace α. σύνδεση, σύνδεσμος, δέσμευση ensordecedor ε. εκκωφαντικός
enlatar ρ. κονσερβοποιώ ensordecer ρ. κουφαίνω
enlazar ρ. συνδέω, συσχετίζω ensuciamiento α. λέρωμα
enloquecer ρ. τρελαίνω, ξετρελαίνω ensuciar ρ. ρυπαίνω, λερώνω
enloquecimiento α. τρέλα ensueño α. όνειρο
enlosado α./ε. λιθόστρωτος entablar ρ. αρχίζω, στήνω
enlucido ε. σοβάτισμα, στίλβωμα entablillar ρ. τοποθετώ νάρθηκα
enlucir ρ. σοβατίζω, στιλβώνω entarimado α, παρκέ πάτωμα
enlutar ρ. πενθηφορώ, μελανειμονώ ente α. ύπαρξη, ον
enmarañar ρ. μπερδεύω, μπλέκω enteco ε. φιλάσθενος, αδύναμος
enmascarar ρ. μασκαρεύω, μεταμφιέζω entender ρ. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατέχω
enmendación θ. τροποποίηση entendido ε. ειδήμονας, γνώστης, επαΐων
enmendar ρ. διορθώνω, τροποποιώ entendimiento α. κρίση, νοημοσύνη
enmienda θ. διόρθωση, τροποποίηση entenebrecer ρ. συσκοτίζω
enmohecerse ρ. μουχλιάζω, σκουριάζω enterado ε. πληροφορημένος, γνώστης
enmohecido ε. μουχλιασμένος, σκουριασμένος enterarse ρ. πληροφορούμαι, μαθαίνω, καταλαβαίνω λαμβάνω
enmohecímiento α. μούχλιασμα, σκούριασμα γνώση
enmudecer ρ. μουγκαίνομαι. σιωπώ entereza θ. ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, αταραξία
ennegrecer ρ. μαυρίζω enternecedor ε. συγκινητικός, τρυφερός
ennoblecer ρ. εξευγενίζω enternecer ρ. τρυφεραίνω, συγκινώ
ennoblecimiento α. εξευγενισμός enternecimiento α. συγκίνηση
enojada θ. οργή, μανία, ζοχάδα entero ε. ολόκληρος, πλήρης, ακέραιος
enojadizo ε. ευερέθιστος enterrador α. νεκροθάφτης
enojar ρ. θυμώνω enterrar ρ. θάβω, ενταφιάζω
enojo α. θυμός entibiar ρ. κατευνάζω, χλιαραίνω
enorgullecerse ρ. περηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω entidad θ. ον, οντότητα, εταιρία
enorme ε. τεράστιος, υπερμεγέθης entierro α. κηδεία, ενταφιασμός
enormidad θ. το πελώριο, τερατούργημα entonación θ. διακύμανση της φωνής, χροιά της φωνής, τονικότητα
enrabiar ρ. εξαγριώνω, οργίζω
-57-
Ee
entonar ρ. ψάλλω, εναρμονίζομαι, τονώνω enyesar ρ. γυψώνω
entonces επ. τότε, λοιπόν epidemia θ. επιδημία
entornado ε. μισόκλειστος, μισάνοιχτος epilepsia θ. επιληψία
entornar ρ. μισόκλείνω epílogo α. επίλογος
entorno α. περιβάλλον, περίγυρος episodio α. επεισόδιο, συμβάν
entorpecer ρ. εμποδίζω, δυσκολεύω, παραλύω epístola θ. επιστολή
entrada θ. είσοδος, εισιτήριο epitafio α. επιτάφιος
entrampar ρ. παγιδεύω, καταχρεώνω época θ. εποχή
entrante ε. εισερχόμενος equidad θ. ισότητα, δικαιοσύνη
entrañable ε. στενός, αγαπητός, αγαπημένος equidistar ρ. ισαπέχω
entrañas θ/πλ. εντόσθια, σπλάχνα, έγκατα equilátero ε. ισόπλευρος
entrar ρ. εισέρχομαι, μπαίνω, εισβάλλω equilibrado ε. ισορροπημένος
entre πρ. ανάμεσα, μεταξύ equilibrar ρ. ισορροπώ
entreabierto ε. μισάνοιχτος equilibrio α. ισορροπία
entreabrir ρ. μισανοίγω equilibrista α/ θ. ισορροπιστής, ισορροπίστρια
entreacto α. μεσοδιάστημα, το μεταξύ equino ε. αχινός
entrecejo α. κενό ανάμεσα στα φρύδια equino ε. ιππικός
entrecortado ε. διακεκομμένος equinoccio α. ισημερία
entredicho α. αμφισβήτηση equipaje α. αποσκευές
entrega θ. παράδοση, απονομή, αφοσίωση equipar ρ. εφοδιάζω, αρματώνω
entregar ρ. παραδίδω equiparable ε. συγκρίσημος
entrelazar ρ. πλέκω equiparar ρ. παραβάλλω, συγκρίνω
entremedias επ. ανάμεσα equipo α. ομάδα, εφοδιασμός, αρμάτωμα, εφόδια
entremés α. ορεκτικό, μονόπρακτο equitación θ. ιππασία
entremeter ρ. παρεμβάλλω equitativo ε. δίκαιος
entremezclar ρ. αναμιγνύω, ανακατώνω equivalencia θ. ισοδυναμία, ισοτιμία
entrenador α. προπονητής equivalente ε. ισοδύναμος, ισότιμος
entrenamiento α. προπόνηση, προγύμναση equivaler ρ. ισοδυναμώ
entrenar ρ. προπονώ, προγυμνάζω equivocación θ. λάθος, σφάλμα
entreoír ρ. μισακούω equivocarse ρ. λαθεύω, σφάλλω
entrepierna θ. καβάλος equívoco α. δισήμαντη λέξη, διφορούμενη έκφραση
entresacar ρ. επιλέγω, ξεδιαλέγω era θ. εποχή, αλώνι
entresuelo α. ημιόροφος erección θ. ανέγερση, στήση, κάβλα
entretanto επ. εντωμεταξύ, στο μεταξύ erecto ε. στητός, ανορθωμένος, καβλωμένος
entretener ρ. διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, απασχολώ erguir ρ. ανυψώνω, ορθώνω, στήνω, καβλώνω
entretenimiento α. διασκέδαση, ψυχαγωγία erigir ρ. ανεγείρω, ανυψώνω
entrever ρ. διαβλέπω, προβλέπω erizo α. σκαντζόχοιρος, αχινός
entrevista θ. συνέντευξη ermita θ. ερημητήριο
entrevistar ρ. παίρνω συνέντευξη ermitaño ε. ερημίτης, ασκητής
entristecer ρ. θλίβω, λυπώ erosión θ. διάβρωση
entrometerse ρ. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι erótico ε. ερωτικός
entrometido ε. αδιάκριτος errabundo ε. περιπλανώμενος
entroncar ρ. τέμνομαι, συγγενεύω erradicar ρ. ξεριζώνω, εξαλείφω
entumecerse ρ. μουδιάζω errante ε. περιπλανώμενος
enturbiar ρ. θολώνω errar ρ. σφάλλω, περιπλανιέμαι
entusiasmar ρ. ενθουσιάζω errata θ. τυπογραφικό λάθος
entusiasmo α. ενθουσιασμός erróneo ε. σφαλμένος, λανθασμένος
entusiasta ε. ενθουσιώδης error α. λάθος, σφάλμα
enumeración θ. απαρίθμηση eructar ρ. ρεύομαι
enumerar ρ. απαριθμώ eructo α. ρέψιμο
enunciación θ. διακήρυξη, διατύπωση erudito ε. λόγιος, πολυμαθής
enunciado α. διατύπωση erupción θ. έκρηξη
enunciar ρ. διατυπώνω esbelto ε. λεπτός, αδύνατος
envalentonar ρ. ενθαρρύνω, εμψυχώνω esbozar ρ. προσχεδιάζω, σκιαγραφώ
envasar ρ. εμφιαλώνω esbozo α. προσχέδιο, περίγραμμα, σκιαγράφημα
envejecer ρ. γερνώ escabeche α. άλμη, τουρσί
envenenamiento α. δηλητηρίαση, φαρμάκωμα escabrosidad θ. εδαφική τραχύτητα ή ανωμαλία
envenenar ρ. δηλητηριάζω, φαρμακώνω escabroso ε. τραχύς, ανώμαλος, δυσχερής
enverdecer ρ. πρασινίζω escabullirse ρ. διαφεύγω, ξεγλιστρώ
enviado ε. απεσταλμένος escala θ. κλίμακα, σκάλα
enviar ρ. στέλνω, αποστέλνω escalación θ. κλιμάκωση
envidia θ. ζήλια, φθόνος escalafón α. ιεραρχία, κλίμακα
envidiable ε. αξιοζήλευτος escalar ρ. ορειβατώ, σκαρφαλώνω
envidiar ρ. ζηλεύω, φθονώ escalera θ. σκάλα
envidioso ε. ζηλιάρης, φθονερός escalofriante ε. ανατριχιαστικός
envilecer ρ. εξευτελίζω, υποτιμώ escalofrío α. ανατριχίλα, ρίγος
envío α. αποστολή escalón α. σκαλοπάτι
enviudar ρ. χηρεύω escama θ. λέπι
envoltura θ. περιτύλιγμα escamar ρ. δισπιστώ, απολεπίζω
envolver ρ. περιτυλίγω escamotear ρ. εξαφανίζω, σουφρώνω
envolvimiento α. ανάμιξη, περικύκλωση, απόκρυψη, τύλιγμα escampar ρ. σταματά να βρέχει
-58-
Ee
escandalizar ρ. σκανδαλίζω escuadrilla θ. στολίσκος, μοίρα, σμήνος
escándalo α. σκάνδαλο escuadrón α. ίλη
escandaloso ε. σκανδαλώδης, σκανδαλιστικός escualidez θ. ρυπαρότητα
escantillón α. αχνάρι, χνάρι , ίχνος escuálido ε. λιπόσαρκος
escaño α. έδρα escuchar ρ. ακούω
escapar ρ. δραπετεύω, διαφεύγω escudero α. υπηρέτης
escaparate α. βιτρίνα escudo α. ασπίδα, οικόσημο
escapatoria θ. διαφυγή, διέξοδος escudriñar ρ. εξονυχίζω, εξετάζω προσεχτικά
escape α. διαρροή escuela θ. σχολείο
escápula θ. ωμοπλάτη escueto ε. λιτός, απέριττος
escarabajear ρ. ανησυχώ esculpir ρ. γλύφω, λαξεύω, σκαλίζω
escarabajo α. σκαραβαίος escultor α. γλύπτης
escaramuza θ. διαμάχη, αψιμαχία escultura θ. γλυπτική, γλυπτό
escarbadientes α. οδοντογλυφίδα escupir ρ. φτύνω
escarbar ρ. σκαλίζω escurridizo ε. γλιστερός, ολισθηρός
escarcha θ. πάχνη escurridor α. στραγγιστήρι
escardar ρ. σκαλίζω, τσαπίζω escurrir ρ. στραγγίζω
escardillo α. σκαλιστήρι , τσαπί esdrújulo α. η λέξη που τονίζεται στην προπαραλήγουσα
escarmentar ρ. παραδειγματίζομαι ese ε. αυτός, εκείνος
escarmiento α. μάθημα, παραδειγματική τιμωρία ése αντ. αυτός, εκείνος
escarnecer ρ. γελοιοποιώ esencia θ. ουσία, απόσταγμα
escarpado ε. απόκρημνος, απότομος esencial ε. ουσιώδης, κύριος
escasear ρ. ελλείπω esfera θ. σφαίρα
escasez θ. έλλειψη, ανεπάρκεια, φτώχεια esférico ε. σφαιρικός
escaso ε. ελάχιστος, λιγοστός esfinge θ. σφίγγα
escatimar ρ. τσιγκουνεύομαι, φειδωλεύομαι esforzar ρ. ενδυναμώνω, ενθαρρύνω
escena θ. σκηνή esforzarse ρ. κοπιάζω, καταβάλλω προσπάθειες
escenario α. σκηνή esfuerzo α. κόπος, προσπάθεια
escénico ε. σκηνικός esfumarse ρ. εξαφανίζομαι, γίνομαι καπνός
escenografía θ. σκηνογραφία esgrima α. ξιφομαχία
escepticismo α. σκεπτικισμός esgrimidor α./θ. ξιφομάχος
escéptico α. σκεπτικιστής esguince α. διάστρεμμα
esclarecer ρ. διευκρινίζω, διασαφηνίζω eslabón α. κρίκος, κρικέλι
esclarecimiento α. διευκρίνηση, διαφώτιση, ξεκαθάρισμα eslabonar ρ. συνδέω
esclavitud θ. σκλαβιά, δουλεία esmalte α. σμάλτο
esclavizar ρ. σκλαβώνω esmeralda θ. σμαράγδι
esclavo α. σκλάβος, δούλος esmerarse ρ. επιμελούμαι, εξασκώ μεγάλη προσοχή
esclusa θ. υδατοφράκτης esmero α. μεγάλη προσοχή
escoba θ. σκούπα eso αντ. αυτό, εκείνο
escocer ρ. τσούζω, πληγώνω espabilado ε. ζωντανός, ξύπνιος
escocerse ρ. συγκαίομαι espabilar ρ. ζωντανεύω, ξυπνώ
escoger ρ. εκλέγω, διαλέγω espacial ε. διαστημικός
escolar α. σκολιαρούδι, μαθητούδι, μαθητής espacio α. διάστημα, κενό, χώρος
escolar ε. μαθητικός, σχολικός espacioso ε. ευρύς, ευρύχωρος
escolaridad θ. μαθητεία, φοίτηση espada θ. ξίφος
escolopendra θ. σαρανταποδαρούσα espalda θ. πλάτη, ράχη, πίσω μέρος
escollera θ. κυματοθραύστης espantajo α. σκιάχτρο, φόβητρο
escolta θ. συνοδεία, ακολουθία, συνοδός espantapájaros α. σκιάχτρο
escoltar ρ. συνοδεύω espantar ρ. σκιάζω, φοβίζω, τρομάζω
escollo α. σκόπελος, ύφαλος espanto α. σκιάξιμο, φόβος, τρόμος, φάντασμα
escombros α. συντρίμμια, ερείπια espantoso ε. φοβερός, τρομερός
esconder ρ. κρύβω español ε. ισπανικός
escondite α. κρυψώνα, κρυφτό esparadrapo α. τσιρότο
escondrijo α. κρυψώνας, κρησφύγετο esparcido ε. απλωμένος, χωρίς συνοχή, σκόρπιος
escopeta θ. κυνηγετικό όπλο, ντουφέκι esparcir ρ. διασκορπίζω, διαδίδω
escoplear ρ. σμιλεύω espárrago α. σπαράγγι
escoplo α. σμίλη esparto α. σπάρτο
escorpión α. σκορπιός espasmo α. σπασμός
escote α. ντεκολτέ espasmódico ε. σπασμωδικός
escozor ρ. τσούξιμο especia θ. μπαχαρικό, καρύκευμα
escribiente α. γραφέας especial ε. ειδικός
escribir ρ. γράφω especialidad θ. ειδικότητα
escrito α. έγγραφο, γραφή, κείμενο especialista α/ θ. ειδικός
escritor α. συγγραφέας especializarse ρ. ειδικεύομαι, εξειδικεύομαι
escritorio α. γραφείο especialmente επ. ειδικά
escritura θ. γραφή, γράψιμο, συμβόλαιο especie θ. είδος
escrúpulo α. ενδοιασμός especificar ρ. προσδιορίζω, καθορίζω
escrupuloso ε. ευσυνείδητος, σχολαστικός especificación θ. προσδιορισμός, προδιαγραφή, εξειδίκευση
escrutar ρ. εξετάζω, εξονυχίζω específico ε. ειδικός
escrutinio α. καταμέτρηση ψήφων espécimen α. αντιπροσωπευτικό δείγμα
escuadra θ. τρίγωνο, μοίρα, στόλος especulador α./θ. καιροσκόπος
-59-
Ee
espectacular ε. θεαματικός esquirol α. απεργοσπάστης
espectáculo α. θέαμα, παράσταση esquivez θ. ντροπαλότητα, συστολή
espectador α. θεατής esquivar ρ. αποφεύγω, υπεκφεύγω
espectro α. φάσμα, φάντασμα esquivo ε. ακατάδεχτος, περιφρονητικός
especulación θ. κερδοσκοπία esquizofrenia θ. σχιζοφρένεια
especular ρ. κερδοσκοπώ esquizofrénico ε. σχιζοφρενής
espejismo α. αντικατοπτρισμός, πλάνη esquizoide ε. σχιζοειδής
espejo α. καθρέφτης, κάτοπτρο estabilización θ. σταθεροποίηση
espeluznante ε. τρομακτικός, εκφοβιστικός estabilizar ρ. σταθεροποιώ, εδραιώνω, στερεώνω
espera (εσπέρα) θ. αναμονή, προσδοκία estabilidad θ. σταθερότητα, ευστάθεια
esperanza θ. ελπίδα, προσδοκία estable ε. σταθερός, ευσταθής
esperar ρ. ελπίζω, περιμένω, προσδοκώ establecer ρ. εγκαθιστώ, καθιερώνω, συσταίνω
esperma α. σπέρμα establecerse ρ. εγκαθίσταμαι
esperpento α. γελοίο θέαμα establecimiento α. εγκατάσταση, καθιέρωση, ίδρυμα, κατάστημα
espesar ρ. πήζω establo α. σταύλος
espeso ε. πηχτός estaca θ. παλούκι, πάσσαλος
espesor α. πάχος estacada θ. πασσαλοφράχτης
espesura θ. πυκνή βλάστηση, πηκτικότητα estación θ. σταθμός, εποχή
espía α/θ. κατάσκοπος, σπιούνος estacional ε. εποχιακός
espiar ρ. κατασκοπεύω estacionamiento α. στάθμευση, χώρος στάθμευσης
espina θ. αγκάθι, αγκίδα, κόκαλο ψαριού estacionar ρ. σταθμεύω
espinazo α. ραχοκοκκαλιά estacionario ε. στάσιμος
espinaca θ. σπανάκι estadía θ. διαμονή
espinilla θ. καλάμι, σπυράκι, μπιμπίκι estadio α. στάδιο
espinillera θ. περικνημίδα estadista α/θ. πολιτικός ηγέτης
espinoso ε. ακανθώδης estadística θ. στατιστική
espionaje α. κατασκοπεία estadístico ε. στατιστικός
espiral ε. σπειροειδής, σπιράλ estado α. κατάσταση, πολιτεία, κράτος, δημόσιο
espirar ρ. εκπνέω Estados Unidos α./πλ. Ηνωμένες Πολιτείες
espiritismo α. πνευματισμός estadunidense ε. των Ηνωμένων Πολιτειών
espiritista α/θ. πνευματιστής, πνευματίστρια estafa θ. εξαπάτηση, ξεγέλαομα
espíritu α. πνεύμα estafador α. απατεώνας
espiritual ε. πνευματικός, πνευματώδης estafar ρ. εξαπατώ, ξεγελώ
espiritualidad θ. πνευματικότητα estafeta θ. τοπικό ταχυδρομείο
espléndido ε. λαμπρός, μεγαλοπρεπής, υπέροχος, γενναιόδωρος estafetero α. ταχυδρομικός
esplendidez θ. μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα estalactita θ. σταλακτίτης
esplendor α. λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, ακμή estalagmita θ. σταλαγμίτης
espolear ρ. σπηρουνίζω, παροτρύνω, προτρέπω estalladura θ. σκάσιμο λάστιχου, έκρηξη ηφαιστείου
espolvorear ρ. πασπαλίζω estallar ρ. ξεσπώ, εκρήγνυμαι, σκάζω
esponja θ. σφουγγάρι estallido α. έκρηξη, ξέσπασμα, εκδήλωση, κρότος
esponjoso ε. σπογγώδης estambrar ρ. στημωνιάζω
esponsales α.πλ. αρραβώνας, λόγος ή υπόσχεση γάμου estampa θ. εικόνα, εμφάνιση
espontaneamente επ. αυθόρμητα estampado ε. εμπριμέ, σταμπαρισμένος
espontaneidad θ. αυθορμητισμός estampar ρ. σταμπάρω, αποτυπώνω
espontáneo ε. αυθόρμητος estampida θ. πάταγος, ποδοκρότημα
esporádico ε. σποραδικός estampido ε. βρόντος
esportillo α. καλάθι estampilla θ. σφραγίδα
esposa θ. σύζυγος, χειροπέδη estampillado ε. σφραγισμένος
esposar ρ. χειροπεδώ estampillar ρ. σφραγίζω
esposas θ/πλ. χειροπέδες estancado ε. στάσιμος, λιμνάζων
esposo α. σύζυγος estancamiento α. στασιμότητα, λίμνασμα
espuela θ. σπηρούνι estancar ρ. συγκρατώ, καθυστερώ, μονοπωλώ
espuma θ. αφρός estancarse ρ. λιμνάζω, αποτελματώνομαι
espurio ε. νόθος, κίβδηλος, κάλπικος estancia θ. διαμονή, παραμονή, δωμάτιο
esputar ρ. φτύνω estanco α. καπνοπωλείο
esputo α. φτύμα estándar ε. στάνταρ, σταθερός, τυποποιημένος
esqueje α. μόσχευμα estandarización θ. τυποποίηση, σταθεροποίηση
esquelético ε. σκελετώδης estandarizar ρ. τυποποιώ, σταθεροποιώ
esqueleto α. σκελετός estandarte α. λάβαρο, σημαία
esquema α. σχήμα estanque α. δεξαμενή, λιμνούλα
esquemático ε. σχηματικός estanquero α. καπνοπώλης
esqui α. χιονοπέδιλο, σκι estante α. ράφι
esquiador α./θ. σκιέρ estantería θ. κατασκευή από ράφια
esquiar ρ. κάνω σκι estaño α. κασσίτερος
esquife α. ακάφος σκιφ estar ρ. είμαι, βρίσκομαι
esquila θ. κούρεμα προβάτων, καμπανάκι estarcido ε. αχνάρι, αποτύπωμα
esquilar ρ. κουρεύω estatal ε. κρατικός, δημόσιος
esquilmar ρ. θερίζω, εξαντλώ πόρους estático ε. στατικός
esquina θ. γωνία, κόχη estatua θ. άγαλμα
esquinar ρ. γωνιάζω, στριμώχνω στη γωνία estatuario ε. αγαλμάτινος
esquirla θ. θραύσμα, σχίζα estatura θ. ανάστημα, μπόι
-60-
Ee
estatus α. κοινωνική θέοη estrechar ρ. στενεύω, σφίγγω
estatuto α. καταστατικό estrechez θ. ανέχεια
este α. ανατολή estrecho ε. στενός, στενόχωρος
este ε. αυτός estrella θ. αστέρι, άστρο
éste αντ. αυτός estrellado ε. αστεροειδής, έναστρος
estela θ. απόνερα, ίχνος, αχνάρι, ουρά estrellamar ρ. αστερίας
estelar ε. αστρικός estrellar ρ. σπάζω, συντρίβω
estentóreo ε. στεντόρειος estrellarse ρ. συγκρούομαι, κομματιάζομαι
estepa θ. στέπα estréllate α. καλλιτεχνικό στερέωμα
estera θ. χαλάκι, ταπέτο estremecerse ρ. τρέμω, ταράζομαι
estercolar ρ. ρίχνω λίπασμα, κοπρίζω estremecimiento α. τρεμούλα, ανατριχίλα
estercolero α. σωρός κοπριάς estrenar ρ. χρησιμοποιώ κάτι για πρώτη φορά, εγκαινιάζω
estéril ε. στείρος, άγονος, άκαρπος, αποστειρωμένος estreno α. πρεμιέρα
esterilidad θ. στειρότητα, ακαρπία estreñido ε. δυσκοίλιος
esterilización θ. αποστείρωση, στείρωση estreñimiento α. δυσκοιλιότητα
esterilizar ρ. αποστειρώνω, στειρώνω estreñir ρ. προξενώ δυσκοιλιότητα
esternón α. στέρνο estrépito α. πάταγος, οχλοβοή
estertor α. ρόγχος, ψυχορράγημα estrepitoso ε. παταγώδης, θορυβώδης
estética θ. αισθητική estrés α. άγχος, στρες
estético ε. αισθητικός estría θ. ραγάδα, ράγισμα, ράβδωση
estetoscopio α. στηθοσκόπιο estriado ε. ραβδωτός, πτυχωτός, αυλακωτός
estevado ε. στραβοπόδης, στραβοκάνης estriar ρ. αυλακώνω, κάνω ραυδώσεις
estiércol α. κοπριά estribar ρ. στηρίζομαι, βασίζομαι
estigma α. στίγμα estribillo α. ρεφρέν, επωδός
estilete α. στιλέτο, εγχειρίδιο estribo α. αναβολέας
estilo α. στιλ, ρυθμός, στύλος, ύφος, τρόπος estribor α. δεξιά πλευρά του πλοίου
estima θ. υπόληψη estrictamente επ. αυστηρά, ακριβώς
estimable ε. υπολογίσημος, αξιότιμος estricto ε. αυστηρός, ακριβής
estimación θ. εκτίμηση, κρίση estridente ε. οξύς, διαπεραστικός
estimado ε. αξιότιμος estro α. οίστρος
estimar ρ. εκτιμώ, θεωρώ estrofa θ. στροφή
estimulante ε. διεγερτικός, παροτρυντικός estropear ρ. χαλώ
estimular ρ. διεγείρω, κεντρίζω, παροτρύνω estructura θ. κατασκευή, δομή, οικοδόμημα
estimulo α. ερέθισμα, παρότρυνση estructural ε. δομικός, οικοδομικός
estío α. θέρος, καλοκαίρι estruendo α. πάταγος, εκκωφαντικός θόρυβος
estipendio α. μισθός estruendoso ε. θορυβώδης
estipulación θ. όρος estrujar ρ. στίβω
estipular ρ. ορίζω ρητώς estuario α. εκβολή ποταμού
estirar ρ. εκτείνω, τεντώνω estuche α. θήκη
estirón α. απότομη ανάπτυξη estudiado ε. εσκεμμένος, προμελετημένος
estirpe θ. καταγωγή estudiantado α. φοιτητόκοσμος
estival ε. θερινός, καλοκαιρινός estudiante α/θ. φοιτητής, φοιτήτρια, σπουδαστής, σπουδάστρια
estocada θ. μαχαιριά, μαχαίρωμα estudiar ρ. σπουδάζω, μελετώ, φοιτώ
estofa θ. ποιότητα, στόφα estudio α. σπουδή, μελέτη, στούντιο
estofado α. στιφάδο estudioso ε. μελετηρός, φιλομαθής
estofado ε. μαγειρευτός estufa θ. θερμάστρα, κλίβανος, θερμοκήπιο
estoicismo α. στωικότητα estupefacción θ. κατάπληξη
estoico ε. στωικός, απαθής, ατάραχος, καρτερικός estupefaciente ε. παραισθησιογόνος
estomacal ε. στομαχικός estupefacto ε. κατάπληκτος, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος
estómago α. στομάχι estupendamente επ. θαυμάσια, καταπληκτικά
estoque α. σπάθα, γλαδιόλα estupendo ε. θαυμάσιος, καταπληκτικός
estorbar ρ. εμποδίζω, παρεμποδίζω, ενοχλώ estupidez θ. ηλιθιότητα
estorbo α. εμπόδιο, ενόχληση estúpido ε. ηλίθιος, ψηλομύτης
estornudar ρ. φτερνίζομαι estupor α. κατάπληξη
estornudo α. φτέρνισμα estuprar ρ. βιάζω
estrado α. έδρα, βήμα, βάθρο estupro α. βιασμός
estrafalario ε. εκκεντρικός, ατημέλητος etapa θ. φάση, στάδιο
estragar ρ. ερειπώνω, διαφθείρω éter α. αιθέρας
estragos α/πλ. καταστροφές, μεγάλες ζημιές eternidad θ. αιωνιότητα
estrangulación θ. στραγγαλισμός eternizar ρ. διαιωνίζω
estrangulador α. στραγγαλιστής eterno ε. αιώνιος, ατελείωτος
estrangulamiento α. στένωση, στραγγαλισμός ética θ. ηθική
estrangular ρ. στραγγαλίζω ético ε. ηθικός
estraperlista α./θ. μαυραγορίτης etimología θ. ετυμολογία
estraperlo α. μαύρη αγορά etiqueta θ. εθιμοτυπία, ετικέτα
estratagema θ. στρατήγημα eucalipto α. ευκάλυπτος
estrategia θ. στρατηγική eufemismo α. ευφημισμός
estratégico ε. στρατηγικός euforia θ. ευφορία
estratificación θ. στρωμάτωση europeo ε. ευρωπαϊκός
estratificar ρ. στρωματώνω éuscaro α. Βάσκος
estrato α. στρώμα éuscaro ε. βάσκικος
-61-
Ee
eutanasia θ. ευθανασία exclamación θ. αναφώνημα, επιφώνημα
evacuación θ. εκκένωση, αφόδευση, χέσιμο exclamar ρ. αναφωνώ
evacuar ρ. εκκενώνω, αφοδεύω excluir ρ. αποκλείω, εξαιρώ
evadir ρ. αποφεύγω, ξεφεύγω exclusión θ. αποκλεισμός, εξαίρεση
evadirse ρ. δραπετεύω, διαφεύγω, ξεφεύγω exclusiva θ. αποκλειστικότητα
evaluación θ. αξιολόγηση, αποτίμηση exclusive επ. αποκλειστικά
evaluar ρ. εκτιμώ exclusive πρ. μη συμπεριλαμβανομένου
evangelio α, ευαγγέλιο exclusividad θ. αποκλειστικότητα
evangelista α. ευαγγελιστής exclusivo ε. αποκλειστικός
evaporación θ. εξάτμιση excomulgar ρ. αφορίζω
evaporar ρ. εξατμίζω excoriar ρ. ξεγδέρνω, εκδέρω
evaporizar ρ. εξατμίζω excreción θ. έκκριση
evasión θ. δραπέτευση, διαφυγή excremento α. περίττωμα, κόπρος, σκατό
evasiva θ. υπεκφυγή excretar ρ. εκκρίνω
evasivo ε. με υπεκφυγές excursión θ. εκδρομή
evasor α. δραπέτης, φυγάς excusa θ. δικαιολογία, npóφαση
evento α. γεγονός, συμβάν excusar ρ. δικαιολογώ
eventual ε. ενδεχόμενος execrar ρ. απεχθάνομαι
eventualidad θ. ενδεχόμενο exención θ. εξαίρεση
evidencia θ. βεβαιότητα, το προφανές exequias θ.πλ. νεκρώσιμη τελετή ή ακολουθία
evidente ε. προφανής, καταφανής, πρόδηλος, φανερός exfoliación θ. αποφολίδωση
evidentemente επ. προφανώς, φανερά exento ε. απαλλαγμένος, ελεύθερος
evitable ε. αποτρέψιμος exhalación θ. αναθυμίαση, απόπνοια
evitación θ. αποτροπή exhalar ρ. αναδίδω, αναθυμιάζω, αποπνέω
evitar ρ. αποφεύγω, εμποδίζω exhaustivo ε. εξαντλητικός
evocación θ. επίκληση, αναπόληση exhausto ε. εξαντλημένος, κατάκοπος
evocar ρ. ξαναφέρνω στο νου, ανακαλώ exhibición θ. επίδειξη
evolución θ. εξέλιξη exhibicionista α/θ. επιδειξίας
evolucionar ρ. εξελίσσομαι exhibir ρ. επιδεικνύω
evolucionismo ε. η εξελικτική θεωρία exhortación θ. παραίνεοη
exacción θ. απαίτηση, αξίωση exhortar ρ. παραινώ
exactitud θ. ακρίβεια exhumar ρ. ξεθάβω
exactamente επ. ακριβώς, σωστά exigencia θ. απαίτηση
exacto ε. ακριβής, σωστός, αληθινός exigente ε. απαιτητικός
exageración θ. υπερβολή, μεγαλοποίηση exigir ρ. απαιτώ
exagerado ε. υπερβολικός exigüidad θ. μικροσκοπικότητα
exagerar ρ. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ exiguo ε. ελάχιστος, ολίγιστος
exaltación θ. έξαρση, ύψωση, έξαψη exilado ε. εξόριστος
exaltado ε. εξημμένος exilio α. εξορία
exaltar ρ. εξαίρω, εξυψώνω, εκθειάζω, εξυμνώ, εξάπτω eximir ρ. απαλάσσω, εξαιρώ
examen α. εξέταση, διαγώνισμα existencia θ. ύπαρξη, υπόσταση
examinado ε. εξεταζόμενος existencias θ/πλ. εμπορεύματα, προϊόντα
examinador α./θ. εξεταστής existencialismo α. υπαρξισμός
examinar ρ. εξετάζω, ερευνώ existente ε. υπαρκτός
exangüe α. αναιμικός existir ρ. υπάρχω, είμαι
exánime ε. άψυχος, εξασθενημένος éxito α. επιτυχία
exasperación θ. απόγνωση éxodo α. έξοδος
exasperar ρ. παροξύνω, εξαγριώνω, νευριάζω exoneración θ. απαλλαγή από κατηγορίες ή υποχρεώοεις
excarcelación θ. αποφυλάκιση exonerar ρ. καθαιρώ
excarcelar ρ. αποφυλακίζω exorbitante ε. υπέρμετρος, υπερβολικός
excluible ε. εξαιρετέος exorcismo α. εξορκιsμός
excavar ρ. σκάηω, ανασκάβω exorcizar ρ. εξορκίζω
excavación θ. ανασκαφή exótico ε. εξωτικός
excedente ε. πλεόνασμα, περίσσευμα expandir ρ. εκτονώνω, διαχέω, διαδίδω, απλώνω
exceder ρ. πλεονάζω, υπερβαίνω, ξεπερνώ expandir ρ. διαστέλλω, εξαπλώνω, αναπτύσσω
excederse ρ. υπερβάλλω, υπερβαίνω expansión θ. διαστολή, εξάλωση, ανάπτυξη
excelencia θ. εξοχότητα, υπεροχή expansión θ. εκτόνωση, διάχυση, διάδοση
excelente ε. υπέροχος, έξοχος, άριστος, εξαίρετος expansivo ε. εκτονωτικός, διαχυτικός
excelso ε. θεσπέσιος expansivo ε. επεκτατικός
excentricidad θ. εκκεντρικότητα expatriación θ. εκπατρισμός, ξενιτεμός
excéntrico ε. εκκεντρικός expatriarse ρ. εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι
excepción θ. εξαίρεση expectación θ. προσδοκία, αναμονή
excepcional ε. εξαιρετικός expectante ε. προσδοκών
excepto επ. εκτός, πλην expectorante ε. αποχρεμπτικός
exceptuar ρ. εξαιρώ expedición θ. αποστολή, εκστρατεία, έκδοση
excesivo ε. υπερβολικός, υπέρμετρος expedidor α. αποστολέας
exceso α. υπερβολή, κατάχρηση, περίσσευμα, πλεόνασμα, expediente α. φάκελος
υπέρβαοη expedir ρ. αποστέλνω, εκδίδω
excitación θ. διέγερση, ερεθισμός, παρακίνηση expeditivo ε. ταχύς, δραστήριος
excitante ε. διεγερτικός, ερεθιστικός expendeduría θ. ψιλικατζίδικο
excitar ρ. διεγείρω, ερεθίζω, παρακινώ, εξάπτω expender ρ. πουλάω λιανικώς
-62-
Ee
expensas θ.πλ. δαπάνες, έξοδα extraer ρ. εξάγω, βγάζω, κληρώνω
experiencia θ. πείρα, εμπειρία extralimitarse ρ. υπερβαίνω τα όρια, παρακάνω
experimental ε. πειραματικός extranjerismo α. ξενικός όρος
experimentar ρ. πειραματίζομαι, δοκιμάζω, νιώθω extranjero α. εξωτερικό, αλλοδαπή
experimento α. πείραμα extranjero ε. αλλοδαπός, ξένος
experto ε. πεπειραμένος, έμπειρος extrañamiento α. αποξένωση
expiación θ. εξιλέωση extrañar ρ. παραξενεύω, εκπλήσσω
expiar ρ. εξιλεώνομαι extrañeza θ. έκπληξη, ξάφνιασμα
expirar ρ. εκπνέω, λήγω extraño α. ξένος, άγνωστος
explanación θ. ισοπέδωση, επεξήγηση extraño ε. παράξενος, ασυνήθιστος, περίεργος
explanar ρ. ισοπεδώνω, επεξηγώ extraoficial ε. ανεπίσημος
explicativo ε. επεξηγηματικός extraordinario ε. εξαιρετικός, καταπληκτικός, έκτακτος,
exploratorio ε. εξερευνητικός ασυνήθιστος
explayarse ρ. εκτείνομαι, επεκτείνομαι, ξαλαφρώνω extrarradio α. περίχωρα
explicación θ. εξήγηση extraterrestre ε. εξωγήινος
explicar ρ. εξηγώ extraterritorial ε. ετερόδικος
explícito ε. ρητός, σαφής extravagancia θ. εκκεντρικότητα
exploración θ. εξερεύνηση, εξέταση extravagante ε. εκκεντρικός
explorador α. εξερευνητής, ανιχνευτής, πρόσκοπος extraviarse ρ. χάνω το δρόμο
explorar ρ. εξερευνώ, εξετάζω extremado ε. ακραίος
explosión θ. έκρηξη, ξέσπασμα extremar ρ. εντείνω
explosivo α. εκρηκτικός extremidades θ/π λ. άκρα
explotación θ. εκμετάλλευση, αξιοποίηση extremista α. εξτρεμιστής
explotador α. εκμεταλλευτής extremo α. άκρη
explotar ρ. εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκρήγνυμαι, ξεσπώ extremo ε. ακραίος, έσχατος
exponente α. μαθηματικός εκθέτης extrínseco ε. εξωγενής, άσχετος
exponer ρ. εκθέτω, διακινδυνεύω extrovertido ε. εξωστρεφής
exportable ε. εξαγώγιμος exuberancia θ. αφθονία βλάστησης, ευρωστία
exportación θ. εξαγωγή exuberante ε. οργιώδης, πληθωρική, άφθονη
exportar ρ. εξάγω exudar ρ. εξιδρώνω
exposición θ. έκθεση exultación θ. αγαλλίαση
expósito α./θ. έκθετο νεογέννητο exultar ρ. αγαλλιάζω
expositor α. εκθέτης exvoto α. τάμα
exprés ε. ταχύς eyaculación θ. εκσπερμάτωση
expresar ρ. εκφράζω eyacular ρ. εκσπερματώνω
expresión θ. έκφραση eyector α. εξωστήρας (των καλύκων σε όπλο
expresivo ε. εκφραστικός, παραστατικός
expreso ε. ρητός, σαφής, ταχύς
exprimidor α. στίφτης
exprimir ρ. στύβω
expropiación θ. απαλλοτρίωση
expropiar ρ. απαλλοτριώνω
expugnación θ. βίαιη κατάληψη ή κυρίευση
expugnar ρ. καταλαμβάνω ή κυριεύω δια της βίας
expulsar ρ. αποβάλλω, απελαύνω
expulsión θ. αποβολή, απέλαση
exquisitez θ. το εξαίρετο
exquisito ε. θεσπέσιος, εξαίσιος, εκλεκτός
extasiar ρ. προκαλώ έκσταση
extasis α. έκσταση
extender ρ. εκτείνω, απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω
extendido ε. διαδεδομένος
extenslble ε. εκτεινόμενος
extensión θ. έκταση, εξάπλωση, επέκταση
extensivo ε. εκτεταμένος
extenso ε. εκτεταμένος, ευρύς
extenuaclón θ. καταπόνηση
extenuar ρ. καταπονώ
exterior ε. εξωτερικός
exterminador α./θ. εξολοθρευτής
exterminar ρ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω
exterminio α. εξολόθρευοη, εξόντωση, ξεπάστρεμα
externo {εξτέρνο) ε. εξωτερικός
extinguir ρ. εξαλείφω, σβήνω
extintor α. πυροσβεστήρας
extirpar ρ. ξεριζώνω, αφαιρώ
extra α. το επιπλέον, κομπάρσος
extracción θ. εξαγωγή, κλήρωση
extracto α. εκχύλισμα, περίληψη
extractor α. εξολκέας
extradición θ. έκδοση
-63-
Ff
fábrica θ. εργοστάσιο fangoso ε. λασπώδης, βορβορώδης
fabricación θ. κατασκευή fantasear ρ. ονειροπολώ
fabricante α. κατασκευαστής fantasía θ. φαντασία, φαντασίωση
fabricar ρ. κατασκευάζω fantasma α. φάντασμα, οπτασία, όραμα
fabril ε. παρασκευαζόμενος fantasmagórico ε. φαντασμαγορικός
fábula θ. μύθος fantástico ε. φανταστικός
fabuloso ε. μυθικός, μυθώδης, φανταστικός faquir α. φακίρης
facción θ. χαρακτηριστικό, φατρία faramalla θ. μπούρδες, ανοησίες
faceta θ. όψη, πλευρά farináceo ε. αλευρώδης
facial ε. του προσώπου, ονομαστικός faringe θ. φάρυγγας
fácil ε. εύκολος, πιθανός farmacéutico α. φαρμακοποιός
facilidad θ. ευκολία farmacéutico ε. φαρμακευτικός
facilitar ρ. ευκολύνω, διευκολύνω, παρέχω farmacia θ. φαρμακείο
fácilmente επ. εύκολα faro α. φάρος
facsímil α. και ε. πιστό αντίγραφο farol α. φανάρι
factible ε. δυνατός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος farola θ. φανοστάτης
factor α. παράγοντας, συντελεστής farsa θ. φάρσα απάτη
factoría θ. πρατήριο farsante α/θ. υποκριτής, υποκρίτρια, απατεώνας
factótum α. πολυτεχνίτης fascículo α. σαγήνη
factura θ. τιμολόγιο, λογαριασμός fascinación θ. σαγήνη, γοητεία
facturación θ. έκδοση τιμολογίου fascinante ε. σαγηνευτικός, γοητευτικός
facturar ρ. αποστέλνω αποσκευές ή εμπόρευμα, χρεώνω fascinar ρ. σαγηνεύω, γοητεύω
facultad θ. ικανότητα, πανεπιστημιακή σχολή, εξουσιοδότηση fase θ. φάση, στάδιο
facultar ρ. εξουσιοδοτώ fastidiar ρ. ενοχλώ, δυσαρεστώ, χαλώ
facultativo ε. προαιρετικός, πανεπιστημιακός fastidio α. ενόχληση, δυσαρέσκεια
facha θ. εμφάνιση, φάτσα, άσχημη όψη fastidioso ε. ενοχλητικός, δυσάρεστος
fachada θ. πρόσοψη, προσποιητή εμφάνιση fatal ε. μοιραίος, αναπόφευκτος, πολύ άσχημος
fachenda θ. ξιπασιά, αλαζονία fatalidad θ. μοίρα, πεπρωμένο, ατυχία
faena θ. εργασία, δουλειά, βρωμοδουλειά fatalismo α. μοιρολατρεία
faja θ. ζωνάρι, κορσές, λωρίδα fatalista α./θ. μοιρολάτρης
fajo α. δεσμίδα, δέσμη fatiga θ. κούραση, κόπωση, εξάντληση, δύσπνοια, βάσανο
falaz ε. παραπλανητικός, απατηλός fatigar ρ. κουράζω, κοπιάζω, καταπονώ
falca θ. σκέβρωμα fatigoso ε. κουραστικός, κοπιαστικός
falda θ. φούστα, πλαγιά, ποδιά fatuidad θ. ανοησία
faldillas θ. ουρές σακακιού fatuo α. βλάκας
faleña θ. λεπιδόπτερο fauna πανίδα
falibilidad θ. σφαλερότητα favor α. χάρη, εύνοια
falible ε. υποκείμενος σε σφάλμα favorable ε. ευνοϊκός, ευμενής
fálico ε. φαλλικός favorecer ρ. ευνοώ, κολακεύω
falo α. φαλλός favorito ε. ευνοούμενος, αγαπημένος, φαβορί
falseador / ra α./ θ. παραχαράκτης faz θ. πρόσωπο, όψη
falsear ρ. παραποιώ, παραχαράζω fe θ. πίστη, εμπιστοσύνη
falsedad θ. ψευτιά fealdad θ. ασχήμια
falsía θ. διπροσωπία, δολιότητα febrero α. μήνας Φεβρουάριος
falsificación θ. παραποίηση, παραχάραξη fecal ε. περιττωματικός
falsificar ρ. πλαστογραφώ, παραχαράζω febril ε. πυρετώδης
falso ε. ψεύτικος, πλαστός, ψευδής fécula θ. άμυλο
falta θ. έλλειψη, απουσία, ελάττωμα, παράβαοη, λάθος fecundación θ. γονιμοποίηση
faltar ρ. λείπω, απουσιάζω, προσβάλλω, αθετώ fecundar ρ. γονιμοποιώ
falto ε. ελλιπής, στερημένος fecundo ε. γόνιμος
faltriquera θ. τσεπάκι στο παντελόνι fecha θ. ημερομηνία
falúa θ. ατμάκατος, άκατος fechar ρ. χρονολογώ, θέτω ημερομηνία
falla θ. ελάττωμα, σφάλμα, ρήγμα fechoría θ. ζημιά, αταξία
fallar ρ. αστοχώ, αποτυγχάνω, αποφαίνομαι, απογοητεύω federación θ. ομοσπονδία
fallecer ρ. εκλείπω federal ε. ομοσπονδιακός
fallecimiento α. θάνατος fehaciente ε. αξιόπιστος
fallido ε. άστοχος, μάταιος felicidad θ. ευτυχία
fallo α. αποτυχία, αστοχία, απόφαση δικαστηρίου felicitación θ. συγχαρητήρια
fama θ. φήμη felicitar ρ. συγχαίρω
famélico ε. λιμοκτονών feIigrés / sa α./ θ. ενορίτης
familia θ. οικογένεια feligresía θ. ενορία
familiar α/θ. συγγενής felino ε. αιλουροειδής, γατίσιος
familiar ε. οικογενειακός, οικείος feliz ε. ευτυχισμένος
familiaridad θ. οικειότητα felón / na ε. δόλιος, προδοτικός
familiarizarse ρ. εξοικειώνομαι felpudo α. χαλάκι
famoso ε. διάσημος, ονομαστός, ξακουστός femenino ε. θηλυκός, γυναικείος
fanático ε. φανατικός feminidad θ. θηλυκότητα
fanatismo α. φανατισμός feminismo α. φεμινισμός
fanfarrón ε. καυχησιάρης, κομπαστής feminista α/θ. φεμινιστής, φεμινίστρια
fanfarronear ρ. καυχιέμαι, κομπάζω fémur α. μηρός
fango α. λάσπη, βόρβορος fenecer ρ. τερματίζω, τελειώνω, ξεκάνω, φονεύω
-64-
Ff
fenomenal ε. φαινομενικός, εκπληκτικός fijamente επ. έμμονα, επίμονα
fenómeno α. φαινόμενο fijar ρ. στερεώνω, καρφώνω, καθορίζω
feo ε. άσχημος fijarse ρ. προσέχω, επισημαίνω, επικεντρώνομαι
feracidad θ. ευφορία fijativo α. στερεωτικό
feraz ε. γόνιμος, εύφορος fijeza θ. προσοχή, σιγουριά
féretro α. φέpετρο , κάσα fijo ε. στερεός, ακίνητος, μόνιμος, ορισμένος
feria θ. πανηγήρι, έκθέση fila θ. γραμμή, σειρά
fermentación θ. ζύμωση filamento α. ίνα, νημάτιο
fermentar ρ. ζυμώνω filántropo α/θ. φιλάνθρωπος
fermento α. ένζυμο, μαγιά, φύραμα filatelia θ. φιλοτελισμός
ferocidad θ. θηριωδία, αγριότητα filete α. φιλέτο, βόλτες βίδας, διακοσμητικό πλαίσιο
feroz ε. θηριώδης, άγριος filfa θ. απάτη, τέχνασμα, κόλπο
férreo ε. σιδερένιος filial θ. θυγατρική εταιρία
ferrocarril α. σιδηρόδρομος filial ε. υιικός
ferroso ε. σιδηρούχος filibusterismo α. κωλυσιεργία
ferroviario α. κα ε. σιδηροδρομικός filisteo α. μεγαλόσωμος
fértil ε. γόνιμος, παραγωγικός filmar ρ. κινηματογραφώ
fertilidad θ. γονιμότητα, παραγωγικότητα filo α. άκρη, αιχμή, λεπίδα
fertilizante α. λίπασμα fitología θ. φιλολογία
fertilizar ρ. λιπαίνω filológico ε. φιλολογικός
férvido ε. φλογερός filólogo α. φιλόλογος
ferviente ε. ένθερμος, φλογερός filón α. φλέβα μεταλλείου
fervor α. θέρμη, ζήλος, πάθος filosofía θ. φιλοσοφία
fervoroso ε. ένθερμος filosófico ε. φιλοσοφικός
festejar ρ. γιορτάζω, ξεφαντώνω filósofo α/θ. φιλόσοφος
festejo α. εορτασμός filtración θ. φιλτράρισμα, διήθηση
festín α. φαγοπότι filtrar ρ. διυλίζω, διηθώ, φιλτράρω
festividad θ. γιορτή filtro α. φίλτρο
festivo ε. εορταστικός fin α. τέλος, σκοπός
fetidez θ. δυσωδία final α. τέρμα, τέλος
fétido ε. δύσοσμος final ε. τελικός, τελευταίος
feto α. έμβρυο finalidad θ. σκοπός, στόχος
feúcho ε. νταής finalizar ρ. τελειώνω, τερματίζω
feudal ε. φεουδαλικός finalmente επ. τελικά
fiable ε. αξιόπιστος financiación θ. χρηματοδότηση
fiador α. πιστωτής, εγγυητής financiamiento α. χρηματοδότηση
fiambres α. αλλαντικά financiar ρ. χρηματοδοτώ
fianza θ. εγγύηση financiero α. χρηματοδότης
fiar ρ. πιστώνω, εγγυώμαι finanzas θ. οικονομικά
fiarse ρ. εμπιστεύομαι finca θ. χτήμα, ακίνητη περιουσία
fibra θ. ίνα fineza θ. λεπτότητα, φινέτσα
fibroma α. μύωμα fingido ε. ψεύτικος, πλαστός
fibroso ε. ινώδης fingimiento α. προσποίηοη
ficción θ. αποκύημα της φαντααίας, επινόημα, προσποίηση fingir ρ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
ficticio ε. εικονικός, πλαστός finiquitar ρ. εξοφλώ λογαριασμό / χρέος
ficha θ. καρτέλα, πουλί fino ε. λεπτός, ευγενικός
fidedigno ε. αξιόπιστος finta θ. προσποίηση
fideicomiso α. καταπίστευμα finura θ. λεπτότητα
fidelidad θ. πίστη firma θ. υπογραφή, εμπορικός οίκος
fideo α. φιδές firmamento α. στερέωμα
fiduciario α. θεματοφύλακας, κατεπιστευματοδόχος firmante α/θ. υπογεγραμμένος, υπογεγραμμένη
fiduciario ε. πιστωτικός firmar ρ. υπογράφω
fiebre θ. πυρετός firme ε. σταθερός, στερεός, ακλόνητος
fiel α. βελόνα ζυγαριάς firmemente επ. σταθερά
fiel ε. πιστός firmeza θ. σταθερότητα, στερεότητα
fielmente επ. πιστά fiscal α. εισαγγελέας
fieltro α. τσόχα fiscalía θ. εισαγγελία
fiera θ. θηρίο fisco α. κρατικό θησαυροφυλάκειο
fiereza θ. αγριότητα fisgar ρ. κατασκοπεύω
fiero ε. άγριος, θηριώδης fisgón ε. περίεργος, αδιάκριτος
fiesta θ. γιορτή, πάρτι, αργία fisgonear ρ. κουτσομπολεύω
figura θ. μορφή, σιλουέτα, φιγούρα, σχήμα, χαρακτήρας θεάτρου física θ. φυσική
figurable ε. ευφάνταστος, παραστατικός físicamente επ. εμφανισιακά, σωματικά
figurado ε. μεταφορικός físico α. φυσικός, εμφάνιση
figurante α./θ. κομπάρσος físico ε. φυσικός, σωματικός
figurar ρ. συμπεριλαμβάνομαι, παρευρίσκομαι, παριστάνω, fisiológico ε. φυσιολογικός
εμφανίζομαι ως fisión θ. διάσπαση, σχάση
figurarse ρ. φαντάζομαι, υποθέτω fístula θ. σύριγγα
figurativo ε. μεταφορικός, συμβολικός fisura θ. ρωγμή
figurín α. ανδρείκελο, φιγουρίνι flaccidez θ. πλαδαρότητα
fijación θ. στερέωση, καθήλωση flaccido ε. πλαδαρός
-65-
Ff
flaco ε. λιγνός, αδύνατος foliación θ. φύλλωμα, αρίθμηση σελίδων
flagelación θ. μαστίγωση folio α. φύλλο χαρτί
flagelar ρ. μαστιγώνω follaje α. φύλλωμα
flagrante ε. αυτόφωρος folleto α, φυλλάδιο
flamante ε. κατακαίνουργιος folletinesco ε. μελοδραματικός
flamear ρ. φλογίζω folleto α. μπροσούρα, φυλλάδιο, φέιγ - βολάν
flamenco α. φλαμέγκο fomentar ρ. προωθώ, προάγω
flan α. κρέμα καραμελέ fomento α. προώθηση
flanco α. πλευρά fonda θ. πανδοχείο
flanquear ρ. πλευροκοπώ, υπερφαλαγγίζω fondeadero α. αγκυροβόλιο, μουράγιο
flaqueza θ. ισχνότητα, αδυναμία, αδύνατο σημείο fondeado ε. αγκυροβολημένος
flauta θ. φλάουτο fondear ρ. αγκυροβολώ
fleco α. κρόσσι, φράντζα, φούντα fondillos α. καβάλλος
flecha θ. βέλος, σαΐτα fondo α. βάθος, πυθμένας, πάτος, φόντο
flechar ρ. σχεδιάζω, σκιτσάρω, αναποδογυρίζω fondos α/πλ. ύφαλα, απόθεμα
flechazo α. τοξοβολία fonducho α. φτηνό εστιατόριο
flechero α. τοξότης, τοξοβόλος fonendoscopio α. στηθοσκόπιο
fleje α. λάμα fontanal α. πηγή
flema θ. φλέγμα fontanar α. πηγή
flemático ε. φλεγματικός fontanería θ. υδραυλική εργασία
flequillo α. φράντζα fontanero α. υδραυλικός
fletar ρ. ναυλώνω forajido α. παράνομος, εκτός νόμου
flete α. ναύλος foráneo α. και ε. ξένος
flexibilidad θ. ευκαμψία, ευλυγισία forastero α. ξένος
flexible ε. εύκαμπτος, ευλύγιστος forcejear ρ. παλεύω
flexión θ. λύγισμα, κάμψη fórceps α. λαβίδες, εμβρυουλκός
flexivo ε. κλιτικός forense α.θ. παθολόγος
flipado ε, φλιπαρισμένος, μαστουρωμένος forense ε. δικανικός, νομικός
fliparse (φηιπάροε) ρ. φλιπάρω, μαστουρώνω forestación θ. αναδάσωση
flirtear ρ. φλερτάρω forestal ε. δασικός
flojear ρ. εξασθενώ, μαϊνάρω forjar ρ. κατεργάζομαι, πλάθω, διαμορφώνω
flojedad θ. χαλαρότητα, αδυναμία forma θ. σχήμα, μορφή
flogel α. πέλος, πούπουλο formación θ. σχηματισμός, μόρφωση
flojera θ. αδυναμία, τεμπελιά formal ε. τυπικός, σοβαρός, επίσημος
flojo ε. χαλαρός, ελαφρός. τεμπέλης formaleta θ. τυπικότητα
flor θ. λουλούδι, άνθος formalidad θ. τυπικότητα, σοβαρότητα, διαδικασία
flora θ. χλωρίδα formalizar ρ. επισημοποιώ
floración θ. άνθηση, ανθοφορία formar ρ. σχηματίζω, μορφώνω
floral ε. λουλουδένιος formidable ε. καταπληκτικός, φοβερός
florear ρ. ανθοστολίζω, κολακεύω, φτιάχνω τα χαρτιά formón α. σκαρπέλο
florecer ρ. ανθίζω, ακμάζω fórmula θ. τύπος, πρότυπο, φόρμουλα
floreciente ε. ανθηρός, ακμάζων formulación θ. διατύπωση, σχηματισμός
florecimiento α. άνθηση formular ρ. διατυπώνω
florero α. ανθοδοχείο, βάζο fornicación θ. συνουσία
floricultura θ. ανθοκομία fornicar ρ. συνουσιάζομαι
florido ε. ανθισμένος fornido ε. ρωμαλέος, σωματώδης
florilegio α. ανθολογία forrar ρ. ντύνω, φοδράρω
flota θ. στόλος forro α. φόδρα, κάλυμμα
flotar ρ. επιπλέω fortalecer ρ. ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενθαρρύνω
flotilla θ. στολίσκος fortalecimiento α. ενδυνάμωση, ενθάρρυνση
fluctuación θ. διακύμανση fortaleza α. δύναμη, αντοχή
fluctuante ε. αυξομειούμενος fortificación θ. ενδυνάμωση
fluctuar ρ. κυμαίνομαι, ταλαντεύομαι fortificar ρ. ενδυναμώνω
fluente ε. ρέων, ρευστός fortín α. μικρό οχυρό
fluidez θ. ρευστότητα fortuito α. τυχαίος, απρόοπτος
fluido ε. ρευστός fortuna θ. περιουσία, μοίρα
fluir ρ. ρέω forzar ρ. παραβιάζω, αναγκάζω, πιέζω
flujo α. ροή, πλημμυρίδα forzoso ε. αναγκαίος, υποχρεωτικός
fluorescencia θ. φωσφορισμός forzosamente επ. αναγκαστικά, υποχρεωτικά
fluorescente ε. φωσφορίζων fosa θ. λάκκος, τάφος
fluvial ε. ποτάμιος fosforecer ρ. φωσφορίζω
F.M.I. συντμ. Fondo Monetario Internacional Διεθνές Νομισματικό fosforescente ε. φωσφορίζων
Ταμείο fósforo α. φώσφορο, σπίρτο
fobia θ. φοβία fósil α. απολίθωμα
foca θ. φώκια fosilización θ. απολίθωση
focal ε. εστιακός foso α. τάφρος, χαντάκι
foco α. εστία, προβολέας fotocopia θ. φωτοαντίγραφο
focha θ. νερόκοτα fotocopiadora θ. φωτοτυπική μηχανή
fogón α. φλογοθάλαμος fotografía θ. φωτογραφία
fogonero α. θερμαστής fotografiar ρ. φωτογραφίζω
fogosidad θ. θάρρος, ορμή fotógrafo α. φωτογράφος
-66-
Ff
fracasar ρ. αποτυχαίνω, αστοχώ fritar τηγανίζω
fracaso α. αποτυχία frito ε. τηγανητός
fracción θ. κλάσμα, μέρος frivolidad θ. επιπολαιότητα, ελαφρομυαλιά
fraccionario ε. κλασματικός frivolo ε. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
fractura θ. σπάσιμο, κάταγμα frondoso ε. οργιώδης
fracturar ρ. σπάζω frontal ε. μετωπιαίος, μετωπικός
fragancia θ. άρωμα frontera θ. σύνορο
fragante ε. ευώδης fronterizo ε. συνοριακός
frágil ε. εύθραυστος, αδύναμος frontis α. πρόσοψη
fragilidad θ. ευθραυστότητα, ευπάθεια frotación θ. τρίψιμο, τριβή
fragmentar ρ. κομματιάζω, τεμαχίζω frotar ρ. τρίβω
fragmento α. κομμάτι, τεμάχιο, απόσπασμα fructífero ε. καρποφόρος, εύφορος
fragua θ. σιδηρουργείο fructificar ρ. καρφοφορώ
fraile α. μοναχός, καλόγερος frugal ε. λιτός
frambuesa θ. σμέουρο frugalidad θ. λιτότητα
francachela θ. τσιμπούσι fruncir ρ. σουφρώνω, συνοφρυώνομαι
franco ε. ειλικρινής, ελεύθερος fruslería θ. μπιχλιμπίδι
francote ε. ειλικρινής, ντόμπρος frustración θ. ματαίωση, απογοήτευση
franja θ. λωρίδα frustrar ρ. ματαιώνω, απογοητεύω
franquear ρ. ελευθερώνω, βάζω γραμματόσημα fruta θ. φρούτα, οπωρικά
franqueza θ. ειλικρίνεια frutal ε. οπωροφόρος
franquicia θ. εξαίρεση frutería θ. μανάβικο, οπωροπωλείο
frasco α. φιαλίδιο fruto α. καρπός
frase θ. φράση, πρόταση fuego α. φωτιά, πυρ
fraternal ε. αδελφικός fuelle α. φυσερό
fraternidad θ. αδελφότητα, αδελφοσύνη fuente θ. πηγή, σιντριβάνι, πιατέλα
fraternización θ. αδελφοποίηση fuera επ. έξω, εκτός
fratricida α./θ. και ε. αδελφοκτόνος fuerte ε. δυνατός, ισχυρός, ανθεκτικός
fratricidio α. αδελφοκτονία fuertemente επ. δυνατά
fraude α. απάτη, εξαπάτηση fuerza θ. δύναμη, αντοχή, βία
fraudulencia θ. δόλια πρόθεση fuga θ. απόδραση, δραπέτευση, φυγή, διαρροή
fraudulento ε. απατηλός fugarse ρ. δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή
fray α. αδελφός (μοναχός σε μοναστήρι) fugaz ε. φευγαλέος, εφήμερος, παροδικός
frecuencia θ. συχνότητα fugitivo α. φυγάς, δραπέτης
frecuentador / ra α./θ, θαμώνας fulano α. τάδε
frecuentar ρ. συχνάζω fulcro α. υπομόχλιο
frecuente ε. συχνός fulgente ε. λαμπερός
frecuentemente επ. συχνά fulgir ρ. λάμπω
fregadero α. νεροχύτης fulgor α. λάμψη
fregador α. πλυντήριο πιάτων fulminante ε. κεραυνοβόλος
fregar ρ. πλένω fulminación θ. ισχυρή έκρηξη
fregasuelos α. σφουγγαρίστρα fulminar ρ. κατακεραυνώνω, κεραυνοβολώ, αποσβολώνω
fregona θ. σφουγγαρίστρια fullería θ. απατεωνιά, κόλπο
freír ρ. τηγανίζω fumada θ. ρουφηξιά, τζούρα καπνού
fréjol α. φασόλι fumador α. καπνιστής
frenaje α. φρενάρισμα , πέδηση fumar ρ. καπνίζω , φουμάρω
frenar ρ. φρενάρω función θ. λειτούργημα, λειτουργία, παράσταση
frenesí α. φρενίτιδα, παροξυσμός fumigación θ. απολύμανση με καπνό
frenético ε. φρενήρης, έξω φρενών fumigar ρ. απολυμαίνω με καπνό
freno α. φρένο funámbulo α. σκοινοβάτης
frente α/θ. μέτωπο función θ. λειτουργία
fresa θ. φράουλα funcional ε. λειτουργικός
fresco α. δροσιά, τοιχογραφία funcionalidad θ. λειτουργικότητα
fresco ε. δροσερός, νωπός, φρέσκος, πρόσφατος, αδιάφορος, funcionamiento α. λειτουργία
ξεδιάντροπος funcionar ρ. λειτουργώ
frescor α. φρεσκάδα funcionario α. λειτουργός, δημόσιος υπάλληλος
frescura θ. δροσερότητα funda θ. κάλυμμα, σκέπασμα, θήκη
friable ε. ευκολότριφτος fundación θ. ίδρυση, θεμελίωση, ίδρυμα
frialdad θ. ψυχρότητα fundador α. ιδρυτής, θεμελιωτής
fríamente επ. ψυχρά fundamental ε. θεμελιώδης, βασικός
fricción θ. τριβή, εντριβή fundamento α. θεμέλιο, βάοη, λόγος, στήριγμα
friccionar ρ. τρίβω fundar ρ. ιδρύω, θεμελιώνω, στηρίζω
frigidez θ. ψυχρότητα fundir ρ. λυώνω, συγχωνεύω, ενοποιώ
frígido ε. ψυχρός fúnebre ε. επικήδειος, νεκρικός, νεκρώσιμος
frigo α. ψυγείο funeral α. κηδεία
frigorífico α. ψυγείο funeraria θ. γραφείο τελετών
frío α. κρύο, ψύχος funesto ε. ολέθριος
frío ε. κρύος, ψυχρός fungible ε. αναλώσιμος
friolento ε. κρυουλιάρης fungicida ε. μυκητοκτόνος
frisar ρ. πλησιάζω fungo α. μύκητας
fritada θ. τηγανιά fungoso ε. μυκητώδης
-67-
Ff
furia θ. οργή, ορμή, παράφορα
furibundo ε. οργισμένος
furioso ε. εξοργισμένος, οργισμένος, λυσσώδης
furtivo ε. κρυφός, λαθραίος
fuselado ε. αεροδυναμικός
fuselaje α. άτρακτος αεροσκάφους
fusil α. όπλο, τουφέκι
fusilamiento α. συνοπτική εκτέλεση δια τυφεκισμού
fusilar ρ. τουφεκίζω
fusilero α. τυφεκιοφόρος
fusión θ. σύντηξη, τήξη, συγχώνευση
fusta θ. μαστίγιο, καμτσίκι
fustigar ρ. μαστιγώνω
fútbol α. ποδόσφαιρο
futbolín α. ποδοσφαιράκι
futbolista α. ποδοσφαιριστής
fútil ε. ασήμαντος
futilidad θ. ασημαντότητα, μηδαμινότητα
futurismo α. φουτουρισμός
futurístico ε. φουτουριστικός
futuro α. μέλλον, μέλλοντας
futuro ε. μελλοντικός

-68-
Gg
gabardina θ. καμπαρντίνα garlito α. ψαροπαγίδα
gabarra θ. φορτηγίδα, μαούνα garra θ. νύχι ζώων
gabela θ. φόρος garrafa θ. καράφα, φιάλη
gaceta θ. εφημερίδα garroba θ. χαρούπι
gacetero α. εφημεριδοπώλης garrocha θ. βουκέντρα
gacho ε. λυγισμένος προς τα κάτω, κατεβασμένος garrote α. ραβδί, ρόπαλο
gafas θ/πλ. γυαλιά , ματογυάλια garrucha θ. τροχαλία
gafe ε. γρουαούζης garrulería θ. πολυλογία
gaita θ. γκάιντα, άσκαυλος garrulidad θ. φλυαρία
gala θ. στολίδι, επίσημο ένδυμα gárrulo ε. πολυλογάς, φλύαρος
galante ε. ιπποτικός garza θ. ερωδιός, φλαμίνγκο
galantear ρ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω gasa θ. γάζα
galantería θ. ιπποτιομός, φιλοφρόνηση, κομπλιμέντο gaseosa θ. γκαζόζα
galaxia θ. γαλαξίας gaseoso ε. αεριούχος
galbana θ. νωθρότητα, αδράνεια gasolina θ. βενζίνη
galeno ε. ήπιος gasolinera θ. πρατήριο βενζίνης, βενζινάδικο
galera θ. γαλέρα gastar ρ. ξοδεύω, δαπανώ, χαλώ, φθείρω
galería θ. γαλαρία, πινακοθήκη, υπερώο, στοά gasto α. έξοδο, δαπάνη
galgo α./θ. κυνηγόσκυλο gata θ. γάτα
gálico α. σύφιλλη gatada θ. νεογέννητα γατάκια
galillo α. σταφυλή gatear ρ. μπουσουλώ
galimatías α. ακατάληπτη γλώσσα gatillo α. σκανδάλη
galón α. γαλόνι gato α. γάτος, γρύλλος
galopar ρ. καλπάζω gavilla θ. δέσμη
galope α. καλπασμός gaviota θ. γλάρος
galopín α. εξυπνάκιας gaya θ. καρακάξα
galvanizar ρ. γαλβανίζω gaza θ. θηλειά
gallardía θ. ανδρεία gazapo α. κουνελάκι
galleta θ. μπισκότο, χαστούκι gazmoñería θ. υποκρισία, ψευδευλάβεια
gallina θ. κότα gaznate ε. οισοφάγος, λάρυγγας
gallinaza θ. κουτσουλιά gazuza θ. πείνα, λόρδα
gallinero α. ορνιθώνας, κοτέτσι gelatina θ. ζελατίνη
gallipavo α. γαλοπούλα, φαλτσάρισμα gélido ε. παγωμένος
gallo α. κόκκορας, πετεινός gema θ. πετράδι
gallofero ε. αργόσχολος, νωθρός gemelo α./ε. μανικετόκουμπο, δίδυμος
gama θ. γκάμα, κλίμακα gemelos α/πλ. κιάλια
gamba θ. καραβίδα, κατοστάρικο (σε πεοέτες) gemido α. βογγητό, λυγμός, αναφιλητό, μουγκρητό
gamberrada θ. φασαρία gemir ρ. βογγώ, κλαίω με λυγμούς, μουγκρίζω
gamberrear ρ. κάνω σαματά genealogía θ. γενεαλογία
gamberro α. ταραχοποιός, αλήτης generación θ. γενιά
gamuza α. σαμουά generador α. γεννήτρια
gana θ. όρεξη general α. στρατηγός
ganadería θ. κτηνοτροφία general ε. γενικός
ganado α. ζώα κτηνοτροφίας generalidad θ. γενικότητα, πλειοψηφία
ganador α. νικητής generalizar ρ. γενικεύω
ganancia θ. κέρδος, όφελος generalmente επ. γενικά
ganar ρ. κερδίζω, παίρνω generar ρ. γεννώ, παράγω
gancho α. γάντζος genérico ε. γενετήσιος
gandul ε. φυγόπονος, τεμπέλης género α. γένος, είδος
ganga θ. ευκαιρία generosidad θ. γενναιοδωρία, απλοχεριά, μεγαλοψυχία
gangoso ε. ένρινος ήχος generoso ε. γενναιόδωρος, απλόχερης, μεγαλόψυχος
gangrena θ. γάγγραινα genial ε. μεγαλοφυής
ganso α. χήνα, γελωτοποιός genio α. μεγαλοφυία, ταλέντο, χαρακτήρα, ψυχική διάθεση, πνεύμα
ganzúa θ. αντικλείδι, πασπαρτού genital ε. γεννητικός
gañan α. αγροτοεργάτης genocidio α. γενοκτονία
gañido α. ουρλιαχτό ζώου gente θ. κόσμος
garabatos α/ πλ. ορνιθοσκαλίσματα gentecilla θ. ανθρωπάκια, ασήμαντοι άνθρωποι
garaje α. γκαράζ gentileza θ. ευγένεια, καλωσύνη
garantía θ. εγγύηση gentilismo θ. ειδωλολατρεία
garantizar ρ. εγγυώμαι gentío α. πλήθος, όχλος
garañón α. επιβήτορας genuflexión θ, γονυκλισία
garapiñar ρ. παγώνω, πήζω, ζαχαρώνω genuino ε. γνήσιος, αληθινός, αυθεντικός
garbanzo α. ρεβίθι geografía θ. γεωγραφία
garbo α. χάρισμα, κομψότητα geográfico ε. γεωγραφικός
garboso ε. γεμάτος χάρη, κομψός, καλλίγραμμος geología θ. γεωλογία
gargajear ρ. βγάζω φλέμματα geológico ε. γεωλογικός
gargaho α. φλέμμα geometría θ. γεωμετρία
garganta θ. λαιμός geométrico ε. γεωμετρικός
gargantilla θ. λαιμοδέτης, κολλάρο geranio α. γεράνιο
gárgara θ. γαργάρα gerencia θ. διαχείρηση, διεύθυνση
garita θ. σκοπιά, φυλάκιο gerente α. διαχειριστής, διευθυντής
garito α. χαρτοπαιχτική λέσχη
-69-
Gg
gemianía θ. αργκό, «μαλλιαρή» gozo α. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή
germen α. σπέρμα, φύτρο, μικρόβιο gozoso ε. καταχαρούμενος, χαρμόσυνος
germicida α. και ε. μικροβιοκτόνο grabación θ. εγγραφή, ηχογράφηση
germinación θ. βλάστηση σπόρου grabado α. χαρακτική, ηχογράφηση, γκραβούρα, χαλκογραφία
germinar ρ. φυτρώνω, βλασταίνω grabar ρ. χαράζω, ηχογραφώ
gerundio α. γερούνδιο gracia θ. χάρη, φαιδρότητα
gesta θ. άθλος, ηρωική πράξη gracioso ε. χαριτωμένος, αστείος, κωμικός, γλαφυρός
gestación θ. κύηση grada θ. ενέδρα, βαθμίδα κερκίδας
gesticulación θ. μορφασμός gradación θ. διαβάθμιση
gesticular ρ. μορφάζω gradería θ. κερκίδα
gestión θ. διαδικασία, διαχείριση grado α. βαθμός
gestionar ρ. κάνω διαδικασίες, διαχειρίζομαι graduación θ. βαθμολόγηση, κλιμάκωση, αποφοίτηση
gesto α. μορφασμός, χειρονομία gradual ε. βαθμιαίος
giba θ. καμπούρα, μπελάς graduar ρ. ρυθμίζω, βαθμολογώ
gigante α. γίγαντας gráfica θ. διάγραμμα
gigantesco ε. γιγάντιος, πελώριος gráfico ε. γραφικός, παραστατικός, περιγραφικός
gimnasia θ. γυμναστική gramática θ. γραμματική
gimnasio α. γυμναστήριο, γυμνάσιο gramatical ε. γραμματικός
gimnasta α/θ. γυμναστής, γυμνάστρια gramo α. γραμμάριο
gimotear ρ. κλαψουρίζω gramófono α. γραμμόφωνο
gimoteo α. κλαψούρισμα granada θ. ρόδι, χειροβομβίδα
ginebra θ. τζιν grande ε. μεγάλος
ginecólogo α. γυναικολόγος grandeza θ. μεγαλείο
gingivitis θ. ουλίτιδα grandioso ε. μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός
gira θ. γύρος, περιήγηση, περιοδεία grandullón ε. υπερμεγέθης
girar ρ. στρέφω, στρέφομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, στριφογυρίζω granear ρ. σπέρνω
girasol α. ήλιος, ηλίανθος granero α. σιταποθήκη, σιτοβολώνας
giratorio ε. περιστροφικός granívoro ε. οποροφάγος
giro α. στροφή, (ταχυδρομική) επιταγή granizar ρ. πέφτει χαλάζι
gitano α. τσιγγάνος granizo α. χαλάζι
glacial ε. παγερός, παγετώδης granja θ. αγρόκτημα, φάρμα
glaciar α. παγετώνας grano α. σπόρος, κόκκος, σπυρί, υφή
glándula θ. αδένας granuja ε. κατεργάρης, αλήτης
globo α. μπαλόνι, σφαίρα, αερόστατο granular ρ. κοκκοποιώ, κάνω κόκκους
gloria θ. δόξα, εύκλεια, παράδεισος granulo α. κόκκος
glorificar ρ. δοξάζω, εξυμνώ grapa θ. συνδετήρας
gloriosamente επ. ένδοξα grasa θ. λίπος, ξίγκι
glorioso ε. ένδοξος grasiento ε. λιπώδης, λιπαρός
glosario α. γλωσσάριο graso ε. λιπαρός, λιπώδης
glotón ε. λαίμαργος, αδηφάγος, πολυφαγάς gratificación θ. αμοιβή, ανταμοιβή, φιλοδώρημα
glotonería θ. λαιμαργία, αδηφαγία, πολυφαγία gratificar ρ. αμοίβω, ανταμείβω
gobernador α. κυβερνήτης, νομάρχης gratis επ. δωρεάν
gobernar ρ. κυβερνώ gratitud θ. ευγνωμοσύνη
gobierno α. κυβέρνηση grato ε. ευχάριστος, ευάρεστος, ευπρόσδεκτος
goce α. απόλαυση, ηδονή gratuito ε. δωρεάν, αβάσιμος, αδικαιολόγητος
gola θ. λαιμός grava θ. χαλίκι
goleador ε. γκολτζής, σκόρερ gravamen α. φορολογική επιβάρυνση, δασμός
golfo α. κόλπος gravar ρ. φορτώνω, επιβαρύνω
golfo ε. αλήτης grave ε. σοβαρός, βαρύς
golondrina θ. χελιδόνι gravedad θ. σοβαρότητα, βαρύτητα
golosina θ. λιχουδιά, γλύκισμα gravemente επ. σοβαρά, κρίσιμα
goloso ε. λιχούδης. λαίμαργος gravitación θ. έλξη, βαρύτητα
golpe α. χτύπημα, πλήγμα gravilla θ. χαλίκι
golpear ρ. χτυπώ, βροντώ graznar ρ. κρώζω
golpeteo α. απαλός επαναλαμβανόμενος χτύπος graznido α. κρωγμός, κρώξιμο
golpista α./θ. πραξικοματίας gremio α. συντεχνία, σωματείο
goma θ. γόμα, γομολάστιχα, λάστιχο greñas θ/πλ. μαλλιά ξεχτένιστα
góndola θ. γόνδολα gres α. πηλός, κεραμοποιείο
gordo ε. χοντρός, παχύς, παχύσαρκος grey α. εκκλησίασμα
gordura θ. πάχος, παχυσαρκία griego ε. ελληνικός, έλληνας
gorila α. γορίλας grieta θ. ρωγμή, ρήγμα, σκάσιμο
gorjear ρ. κελαηδώ grifa θ. μαριχουάνα
gorra θ. πηλήκιο, κασκέτο grifería θ. υδραυλικά
gorrino α. γουρουνόπουλο, μούργος grifo α. βρύση, κάνουλα
gorrión α. σπουργίτης grillete α. χαλκάς
gorro α. σκούφος grillo α. γρύλλος, τριζόνι
gota θ. σταγόνα, στάλα, σταλαματιά, ποδάγρα gripe θ. γρίπη
gotear ρ. στάζω, σταλάζω gris ε. γκρι
goteo α. στάξιμο grisáceo ε. γκριζωπός
gotera θ. διαρροή νερού από το ταβάνι gritar ρ. κραυγάζω, φωνάζω
gótico ε. γοτθικός griterío α. φωνασκία, οχλοβοή
gozar ρ. απολαμβάνω, απολαύω grito α. κραυγή, φωνή
-70-
Gg
gritón ε. φωνακλάς gustoso ε. γευστικός, νόστιμος, ευχάριστος
grosella θ. φραγκοστάφυλλο gutural ε. βραχνόφωνος, λαρυγγικός
grosería θ. αισχρολογία, χοντράδα
grosero ε. χονδροειδής, άξεστος, αγροίκος
grosor ε. πάχος
grotesco ε. γελοίος, αστείος, φαιδρός
grúa θ. γερανός
gruesa θ. δώδεκα δωδεκάδες
grueso ε. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος
gruñido α. γρυλισμός
gruñir ρ. γρυλίζω
gruñón ε. γκρινιάρης, μουρμούρης, μεμψίμοιρος
grupo α. ομάδα, συγκρότημα, παρέα
gruta θ. σπήλαιο
guadaña θ. δρεπάνι
guadañar ρ. θερίζω
guajiro α. Κουβανός λευκός χωρικός
guante α. γάντι
guapo ε. όμορφος, ωραίος
guarda α. φύλακας, φρουρός
guardabarros α. προφυλακτήρας
guardabosque α. δασοφύλακας
guardacostas α. ακτοφυλακή
guardaespaldas α. σωματοφύλακας
guardar ρ. φυλάω, κρατάω, τηρώ
guardarropa α. ιματιοθήκη, ιματιοφυλάκιο, γκαρνταρόμπα
guardería θ. παιδικός σταθμός
guardia α. τροχονόμος, αστυφύλακας, χωροφύλακας
guardia θ. φύλαξη, φρουρά
guardián α. φύλακας, φρουρός
guarecerse ρ. καταφεύγω, προστατεύομαι
guarida θ. φωλιά, κρησφύγετο, κρυψώνας
guarismo α. ψηφίο, αριθμός
guarnición θ. γαρνιτούρα, στολίδι, φρουρά
guarro α. γουρούνι
guasa θ. χλευασμός, περιγέλασμα
guasearse ρ. χλευάζω, περιγελώ
guasón ε. χλευαστής
guau α. γαύγισμα
gubernamental ε. κυβερνητικός
guerra θ. πόλεμος
guerrear ρ. πολεμώ
guerrero α. πολεμιστής
guerrilla θ. αντάρτικο
guerrillero α. αντάρτης
guía α/θ. ξεναγός
guía θ. οδηγός
guiar ρ. οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω
guijarro α. βότσαλο
guillado ε. τρελλαμένος
guillotina θ. λαιμητόμος
guillotinar ρ. καρατομώ, αποκεφαλίζω
guinda θ. βύσσινο
guindo α. βυσσινιά
guiñapo α. κουρέλι, πατσαβούρα
guiñar ρ. κλείνω το μάτι
guiñol α. κουκλοθέατρο
guión α. παύλα, σενάριο, προσχέδιο
guionista α/θ. σεναριογράφος
guirnalda θ. γιρλάντα
guisado α. ραγού
guisante α. μπιζέλι, αρακάς
guisar ρ. μαγειρεύω
guiso α. μαγείρεμα, φαγητό
guitarra θ. κιθάρα
guitarrista α/θ. κιθαρίστας, κιθαρίστρια
gula θ. λαιμαργία, λιχουδιά
gusano α. σκουλήκι
gustar ρ. αρέσω, γεύομαι , γουστάρω
gusto α. γεύση, όρεξη, κέφι, γούστο
-71-
Hh
haba α. κουκί hechicero α. μάγος
haber ρ. έχω, υπάρχω hechicero ε. μαγικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός
habichuela θ. φασόλι hechizar ρ. μαγεύω, γοητεύω, σαγηνεύω
hábil ε. επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός hechizo α. μαγεία, γοητεία
habilidad θ. επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα hecho α. γεγονός, συμβάν
habilitar ρ. καθιστώ κατάλληλο heder ρ. αναδίνω δυσοσμία, βρωμάω
hábilmente επ. επιδέξια, επιτήδεια hedor α. δυσωδία, δυσοσμία, βρώμα
habitable ε. κατοικήσιμος helada θ. παγετός, παγωνιά
habitación θ. δωμάτιο helado α. παγωτό
habitante α. κάτοικος helar ρ. παγώνω
habitar ρ. κατοικώ helécho α. φτέρη
habitat α. φυσικό περιβάλλον διαβίωσης hélice θ. έλικας, προπέλα
hábito α. συνήθεια, ράσο helicóptero α. ελικόπτερο
habitual ε. συνήθης, συνηθισμένος hematoma α. αιμάτωμα
habituar ρ. συνηθίζω hembra θ. θηλυκό
habla α. ομιλία, λαλιά, λόγος hemiciclo α. ημικύκλιο
hablador ε. ομιλητικός, φλύαρος hemisferio α. ημισφαίριο
habladurías θ. κουτσομπολιό, κουσκουσουριά hemorragia θ. αιμορραγία
hablar ρ. μιλώ hemorroide φ. αιμορροΐδα
hacedero ε. εφικτός henar α. λιβάδι
hacendado α. γαιοκτήμονας, τσιφλικάς henchir ρ. παραγεμίζω, φουσκώνω
hacendoso ε. προκομμένος, εργατικός hender ρ. χαράζω
hacer ρ. κάνω hendidura θ. ρωγμή
hacia πρ. προς, για, περίπου henil α. αχυρώνας
hacienda θ. κτήμα, αγρόκτημα, περιουσία, εφορία heno α. χόρτο, σανός
hacina θ. στίβα, σωρός herbáceo ε. ποώδης
hacinamiento α. συσσώρευση, επισώρευση herbajear ρ. βοσκώ
hacinar ρ. συσσωρεύω, επισωρεύω herbicida α. ζιζανιοκτόνο
hacha θ. τσεκούρι herbívoro ε. χορτοφάγος
hachero α. ξυλοκόπος heredar ρ. κληρονομώ
hada θ. νεράιδα heredero α. κληρονόμος, διάδοχος
hado α. μοίρα, πεπρωμένο hereditario ε. κληρονομικός
hala επιφ. άντε! hereje α/θ. αιρετικός
halagar ρ. κολακεύω, καλοπιάνω herejía θ. αίρεση
halago α. κολακεία herencia θ. κληρονομιά
halagüeño ε. κολακευτικός herida θ. πληγή
halcón α. γεράκι herir ρ. πληγώνω, θίγω
hálito α. αναπνοή hermanar ρ. ζευγαρώνω
halterofilia θ. άρση βαρών hermanastro α. ετεροθαλής αδελφός
hallar ρ. βρίσκω, ανακαλύπτω hermandad θ. αδελφότητα
hallazgo α. εύρεση, εύρημα, ανακάλυψη hermano α. αδελφός
hamaca θ. αιώρα hermético ε. ερμητικός, στεγανός
hambre θ. πείνα, λιμός hermosear ρ. ωραιοποιώ
hambriento ε. πεινασμένος hermoso ε. πανώριος, πανέμορφος
hampa α. υπόκοσμος hermosura θ. ωραιότητα, ομορφιά
hampón α. μαχαιροβγάλτης hernia θ. κήλη
haragán ε. οκνηρός, φυγόπονος, τεμπέλης héroe α. ήρωας
haragenear ρ. αδρανώ, καθυστερώ heroico ε. ηρωικός
harapiento ε. ρακένδυτος, κουρελής heroína θ. ηρωίδα
harapo a. ράκος, κουρέλι heroísmo α. ηρωισμός
harina θ. αλεύρι herradura θ. πέταλο
harnero α. κόσκινο herramental α. εργαλειοθήκη
harpillera θ. λινάτσα herramienta θ. εργαλείο
hartar ρ. παραχορταίνω, κουράζω, μπουχτίζω, γεμίζω herrar ρ. πεταλώνω, σιδεροστολίζω
harto ε. παραχορτασμένος, κουρασμένος, μπουχτισμένος herrería θ. σιδηρουργείο, σιδεράδικο
hartón α. κορεσμένος herrero α. σιδηρουργός, σιδεράς
hasta πρ. μέχρι, έως herrumbre θ. οκουριά,
hastiar ρ. κατακουράζω, αηδιάζω herrumbroso ε. σκουριασμένος
hastío α. κούραση, αηδία hervir ρ. βράζω, κοχλάζω
haya α. οξιά hervor α. βρασμός, κοχλασμός
haz α. δέσμη, δεσμίδα hesitar ρ. διστάζω
haz θ. όψη, επιφάνεια heterogéneo ε. ανομοιογενής
hazaña θ. άθλος, κατόρθωμα hez θ. μούργα, κατακάθι
hazmerreír α. ρεζίλης hibernación θ. χειμερία νάρκη
hebilla θ. πόρπη, αγκράφα hidalgo α. αριστοκράτης, ευγενής
hebra θ. κλωστή, νήμα, ίνα hidratar ρ. ενυδατώνω
hebroso ε. ινώδης hidráulico ε. υδραυλικός
hecatombe θ. εκατόμβη hidroavión α. υδροπλάνο
héctico ε. καχεκτικός, φυματικός hldrocarbuno α. υδροκάρβουνο
hechicera θ. μάγισσα hldroelectricidad θ. υδροηλεκτρισμός
-72-
Hh
hidrófilo ε. υδρόφιλος hito α. ορόσημο, σταθμός
hidrógeno α. υδρογόνο hocico α. ρύγχος, μουσούδι
hiedra θ. κισσός hogaño επ. φέτος
hiél θ. χολή, πίκρα hogar α. εστία, σπίτι, σπιτικό
hielo α. πάγος hogareño ε. σπιτικός, σπιτόγατος
hiena θ. ύαινα hogaza θ. καρβέλι
hierba θ. χόρτο, χλόη hoguera θ. πυρά. φωτιά
hierbabuena θ. δυόσμος hoja θ. φύλλο
hierro α. σίδερο hojalata θ. λευκοσίδερο
hígado α. συκώτι hojear ρ. φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω
higiene θ. υγιεινή hola επιφ. γεια χαρά
higiénico ε. υγιεινός holgado ε. ευρύχωρος, άνετος
higo α. σύκο holgar ρ. περισσεύω
higuera θ. συκιά holgazán ε. οκνηρός, φυγόπονος, τεμπέλης
hijastro α. πρόγονος holgazanear ρ. φυγοπονώ, τεμπελιάζω
hijo α. γιος holocausto α. ολοκαύτωμα
hijuela θ. μερίδιο κληρονομιάς, εξάρτημα hollar ρ. ποδοπατώ, τσαλαπατάω
hilacha θ. ξέφτι hollín α. καπνιά, αιθάλη
hilado ε. κλωσμένος hombre α. άνθρωπος, άνδρας
hilandera θ. κλώστρα hombrear ρ. ανδρώνομαι
hilar ρ. κλώθω, γνέθω hombrera θ. βάτα
hilarante ε. ιλαρός hombría θ. ανδρισμός
hilaridad θ. ιλαρότητα hombro α. ώμος
hilera θ. σειρά, αράδα, γραμμή hombruno ε. ανδρικός, ανδροπρεπής
hilo α. κλωστή, νήμα, ίνα, λινό, σύρμα, πορεία homenaje α. αφιέρωμα, απόδοση φόρου τιμής
hilván α. τρύπωμα, καρίκωμα ρούχου homicida α. ανθρωποκτόνος, φονιάς
himno α. ύμνος homicidio α. ανθρωποκτονία, φόνος
hincar ρ. καρφώνω, μπήγω homilía θ. κήρυγμα
hincha θ. έχθρα, αντιπαλότητα homo πρόθ. ομό
hincha α./θ. οπαδός ομάδας homogéneo ε. ομοιογενής
hinchada θ. οπαδοί ομάδας homólogo ε. ομόλογος
hinchar ρ. φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω homónimo ε, ομώνυμος
hinchazón θ. πρήξιμο, εξόγκωση homosexual ε. ομοφυλόφιλος
hinojo α. μάραθος honda θ. σφεντόνα
hipar ρ. έχω λόξυγγα, λαχταρώ hondo ε. βαθύς
hiper πρόθ. υπέρ hondura θ. βάθος
hipérbole θ. υπερβολή honestidad θ. εντιμότητα
hlpermercado α. υπεραγορά honesto ε. έντιμος
hipersensible ε. υπερευαίσθητος hongo α. μύκητας, μανιτάρι
hipertensión θ. υπέρταση honor α. τιμή, τιμιότητα
hípico ε. ιππικός honorable ε. έντιμος, αξιοσέβαστος
hipido α. κλαψούρισμα honorario ε. επίτιμος
hipnotizar ρ. υπνωτίζω honorarios α/πλ. αμοιβή
hipo α. λόξυγγας honorífico ε. τιμητικός
hipo πρόθ. υπό honra θ. τιμή, αξιοπρέπεια
hipocondriaco ε. υποχόνδριος, υποχονδριακός honradamente επ. τίμια
hipocresía θ. υποκρισία honradez θ. τιμιότητα
hipócrita α/θ. υποκριτής, υποκρίτρια honrado ε. τίμιος
hipódromo α. ιππόδρομος honrar ρ. τιμώ
hipopótamo α. ιπποπόταμος honrilla θ. φιλαυτία, εγωπάθεια
hipoteca θ. υποθήκη hopo α. αλεποουρά
hipotecar ρ. υποθηκεύω hora θ. ώρα
hipotensión θ. υπόταση horadar ρ. διατρυπώ
hipótesis θ. υπόθεση, εικασία horario α. ωράριο
hipotéticamente επ. υποθετικά horca θ. αγχόνη, κρεμάλα
hiriente ε. προσβλητικός horcajadas θ. ιππαστί
hirsuto ε. τριχωτός, μαλλιαρός horda θ. ορδή
hirviente ε. αναβράζων horizontal ε. οριζόντιος
hisopear ρ. ραντίζω με αγιασμό, αγιάζω horizonte α. ορίζοντας
hispánico ε. ισπανικός horma θ. καλούπι, φόρμα
hispanohablante ε. ισπανόφωνος hormiga θ. μυρμήγκι
histeria θ. υστερία hormigón α. μπετόν
histérico ε. υστερικός hormiguear ρ. μυρμηγκιάζω. μουδιάζω
historia θ. ιστορία hormigueo α. μυρμηγκίαση, μούδιασμα
historial α. ιστορικό ασθενούς hormiguero α. μυρμηγκοφωλιά
histórico ε. ιστορικός hormona θ. ορμόνη
historieta θ. κόμικς, διηγηματάκι hornada θ. φουρνιά
historiógrafo α/θ. ιστοριογράφος hornear ρ. ψήνω
histriónico ε. υποκριτικός, θεατρινίστικος hornero α, φούρναρης, ψήστης
histrionismo α. υποκριτική, θεατρινισμός hornilla θ. ηλεκτρική κουζίνα
-73-
Hh
horno α. φούρνος humor α. ψυχική διάθεση, κέφι, χιούμορ, υγρό
horóscopo α. ωροσκόπιο humorista α/θ χιουμορίστας, ευθυμογράφος
horquilla θ. φουρκέτα humorístico ε. χιουμοριστικός
horrendo ε. τρομακτικός hundimiento α. βύθιση, βούλιαγμα
horrible ε. φοβερός, φρικτός, τρομερός hundir ρ. βυθίζω, βουλιάζω, καταποντίζω, γκρεμίζω
horripilante ε. ανατριχιαστικός, φρικτός huracán α. λαίλαπα, τυφώνας
horripilar ρ. τρομάζω huraño ε. κατσούφης, σκυθρωπός
horro ε. λειψός hurgar ρ. σκαλίζω, ξεσκαλίζω
horror α. φρίκη, τρόμος huronear ρ. ξετρυπώνω
horrorizar ρ. προκαλώ φρίκη, τρομοκρατώ hurra επιφ. ζήτω
horroroso ε. φρικτός, φρικώδης, τρομερός hurtadillas θ. πλ. στα κρυφά
hortaliza θ. λαχανικό hurtar ρ. κλέβω
hortelano α. λαχανοκόμος, περιβολάρης hurto α. κλεψιά, κλοπή
hortense ε. κηπευτικός husmear ρ. ρουθουνίζω, χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι
hortícola ε. φυτοκομικός husmo α. έντονη οσμή
horticultura θ. φυτοκομία huso α. αδράχτι
hosco ε. σκυθρωπός, κατσούψης, κατηφής, αφιλόξενος huy επιφ. ωχ!
hospedaje α. τροφεία (χρηματικό ποσό για στέγαση, τροφή)
hospedar ρ. στεγάζω, φιλοξενώ
hospedero α./θ. οικοδεσπότης
hospicio α. ορφανοτροφείο, άσυλο
hospital α. νοσοκομείο
hospitalario ε. φιλόξενος
hospitalidad θ. φιλοξενία
hosquedad θ. σκυθρωπότητα
hostal α. μικρό ξενοδοχείο, πανδοχείο
hostia θ. όστια, μπουνιά, γροθιά
hostigar ρ. μαστιγώνω, παρακινώ, κατατρέχω
hostil ε. εχθρικός
hostilidad θ. εχθρότητα
hostilidades θ/ πλ. εχθροπραξίες
hotel α. ξενοδοχείο
hoy επ. σήμερα
hoyo α. λακούβα
hoyuelos α/πλ. λακκάκια, γελασίνοι
hoz θ. δρεπάνι
hucha θ. κουμπαράς
hueco α. κενό
hueco ε. κενός, αδειανός, κούφιος
huelga θ. απεργία
huelguista α/θ. απεργός
huella θ. ίχνος, αχνάρι
huérfano ε. ορφανός
huero ε. κλούβιος, στείρος, άγονος
huerta θ. περιβόλι, λαχανόκηπος
huerto α. λαχανόκηπος
huesa θ. τάφος
hueso α. κόκαλο, οστό, κουκούτσι
huésped α. μουσαφίρης, φιλοξενούμενος, επισκέπτης
huevera θ. αυγουλιέρα
huevo α. αβγό
huida θ. φυγή
hule α. μουσαμάς
hulla θ. γαιάνθρακας
hullera θ. ανθρακωρυχείο
humanidad θ. ανθρωπότητα, ανθρωπιά, φιλανθρωπία
humanitario ε. ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός
humano ε. ανθρώπινος, φιλάνθρωπος
humareda θ. σύννεφο καπνού
humeante ε. αχνιστός
humear ρ. αχνίζω, καπνίζω
humedad θ. υγρασία
humedecer ρ. υγραίνω
húmedo ε. υγρός
humero α. καμινάδα, καπνοδόχος
humildad θ. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
humilde ε. ταπεινόφρονας, μετριόφρονας
humillación θ. ταπείνωση, μείωση, εξευτελισμός
humillante ε. ταπεινωτικός, μειωτικός
humillar ρ. ταπεινώνω, μειώνω, εξευτελίζω
humo α. καπνός, αχνός
-74-
Ii
ibérico ε. ιβηρικός ilustración θ. εικονογράφηση, εικόνα, πολυμάθεια, διαφωτισμός
iceberg α. παγόβουνο ιlustrado ε. εικονογραφημένος, πολυμαθής
icono α. εικόνα ilustrar ρ. εικονογραφώ, διαφωτίζω, μορφώνω
iconoclasta α. εικονοκλάστης ilustrativo ε, επεξηγηματικός
iconografía θ. εικονογραφία ilustre ε. ένδοξος, επιφανής
ictericia θ. ίκτερος imagen θ. εικόνα
ida θ. μετάβαση imaginable ε. διανοητός
idea θ. ιδέα imaginación θ. φαντασία
ideal α. ιδανικό, ιδεώδες, ίνδαλμα imaginarse ρ. φαντάζομαι, υποθέτω, νομίζω
ideal ε. ιδανικός, ιδεώδης imaginario ε. φανταοτικός, υποθετικός
idealismo α. ιδεαλισμός imaginativo ε. ευφάνταοτος, επινοητικός
idealista α/θ. ιδεαλιστής, ιδεαλίστρια imaginería θ. ιερογλυπτική
idealizar ρ. εξιδανικεύω imán α. μαγνήτης
Idear ρ. επινοώ, σχεδιάζω imanar ρ. μαγνητίζω
ídem αντ. ομοίως imantar ρ. μαγνητίζω
idéntico ε. ταυτόσημος, ίδιος, όμοιος imanación θ. μαγνητισμός
identidad θ. ταυτότητα imantación θ. μαγνητισμός
identificación θ. ταυτισμός, ταύτιοη, αναγνώριοη imbécil ε. ηλίθιος, παλαβός
identificar ρ. ταυτίζω, αναγνωρίζω , ταυτοποιώ imbecilidad θ. ηλιθιότητα
ideología θ. ιδεολογία imberbe ε. χωρίς γένεια, αμούστακος
ideológico ε. ιδεολογικός imborrable ε. ανεξίτηλος
idílico ε. ειδυλλιακός imbuir ρ. εμποτίζω
idilio α. ειδύλλιο imitable ε. μιμήσιμος
idioma α. γλώσσα imitación θ. απομίμηση, μίμηση, παραποίηση
idtomático ε. ιδιωματικός imitador α. μιμητής
idiosincrasia θ. ιδιοσυγκρασία, ιδιομορφία imitar ρ. απομιμούμαι, μιμούμαι
idiota ε. ηλίθιος, ανόητος imitativo ε. μιμητικός
idiotez θ. ηλιθιότητα, βλακεία impaciencia θ. ανυπομονησία
ído ε. τρελλός, μουρλός impacientarse ρ. ανυπομονώ, αδημονώ
idólatra α/θ. ειδωλολάτρης, ειδωλολάτρισσα impaciente ε. ανυπόμονος
idolatría θ. ειδωλολατρία impacto α. πρόσκρουση, σύγκρουση
ídolo α. είδωλο, ίνδαλμα impagable ε. μη πληρωτέος
idoneidad θ. ιδανικότητα, καταλληλότητα impagado ε. απλήρωτος
idóneo ε. ιδεώδης, ιδανικός impago α. οφειλή
iglesia θ. εκκλησία, ναός impalpable ε. ανεπαίσθητος
ígneo ε. πυρογενής impar ε. μονός
ignición θ. ανάφλεξη imparable ε. ασταμάτητος
ignominia θ. ατίμωση, ατιμία, καταισχύνη imparcial ε. αμερόληπτος
Ignominioso ε. ατιμωτικός imparcialidad θ. αμεροληψία
ignorancia θ. άγνοια, αμάθεια impartible ε. αδιαίρετος
ignorante ε. αγράμματος, αμαθής, ανίδεος impartir ρ. δίνω, παραδίνω
ignorar ρ. αγνοώ impasible ε. απαθής, αδιάφορος
igual ε. ίδιος, όμοιος impavidez θ. έλλειψη φόβου
igual επ. το ίδιο, ίσως impávido ε. απτόητος, ατρόμητος, άφοβος
iguala θ. ισοφάριση , ισοφάρισμα Impecable ε. άψογος
igualación θ. εξίσωση, εξισορρόπηση impedido ε. ανάπηρος
igualar ρ. εξισώνω, εξομοιώνω impedimento α. εμπόδιο, κώλυμα
igualdad θ. ισότητα, εξίσωση, εξομοίωση impedir ρ. εμποδίζω, κωλύω
igualmente επ. εξίσου, επίσης impeler ρ. ωθώ, σπρώχνω, παρακινώ
ijada θ. πλευρά ζώου impenetrabilidad θ. απροοπελαστότητα, αδιαπεραστικότητα
ijar α. πλευρό impenetrable ε. απροσπέλαστος, αδιαπέραστος, αδιάβατος
ilación θ. εξαγωγή συμπεράσματος impenitencia θ. αμετανοηοία
ilegal ε. παράνομος impenitente ε. αμετανόητος
ilegalidad θ. παρανομία impensable ε. αδιανόητος
ilegible ε. δυσανάγνωστος impepinable ε. αδιαμφισβήτητος
ilegitimidad θ. παρανομία, νόθος καταγωγή imperante ε. κυρίαρχος, επικρατών
ilegítimo ε. νόθος, εξώγαμος imperar ρ. κυριαρχώ, επικρατώ, βασιλεύω
ilegalmente επ. παράνομα imperativo α/ε. προστακτική, προστακτικός
ileso ε. αβλαβής, αλώβητος imperceptible ε. ανεπαίσθητος
iliberal ε. ανελεύθερος imperceptiblemente επ. ανεπαίσθητα
ilícito ε. αθέμιτος, παράνομος imperdible α. παραμάνα
ilimitado ε. απεριόριστος imperdonable ε. ασυγχώρητος, αδικαιολόγητος
ilógico ε. παράλογο imperecedero ε. αθάνατος, αιώνιος
iluminación θ φωτισμός imperfección θ. ατέλεια, ελάττωμα
iluminar ρ. φωτίζω, φωταγωγώ imperfecto ε. ατελής, ελαττωματικός, παρατατικός
ilusión θ. ψευδαίσθηση, αυταπάτη, προσδοκία, χαρά imperial ε. αυτοκρατορικός
ilusionarse ρ. έχω παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις imperialismo α. ιμπεριαλισμός
ilusionismo α. ταχυδακτυλουργία, οφθαλμαπάτη imperialista α./θ. ιμπεριαλιστής
ilusionista α/θ. ταχυδακτυλουργός impericia θ. αδεξιότητα
iluso ε. απροσγείωτος, φαντασιόπληκτος imperio α. αυτοκρατορία
ilusorio ε. απατηλός imperioso ε. αυταρχικός, επείγουσα
-75-
Ii
imperito ε, αδέξιος improbidad θ. ατιμία
impermanencia θ. παροδικότητα ímprobo ε. τεράστιος
impermanente ε. παροδικός, πρόσκαιρος improcedencia θ. αναρμοστικότητα
impermeabilidad θ. στεγανότητα improcedente ε. ανάρμοστος, αταίριαστος, ακατάλληλος
impermeable ε. αδιάβροχος improductivo ε. άκαρπος, άφορος
impersonal ε. απρόσωπος impronta θ. αποτύπωμα, σημάδι, σφραγίδα
impersonalidad θ. απροσωπία impronunciable ε. απρόφερτος
impertérrito ε. άφοβος, ατρόμητος improperio α. βρισιά
impertinencia ε, αναίδεια impropicio ε. δυσοίωνος
impertinente ε. αναιδής impropiedad θ. ακαταλληλότητα
imperturbable ε. ακλόνητος impropio ε. αταιριαστος, ακατάλληλος
ímpetu α. ορμή, ώθηση improvisación θ. αυτοσχεδιασμός
impetuosidad θ. παράφορα, βιαιότητα, ορμητικότητα improvisadamente επ. αυτοσχέδια
impetuoso ε. ορμητικός, σφοδρός improvisar ρ. αυτοσχεδιάζω
impiedad θ. ασέβεια improvisto ε. απροσδόκητος, αυτοσχέδιος
impío ε. άπιστος, ανευλαβής, ασεβής imprudencia θ. απερισκεψία, αστοχασιά, αδιακριοία, αναίδεια
implacable ε. αμείλικτος, αδυσώπητος imprudente ε. απερίσκεπτος, αστόχαστος, αδιάκριτος, αναιδής
implantación θ. εμφύτευση, εφαρμογή impublicable ε. μη δημοσιεύσιμος
implantar ρ. εμφυτεύω, εφαρμόζω impudencia θ. θρασύτητα, αναίδεια
implicación θ. ενοχοποίηση, επίπτωση, επαγωγή impudente ε. θρασύς, αναιδής
implicar ρ, μπλέκω, αναμιγνύω, περιλαμβάνω, εννοώ impúdico ε. αναίσχυντος, άσεμνος
implícito ε. υπονοούμενος impuesto α. φόρος, δασμός
imploración θ. παράκληση, ικεσία impugnar ρ. προσβάλλω
implorar ρ. εκλιπαρώ, ικετεύω impulsar ρ. ωθώ, προωθώ
impoluto ε. αμόλυντος impulsión θ. παρόρμηση, παρακίνηση, ώθηση
imponderable ε. αστάθμητος impulsividad θ. αυθορμητισμός
imponencia θ. επιβλητικότητα impulsivo ε. αυθόρμητος, παρορμητικός
imponente ε. επιβλητικός impulso α. ώθηση, παρόρμηση
imponer ρ. επιβάλλω impune ε. ατιμώρητος
imponible ε. φορολογήσιμος impunemente επ. ατιμώρητα
importación θ. εισαγωγή impunidad θ. ατιμωρησία
importador α. εισαγωγέας impureza θ. ακαθαρσία, πρόσμειξη
importancia θ. σπουδαιότητα, σημασία impuro ε. ακάθαρτος
importante ε. σπουδαίος, σημαντικός imputación θ. καταλογισμός
importar ρ. εισάγω, έχω σημασία, σημαίνω, αξίζω, πειράζει imputar ρ. αποδίδω, καταλογίζω
importe α. αξία, ποσό inabordable ε. απλησίαστος
importunación θ. φορτικότητα inacabable ε. ατελείωτος
importunar ρ. παρενοχλώ, ενοχλώ , φορτώνομαι inaccesibilidad θ. το απρόσιτο
importunidad θ. παρενόχληση , ενόχληση inaccesible ε. απροσπέλαστος, απρόσβατος
imposibilidad θ. αδυναμία, ανικανότητα inacción θ. αδράνεια, απραξία
imposibilitar ρ. κάνω αδύνατο, εμποδίζω inaceptable ε. απαράδεκτος
imposible ε. αδύνατος, ανυπόφορος inactividad θ. απραξία, αδράνεια
impositor α./θ. καταθέτης inactivo ε. αδρανής
imposición θ. επιβολή inadaptable θ. μη προσαρμόσιμος
impostor α. απατεώνας , που κάνει πλαστοπροσωπία inadaptado θ. απροσάρμοστος
impotable ε. μη πόσιμος inadecuación θ. ανεπάρκεια, ακαταλληλότητα
impotencia θ. ανικανότητα inadecuado ε. ανεπαρκής, ακατάλληλος
impotente ε. ανίκανος inadmisible ε. απαράδεκτος, ανεπίτρεπτος
impracticable ε. απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος, αδιάβατος inadvertencia θ. απροσεξία
imprecación θ. κατάρα inadvertido ε. απαρατήρητος, απρόσεκτος
imprecar ρ. καταριέμαι inagotable ε. ανεξάντλητος
imprecición θ. ανακρίβεια inaguantable ε. ανυπόφορος, αφόρητος, αβάσταχτος
impreciso ε. ανακριβής inajenable ε. αναφαίρετος
impredictible ε. απρόβλεπτος inalámbrico ε. ασύρματος
impregnación θ. διαπότιση inalcazable ε. ανεπίτευκτος
impregnar ρ. μουσκεύω, διαποτίζω, καθιστώ έγκυο , γκαστρώνω inalterable ε. αμετάβλητος, αναλλοίωτος, ατάραχος
imprenta θ. τυπογραφείο inamovible ε. αμετάθετος, αμετακίνητος
imprescindible ε. αναγκαίος, απαραίτητος inanición θ. ασιτία
impresión θ. εκτύπωση, εντύπωση, αποτύπωμα inanimado ε. άψυχος
impresionable ε. ευαίσθητος, ευκολοεπηρέαστος inánime ε. άψυχος, χωρίς ζωή
impresionante ε. εντυπωσιακός inapelable ε. μη ανακλήσιμος
impresionar ρ. εντυπωσιάζω, εντυπώνω, αποτυπώνω inapercibido ε. απαρατήρητος
impresionista ε. ιμπρεσιονιστικός inapetencia θ. ανορεξία
impreso α. έντυπο inaplicable ε. ανεφάρμοστος
impresor α. τυπογράφος inapreciable ε. ανεκτίμητος, ανεπαίσθητος
imprevisible ε. μη προνοήσιμος inaprehensible ε. ακατανόητος
imprevisión θ. απροβλεψία, απρονοησία inapto ε. αδέξιος, άσχετος
imprevisto ε. απρόοπτος, απρόβλεπτος inarrugable ε. ατσαλάκωτος
imprimir ρ. τυπώνω, εκτυπώνω inarticulado ε. άναρθρος
improbable ε. απίθανος inasequible ε. απρόσιτος, απλησίαστος
-76-
Ii
inatacable ε. απρόσβλητος inconfundible ε. αδύνατο να μπερδευτεί, ολοφάνερος
inatento ε. αφηρημένος incongruencia θ. ασυναρτησία, ανακολουθία
inaudito ε. ανήκουστος incongruente ε. ασυνάρτητος, ανακόλουθος
inauguración θ. εγκαίνια inconmovible ε. ασυγκίνητος, ακλόνητος
inaugurar ρ. εγκαινιάζω inconmutable ε. αμετάβλητος
inaugural ρ. εναρκτήριος, εγκαινιάζων inconsciencia θ. ασυνειδησία
incalculable ε. ανυπολόγιστος inconsciente ε. ασυνείδητος
incadescencia θ. λευκοπύρωση, πυράκτωση inconsecuencia θ. ανακολουθία, ασυνέπεια
incandescente ε. πυρωμένος, πυρακτωμένος inconsecuente ε. ανακόλουθος, ασυνεπής
incansable ε. ακούραστος, ακαταπόνητος inconsideración θ. απερισκεψία, αδιακρισία
incapacidad θ. ανικανότητα inconsistencia θ. ασυνέπεια, αντιφατικότητα, έλλειψη συνοχής
incapacitar ρ. καθιστώ ανίκανο incosistente ε. ασυνεπής, αντιφατικός, χωρίς συνοχή
incapaz ε. ανίκανος incosolable ε. απαρηγόρητος
incautación θ. κατάσχεση inconstancia θ. αστάθεια
incautarse ρ. κατάσχω inconstante ε. ασταθής
incendiar ρ. πυρπολώ inconstitucional ε. αντισυνταγματικός
incendio α. πυρκαγιά, εμπρησμός, πυρπόληση incontable ε. αμέτρητος, ανυπολόγιστος
incensar ρ. λιβανίζω incontaminado ε. αμόλυντος
incensario α. λιβάνιστήρι incontenible ε. ασυγκράτητος
incentivo α. κίνητρο, ελατήριο incontrolable ε. ανεξέλεγκτος
incertldumbre θ. αβεβαιότητα, αμφιβολία inconveniencia θ. ακαταλληλότητα, αδιακρισία
incesable ε. ακατάπαυστος, αδιάκοπος inconveniente α. αντίρρηση, εμπόδιο, μειονέκτημα
incesante ε. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος inconveniente ε. ακατάλληλος, άστοχος, άκαιρος
incesto α. αιμομιξία inconvertible ε. μη μετατρέψιμος
incidencia θ. πρόσκρουση, επεισόδιο incordiar ρ. παρενοχλώ
incidente α. επεισόδιο, περιστατικό, συμβάν incorporación θ. ενσωμάτωοη , συσσωμάτωση
incidir ρ. προσκρούω incorporar ρ, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ανασηκώνω
incienso α. λιβάνι incorpóreo ε. ασώματος, άυλος
incierto ε. αβέβαιος, αμφίβολος incorrecto ε. λανθασμένος, εσφαλμένος, απρεπής
incineración θ. αποτέφρωση incorregible ε. αδιόρθωτος
incinerar ρ. αποτεφρώνω incorruptible ε. αδιάφθορος
incipiente ε. αρχόμενος incorrupto ε. μη διεφθαρμένος
incisión θ. τομή, εντομή incredulidad θ. δυσπιστία
incisivo ε. κοφτερός incrédulo ε. δύσπιστος, άπιστος
inciso α. παρένθεση increíble ε. απίστευτος
incitación θ. υποκίνηση, υποδαύλιση increíblemente επ. απίστευτα
incitante ε. προτρεπτικός, παρακινητικός, παροτρυντικός incrementar ρ. αυξάνω
incitar ρ. προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω incremento α. αύξηση
inclasificable ε. μη ταξινομήσιμος , αταξινόμητος increpación θ. επιτίμηοη, επίπληξη
inclemencia θ. δριμύτητα increpar ρ. επιτιμώ, επιπλήττω
inclemente ε. δριμύς incriminación θ. ενοχοποίηση
inclinación θ. κλίση, κάμψη, τάση incriminar ρ. ενοχοποιώ
inclinar ρ. κλίνω, γέρνω incrustación θ. ενσφήνωση
incluir ρ. εσωκλείω, περιλαμβάνω incrustar ρ. ενσφηνώνω
inclusa θ. βρεφοκομείο incubar ρ. επωάζω, εκκολάπτω
inclusión θ. συνιπολογισμός incubación θ. επώαση
inclusivo ε. περιεκτικός incubadora θ. θερμοκοιτίδα, εκκολαπτήριο
incluso επ. ακόμα και, μέχρι και incuestionable ε. αναντίρρητος, αναμφισβήτητος
incógnita θ. ο άγνωστος inculcar ρ. εντυπώνω, εμφυτεύω, εμπνέω
incoherencia θ. ασυναρτησία inculpar ρ. ενοχοποιώ
incoherente ε. ασυνάρτητος incultivable ε. μη καλλιεργήσιμος
incoloro ε. άχρωμος inculto ε. αμόρφωτος, ακαλλιέργητος
incombustible ε. άφλεκτος, άκαυστος incultura θ. αμορφωσιά, αγραμματοσύνη
incomodar ρ. ενοχλώ incumbencia θ. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία
incomodidad θ. έλλειψη ανέσεων, μπελάς incumbir ρ. αφορώ
incómodo ε. άβολος incumplir ρ. αθετώ, παραβαίνω
incomparable ε. ασύγκριτος incurable ε. αθεράπευτος
incompatibilidad θ. ασυμβατότητα incurrir ρ. παραπέφτω, επισύρω
incompatible ε. ασύμβατος, ασυμβίβαστος incursión θ. εισβολή, επιδρομή
incompetencia θ. αναρμοδιότητα indagación θ. έρευνα, αναζήτηση
incompetente θ. ανίκανος, αναρμόδιος indagar ρ. ερευνώ, αναζητώ
incompleto ε. ασυμπλήρωτος, ατελής indebidamente επ. άδικα, αδικαιολόγητα
incomprensibilidad θ. ακατανοησία indebido ε. άδικος, αδικαιολόγητος
incomprensible ε. ακατανόητος, ακατάληπτος indecencia θ. έλλειψη σεμνότητας, απρέπεια, αναξιοπρέπεια
incomunicación θ. απομόνωση indecente ε. άσεμνος, απρεπής, αναξιοπρεπής
incomunicado ε. απομονωμένος, σε απομόνωση indecible ε. άφατος, ανείπωτος
inconcebible ε. αδιανόητος indecisión θ. αναποφασιστικότητα
inconcluso ε. μη πειστικός, ατελής indeciso ε. αναποφάσιστος
incondicional ε. χωρίς όρους, απόλυτος indecoroso ε. άσεμνος, ανήθικος
inconfesable ε. ανεξομολόγητος indefensión θ. έλλειψη προστασίας
inconfeso ε. ανομολόγητος indefenso ε. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος
-77-
Ii
indefinible ε. απροσδιόριστος, ακαθόριστος indudablemente επ. αναμφίβολα, αναμφισβήτητα
indefinidamente επ. επ'αόριστον indulgencia θ. επιείκεια, άφεση αμαρτιών
indefinido ε. αόριστος, ακαθόριστος indulgente ε. επιεικής
indeleble ε. ανεξίτηλος indultar ρ. απονέμω χάρη, συγχωρώ
indemnidad θ. εγγύηση indulto α. χάρη, άφεση
indemnización θ. αποζημίωση indumentaria θ. ενδυμασία
indemnizar ρ. αποζημιώνω industria θ. βιομηχανία
independencia θ. ανεξαρτησία industrial α/ε. βιομήχανος, βιομηχανικός
independiente ε. ανεξάρτητος industrializar ρ. βιομηχανοποιώ
independientemente επ. ανεξάρτητα inédito ε. ανέκδοτος, αδημοσίευτος
indescifrable ε. που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί ineducado ε. αγενής
indescriptible ε. απερίγραπτος ineficacia θ. έλλειψη αποτελεσματικότητας
indeseable ε. ανεπιθύμητος ineficaz ε. ατελέσφορος
indestructibilidad θ. αφθαρσία ineftciencia θ. ανικανότητα, ανεπάρκεια
indeterminado ε. αόριστος, ακαθόριστος, απροσδιόριστος inenarrable ε. ανεκδιήγητος
indicación θ. ένδειξη, υπόδειξη ineptitud θ. ανικανότητα, απρέπεια, ανοησία
indicador α. δείκτης inepto ε. ανίκανος, άχρηστος
indicar ρ. δείχνω, δηλώνω inequívoco ε. oλoφανερος, αδιαμφισβήτητος
indicativo ε. ενδεικτικός, δεικτικός, οριστική inercia θ. αδράνεια
índice α. δείκτης, ευρετήριο inerte ε. αδρανής
indicio α. ένδειξη inescrupuloso ε. ασυνείδητος, αδίστακτος
indiferencia θ. αδιαφορία inescrutable ε. ανεξιχνίαστος
indiferente ε. αδιάφορος inesperado ε. απρόοπτος, απροσδόκητος, ανέλπιστος,
indígena α/θ. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής απρόσμενος
indigencia θ. φτώχεια inestabilidad θ. αστασία, αστάθεια
indigerible ε. δύσπεπτος inestable ε. ασταθής, άστατος
indigestión θ. δυσπεψία, βαρυστομαχιά inestimable ε. ανεκτίμητος
indigesto ε. δύσπεπτος. δυσκολοχώνευτος inevitabilidad θ. το μοιραίο, το ανεπόφευκτο
indignación θ. αγανάκτηση inevitable ε. αναπόφευκτος
indignante ε. αγανακτισμένος inexactitud θ. ανακρίβεια
indignar ρ. αγανακτώ inexacto ε. ανακριβής
indignidad θ. κακομεταχείρηση, ταπείνωση, προσβολή inexcusable ε. αδικαιολόγητος
indigno ε. ανάξιος, άξιος περιφρόνησης inexistencia θ. ανυπαρξία
indio ε. ινδικός, ινδιάνικος inexistente ε. ανύπαρκτος
indirecta θ. υπαινιγμός, υπονούμενο inexorable ε. αδυσώπητος, αμείλικτος
indirectamente επ. έμμεσα, πλάγια inexperiencia θ. απειρία
indirecto ε. έμμεσος, πλάγιος inexperto ε. άπειρος
indisciplina θ. απειθαρχία inexplicable ε. ανεξήγητος
indisciplinado ε. απείθαρχος inexplorado ε. ανεξερεύνητος
indiscreción θ. αδιακρισία inexpresable ε. ανέκφραστος, ανείπωτος
indiscreto ε. αδιάκριτος inexpresivo ε. ανέκφραστος, άτονος
indisculpable ε. ασυγχώρητος infalibilidad θ. το αλάνθαστο
indiscutible ε. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος infalible ε. αλάνθαστος
indiscutiblemente επ. ασυζητητί, αδιαφιλονίκητα, αδιαμφισβήτητα infamación θ. δυσφήμιση
indisoluble ε. αδιάλυτος infamador ε. δυσφημιστής
indispensable ε. απαραίτητος infamar ρ. δυσφημώ
indisponer ρ. προκαλώ διένεξη infancia θ. παιδική ηλικία
indisposición θ. αδιαθεσία infante α. πρίγκιπας
indispuesto ε. αδιάθετος, τσακωμένος infantería θ. πεζικό
indistinguible ε. δυσδιάκριτος, αξεχώριστός infantil ε. παιδικός, παιδαριώδης
indistintamente επ. αδιάκριτα infarto α. καρδιακή προσβολή
individual ε. ατομικός, προσωπικός infatigable ε. ακαταπόνητος, ακούραστος, ακάματος
individualidad θ. ατομικότητα infatigablemente επ. ακούραστα
individualista ε. ατομιστής, εγωιστής infatuación θ. ξεμυάλισμα
individuo α. άτομο infección θ. μόλυνση
indivisible ε. αδιαίρετος infeccioso ε. μολυσματικός
indivisiblemenmte επ. αδιαίρετα infectar ρ. μολύνω
indócil ε. απειθής, ανυπότακτος infecundidad θ. στειρότητα
indocto ε. αμαθής infecundo ε. άγονος, στείρος
índole θ. φύση, είδος infelicidad θ. δυστυχία
indolencia θ. νωθρότητα infeliz ε. δυστυχιομένος, κακόμοιρος, άμοιρος, αγαθός
indolente ε. νωθρός inferior ε. κατώτερος
indoloro ε. ανώδυνος inferioridad θ. κατωτερότητα
indomable ε. αδάμαστος, αχαλίνωτος, ατίθασος infernal ε. δαιμονισμένος
indómito ε. ακατάβλητος, αδάμαστος infértil ε. άγονος
indubitable ε. αναμφίβολος infidelidad θ. απιστία
inducción θ. επαγωγή infiel ε. άπιστος
inducir ρ. προτρέπω, παρακινώ, επιφέρω, επάγομαι infierno α. κόλαση
inductivo ε. επαγωγικός infiltraclón θ. διείσδυση, διαπέραση, διήθηση
inductor α. ηθικός αυτουργός, επαγωγικό κύκλωμα infiltrarse ρ. διεισδύω, διαπερνώ
indudable ε. αναμφίβολος, αναμφισβήτητος ínfimo ε. κατώτατος, χαμηλότατος, χείριστος
-78-
Ii
infinidad θ. πλήθος iniciación θ. έναρξη, μύηοη
infinitesimal ε. απειροελάχιστος iniciado ε. μυημένος
infinitivo α. απαρέμφατο inicial ε. αρχικός
infinito ε. άπειρος iniciar ρ. αρχίζω, μυώ
inflación θ. πληθωρισμός iniciativa θ. πρωτοβουλία
inflacionario α. πληθωριστικός inimaginable ε. αφάνταστος
inflamable ε. άφλεκτος inimitable ε. αμίμητος
inflamación θ. φλεγμονή, φλόγωση, ανάφλεξη ininteligible ε. δυσανάγνωστος, δυσνόητος
inflamar ρ. φλογίζω, αναφλέγω ininterrumpido ε. αδιάκοπος
inflamatorio ε. φλεγμονικός, φλεγμονώδης injertar ρ. μπολιάζω, κεντρώνω
inflar ρ. φουσκώνω injerto α. μπόλιασμα, κέντρωμα, μπόλι, μόσχευμα
inflexibilidad θ. ακαμψία injuria θ. ύβρη, προσβολή
inflexible ε. άκαμπτος, ανένδοτος injuriar ρ. υβρίζω, προσβάλλω
infligir ρ, επιβάλλω, προκαλώ injurioso ε. υβριστικός, προσβλητικός
influencia θ. επιρροή, επίδραση, επήρεια injustamente επ. άδικα
influir ρ. επιδρώ, επηρεάζω injusticia θ. αδικία
influjo α. επηρεασμός, επιρροή, επίδραση, που έχει επιρροή injustificable ε. αδικαιολόγητος
información θ. πληροφορία injustificadamente επ. αδικαιολόγητα
informador α./ θ. πληροφοριοδότης injusto ε. άδικος
informal ε. ανεπίσημος, άτυπος, αναξιόπιστος inmaculado ε. άσπιλος, αμόλυντος
informalidad θ. έλλειψη επισημότητας inmadurez θ. ανωριμότητα
informar ρ. πληροφορώ inmaduro ε. ανώριμος
informática θ. πληροφορική inmanejable ε. δύσχρηστος
informativo ε. πληροφοριακός inmaterial ε. άυλος
informe α. αναφορά, έκθεση inmediaciones θ/πλ. περίχωρα
infortunado ε. άτυχος, δυστυχής, άμοιρος inmediatamente επ. αμέσως
infortunio α. ατυχία, δυστυχία inmediatez θ. αμεσότητα
infracción θ. παράβαση, παραβίαση inmediato ε. άμεσος, αμέσως επόμενος
infractor α. παραβάτης inmejorable ε. αξεπέραστος, ασυναγώνιστος
infraganti επ. επ'αυτοφόρω inmemorable ε. μη αξιομνημόνευτος
infrangible ε. άθραυοτος inmensidad θ. απεραντοσύνη
infranqueable ε. ανυπέρβατος, απαράβατος inmenso ε. απέραντος
infrarrojo ε. υπέρυθρος inmergir ρ. εμβαπτίζω
infravalorar ρ. υποτιμώ inmersión θ. κατάδυση
infrecuente ε. σπάνιος, όχι συχνός inmerso ε. εμβαπτισμένος
infringir ρ. παραβαίνω, παραβιάζω inmigración θ. μετανάστευση
infructuoso ε. άκαρπος, ανωφελής inmigrante α/θ. μετανάστης, μετανάστρια
infundado ε. αβάσιμος, αστήρικτος inmigrar ρ. μεταναστεύω
infundir ρ. προκαλώ, εμπνέω inminente ε. επικείμενος
infusión θ. αφέψημα inmiscuirse ρ. ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι
ingeniar ρ. επινοώ inmobiliario α./θ. κτηματομεσιτικός
ingeniería θ. μηχανική inmolar ρ. θυσιάζω
ingeniero α. μηχανικός inmoderado ε. υπέρμετρος
ingenio α. επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευφυία inmoral ε. ανήθικος
ingenioso ε. επινοητικός, εφευρετικός, ευφυής inmoralidad θ. ανηθικότητα
ingenuidad θ. αφέλεια inmortal θ. αθάνατος
ingenuo ε. αφελής inmortalidad θ. αθανασία
ingerir ρ. καταπίνω inmóvil ε. ακίνητος
ingestión θ. κατάποση inmovilidad θ. ακινησία
ingle θ. βουβώνας inmovilizar ρ. ακινητοποιώ
inglés ε. αγγλικός inmueble α. ακίνητο
ingobernable ε. ακυβέρνητος inmundo ε. βρωμερός
ingratitud θ. αγνωμοσύνη, αχαριστία inmune ε. άνοσος, απρόσβλητος
ingrato ε. αγνώμονας, αχάριστος inmunidad θ. ανοσία
ingravidez θ. έλλειψη βαρύτητας inmunizar ρ. ανοσοποιώ
ingrediente α. συστατικό inmutable ε. αμετάβλητος
ingresar ρ. εισέρχομαι, εισάγομαι, μπαίνω, καταθέτω inmutarse ρ. ταράζομαι
ingreso α. είσοδος, εισαγωγή, κατάθεση innato ε. έμφυτος
ingresos α.πλ. έσοδα, εισοδήματα innecesario ε. περιττός, ανώφελος
inhábil ε. ανεπιτήδευτος, αδέξιος innegable ε. αναντίρρητος
inhabilidad θ. ανεπιτηδειότητα, αδεξιότητα innoble ε. αχρείος, ποταπός
inhabitable ε. μη κατοικήσιμος innovación θ. νεωτερισμός
inhabitado ε. ακατοίκητος innovador α. νεωτεριστής
inherente ε. ενυπάρχων, συμφυής innovar ρ. καινοτομώ
inhibición θ. αναστολή innumerable ε. αναρίθμητος
inhibir ρ. αναστέλνω inobediencia θ. ανυπακοή
inhospitalario ε. αφιλόξενος inocencia θ. αθωότητα
inhospitalidad θ. έλλειψη φιλοξενίας inocente ε. αθώος
inhumano ε. απάνθρωπος inocentemente επ. αθώα
inhumación θ. ενταφιασμός inoculación θ. εμβολιασμός
inhumar ρ. ενταφιάζω, θάβω inocular ρ. εμβολιάζω
-79-
Ii
inocuo ε. αβλαβής instigación θ. υποκίνηση
inodoro ε. άοσμος instigar ρ. υποκινώ
inofensivo ε. άκακος, αβλαβής instintivo ε. ενστικτώδης
inolvidable ε. αξέχαστος, αλησμόνητος instinto α. ένστικτο
inopia θ. ένδεια institución θ. ίδρυμα, θεσμός
inoportunidad θ. ακατηλλότητα instituir ρ. ιδρύω, θεσπίζω, καθιερώνω
inoportuno ε. παράκαιρος, άκαιρος instituto α. ινστιτούτο
inorgánico ε. ανόργανος institutriz θ. γκουβερνάντα
inoxidable ε. ανοξείδωτος instrucción θ. εκπαίδευση
inquietar ρ. ανησυχώ, ταράζω instrucciones θ/πλ. οδηγίες
inquieto ε. ανήσυχος instructivo ε. διδακτικός
inquietud θ. αvησυχία. ταραχή instructor α. εκπαιδευτής
inquilino α. ενοικιαστής instruir ρ. εκπαιδεύω
inquirir ρ. ερευνώ, εξετάζω instrumentación θ. ενορχήστρωση
insaciable ε. αχόρταγος, ακόρεστος, άπληστος instrumento α. όργανο, εργαλείο
insalubre ε. ανθυγιεινός insubordinación θ. απειθαρχία
insatisfacción θ. μη ικανοποίηση insubordinar ρ. απειθαρχώ
insatisfactorio ε. μη ικανοποιητικός insuficiencia θ. ανεπάρκεια
inscribir ρ. εγγράφω, καταχωρίζω, επιγράφω insuficiente ε. ανεπαρκής
inscripción θ. εγγραφή, καταχώριση, επιγραφή insufrible ε. ανυπόφορος, αφόρητος
insecticida θ. εντομοκτόνο insularidad θ. μόνωση
insectívoro ε. εντομοφάγος insultante ε. υβριστικός, προσβλητικός
insecto α. έντομο insultar ρ. βρίζω, προσβάλλω
inseguridad θ. ανασφάλεια, αβεβαιότητα insulto α. βρισιά, αισχρολογία, προσβολή
inseguro ε. ανασφαλής, αβέβαιος insumiso ε. ανυπότακτος
inseminar ρ. γονιμοποιώ insuperable ε. ανυπέρβλητος
insensato ε. ασύνετος, αλόγιστος, απερίσκεπτος insurgente ε. στασιαστικός
insensibilidad θ. αναισθησία insurrección θ. στάση, εξέγερση
insensible ε. αναίσθητος intacto ε. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
inseparable ε. αχώριστος intachable ε. άψογος, αψεγάδιαστος, άμεμπτος
inserción θ. παρεμβολή, καταχώρηση, προσθήκη intangible ε. άπιαστος, ανέγγιχτος, απροσδιόριστος
insertar ρ. παρεμβάλλω, βάζω, καταχωρίζω integración θ. ολοκλήρωση, ενσωμάτωση
inservible ε. άχρηστος integral ε. ολοκληρωτικός, πλήρης, αναπόσπαστος
insidioso ε. ύπουλος, επίβουλος integrar ρ. αποτελώ, απαρτίζω, ενσωματώνω, ολοκληρώνω
insigne ε. διάσημος, διακεκριμένος integridad θ. ακεραιότητα
insignia θ. κονκάρδα íntegro ε. ακέραιος, αδιάφθορος
insignificancia θ. ασημαντότητα, ευτελές ποσό ή πράγμα intelecto α. διάνοια, νους, νοημοσύνη
insignificante ε. ασήμαντος, μηδαμινός, ευτελής intelectual α/θ. διανοούμενος, διανοούμενη
insinceridad θ. ανειλικρίνια intelectual ε. διανοητικός, πνευματικός
insincero ε. ανειλικρινής inteligencia θ. νοημοσύνη, εξυπνάδα, ευφυΐα
insinuación θ. υπαινιγμός, υπονοούμενο inteligibilidad θ. το αντιληπτό, το ευνόητο
insinuar ρ. υπαινίσσομαι, υπονοώ,υποδηλώνω inteligible ε. νοητός, καταληπτός, ευνόητος
insipidez θ. ανοστιά, σαχλότητα inteligente ε. νοήμων, έξυπνος, ευφυής
insípido ε. άγευστος, άνοστος, ανούσιος intemperancia θ. έλλειψη ανεκτικότητας
insistencia θ. επιμονή intemperie θ. ύπαιθρο
insistente ε. επίμονος intempestivo ε. άκαιρος
insistir ρ. επιμένω intención θ. πρόθεση, σκοπός
insociabilidad θ. έλλειψη κοινωνικότητας intencionadamente επ. σκόπιμα, επίτηδες
insociable ε. ακοινώνητος intencionado ε. σκόπιμος
insolente ε. αυθάδης, θρασύς Intencional ε. εσκεμμένος
insólito ε. ασυνήθης, πρωτοφανής intensidad θ. ένταση, σφοδρότητα
insoluble ε. αδιάλυτος intensificación θ. εντατικοποίηση
insolvente ε. αφερέγγυος intensificar ρ. εντείνω
insomne ε. άυπνος intensivo ε. εντατικός
insomnio α. αϋπνία intenso ε. έντονος, σφοδρός
insoportable ε. ανυπόφορος, αβάσταχτος intentar ρ. προσπαθώ, επιχειρώ
insospechable ε. ανύποπτος intento α. προσπάθεια, επιχείρημα
insostenible ε. αβάσιμος interacción θ. αλληλεπίδραση
inspección θ. επιθεώρηση, έλεγχος, εξέταση intercalación θ. παρεμβολή, παρένθεση
inspeccionar ρ. επιθεωρώ, ελέγχω, εξετάζω intercalar ρ. παρεμβάλλω, παρενθέτω
inspector α. επιθεωρητής, ελεγκτής intercambiable ε. ανταλλάξιμος
inspiración θ. εισπνοή, έμπνευση intercambiar ρ. ανταλλάζω
inspirador α. εμπνευστής intercambio α. ανταλλαγή
inspirar ρ. εισπνέω, εμπνέω interceder ρ. μεσολαβώ
instalación θ. εγκατάσταση interceptación θ. υποκλοπή, παρεμπόδιση
instalar ρ. εγκαθιστώ interceptar ρ. υποκλέπτω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω
instancia θ. αίτηση intercesión θ. μεσολάβηση
instantáneo ε. στιγμιαίος intercontinental ε. διηπειρωτικός
instante α. στιγμή interés α. συμφέρον, όφελος, ενδιαφέρον, τόκος
instauración θ. καθίδρυση interesado α. ενδιαφερόμενος
instaurar ρ. καθιδρύω, καθιστώ interesante ε. ενδιαφέρων
-80-
Ii
interesar ρ. ενδιαφέρω, συμφέρω intrusión θ. εισβολή
interesarse ρ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι intruso ε. παρείσακτος, απρόσκλητος
interferencia θ. παρεμβολή, επέμβαση intuición θ. διαίσθηση, ενόραση
interferir ρ. παρεμβαίνω, επεμβαίνω intuir ρ. διαισθάνομαι
interino ε. προσωρινός, έκτακτος intuitivo ε. διαισθητικός, ενορατικός
interior α. εσωτερικό, ενδοχώρα, εσωτερικός κόσμος inundación θ. πλημμύρα
interior ε. εσωτερικός, ενδόμυχος inundar ρ. πλημμυρίζω
interioridad θ. εσωτερικότητα inusitado ε. ασυνήθιστος, ασυνήθης
interjección θ. επιφώνημα inútil ε. άχρηστος, ανώφελος, ανίκανος
interlocutor α. συνομιλητής inutilidad θ. αχρηστία, ανικανότητα
intermediarlo α. μεσολαβητής inutilizar ρ. αχρηστέυω
intermedio α. διάλειμμα, ιντερμέδιο invadeable ε. αδιάβατος
intermedio ε. ενδιάμεσος invadir ρ. εισβάλλω, κυριεύω
interminable ε. ατελείωτος invalidación θ. ακύρωση
intermisión α. ανάπαυλα, διάλλειμμα, διακοπή inválido ε. ανάπηρος
intermitente ε. περιοδικός invariable ε. αμετάβλητος, αμετάλλακτος
internacional ε. διεθνής invasión θ. εισβολή
internado α. οικοτροφείο invasor α. εισβολέας
internar ρ. εισάγω invencibilidad θ. το ακατανίκητο
interno ε. εσωτερικός invencible ε. αήττητος, ανίκητος, ανυπέρβατος
interpelación θ. επερώτηση invención θ. εφεύρεση, επινόηση
interpelar ρ. επερωτώ inventar ρ. εφευρίσκω, επινοώ
interponerse ρ. παρεμβάλλομαι, παρεμβαίνω inventario α. απογραφή, καταγραφή
interpretación θ. ερμηνεία inventiva θ. εφευρητικότητα, επινοητικότητα
interpretar ρ. διερμηνεύω, ερμηνεύω invento α. εφεύρημα, εφεύρεση, επινόηση
intérprete α/θ. διερμηνέας, ερμηνευτής, ερμηνεύτρια inventor α. εφευρέτης
interrogación θ. ερώτημα, ερωτηματικό, ανάκριση invernáculo α. θερμοκήπιο
interrogar ρ. ανακρίνω invernadero α. θερμοκήπιο
interrogatorio α. ανάκριση invernal ε. χειμερινός, χειμωνιάτικος
interrumpir ρ. διακόπτω invernar ρ. διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω
interrupción θ. διακοπή inverosímil ε. απίστευτος, απίθανος
interruptor α. διακόπτης inversión θ. αντιστροφή, αναστροφή, αναποδογύρισμα, επένδυση
intersección θ. τομή inverso ε. αντίστροφος, ανάστροφος, ανάποδος
interurbano ε. υπεραστικός invertir ρ. αντιστρέφω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, επενδύω
intervalo α. διάστημα invertebrado ε. ασπόνδυλος
intervención θ. επέμβαση, παρέμβαση, μεσολάβηση investidura θ. επένδυση
intervenir ρ. επεμβαίνω, παρεμβαίνω, ελέγχω investigación θ. έρευνα
intestinal ε. εντερικός investigador α. ερευνητής
intestino α. έντερο investigar ρ. ερευνώ
intimación θ. γνωστοστοποίηση investir ρ. απονέμω τιμή ή τιμητικό τίτλο
intimidación θ. εκφοβισμός invicto ε. αήττητος, ανίκητος, ακαταμάχητος
intimidad θ. οικειότητα, στενός οικογενειακός κύκλος invidente ε. αόμματος
intimidar ρ. εκφοβίζω, φοβερίζω invierno α. χειμώνας
íntimo ε. στενός, οικείος, εγκάρδιος inviolabilidad θ. το απαραβίαστο
intocable ε. ανέγγιχτος inviolable ε. απαραβίαστος
intolerable ε. μη ανεκτός, αφόρητος, ανυπόφορος invisibilidad θ. το αόρατο
intolerancia ε. έλλειψη ανεκτικότητας, μισαλλοδοξία, αδιαλαξία invisible ε. αόρατος, αθέατος
intolerante ε. μη ανεκτικός, ασυμβίβαστος invitación θ. πρόσκληση
intoxicación θ. δηλητηρίαση, τοξίνωση invitado α. προσκαλεσμένος, καλεσμένος
intoxicarse ρ. παθαίνω δηλητηρίαση invitar ρ. προσκαλώ, καλώ,κερνώ
intramuscular ε. ενδομυϊκός invocación θ. επίκληση
intranquilidad ε. ανησυχία invocar ρ. επικαλούμαι
intranquilo ε. ανήσυχος involucrar ρ. αναμιγνύω, εμπλέκω
intransferible ε. αμεταβίβαστος involuntario ε. ακούσιος, αθέλητος
intransigencia θ. αδιαλλαξία invulnerable ε. άτρωτος, απρόσβλητος
intransigente ε. αδιάλλακτος inyección θ. ένεση
intransitable ε. αδιάβατος inyectable ενέσιμος
intransitivo ε. αμετάβατος inyectar ρ. εγχέω
intravenoso ε. ενδοφλέβιος ir ρ. πηγαίνω, μεταβαίνω, πάω
intrepidez θ. τόλμη ira θ. οργή, θυμός
intrépido ε. ατρόμητος, άτρομος, απτόητος iracundo ε. ευέξαπτος, οξύθυμος
intriga θ. μηχανορραφία, ραδιουργία, πλοκή, έντονη περιέργεια irascibilidad θ. οξυθυμία
intrigar ρ. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, προκαλώ έντονη περιέργεια irascible ε. οξύθυμος, ευέξαπτος, θυμώδης
intrínseco ε. ενδογενής iridescente ε. ιριδίζων
introducción θ. εισαγωγή iris α. ίριδα
introducir ρ. εισάγω irisación θ. ιριδισμός
intromisión θ. ανάμιξη, επέμβαση ironía θ. ειρωνεία
introspección θ. ενδοσκόπηση, αυτοεξέταση irónico ε. ειρωνικός
introspectivo ε. ενδοσκοπικός irracional ε. παράλογος, άλογος
introversión θ. εσωστρέφεια irracionalidad θ. παραλογισμός
introvertido ε. εσωστρεφής irradiación θ. ακτινοβολία
-81-
Ii
irradiar ρ. ακτινοβολώ
irreal ε. εξωπραγματικός
irrealizable ε. απραγματοποιήσιμος, ακατόρθωτος, ανέφικτος
irreconciliable ε. αυμβίβαστος
irreconocible ε. αγνώριστος
irreemplazable ε. αναντικατάστατος
irreflexión θ. απερισκεψία
irreflexivo ε. απερίσκεπτος, αλόγιστος
irrefrenable ε. ασυγκράτητος, ακάθεκτος
irrefutable ε. αναντίρρητος
irregular ε. ανώμαλος, ακανόνιστος, αντικανονικός, άτακτος
irregularidad θ. έλλειψη κανονικότητας
irrelevante ε. άσχετος
irremediable ε. ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος
irreparable ε. ανεπανόρθωτος
irreprochable ε. άμεμπτος, ανεπίληπτος, άψογος
irresistible ε. ακαταμάχητος, ακράτητος, ανυπόφορος
irrespetuoso ε. ασεβής, ανευλαβής
irresponsabilidad θ. ανευθυνότητα
irresponsable ε. ανεύθυνος
irreverencia θ. ασέβεια
irreversible ε. μη αντιστρεπτός
irrevocable ε. ανέκκλητος
irrigación θ. κυκλοφορία, άρδευση
irrigador α. ποτιστήρι
irrigar ρ. ποτίζω, αρδεύω
irrisorio ε. γελοίος
irritabilidad θ. ερεθιστικότητα, οξυθυμία, αψάδα
irritable ε. αψύς, ευερέθιστος
irritación θ. ερεθισμός, εκνευρισμός
irritante ε. ερεθιστικός, εκνευριστικός
irritar ρ. ερεθίζω, εκνευρίζω
irrompible ε. άθραυστος
irrupción θ. εισβολή
isla θ. νησί
islámico ε. ισλαμικός
isleño ε. νησιώτικος
isleta θ. νησίδα
istmo α. ισθμός
itinerante ε. περιοδεύων
itinerario α. δρομολόγιο
izar ρ. επαίρω, ανυψώνω, σηκώνω
izquierdista ε. αριστερός
izquierda θ. αριστερά
izquierdo ε. αριστερός

-82-
Jj
jabalí α. αγριόχοιρος joyería θ. κόσμηματοπωλείο
jabalina θ. ακόντιο joyero α. κοσμηματοπώλης
jabón α. σαπούνι juanete α. τύλος
jaboncillo α. μοσχοσάπουνο jubilación θ. σύνταξη
jacarandoso ε. χαρωπός jubilado ε. συνταξιούχος
jacinto α. υάκινθος jubilar ρ. συνταξιοδοτώ
jactancia θ. καύχημα, κομπασμός júbilo α. αγαλλίαση
jactarse ρ. καυχιέμαι, κομπάζω, παινεύομαι judaismo α. Ιουδαϊσμός
jadear ρ. λαχανιάζω, ασθμαίνω, κοντανασαίνω judía θ. φασόλι
jadeo α. λαχάνιασμα, κοντανάσασμα judicial ε. δικαστικός
jaguar α. ιαγουάρος judío ε. εβραϊκός
jalbegar ρ. ασβεστώνω juego α. παιχνίδι, παίξιμο, σετ, άρθρωση
jalde ε. έντονα κίτρινος juerga θ. γλέντι, ξεφάντωμα
jaleo α. θόρυβος, οχλαγωγία, φασαρία jueves α. ημέρα Πέμπτη
jalón α. πάσσαλος, στύλος, παλούκι juez α. δικαατής
jamas επ. ουδέποτε, ποτέ jugada θ. παιγνίδι
jamón α. χοιρομέρι, ζαμπόν jugador α. παίχτης
jamona θ. στρουμπουλή αφράτη γυναίκα jugar ρ. παίζω
jaque α. σκάκι jugarreta θ. βρώμικο παιγνίδι
jaqueca θ. έντονος πονοκέφαλος, ημικρανία, κεφαλαλγία jugo α. χυμός, ζουμί, υγρό
jarabe α. σιρόπι jugoso ε. χυμώδης, ζουμερός
jarana θ. γλέντι juguete α. παιχνίδι
jardín α. κήπος juguetear ρ. παιχνιδίζω
jardinería θ. κηπουρική juguetón ε. παιχνιδιάρης
jardinero α. κηπουρός juicio α. κρίση, δίκη
jarra θ. κανάτα juicioso ε. συνετός, φρόνιμος, γνωστικός
jarrear ρ. βρέχει με το κανάτι julepe α. τιμωρία
jarro α. κανάτι jarron α. βάζο, ανθοδοχείο julio α. μήνας Ιούλιος
jaspeado ε. διάστικτος jumento α. γάιδαρος
jato α. μοσχαράκι juncal ε. καλαμώδης, λυγερός
jaula θ. κλουβί juncar α. καλαμώνας
jauría θ. αγέλη junco α. βούρλο
jazmín α. γιασεμί jungla θ. ζούγκλα
jefa θ. αρχηγίνα junio α. μήνας Ιούνιος
jefatura θ. αρχηγείο, ηγεσία, επιτελείο junta θ. συμβούλιο, συνέλευση, ένωση
jefe α. αρχηγός, ηγέτης juntamente επ. μαζί, ταυτόχρονα
jeque α. σεϊχης juntar ρ. ενώνω, συνδέω, μαζεύω
jerarquía θ. ιεραρχία junto ε. μαζί, δίπλα
jerez α. άσπρο κρασί jura θ. όρκος, ορκωμοσία
jerga (χέργο) θ. γλώσσα μιας ομάδας jurado α. οι ένορκοι, κριτική επιτροπή
jergón α. αχυρόστρωμα juramentar ρ. ορκίζω
jerigonza θ. κορακίστικα. αλαμπουρνέζικα juramento α. όρκος
jeringa θ. σύριγγα jurar ρ. ορκίζομαι
jeringuilla θ. υποδερμική ένεση jurídico ε. νομικός, δικανικός
jeroglífico α. ιερογλυφικό jurisdicción θ. δικαιοδοσία
jersey α. πουλόβερ jurisprudencia θ. νομική, νομολογία
jesuíta α. ιησουίτης jurista α/θ. νομομαθής
Jesús α. Ιησούς justamente επ. δίκαια, ακριβώς
jeta θ. μούρη, φάτσα justicia θ. δικαιοσύνη
jibia θ. σουπιά justiciero ε. δίκαιος, αμερόληπτος
jifia θ. ξιφίας justificable ε. δικαιολογήσιμος, δικαιολογημένος
jilguero α. σπίνος justificación θ. δικαιολογία, δικαιολόγηση
jilipollas α. μαλάκας justificar ρ. δικαιολογώ
jinete α. καβαλάρης, ιππέας justo ε. δίκαιος, ακριβής, στενός
jira θ. περιήγηση, γύρα, τουρνέ justo επ. ακριβώς
jirafa θ. καμηλοπάρδαλη juvenil ε. νεανικός
jirón α. κουρέλι juventud θ. νεότητα, νεολαία
jocosidad θ. χιούμορ, αστειότητα juzgado α. δικαστήριο
jocoso ε. αστείος, σκωπτικός juzgar ρ. δικάζω, κρίνω
joder ρ. γαμώ
jodido ε. γαμημένος
jolín επιφ. γαμώ το !
jornada θ. ημερήσια επαγγελματική απασχόληση
jornal α. μεροκάματο, ημερομίσθιο
jornalero α. μεροκαματιάρης
joroba θ. καμπούρα
jorobado ε. καμπούρης
joven ε. νέος, νεαρός
jovial ε. εύθυμος φαιδρός
jovialidad θ. ευθυμία, φαιδρότητα
joya θ. κόσμημα
-83-
Kk
kaki α. χακί
kilo α. κιλό
kilociclo α. χιλιόκυκλος
kilogramo α. χιλιόγραμμο
kilolitro α. χιλιόλιτρο
kilometraje α. χιλιομετρική απόσταση
kilométrico α. χιλιομετρικός
kilómetro α. χιλιόμετρο
kilovatio α. κιλοβάτ
kimono α. κιμονό
kiosko α. περίπτερο

-84-
Ll
la αρθ. η lapso α. σφάλμα, παράπτωμα, διάστημα
la αντ. την largar ρ. ρίχνω, δίνω
laberinto α. λαβύρινθος largo α. μάκρος, μήκος
labia θ. ευφράδεια, ευγλωττία largo ε. μακρύς
labial ε. χειλικός laringe θ. λάρυγγας
labio α. χείλος laringitis θ. λαρυγγίτιδα
labor θ. εργασία, έργο, εργόχειρο larguirucho ε. ξερακιανός, ψιλόλιγνος
laborable ε. εργάσιμος, καλλιεργήσιμος largura θ. γεωγραφικό μήκος
laboratorio α. εργαστήριο larva θ. κάμπια, νύμφη
laborioso ε. κοπιαστικός, δύσκολος, εργατικός las άρθ. θ. πλ. οι
labrador α. γεωργός, αγρότης lascivia θ. λαγνεία
labranza θ. γεωργία lascivo ε. λάγνος, φιλήδονος
labrar ρ. γεωργώ, καλλιεργώ, σκαλίζω lasitud θ. γεωγραφικό πλάτος
labriego ε. γεωργικός laso ε. άτονος, νωθρός
lacayo α. υπηρέτης lástima θ. κρίμα, λύπη, θλίψη
laceración θ. κομμάτιασμα, σπαραγμός lastimar ρ. πληγώνω, λαβώνω
lacerar ρ. κομματιάζω lastimero ε. θλιβερός, λυπητερός, παραπονιάρικος
laclo ε. ίσιος lastimoso ε. αξιολύπητος, λυπηρός
lacónico ε. λακωνικός lastre α. έρμα, σαβούρα
lacrar ρ. σφραγίζω με βουλοκέρι lata θ. τσίγκος, κουτί για κονσέρβα, ενόχληση, μπελάς
lacre α. βουλοκέρι latente ε. λανθάνων, αφανής
lacrimal ε. δακρυγόνος lateral ε. πλάγιος, παράπλευρος, πλαϊνός
lacrimógeno ε. δακρυγόνος latido α. χτυποκάρδι, παλμός, σκίρτημα
lactancia θ. γαλούχηση, θηλασμός latifundio α. τσιφλίκι, μεγάλο αγρόκτημα
lactar ρ. γαλουχώ, θηλάζω latifundista α/θ. τσιφλικάς, μεγαλοκτηματίας
ladear ρ. γέρνω, προσκλίνω latigazo α. μαστίγωμα
ladera θ. πλαγιά, κλιτύς látigo α. μαστίγιο, καμουτσίκι, καμτσίκι
lado α. πλευρό, πλευρά latín α. λατινικά
ladrar ρ. γαβγίζω latino ε. λατινικός
ladrido α. γάβγισμα latir ρ. πάλλω, χτυπώ
ladrillo α. τούβλο, πλίθος latitud θ. γεωγραφικό πλάτος
ladrón α. κλέφτης latón α. ορείχαλκος, μπρούντζος
lagar α. πατητήρι σταφυλιών latoso ε. ενοχλητικός, βαρετός
lagarta θ. σαύρα latrocinio α. κλοπή, ληστεία
lagartija θ. μικρή σαύρα laúd α. λαούτο
lagarto α. σαύρα laudable ε. αξιέπαινος
lago α. λίμνη laurel α. δάφνη
lágrima θ. δάκρυ lava θ. λάβα
laguna θ. λιμνούλα lavabo α. νιπτήρας
laico ε. λαϊκός lavadero α. πλυσταριó
lamentable ε. αξιοθρήνητος, αξιολύπητος lavado α. πλύσιμο, πλύση
lamentar ρ. λυπούμαι lavadora θ. πλυντήριο
lamento α. οδυρμός, θρήνος lavandera θ. πλύοτρα
lamer ρ. γλείφω lavandería θ. πλυντήριο
lámina θ. έλασμα, φύλλο, εικόνα lavar ρ. πλένω
lámpara θ. λάμπα, πολύφωτο, πορτατίφ lavativa θ. κλύσμα
lamparilla θ. καντήλι lavavajillas α. πλυντήριο πιάτων
lamparon α. λεκές, λαδιά lavotear ρ. πλένω πρόχειρα
lampino ε. σπανός, άτριχος laxante α. καθαρτικός
lana θ. μαλλί laxitud θ. χαλάρωση
lance α. ρίψη laxo ε. χαλαρός, έκλυτος
lancear ρ. λογχίζω laya θ. φτυάρι
lanceta θ. νυστέρι lazada θ. κόμπος
lancha θ. άκατος lazo α. θηλειά, κόμπος, κορδέλα, δεσμός, παγίδα
langosta θ. ακρίδα, αστακός le αντ. τον
langostino α. καραβίδα leal ε. πιστός
languidecer ρ. ατονώ, μαραίνομαι lealtad θ. πίστη, αφοσίωση
languidez θ. νωθρότητα, ατονία, μαρασμός lebrel α. λαγωνικό
lánguido ε. νωθρός, άτονος lección θ. μάθημα
lanilla θ. πέλος υφάσματος lector α. αναγνώστης
lanza θ. ακόντιο, δόρυ lectura θ. ανάγνωση, διάβασμα, ανάγνωσμα
lanzabombas α. βομβαρδιστικό leche θ. γάλα
lanzacohetes α. ρουκετοβόλο lecho α. κοίτη
lanzagranadas α. ολμοβόλο lechoso ε. γαλακτώδης
lanzamiento α. εκτόξευση, εκσφενδόνιση lechuga θ. μαρούλι
lanzaminas α. ναρκοβόλο lechuza θ. κουκουβάγια
lanzar ρ. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω, ρίχνω, λανsάρω leer ρ. διαβάζω
laña θ. μέγγενη, σφιγκτήρας legado α. κληροδότημα, απεσταλμένος
lapa θ. πεταλίδα legal ε. νόμιμος, νομικός
lápida θ. επιτύμβια πλάκα, αναμνηστική πλάκα legalidad θ. νομιμότητα
lápiz α. μολύβι legalizar ρ. νομιμοποιώ
-85-
Ll
legaña θ. τσίμπλα libertar ρ. ελευθερώνω
legar ρ. κληροδοτώ libertinaje α. ελευθεριότητα, ακολασία
legible ε. libertino ε. ελευθέριος, ακόλαστος
legión θ. λεγεώνα, πλήθος libra θ. λίρα
legionario α. λεγεωνάριος libramiento α. λύτρωση, απελευθέρωση
legislación θ. νομοθεσία librar ρ. απαλλάσσω, λυτρώνω
legislador α. νομοθέτης libre ε. ελεύθερος
legislar ρ. νομοθετώ, θεσπίζω librería θ. βιβλιοπωλείο
legislativo ε. νομοθετικός librero α. βιβλιοπώλης
legitimar ρ. νομιμοποιώ, βεβαιώνω την γνησιότητα libreta θ. τετράδιο
legítimo ε. νόμιμος, γνήσιος libro α. βιβλίο
lego ε. λαϊκός licencia θ. άδεια, απολυτήριο στρατού
legua θ. λεύγη licenciado ε. πτυχιούχος, απόφοιτος
legumbre θ. όσπριο licenciar ρ. απολύω απο το στρατό
leíble ε. ευανάγνωστος licenciarse ρ. παίρνω πτυχίο, αποφοιτώ, απολύομαι
leído ε. πολυδιαβασμένος licencioso ε. ακόλαστος, λάγνος, ασελγής
lejanía θ. μακρυνή απόσταση licitación θ. πλειοδοσία
lejano ε. μακρυνός, απομακρυσμένος licitante α. πλειοδότης
lejía θ. χλωρίνη licitar ρ. πλειοδοτώ
lejos επ. μακριά lícito ε. θεμιτός, νόμιμος
lelo ε. παλαβός, χαζός licor α. λικέρ, ηδύποτο
lema α. αρχή, σύνθημα, γνωμικό licuación θ. υγροποίηση
lencería θ. ασπρόρουχα licuar ρ. ρευστοποιώ
lengua θ. γλώσσα lid θ. αγώνας, πάλη, μάχη
lenguado α. γλώσσα (ψάρι) líder α. ηγέτης, αρχηγός
lenguaje α. γλώσσα, λόγος lidia θ. ταυρομαχία, μάχη, πάλη
lente θ. φακός lidiar ρ. ταυρομαχώ, μάχομαι, παλεύω
lenteja θ. φακή liebre θ. λαγός
lentejuela θ. πούλι liendre θ. κόνιδα
lentilla θ. φακός επαφής lienzo α. κανναβάτσο, πίνακας
lentitud θ. βραδύτητα, αργοπορία liga θ. καλτσοδέτα, σύνδεσμος, συνασπισμός
lento ε. βραδύς, αργός, βραδυκίνητος, νωθρός ligadura θ. δεσμός
leña θ. καυσόξυλο, ξύλο ligamento α. σύνδεσμος
leñador α. ξυλοκόπος ligar ρ. συνδέω, ενώνω, δένω
leño α. κούτσουρο ligeramente επ. ελαφρά
león α. λιοντάρι ligereza θ. ελαφρότητα, γρηγοράδα, επιπολαιότητα
leopardo α. λεοπάρδαλη ligero ε. ελαφρός, ταχύς
lepra θ. λέπρα liguero α. ζαρτιέρα
leproso ε. λεπρός lija θ. γυαλόχαρτο, σκυλόψαρο
les αντ. τους, σ’ αυτούς lila ε. λιλά
lesbiana α. λεσβία lima θ. λίμα, ρίνη, κίτρο
lesión θ. τραύμα, βλάβη limar ρ. λιμάρω, ριvíζω
letal ε. θανατηφόρος limbo α. κλαδί, κλωνάρι
letargo α. λήθαργος limero α. κιτριά
letra θ. γράμμα, γραμμάτιο, στίχοι τραγουδιού limitación θ. περιορισμός
letrado ε. εγγράμματος limitado ε. περιορισμένος
letrero α. επιγραφή limitar ρ. περιορίζω, συνορεύω
letrina θ. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο limite α. όριο, σύνορο
letrista α. στιχουργός limítrofe ε. συνοριακός
leucocito α. λευκό αιμοσφαίριο limón α. λεμόνι
leva θ. επιστράτευση, λεβιές limonada θ. λεμονάδα
levadura θ. μαγιά, ζύμη, προζύμι limonero α. λεμονιά
levantamiento α. άρση, ανύψωση, ξεσήκωμα limosna θ. ελεημοσύνη
levantar ρ. σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, εγείρω, ανορθώνω limosnear ρ. ζητιανεύω
levante α. ανατολή, ανατολικός άνεμος limpiabotas α. λούστρος
levar ρ. σαλπάρω, αποπλέω limpiacristales α. υαλοκαθαριστής
leve ε. ελαφρός limpiamente επ. καθαρά
levedad θ. ελαφρότητα limpiaparabrisas α. υαλοκαθαριστήρας
léxico α. λεξιλόγιο limpiar ρ. καθαρίζω, σκουπίζω
lexicón α. λεξικό limpieza θ. καθαριότητα, καθάρισμα
ley θ. νόμος limpio ε. καθαρός
leyenda θ. παράδοση, μύθος linaje α. γένος, καταγωγή
liar ρ. περιτυλίγω, μπλέκω, μπερδεύω linaza θ. λιναρόσπορος
liarse ρ. μπερδεύομα μπλέκομαι lince α. λυγξ
libelista α. λιβελλογράφος linchamiento α. λιντσάρισμα
libelo α. λίβελος, λιβελογράφημα linchar ρ. λιντσάρω
liberación θ. απελευθέρωση lindante ε. συνοριακός
liberal ε. φιλελεύθερος lindar ρ. συνορεύω, γειτονεύω
liberar ρ. απελευθερώνω. απαλλάσσω, λυτρώνω linde θ. όριο, σύνορο
libertad θ. ελευθερία lindo ε. ωραίος, χαριτωμένος
libertador α. ελευθερωτής, λυτρωτής línea θ. γραμμή
-86-
Ll
lineal ε. γραμμικός longaniza θ. μακρύ λουκάνικο
lingüista α/θ. γλωσσολόγος longevo ε. μακρόβιος
lingüistica θ. γλωσσολογία longitud θ. μήκος, μάκρος
lino α. λινάρι, λινό loquera θ. τρελλάδικο
linterna θ. φακός loro α. παπαγάλος
lìo α. μπόγος, μπέρδεμα, πλοκή, φασαρία, δέμα los αντ./άρθ. αυτοί, τους, οι
liquen α. λειχήνας losa θ. πλάκα
liquidación θ. εκκαθάριση, εξόφληση, ξεπούλημα loseta θ. πλακάκι
liquidar ρ. εκκαθαρίζω, εξοφλώ, ξεπουλώ lote α. κλήρος
líquido α. υγρό lotería θ. λαχείο
lira θ. λύρα, λίρα ιταλική loza θ. πηλός
lírico ε. λυρικός lozanía θ. ζωντάνια, σφρίγος, ευρωστία
lirio α. κρίνος lozano ε. ζωντανός, σφριγηλός, εύρωστος
lirismo α. λυρισμός lubricación θ. λίπανση
lisamente επ. ομοιόμορφα lubricante α. λιπαντικός
lisiado ε. σακάτης, χωλός lubricar ρ. λιπαίνω, λαδώνω
lisiar ρ. σακατεύω lucera θ. φεγγίτης
liso ε. λείος, επίπεδος, ίσιος lucero α. αστέρι
lisonja θ. κολακεία lucidez θ. διαύγεια, σαφήνεια
lisonjear ρ. κολακεύω lúcido ε. διαυγής, σαφής
lisonjeador ε. κόλακας luciérnaga θ. πυγολαμπίδα
lista θ. κατάλογος, λίστα lucir ρ. φωτείζω, λαμποκοπώ
listo ε. έξυπνος, έτοιμος lucrativo ε. επικερδής, προσοδοφόρος
listón α. σανίδα lucro α. κέρδος
litera θ. κουκέτα lucha θ. πάλη, αγώνας, μάχη
literal ε. κυριολεκτικός, κατά λέξη luchar ρ. παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι
literario ε. λογοτεχνικός luego επ. μετά, έπειτα
literato α. λογοτέχνης lugar α. τόπος, μέρος, θέση, τοποθεσία
literatura θ. λογοτεχνία lugareño ε. χωρικός
litigación θ. προσφυγή στα δικαστήρια lúgubre ε. κατηφής, σκυθρωπός
litoral α. ακτή lujo α. πολυτέλεια, χλιδή
litro α. λίτρο lujoso ε. πολυτελής
liturgia θ. λειτουργία lujuria θ. λαγνεία, ασέλγεια
liviandad θ. ελαφρότητα lumbago α. οσφυαλγία
lívido ε. πελιδνός lumbre θ. φωτιά
lo αντ/αρθ. το luminoso ε. φωτεινός, λαμπρός
loa θ. έπαινος luna θ. σελήνη, φεγγάρι
loable ε. αξιέπαινος lunar α. κρεατοελιά, σπίλος
loar ρ. επαινώ lunar ε. σεληνιακός
loba θ. λύκαινα lunático ε. μουρλός, φρενοβλαβής
lobato α. λυκόπουλο lunes α. ημέρα Δευτέρα
lobero α. λυκόσκυλο lupa θ. μεγεθυντικός φακός
lobo α. λύκος lupanar α. πορνείο, μπουρδέλο
lóbrego ε. σκοτεινός, ζοφερός lustrar ρ. γυαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω
lóbulo ε. λοβός lustre α. λάμψη γυαλάδα, στιλπνότητα
local α. χώρος lustro α. πενταετία
local ε. τοπικός lustroso ε. λαμπερός
localidad θ. πόλη, εισιτήριο luto α. πένθος
localización θ. εντοπισμός luxaxión θ. εξάρθρωση οστού
localizar ρ. εντοπίζω luz θ. φως
loción θ. εντριβή
loco ε. τρελός, παράφρονας
locomoción θ. μετακίνηοη
locuacidad θ. φλυαρία
locuaz ε. φλύαρος
locución θ. έκφραση
locura θ. τρέλλα, παραφροσύνη
locutor α. εκφωνητής
lodazal α. βάλτος, τέλμα
lodo α. λάσπη, βούρκος
lógicamente επ. λογικά
lógica θ. λογική
lógico ε. λογικός
lograr ρ. κατορθώνω, πετυχαίνω, καταφέρνω
logro α. κατόρθωμα
loma θ. λοφίσκος
lombriz θ. σκουλήκι, λεβίθα
lomo α. ράχη
lona θ. καραβόπανο
loncha θ. φέτα
longanimidad θ. μακροθυμία, μεγαλοψυχία
-87-
LL ll
llaga θ. τραύμα, πληγή
llagar ρ. πληγώνω, τραυματίζω
llama θ. φλόγα, λάμα
llamada θ. κλήση, παραπομπή
llamamiento α. κλήση, πρόσκληση, κάλεσμα
llamar ρ. καλώ, προσκαλώ, φωνάζω, ονομάζω, χτυπώ
llamarse ρ. ονομάζομαι, λέγομαι
llamativo ε. χτυπητός, επιδεικτικός
llamear ρ. φλογίζω
llana θ. μυστρί
llanamente επ. απλά, ξεκάθαρα
llanero α. καμπίσιος
llaneza θ. απλότητα
llano ε. επίπεδος, απλός
llanto α. κλάμα, θρήνος
llanura θ. πεδιάδα
llave θ. κλειδί
llavero α. μπρελόκ
llavín α. κλειδί εξώπορτας
llegada θ. άφιξη, ερχομός
llegar ρ. φθάνω
llenar ρ. γεμίζω
lleno ε. γεμάτος, πλήρης
llevadero ε. υποφερτός
llevar ρ. φέρνω, φορώ, μεταφέρω, πηγαίνω, οδηγώ, πέρνω
llevarse ρ. πέρνω μαζί μου, έχω διαφορά
llorar ρ. κλαίω
lloriquear ρ. κλαψουρίζω
lloriqueo α. κλαψούρισμα
lloro α. κλάμα, μοιρολόγι
llorón ε. κλαψιάρης
llover ρ. βρέχει
llovizna θ. ψιχάλα, ψιχάλισμα
lloviznar ρ. ψιχαλίζει
lluvia θ. βροχή
lluvioso ε. βροχερός

-88-
Mm
maca θ. ελάττωμα, λεκές, σημάδι mahonesa θ. μαγιονέζα
macabro ε. μακάβριος, φρικτός maillot α. μαγιό, αθλητικό φανελάκι
macadán α. σκυρόστρωμα maitines α.πλ. όρθρος
macanear ρ. αραδιάζω βλακείες ή ψέμματα maíz α. καλαμπόκι, αραβόσιτος
macanudo ε. μέγας, θαυμαστός maizal α. φυτεία αραβοσίτου
macarra α. νταβατζής, νταής majada θ. μαντρί, στάνη
macarrón α. μακαρόνι majadero ε. ηλίθιος, βλάκας
macerar ρ. μαλακώνω, διαβρέχω majareta ε. ανισόρροπος
maceta θ. γλάστρα majestad θ. μεγαλειότητα
macilento ε. χλωμός, ωχρός majestuosidad θ. μεγαλείο, μεγαλειότητα
macillo α. πλήκτρο πιάνου majestuoso ε. μεγαλοπρεπής
macizo α. οροσειρά majo ε. χαριτωμένος, συμπαθητικός
macizo ε. συμπαγής, σφιχτός, δεμένος mal α. κακό, ασθένεια
macro πρόθ. μακρο- mal επ. άσχημα, κακώς
macula θ. κηλίδα, λεκές mal προθ. κακο-
macular ρ. κηλιδώνω, λεκιάζω malaconsejado ε. κακοσυμβουλευμένος
macuto α. σακκίδιο malacostumbrado ε. κακομαθημένος
machacar ρ. χτυπώ, λιανίζω, συντρίβω malagradecido ε. αχάριστος
machete α. ξιφολόγχη, μάχαιρα malaleche α./θ. παλιοχαραχτήρας
machismo α. φαλλοκρατία malandanza θ. αναποδιά, κακοτυχία
machista ε. φαλλοκράτης malaria θ. ελονοσία
macho α. αρσενικό malbaratar ρ. ξεπουλώ, εκποιώ
macho ε. αρσενικός malcasado ε. κακοπαντρεμένος
machote α. άντρακλας, ανδροπρεπής malcontento ε. δυσαρεστημένος
machucar ρ. ματσουκώνω malcriado ε. κακομαθημένος
madeja θ. κουβάρι malcriar ρ. κακομαθαίνω
madera θ. ξύλο maldad θ. κακία
maderaje α. ξυλεία maldecir ρ. καταριέμαι, βλασφημώ
maderamen α. ξυλεία maldiciente ε. γκρινιάρης
madero α. κορμός maldición θ. κατάρα
madrastra θ. μητριά maldispuesto ε. κακοδιάθετος
madre θ. μητέρα, μάνα maleabilidad θ. ευκαμψία, ευπλασία
madrero ε. μαμόθρεφτος maleable ε. ευλύγιστος, ευμεταχείριστος
madreselva θ. αγιόκλημα maleante α. κακοποιός, αλήτης
madriguera θ. φωλιά, κρυψώνα malear ρ. διαφθείρω, φθείρω
madrina θ. νονά, κουμπάρα malecón α. κυματοθραύστης, ανάχωμα
madrugada θ. αυγή, ξημέρωμα maledicencia θ. συκοφαντία
madrugador ε. πρωινός maleficio α. συμφορά από κατάρες
madrugar ρ. σηκώνομαι νωρίς malentendido α. παρεξήγηση
maduración θ. ωρίμανση malestar α. κακοδιαθεσία, δυοαρέσκεια
madurar ρ. ωριμάζω maleta θ. βαλίτσα
madurez θ. ωριμώτητα maletín α. βαλιτσάκι, χαρτοφύλακας
maduro ε. ώριμος malevolencia θ. κακοβουλία, μοχθηρία
maesa θ. βασίλισσα μέλισσα malévolo ε. κακόβουλος, μοχθηρός
maestra θ. δασκάλα, μαστόρισσα maleza θ. αγριόχορτα
maestranza θ. οπλοστάσιο, οπλουργείο malformación θ. δυσμορφία
maestría θ. επιτηδειότητα, μαστοριά malgastador α. σπάταλος, πολυέξοδος
maestro α. δάσκαλος, μάστορας, μαέστρος malgastar ρ. σπαταλώ
magia θ. μαγεία malhablado ε. αγενής, αθυρόστομος
mágico ε. μαγικός, μαγευτικός malhechor α. κακούργος, κακοποιός
magisterio α. διδασκαλική malhumorado ε. κακοδιάθετος
magistrado α. δικαστής malicia θ. κακοβουλία, κακία
magistral ε. τέλειος, εξαιρετικός mallciarce ρ. υποψιάζομαι
magistratura θ. δικαστικό αξίωμα / σώμα / αρχή malicioso ε. κακός, κακόβουλος, μνησίκακος
magnanimidad θ. μεγαλοψυχία malignidad θ. κακοήθεια, μοχθηρία
magnánimo ε. μεγαλόψυχος maligno ε. κακοήθης, μοχθηρός
magnate α. μεγιστάνας malintencionado ε. κακοπροαίρετος, κακόβουλος
magnético ε. μαγνητικός malísimo ε. κάκιστος
magnetizar ρ. μαγνητίζω malmandado ε. ανυπάκουος
magnetófono α. μαγνητόφωνο malnutrido ε. κακοδίαιτος
magnetofónico ε. μαγνητοφωνικός malo ε. κακός, άρρωστος
magnificar ρ. εξυμνώ malogrado ε.αποτυχών, θνησιγενής
magnificencia θ. μεγαλοπρέπεια maloliente ε. δυσώδης
magnifico ε. έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος malparir ρ. αποβάλλω έμβρυο
magnitud θ. μέγεθος malpensado ε. κακοπροαίρετος
mago α. μάγος malquerencia θ. κακοβουλία, αποστροφή
magrear ρ. βάζω χέρι, κάνω καμάκι malsano ε. ανθυγιεινός, νοσηρός
magro α. άπαχο κρέας malta θ. βύνη
magulladura θ. μώλωπας maltratar ρ. κακομεταχειρίζομαι
magullar ρ. μωλωπίζω malvado ε. αχρείος
mahometano α./ θ. μωαμεθανός malvender ρ. ξεπουλώ
mahometano ε. μωαμεθανικός malversación θ. υπεξαίρεση
mahometismo α. μωαμεθανισμός malversador α. καταχραστής
-89-
Mm
malversar ρ. υπεξαιρώ manosear ρ. πασπατεύω
malvivir ρ. ψωμοζώ manotazo α. δυνατό χτύπημα με το χέρι
malla θ. δίχτυ manotear ρ. χαστουκίζω, χειρονομώ
mallo α. ματσόλα mansedumbre ε. πραότητα
mama θ. μαστός mansión θ. μέγαρο
mamá θ. μαμά, μάνα manso ε. πράος, ήμερος
mamada θ. θηλασμός manta θ. κουβέρτα, σκέπασμα
mamado α./θ.μπεκρούλιακας manteca θ. λίπος
mamar ρ. θηλάζω mantel α. τραπεζομάντηλο
mamífero α. θηλαστικό mantener ρ. διατηρώ, συντηρώ, κρατώ
mamarracho α. τσαπατσουλιά mantenida θ. σπιτωμένη, μαιτρέσσα
mamífero ε. θηλαστικός mantenido ε. διατηρούμενος, διατηρητέος
mamporro α. φάπα, καρπαζιά mantenimiento α. διατήρηση, συντήρηση
manipostería θ. λιθοδομή mantequilla θ. βούτυρο
maná θ. το μάννα manto α. πανωφόρι
manada θ. κοπάδι mantón α. σάλι
manantial α. πηγή manuable ε. εύχρηστος
manar ρ. πηγάζω, αναβλύζω manual α. εγχειρίδιο
manaza θ. χερούκλα manual ε. χειροκίνητος
manco ε. μονόχειρας, κουλός manufactura θ. χειροτεχνία
manceba θ. πόρνη, μαιτρέσσα, πουτάνα manuscrito α. χειρόγραφο
mancilla θ. κηλίδα manutención θ. διατροφή, συντήρηση
manco α./θ. μονόχειρας manzana θ. μήλο, οικοδομικό τετράγωνο
mancomunarse ρ. συγχωνεύομαι manzanilla θ. χαμόμηλο
mancha θ. λεκές, κηλίδα manzano α. μηλιά
manchar ρ. λεκιάζω, κηλιδώνω maña θ. επιδεξιότητα, επιτηδειότητα
mandamiento α. εντολή mañana θ. πρωί
mandanga θ. βλακεία mañana επ. αύριο
mandar ρ. διατάζω, στέλνω mañoso ε. επιδέξιος, επιτήδειος
mandatario α. πληρεξούσιος mapa α. χάρτης
mandato α. εντολή, διαταγή maqueta θ. μακέτα
mandíbula θ. σαγόνι maqulllador α./ θ. μακιγιέζ
mandil α. ποδιά maquillaje α. μακιγιάζ
mando α. εξουσία, χειριστήριο maquillar ρ. μακιγιάρω
mandón ε. δεσποτικός, αυταρχικός máquina θ. μηχανή
manducar ρ. καταβρωχθίζω maquinación θ. μηχανορραφία, ραδιουργία
manecilla θ. δείκτης ρολογιού maquinar ρ. μηχανορραφώ, ραδιουργώ
manejabilidad θ. ευελιξία maquinaria θ. μηχανήματα, μηχανισμός
manejable ε. ευμεταχείριστός, εύκαμπτος mar α/θ. θάλασσα, πέλαγος
manejar ρ. μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, maraña θ. κόμπος, μπέρδεμα, εμπλοκή
manejo α. χειρισμός maratón α. μαραθώνιος
manera θ. τρόπος, συμπεριφορά maravilla θ. θαύμα
manga θ. μανίκι maravillar ρ. θαυμάζω, καταπλήσσω
mangar ρ. κλέβω, maravilloso ε. θαυμάσιος, εξαίσιος
mango α. λαβή, χερούλι marbete α. ετικέτα
manguera θ. μάνικα marca θ. σήμα, μάρκα
maní α. φιστίκι αράπικο marcado ε. φανερός, έκδηλος
manía θ. μανία marcapasos α. βηματοδότης
maníaco ε. μανιακός marcar ρ. σημαδεύω, σημειώνω, δείχνω, καθορίζω, σχηματίζω
maniacodepresivo ε. μανιοκαταθλιπτικός αριθμό τηλεφώνου
maniatar ρ. δένω τα χέρια marcial ε. στρατιωτικός, πολεμικός
maniático ε. ιδιότροπος marciano α. αρειανός
manicomio α. τρελοκομείο, φρενοκομείο marco α. πλαίσιο, κορνίζα, δοκάρι τέρματος, το νόμισμα μάρκο
manido ε. πολυχρησιμοποιημένος marcha θ. πορεία, αναχώρηση, βάδισμα, ταχύτητα αυτοκινήτου,
manifestación θ. διαδήλωση, εκδήλωση εμβατήριο
manifestante α. διαδηλωτής, διαδηλώτρια marchar ρ. προχωρώ, πορεύομαι, βαδίζω, προοδεύω
manifestar ρ. διαδηλώνω, εκδηλώνω marchitarse ρ. μαραίνομαι
manifiesto α. διακήρυξη, μανιφέστο marchito ε. μαραμένος
manillar α. τιμόνι ποδηλάτου marea θ. παλίρροια
maniobra θ. χειρισμός, μανούβρα, τέχνασμα mareado ε. ζαλισμένος, που έχει ναυτία
maniobrar ρ. χειρίζομαι, μανουβράρω marear ρ. ναυσιπλοώ
manipulación θ. χειρισμός, μεταχείριση marearse ρ. νιώθω ναυτία
manipulador α./θ. χειριστής marejada θ. θαλασσοταραχή
manipular ρ. χειρίζομαι, επεξεργάζομαι maremoto α. παλιρροϊκό κύμα
maniquí α/θ. κούκλα, μανεκέν mareo α. ναυτία, ζάλη
manirroto ε. σπάταλος marfil α. ελεφαντοστούν, φίλντισι
manivela θ. μανιβέλα margarina θ. μαργαρίνη
manjar α. έδεσμα margarita θ. μαργαρίτα
mano θ. χέρι margen α. περιθώριο, όχθη
manojo α. δεμάτι, χούφτα marginado ε. περιθωριοποιημένος
manopla θ. μονοκόμματο γάντι marginal ε. περιθωριακός
-90-
Mm
marginar ρ. αποκλείω, εξαιρώ, γράφω στο περιθώριο matasuegras α. σερπαντίνα
marica θ. γυναικωτός mate ε. θαμπός, ματ
maricón α. θηλυπρεπής, πούστης matemáticas θ/ πλ. μαθηματικά
mariconada θ. άτιμη πράξη, πουστιά matemático α/ε. μαθηματικός
maridaje α. πάντρεμα, συζυγική ζωή materia θ. ύλη
marido α. άντρας, σύζυγος material α. υλικό
marimacho α. ανδρογύναιο materialismo α. υλισμός
marimorena θ. καυγάς materialista α/ θ. υλιστής, υλίστρια
marina θ. ναυτικό materializar ρ. υλοποιώ, πραγματοποιώ
marinería θ. το ναυτικό επάγγελμα maternal ε. μητρικός
marinero α. ναυτικός, ναύτης maternidad θ. μητρότητα
marino α. ναυτικός, θαλασσινός materno ε. μητρικός
marioneta θ. μαριονέτα, ανδρείκελο matinal ε. πρωινός
mariposa θ. πεταλούδα matiz α. χροιά, απόχρωση
mariscal α. υποστράτηγος matorral α. λόχμη
mariscos α/πλ. θαλασσινά matraca θ. ροκάνα
marisma θ. έλος, βάλτος matricida α./θ. μητροκτόνος
marital ε. συζυγικός matricidlo α. μητροκτονία
marítimo ε. θαλασσινός matrícula θ. εγγραφή, αριθμός κυκλοφορίας
marjal α. βάλτος, τέλμα matricular ρ. εγγράφω
marmita θ. μαρμίτα, μεγάλη χύτρα matrimonial ε. συζυγικός
mármol α. μάρμαρο matrimonio α. γάμος, ανδρόγυνο
marmóreo ε. μαρμάρινος matriz θ. μήτρα, καλούπι, στέλεχος
marqués α. μαρκήσιος matrona θ. μαία, μαμή
marrano α. γουρούνι matute α. λαθρεμπόριο
marrar ρ. αστοχώ matutero α. λαθρέμπορος
marrón ε. χρώμα καφέ matutino ε. πρωινός
marrullería θ. καλόπιασμα maullar ρ. νιαουρίζω
marsupial ε. μαρσιποφόρος maullido α. νιαούρισμα
Marte α. πλανήτης Άρης mausoleo α. μαυσωλείο
Martes α. ημέρα Τρίτη máxima θ. γνωμικό,
martillar ρ. σφυρηλατώ maxilar ε. γναθικός
martillo α. σφυρί máximo α. μέγιστος, μάξιμουμ
mártir α/θ. μάρτυρας Mayo α. μήνας Μάιος
martirio α. μαρτύριο, βάσανο mayonesa θ. μαγιονέζα
martirizar ρ. βασανίζω mayor ε. μεγαλύτερος, μείζων
marxismo α. μαρξισμός mayoral ε. επιστάτης, αρχιβοσκός
marxísta α. μαρξιστής, μαρξίστρια mayorazgo α. πρωτοτόκια, πρωτότοκος
Marzo α. μήνας Μάρτιος mayordomo α. οικονόμος
mas συν. αλλά, όμως mayoría θ. πλειοψηφία, ενηλικιότητα
más επ. περισσότερο, πλέον, πια, πιο mayorista ε. χονδρέμπορος
masa θ. μάζα, προζύμι mayoritarlo ε. πλειοψηφικός
masacrar ρ. κατακρεουργώ mayúscula ε. κεφαλαίος
masacre θ. σφαγή mayúsculo ε. τεράστιος, τρομερός
masaje α. μασάζ, μάλαξη, εντριβή maza θ. ράβδος
mascadura θ. μάσημα mazar ρ. χτυπάω γάλα για να το κάνω βούτυρο
mascar ρ. μασάω mazmorra θ. υπόγεια φυλακή
máscara θ. μάσκα, προσωπίδα mazo α. ξύλινο σφυρί
mascota θ. μασκότ me αντ. με, μου
masculinldad θ. ανδρισμός, ανδροπρέπεια meada θ. ούρο, κάτουρο
masculino ε. αρσενικός mear ρ. ουρώ, κατουρώ
mascullar ρ. μουρμουρίζω mecachls επιφ. να πάρει!
masilla θ. στόκος mecánico α/ε. μηχανικός
masivo ε. μαζικός mecanismo α. μηχανιομός
masoquismo α. μαζοχισμός mecanografía θ. δακτυλογραφία
masoquista α/θ. μαζοχιστής, μαζοχίστρια mecanógrafo α. δακτυλογράφος
masticación θ. μάσημα mecedora θ. κουνιστή πολυθρόνα
masticar ρ. μασάω mecer ρ. κουνώ, νανουρίζω
mástil α. ιστός, κατάρτι mecha θ. φιτίλι
mastuerzo α. κάρδαμο mechar ρ. παραγεμίζω φαγητό
masturbación θ. αυνανισμός, μαλακία mechero α. αναπτήρας
masturbarse ρ. αυνανίζομαι, μαλακίζομαι mechón α. φούντα
mata θ. θάμνος, ρίζα medalla θ. μετάλλιο
matadero α. σφαγείο media θ. κάλτσα γυναικεία
matador α. ταυρομάχος mediación θ. μεσολάβηση
matamoscas α. μυγοσκοτώστρα mediador α./θ. μεσολαβητής
matanza θ. σφαγή medialuna θ. μισοφέγγαρο
matar ρ. σκοτώνω, σφάζω medianamente επ. μετριοπαθώς
matarratas α. μυοκτόνο medianería θ. μεσοτοιχία
matasanos α. ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης mediano ε. μέτριος
matasellas α. ταχυδρομική σφραγίδα medianoche θ. μεσάνυχτα
-91-
Mm
mediante πρ. μέσω menor α. ανήλικος
mediar ρ. μεσολαβώ menor ε. μικρότερος, ελάσοων
médica θ. γυναίκα γιατρός menoría θ. μειοψηφία
medicación θ. θεραπεία menos επ. λιγότερο, μείον, πλην
medicamento α. φάρμακο menospreciable ε. αξιοκαταφρόνητος
medicina θ. φάρμακο, ιατρική menospreciar ρ. περιφρονώ
medicinal ε. ιαματικός, θεραπευτικός menosprecio α. περιφρόνηση
medicinar ρ. γράφω συνταγή mensaje α. μήνυμα, αναγγελία, διάγγελμα
medición θ. μέτρηση mensajero α. αγγελιαφόρος
médico α. γιατρός menstruación θ. εμμηνόρροια
medida θ. μέτρο, μέτρηση menstrual ε. έμμηνος
medieval ε. μεσαιωνικός mensual ε. μηνιαίος
medio α. μέσο, μέση mensualidad θ. μηνιάτικο, μισθός
medio ε. μισός menta θ. μέντα, δυόσμος
mediocre ε. μέτριος mental ε. νοερός, διανοητικός
mediocridad θ. μετριότητα mentalidad θ. νοοτροπία
mediodía α. μεσημέρι mentalmente επ. νοερά, διανοητικά
Medio Oriente Μέση Ανατολή mentar ρ. αναφέρω
medir ρ. μετρώ mente θ. νους, διάνοια, νόηση
meditabundo ε. σκεπτικός, συλλογισμένος mentecato α. χαζός, ανόητος
meditación θ. συλλογισμός, σκέψη, στοχασμός mentir ρ. ψεύδομαι
meditar ρ. συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι mentira θ. ψέμα, ψεύδος
meditativo ε. στοχαστικός mentiroso α. ψεύτης
mediterráneo ε. μεσογειακός mentís α. διάψευση
medra θ. αύξηση, βελτίωση mentón α. πιγούνι
medroso ε. φοβισμένος, δειλός menú α. μενού
médula θ. μυελός, μεδούλι menudear ρ. επαναλαμβάνω συχνά
medusa θ. μέδουσα menudillos α.πλ. εντόσθια πουλερικών
megáfono α. μεγάφωνο menudo ε. μικροκαμωμένος
megalómano ε. μεγαλομανής menique α. μικρό δάκτυλο
mejilla θ. μάγουλο meollo α. ουσία
mejillón α. μύδι, μυτίλος mequetrefe α. ακαμάτης
mejor ε/επ. καλύτερος, καλύτερα mercachifle α. αγιογδύτης
mejora θ. καλυτέρευση, βελτίωση mercader α. έμπορος
mejorable ε. βέλτιος mercado α. αγορά
mejoramiento α. βελτίωση mercancía θ. εμπόρευμα
mejorar ρ. καλυτερεύω, βελτιώνω mercante ε. εμπορικός (για οχήματα)
mejoría θ. καλυτέρευση, βελτίωση mercantil ε. εμπορικός
melancolía θ. μελαγχολία mercenario α. μισθοφόρος
melancólico ε. μελαγχολικός mercería θ. ψιλικατζίδικο
melena θ. χαίτη mercurio α. υδράργυρος
melocotón α. ροδάκινο merecer ρ. αξίζω
melodía θ. μελωδία merecido ε. επάξιος
melódico ε. μελωδικός merendar ρ. κολατσίζω
melodrama α. μελόδραμα merengue α. μαρέγκα
melodramático ε. μελοδραματικός meridiano α. μεσημβρινός
melón α. πεπόνι {μεηοσιδάδ) θ. γλυκύτητα meridional ε. νότιος
meloso ε. μελίρρυτος, μελιστάλαχτος merienda θ. κολατσιό
mella θ. εγκοπή mérito α. αξία. προσόν
mellizo ε. δίδυμος meritocracia θ. αξιοκρατία
membrana θ. μεμβράνη mermar ρ. ελαττώνω
membrete α. επικεφαλίδα mermelada θ. μαρμελάδα
membrillo α. κυδώνι mero α. μόνος, απέριττος
memo ε. ηλίθιος merodear ρ. τριγυρίζω, περιφέρομαι
memorable ε. αξιομνημόνευτος mes α. μήνας
memoria θ. μνήμη mesa θ. τραπέζι
memorizar ρ. απομνημονεύω meseta θ. οροπέδιο, πλατύσκαλο
mena θ. μετάλλευμα mesilla θ. τραπεζάκι
mención θ. μνεία mesón α. πανδοχείο, χάνι
mencionar ρ. μνημονεύω, αναφέρω mestizo ε. μιγάς
mendacidad θ. αναλήθεια mesura θ. μετριοπάθεια
mendicidad θ. επαιτεία, ζητιανιά meta θ. τέρμα, σκοπός, γκολ
mendigar ρ. ζητιανεύω, επαιτώ metabolismo α. μεταβολισμός
mendigo α. ζητιάνος, επαίτης metáfora θ. μεταφορά
mendrugo α. ξεροκόμματο, τούβλο metal α. μέταλλο
menear ρ. κουνώ, σείω metálico ε. μεταλλικός
menester α. ανάγκη metalurgia θ. μεταλλουργία
menesteroso ε. άπορος, ενδεής meteorito α. αερόλιθος, μετεωρίτης
mengano α. τάδε, δείνα meteoro α. μετέωρο
menguar ρ. ελαττώνομαι, μειώνομαι meteorológico ε. μετεωρολογικός
menopausia θ. εμμηνόπαυση meter ρ. βάζω, τοποθετώ, χώνω
-92-
Mm
meterse ρ. μπαίνω, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι minucioso ε. λεπτομερής, λεπτομεριακός, λεπτολόγος
meticuloso ε. σχολαστικός, προσεκτικός minúscula θ. μικρό γράμμα, πεζό
metódico ε. μεθοδικός, συστηματικός minúsculo ε. ελάχιστος, μικρός
método α. μέθοδος, σύστημα minutero α. λεπτοδείχτης
metodología θ. μεθοδολογία minuto α. λεπτό
metro α. μέτρο, μετρό mío αντ. δικό μου
mezcla θ. μίγμα, ανάμειξη, ανακάτωμα, κονίαμα miope ε. μύωπας
mezclar ρ. αναμειγνύω, ανακατώνω miopía θ. μυωπία
mezcolanza θ. ανακατωσούρα mira θ. στόχαστρο, προοπτική, στόχος
mezquino ε. μικροπρεπής, πενιχρός mirada θ. βλέμμα, ματιά, κοίταγμα
mezquita θ. τζαμί mirador α. παρατηρητήριο
mi αντ. εμένα, μένα mirar ρ, κοιτάζω, προσέχω, παρατηρώ
mi κτ.ε. μου miríada θ. μυριάδα
miaja θ. ψίχα mirilla θ. ματάκι πόρτας
microbio α. μικρόβιο mirlo α. κότσυφας
micrófono α. μικρόφωνο misa θ. θεία λειτουργία
microonda θ. μικροκύμα misántropo ε. μισάνθρωπος
microscopio α. μικροσκόπιο miscelánea θ. ποικιλία, πολυσχιδία
miedo α. φόβος misceláneo ε. ποικίλος, πολυσχιδής
miedoso ε. φοβητσιάρης, ολιγόψυχος miserable ε. άθλιος, ελεεινός, αξιολύπητος, δυστυχής,
miel θ. μέλι κακομοίρης, αχρείος
miembro α. μέλος, άκρο miseria θ. αθλιότητα, κακομοιριά, μιζέρια
mientras συν/επ. ενώ, εντωμεταξύ misericordia θ. οίκτος, έλεος, ευσπλαχνία
Miércoles θ. ημέρα Τετάρτη misericordioso ε. ελεήμων, ευσπλαχνικός, σπλαχικός
mierda θ. σκατά misero ε. άθλιος, ελεεινός, κακομοίρης, μίζερος
mies θ. ώριμα στάχυα misil α. πύραυλος
miga θ. ψίχα misión θ. αποστολή, ιεραποστολή
migaja θ. ψίχουλο misionero α. ιεραπόστολος
migración θ. μετανάστευση, αποδημία mismo ε. ίδιος
migratorio ε. αποδημητικός mismo επ. αμέσως, ακριβώς
mil αριθ. χίλια misógeno ε. μισογύνης
milagro α. θαύμα misterio α. μυστήριο
milagroso ε. θαυματουργός misterioso ε. μυστηριώδης, μυστήριος
milenario ε. χιλιετής místico ε. μυστικιστής
milenio α. χιλιετία mitad θ. μισό
milésimo ε. χιλιοστός mitigación θ. μετριασμός
mili θ. θητεία mitigar ρ. ελαφρώνω, μετριάζω
milicia θ. πολιτοφυλακή mitin α. συλλαλητήριο
miliciana α./θ. πολιτοφύλακας, εθνοφρουρός mito α. μύθος
milímetro α. χιλιοστό, χιλιοστόμετρο mitología θ. μυθολογία
militante ε. στρατευμένος mitra θ. μίτρα
militar ρ. στρατεύομαι, υπηρετώ mixto ε. μεικτός, ανάμεικτος
militar α/ε. στρατιωτικός mixtura θ. μίγμα
militarizar ρ. επιστρατεύω mobiliario α. επίπλωση
milla θ. μίλι moción θ. πρόταση
millar α. χιλιάδα moco α. μύξα, βλέννα
millón α. εκατομμύριο mochila θ. σακίδιο
millonario ε. εκατομμυριούχος moda θ. μόδα, συρμός
millonésimo ε. εκατομμυριοστός modales α/πλ. τρόποι
mimado ε. κακομαθημένος modelar ρ. πλάθω, πλαστουργώ
mimar ρ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω modelo α. πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο
mimbre θ. λυγαριά, ιτιά moderación θ. μετριοπάθεια
mlmbrearse ρ. λυγιέμαι moderado ε. μετρημένος, μετριοπαθής
mimesis θ. μίμηση moderador α. συντονιστής
mímica θ. μιμική, παντομίμα moderar ρ. μετριάζω
mimo α. χάδι, νάζι, μίμος modernidad θ. νεωτερισμός
mimoso ε. χαδιάρης, ναζιάρης modernizar ρ. εκσυγχρονίζω, νεωτερίζω, μοντερνίζω
mina θ. ορυχείο μετάλλων, μεταλλείο, νάρκη, υπόνομος moderno ε. σύγχρονος, μοντέρνος, νεώτερος
minar ρ. υπονομεύω, υποσκάβω, ναρκοθετώ modestia θ. μετριοφροσύνη, σεμνότητα
mineral α. ορυκτός, μεταλλικός modesto ε. μετριόφρωνας, σεμνός
minero α. μεταλλωρύχος módico ε. μέτριος
miniatura θ. μικρογραφία modificación θ. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση
minifalda θ. μίνι φούστα modificar ρ. μεταβάλλω, μετατρέπω, τροποποιώ
minimizar ρ. ελαχιστοποιώ modismo α. ιδιωματισμός
mínimo ε. ελάχιστος modista θ. μοδίστρα
ministerial ε. υπουργικός modo α. τρόπος, έγκλιση
ministerio α. υπουργείο modorra θ. νύστα
ministro α. υπουργός modorro ε. νυσταλέος, κοιμήσης
minoría θ. μειονότητα, ανηλικιότητα mofa θ. χλευασμός, περιγέλαομα
minoritario ε. μειονοτικός mofarse ρ. χλευάζω, περιγελώ
minuciosidad θ. σχολαστικότητα moflete α. μήλο προσώπου, μάγουλο
-93-
Mm
mohín α. μορφασμός, γκριμάτσα moralidad θ. ηθικότητα
mohíno ε. μουτρωμένος moralizar ρ. ηθικοποιώ
moho α. μούχλα morbidez θ. ευπάθεια, νοσηρότητα, ευαισθησία
mojado ε. υγραμμένος, μουλιασμένος mórbido ε. ευπαθής, ευαίσθητος
mojadura θ. μούλιασμα, ύγρανση morbosidad θ. νοσηρότητα, ασθενικότητα
mojar ρ. υγραίνω, βρέχω, μουσκεύω morboso ε. νοσηρός, παθολογικός
mojigatería θ. υποκρισία morcilla θ. λουκάνικο
mojigato α./θ. υποκριτής mordacidad θ. δηκτικότητα
mojón α. ορόσημο mordaz ε. δηκτικός, τσουχτερός
molar α. γομφίος, τραπεζίτης mordaza θ. φίμωτρο
molde α. καλούπι, μήτρα, πρότυπο, φόρμα mordedura θ. δαγκωματιά
moldear ρ. καλουπώνω, πλάθω, διαπλάθω, διαμορφώνω morder ρ. δαγκώνω
mole θ. μάζα, όγκος mordisco α. δαγκωματιά
molécula θ. μόριο moreno ε. μελαχρινός, μελαψός
molecular ε. μοριακός morfina θ. μορφίνη
moler ρ. αλέθω, τρίβω, εξαντλώ moribundo ε. ετοιμοθάνατος
molestar ρ. ενοχλώ, ταλαιπωρώ, πειράζω morir (se) ρ. πεθαίνω
molestia θ. ενόχληση, ταλαιπωρία, δυσφορία morosidad θ. αναβλητικότητα
molesto ε. ενοχλητικός, δυσάρεστος, αδιάθετος, θυμωμένος morriña θ. νοσταλγία
molido ε. αλεσμένος morrocotudo ε. καταπληκτικός, απίθανος
molienda θ. άλεση mortaja θ. σάβανο
molinero α. αλεστής, μυλωνάς mortal ε. θνητός
molino α. μύλος mortal ε. θανατηφόρος, θανάσιμος
molla θ. ψίχα, ψαχνό mortalidad θ. θνησιμότητα
momentáneo ε. στιγμιαίος mortero α. γουδί, κονίαμα, όλμος
momento α. στιγμή mortífero ε. θανατηφόρος
momia θ. μούμια mortificación θ. απονέκρωση, ταπείνωση
momificar ρ. μουμιοποιώ mortificar ρ. απονεκρώνω, βασανίζω, ταπεινώνω
monarca α. μονάρχης mortuorio ε. νεκρώσιμος, νεκρικός
monarquía θ. μοναρχία morueco α. κριάρι
monasterio α. μονή, μοναστήρι mosaico α. μωσαϊκό, ψηφιδωτό
mondadientes α. οδοντογλυφίδα mosca θ. μύγα
mondar ρ. ξεφλουδίζω, καθαρίζω moscarda θ. χρυσόμυγα
moneda θ. νόμισμα mosqueado ε. θυμωμένος
monedero α. πορτοφόλι mosquearse ρ. θυμώνω
monetario ε. νομισματικός mosquito α. κουνούπι
monja θ. καλόγρια, μοναχή mostaza θ. μουστάρδα
monje α. καλόγερος, μοναχός mosto α. μούστος
mono α. πίθηκος mostrador α. πάγκος
mono ε. χαριτωμένος, ελκυστικός mostrar ρ. δείχνω, εκδηλώνω, φανερώνω
monólogo α. μονόλογος mota θ. κόκκος, κόμπος
monopolio α. μονοπώλιο mote α. παρατσούκλι
monopolizar ρ. μονοπωλώ motejar ρ. βγάζω παρατσούκλι
monosílabo ε. μονοσύλλαβος motín α. εξέγερση, ξεσήκωμα, ανταρσία, στάση
monotonía θ. μονοτονία motivación θ. έναυσμα, κίνητρο
monótono ε. μονότονος motivar ρ. αιτιολογώ, προξενώ
monstruo α. τέρας motivo α. αιτία, λόγος, αφορμή
monstruoso ε. τερατώδης, τεράστιος motocicleta θ. μοτοσικλέτα
monta θ. αξία, σημαοία motor α. μηχανή, κινητήρας, μοτέρ
montacargas α. αναβατήρας motorista α/θ. αυτοκινητιστής
montaje α. συναρμολόγηση, μοντάζ motrícidad θ. μυϊκή κινητικότητα
montaña θ. όρος, βουνό movedizo ε. κινούμενος
montañero α. ορειβάτης, αλπινιστής mover ρ. κινώ, σείω
montañés ε. ορεσίβιος, βουνίσιος movible ε. κινητός
montañismo α. ορειβασία, αλπινιομός móvil α. κίνητρο, ελατήριο
montañoso ε. ορεινός movilidad θ. κινητικότητα
montar ρ. ανεβαίνω, ιππεύω, συναρμολογώ, στήνω, ανοίγω movilización θ. επιστράτευση, κινητοποίηση
monte α. όρος, βουνό movilizar ρ. επιστρατεύω, κινητοποιώ
montera θ. το καπέλo του ταυρομάχου movimiento α. κίνηση, κίνημα
montón α. σωρός mozo α. νεαρός, νέος, υπηρέτης
monumental ε. μνημειώδης, τεράστιος mucamo α./θ. υπηρέτης
monumento α. μνημείο mucosidad θ. βλέννα
monzón α. μουσώνας muchacha θ. νεαρή, κοπέλα, υπηρέτρια
moño α. κότσος muchacho α. νεαρός, παιδί, αγόρι
moquear ρ. είμαι συναχωμένος, τρέχει η μύτη μου muchedumbre θ. πλήθος, όχλος
moquita θ. συνάχι (βλέννα) mucho επ. πολύ
mora θ. μούρο muda θ. αλλαγή δέρματος, τριχώματος
morada θ. κατοικία mudanza θ. μετακόμιση, μετοίκηση
morado ε. μόβ, ιώδης mudarse ρ. μετακομίζω, μετοικώ, αλλάζω ρούχα
moral θ. ηθική, ηθικό mudez θ. βουβαμάρα
moraleja θ. δίδαγμα mudo ε. βουβός, μουγκός
-94-
Mm
mueble α. έπιπλο mutuo ε. αμοιβαίος
mueca θ. μορφασμός muy επ. πολύ
muela θ. τραπεζίτης
muelle α. ελατήριο, προκυμαία
muerte θ. θάνατος, χάρος
muerto α. νεκρός, λείψανο
muesca θ. εγκοπή, εντομή
muestra θ. δείγμα, υπόδειγμα
muestrario α. δειγματολόγιο
muestreo α. δειγματοληψία
mugido α. μούγκρισμα, βρυχηθμός
mugir ρ. μουγκρίζω, βρυχιέμαι
mugre θ. λέρα, ακαθαρσία, βρώμα
mugriento ε. ρυπαρός, λερωμένος, βρώμικος
mujer θ. γυναίκα, σύζυγος
mujeriego ε. γυναικάς
mujerzuela θ. πόρνη, πουτάνα
mulato ε. μιγάδας
mulo α. μουλάρι
muleta θ. δεκανίνι, πατερίτσα
multa θ. πρόστιμο
multar ρ. επιβάλλω πρόστιμο
multi πρόθ. πολυ-
multicolor ε. πολύχρωμος
multiforme ε. πολύμορφος
multilateral ε. πολύπλευρος
multinacional ε. πολυεθνικός
múltiple ε. πολλαπλός
multiplicación θ. πολλαπλασιασμός
multiplicar ρ. πολλαπλασιάζω
multiplicidad θ. πολλαπλότητα
múltiplo ε. πολλαπλάσιος
multitud θ. πλήθος, όχλος
mullir ρ. κάνω αφράτο
mundanal ε. κοσμικός
mundanería θ. κοσμικότητα
mundano ε. κοσμικός
mundial ε. παγκόσμιος
mundo α. κόσμος, ανθρωπότητα
municiones θ/ πλ. πολεμοφόδια, πυρομαχικά
municipal ε. δημοτικός, κοινοτικός
municipio α. δήμος, κοινότητα, δημαρχείο
muñeca θ. κούκλα, καρπός του χεριού
mural α. τοιχογραφία
muralla θ. τείχος, οχύρωμα
murciélago α. νυχτερίδα
murmullo α. μουρμουριτό, ψίθυρος, φλοίσβος
murmuración θ. κακολογία, κουτσομπολιό
murmurar ρ. μουρμουρίζω, κακολογώ
muro α. τοίχος
murria θ. κατάθλιψη
murrio ε. θλιμμένος
muscular ε. μυϊκός
musculatura θ. μυϊκό σύστημα
músculo α. μυς
musculoso ε. μυώδης
museo α. μουσείο
musgo α. βρύο
música θ. μουσική
musical ε. μουσικός
musicalidad θ. μουσικότητα
músico α/ε. μουσικός
musitar ρ. ψιθυρίζω
muslo α. μηρός, μπούτι
mustio ε. μαραμένος, κατηφής
mutabilidad θ. αλλοίωση, μετάλλαξη
mutilación θ. ακρωτηριασμός
mutilado ε. ανάπηρος
mutilar ρ, ακρωτηριάζω
mutualidad θ. αμοιβαιότητα
mutuamente επ. αμοιβαία
-95-
Nn
nabo α. ρέβα, γογγύλι necesitar ρ. χρειάζομαι, έχω ανάγκη
nacer ρ. γεννιέμαι, φυτρώνω, πηγάζω necio ε. ανόητος, κουτός
nacimiento α. γέννηση néctar α. νέκταρ
nación θ. έθνος nefando ε. ειδεχθής, αποτρόπαιος
nacional ε. εθνικός nefario ε. ανόοιος
nacionalidad θ. εθνικότητα, ιθαγένεια nefasto ε. δυσοίωνος
nacionalismo α. εθνικισμός negación θ. άρνηση, απόρριψη
nacionalista α/ θ. εθνικιστής, εθνικίστρια negar ρ. αρνούμαι, απορρίπτω, διαψεύδω, απαρνιέμαι
nacionalización θ. εθνικοποίηση, πολιτογράφηση negarse ρ. αρνούμαι
nacionalizar ρ. εθνικοποιώ, κρατικοποιώ negativa θ. απόρριψη, άρνηση
nacionalizarse ρ. αποκτώ ξένη υπηκοότητα negativo ε. αρνητικός
nacismo θ. ναζισμός negligencia θ. αμέλεια, απροσεξία
nada αντ./επ. τίποτα, καθόλου negligente ε. αμελής, ατημέλητος
nadador α. κολυμβητής negociable ε. διαπραγματεύσιμος
nadar ρ. κολυμπώ negociación θ. διαπραγμάτευση
nadería θ. ψιλοπράγματα negociante ε. έμπορος, επιχειρηματίας
nadie αντ. κανείς negociar ρ. διαπραγματεύω, εμπορεύομαι
naipe α. παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο negocio α. επιχείρηση, υπόθεση, δουλειά
naipes α./πληθ. τράπουλα negrero α. δουλέμπορος
nalga θ. γλουτός negro ε. μαύρος
nana θ. νανούρισμα negrura θ. μαυρίλα
naranja θ. πορτοκάλι nene α. μωρό
naranjada θ. πορτοκαλάδα nenúfar α. νούφαρο
naranjo α. πορτοκαλιά neo πρόθ. νέο
narciso α. νάρκισσος neologismo α. νεολογισμός
narcótico ε. ναρκωτικός nervadura θ. νεύρα, φλέβα
narcotizar ρ. ναρκώνω nervio α. νεύρο
nardo α. νάρδος nerviosismo α. νευρικότητα, ανησυχία
narigudo ε. μυταράς nervioso ε. νευρικός, ευέξαπτος, οξύθυμος
nariz θ. μύτη neto ε. καθαρός
narración θ. αφήγηση, διήγηση neumático α. λάστιχο, αεροθάλαμος, σαμπρέλα
narrador α. αφηγητής neumonía θ. πνευμονία
narrar ρ. αφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ neuralgia θ. νευραλγία
nasal ε. ρινικός neurastenia θ. νευρασθένεια
nata θ. αφρόκρεμα, σαντιγύ neurólogo α. νευρολόγος
natación θ. κολύμβηση neutral ε. ουδέτερος
natal ε. γεννέθλιος nautralización θ. εξουδετέρωση
natalidad θ. γεννητικότητα neutralizar ρ. εξουδετερώνω
natividad θ. η γέννηση του Χριστού, Χριστούγεννα neutro ε. ουδέτερος
navidad θ. Χριστούγεννα nevada θ. χιονόπτωση
nativo α. ιθαγενής, ντόπιος nevado ε. χιονισμένος
nato ε. γεννημένος nevar ρ. χιονίζει
natural ε. φυσικός nevasca θ. χιονοθύελλα
naturaleza θ. φύση nevera θ. ψυγείο
naturalidad θ. φυσικότητα neviscar ρ. ψιλοχιονίζω
naturalista α/ θ. φυσιοδίφης nexo α. σύνδεσμος
naturalmente επ. φυσικά ni συν. ούτε
naturista α./θ. γυμνιστής nicotina θ. νικοτίνη
naufragar ρ. ναυαγώ nicho α. κόγχη, τάφος
naufràgio α. ναυάγιο nidal α. κομπόδεμα, φωλιά κοτετσιού
náufrago α. ναυαγός nido α. φωλιά
náusea θ. ναυτία niebla θ. ομίχλη, αντάρα
nauseabundo ε. αηδιαστικός, σιχαμερός nieto α. εγγονός, εγγόνι
náutico ε. ναυτικός nieve θ. χιόνι
navaja θ. σουγιάς nihilismo α. μηδενισμός
naval ε. ναυτικός nimbo α. φωτοστέφανο, άλως
nave θ. σκάφος, πλοίο, κλίτος, υπόστεγο nimiedad θ. κοινοτυπία, ασημαντότητα
navegable ε. πλωτός nimio ε. κοινότυπος, ασήμαντος
navegación θ. ναυτιλία, ναυσιπλοΐα ninfa θ. νύμφη, χρυσαλλίδα, νεράιδα
navegante α. θαλασσοπόρος ninguno αντ. κανένας
navegar ρ. πλέω niña θ. κορίτοι, κόρη
navideño ε. χριστουγεννιάτικο niñera θ. νταντά, παραμάνα
naviero ε. ναυτιλιακός niñería θ. παιδιάρισμα
navio α. πλοίο niñez θ. παιδική ηλικία
neblina θ. καταχνιά niño α. αγόρι, παιδί
nebuloso ε. συννεφώδης, ομιχλώδης, νεφελώδης nipón / na ε. ιαπωνικός
necedad θ. ανοησία, κουταμάρα níquel α. νικέλιο
necesariamente επ. αναγκαστικά níspero α. μούσμουλο
necesario ε. απαραίτητος, αναγκαίος nitidez θ. ευκρίνεια, οαφήνεια
necesidad θ. ανάγκη, φτώχεια nítido ε. ευκρινής
necesitado ε. στερημένος, ενδεής, φτωχός nitrógeno α. άζωτο
-96-
Nn
nivel α. επίπεδο, στάθμη, αλφάδι nudillo α. άρθρωση δακτύλου, κότσι
nivelar ρ. ισοπεδώνω, ισιώνω, εξισώνω, αλφαδιάζω nudista α/θ. γυμνιστής, γυμνίστρια
no επ. όχι, δεν, μη nudo α. κόμπος
noble ε. ευγενής, ευπατρίδης, γενναιόψυχος nuera θ. νυφη (βαθμός συγγένειας)
nobleza θ. ευγένεια nuestro ε/αντ. δικό μας
noción θ. γνώση, ιδέα nuevamente επ. ξανά
nocivo ε. επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος nueve αριθ. εννέα
noctambulismo α. νυκτοβασία nuevo ε. νέος, καινούργιος, πρόσφατος
noctámbulo ε. ξενύχτης, νυχτόβιος nuez θ. καρύδι
nocturno ε. νυχτερινός, νυχτιάτικος nulidad θ. ακυρότητα, ανίκανος άνθρωπος
noche θ. νύχτα nulo ε. άκυρος
nochebuena θ. παραμονή Χριστουγέννων numen α. έμπνευση, οίστρος
nodriza θ. παραμάνα numeración θ. αρίθμηση
nogal α. καρυδιά numerador α. αριθμητής
nómada ε. νομαδικός numeral ε. αριθμηπκός
nombradla θ. φήμη, όνομα numerar ρ. αριθμώ
nombramiento α. διορισμός numerario ε. τακτικά απασχολούμενος
nombrar ρ. ονομάζω, κατονομάζω, διορίζω numérico ε. αριθμητικός
nombre α. όνομα número α. αριθμός, νούμερο
nomenclatura θ. ονοματολογία numeroso ε. πολυάριθμος, πολυπληθής
nómina θ. μισθολόγιο numismática θ. νομισματολογία
nominación θ. ανάδειξη υποψηφίου nunca επ. ποτέ
nominal ε. ονομαστικός nupcial ε. γαμήλιος, νυφικός
nominativo α. ονομαστική nupcias θ.πλ. γαμήλια τελετή
nonada θ. αημαντότητα nutria θ. ενυδρίς, βύδρα, ενυδρίδα
nonagésimo ε. ενενηκοστός nutrición θ. θρέψη, διατροφή
nonato ε. αγέννητος nutrido ε. θρεμμένος, άφθονος
noquear ρ. βγάζω νοκ - άουτ nutriente ε. θρεπτικός
noqueo α. νοκ - άουτ nutrimento α. διατροφή, τροφή
nórdico ε. βόρειος nutrir ρ. τρέφω, διατρέφω
noria θ. μάγκανο nutritivo ε. θρεπτικός
norma θ. κανόνας, οδηγία
normal ε. κανονικός, φυσιολογικός
normalizar ρ. κανονίζω, σωφρονίζω
norte α. βοριάς, βοράς
nos αντ. εμείς, μας
nosotros αντ. εμείς
nostalgia θ. νοσταλγία
nota θ. νότα, σημείωμα, σημείωση, βαθμός
notable ε. αξιοσημείωτος, αξιόλογος, σπουδαίος
notar ρ. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ
notarse ρ. φαίνεται
notarial ε. συμβολαιογραφικός
notario α. συμβολαιογράφος
noticia θ. είδηση, αναγγελία
notificación θ. ειδοποίηση, γνωστοποίηση
notificar ρ. ειδοποιώ, γνωστοποιώ
notorio ε. ξακουστός, πρόδηλος, προφανής
novato ε. πρωτάρης
novecientos αριθ. εννιακόσια
novedad θ. νέο, νέα είδηση, νεωτερισμός
novel ε. αρχάριος
novela θ. μυθιστόρημα
novelesco ε. μυθιστορηματικός
novelista α/θ. μυθιστοριογράφος
noveno ε. ένατος
noventa αριθ. ενενήντα
novia θ. αρραβωνιαστικιά, μνηστή, νύφη
noviazgo α. μνηστεία, αρραβώνας
novicio α. διάκονος, αρχάριος
noviembre α. Νοέμβριος
novillo α. νεαρός ταύρος
novio α. αρραβωνιαστικός, μνηστήρας, γαμπρός
nube θ. σύννεφο, νέφος
nublado ε. συννεφιασμένος, νεφοσκεπής
nublarse ρ. συννεφιάζει
nubosidad θ. συννεφιά, νέφωση
nuboso ε. νεφελώδης
nuca θ. αυχένας, τράχηλος, σβέρκος
nuclear ε. πυρηνικός
núcleo α. πυρήνας
-97-
Οο
ο σύνδ. ή ocurrencia θ. ευφυολόγημα
oasis α. όαση ocurrir ρ. συμβαίνω
obcecar ρ. τυφλώνω, θολώνω ocurrirse ρ. συλλαμβάνω μια ιδέα
obedecer ρ. υπακούω, ενδίδω, οφείλεται ochenta αριθ. ογδόντα
obediencia θ. υπακοή, ευπειθεία ocho αριθ. οχτώ
obediente ε. υπάκουος, ευπειθής ochocientos α./ θ. οκτακόσια
obertura θ. οβερτούρα, μουσική εισαγωγή odiar ρ. μισώ
obesidad θ. παχυσαρκία odio α. μίσος
obeso ε. παχύσαρκος, παχύς odioso ε. μισητός
óbice α. κώλυμμα odorífico ε. μυρωδάτος
obispo α. επίσκοπος oeste α. δύση
objeción θ. αντίρρηση, αντιλογία ofender ρ. προσβάλλω, θίγω
objetar ρ. αντιτείνω, αντικρούω ofensa θ. προσβολή, εφόρμηση
objetivo α. στόχος, σκοπός, φακός ofensiva θ. επίθεση
objetivo ε. αντικειμενικός ofensivo ε. προσβλητικός
objeto α. αντικείμενο, σκοπός oferta θ. προσφορά
oblicuo ε. λοξός, πλάγιος oficial α. αξιωματικός
obligación θ. υποχρέωση, καθήκον oficial ε. επίσημος
obligar ρ. υποχρεώνω, αναγκάζω oficina θ. γραφείο
obligatorio ε. υποχρεωτικός oficinista α/θ. γραφέας
oblongo ε. επιμήκης oficio α. επάγγελμα, ασχολία
obnubilarse ρ. σαστίζω, θολώνω oficioso ε. ανεπίσημος
obra θ. έργο, εργασία, πράξη, οικοδομή ofrecer ρ. προσφέρω, παρουσιάζω
obrar ρ. ενεργώ, ενεργούμαι ofrecimiento α. προσφορά
obrero α. εργάτης ofrenda θ. πρόσφορο, αφιέρωμα
obscenidad θ. αισχρότητα, ανηθικότητα oftalmólogo α. οφθαλμίατρος
obsceno ε. αισχρός, ανήθικος ofuscación θ. θόλωση, θάμπωμα
obsequiar ρ. δωρίζω, χαρίζω ofuscar ρ. θολώνω, θαμπώνω, σκοτίζω
obsequio α. δώρο ogro α. δράκος
observación θ. παρατήρηση oída θ. ακοή
observar ρ. παρατηρώ, τηρώ oído α. αυτί, ακοή
observatorio α. παρατηρητήριο, αστεροσκοπείο oír ρ. ακούω
obsesión θ. έμμονη ιδέα, μονομανία ojal α. κουμπότρυπα
obsesivo ε. έμμονος ojalá επιφ. μακάρι
obsoleto ε. απηρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος ojeada θ. ματιά βλέμμα
obstaculizar ρ. εμποδίζω, παρεμποδίζω ojear ρ. ρίχνω μια ματιά
obstáculo α. εμπόδιο, κώλυμα ojeras θ./πλ. μαύρος κύκλος
obstetricia θ. μαιευτική ojeriza θ. κακία, κακεντρέχεια, φθόνος
obstinación θ. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα ojo α. μάτι, οφθαλμός, τρύπα
obstinado ε. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης ola θ. κύμα
obstinarse ρ. επιμένω, εμμένω ole επιφ. μπράβο, ζήτω
obstrucción θ. απόφραξη, παρεμπόδιση, παρακώλυση oleada θ. κύμα
obstruir ρ. αποφράζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω oleaje α. θαλασσοταραχή, φουρτούνα
obtener ρ. αποκτώ, παίρνω, εξασφαλίζω, κατακτώ óleo α. μύρο, έλαιο
obtenible ε. αποκτήσιμος oleoducto α. πετρελαιαγωγός
obturación θ. έμφραξη, βούλωμα oler ρ. μυρίζω, οσφραίνομαι
obturar ρ. φράζω, βουλώνω olfacción θ. μύρισμα
obtuso α. αμβλύς, βραδύστροφος olfatear ρ. οσφραίνομαι
obús α. βλήμα, οβίδα olfato α. όσφρηση
obviar ρ. αποτρέπω, προλαμβάνω oligarquía θ. ολιγαρχία
obvio ε. προφανής, φανερός, πρόδηλος olimpiada θ. ολυμπιάδα
ocasión θ. ευκαιρία, περίσταση, φορά, αφορμή oliscar ρ. μυρίζω
ocasional ε. περιστασιακός, τυχαίος oliva θ. ελιά (καρπός)
ocasionar ρ. προκαλώ, προξενώ olivo α. ελιά (δέντρο)
ocaso α. σούρουπο, δειλινό olmo α. φτελιά
occidente α. δύση olor α. μυρωδιά, οσμή
océano α. ωκεανός oloroso ε. μυρωδάτος, αρωματισμένος, ευώδης
ocio α. ελεύθερες ώρες, τεμπελιά, οκνηρία olvidadizo ε. ξεχασιάρης
ociosidad θ. τεμπελιά, οκνηρία olvidar ρ. ξεχνώ, λησμονώ
octavo ε. όγδοος olvido α. λησμονιά, λήθη
octingentésiino ε. οκτακοσιοστός olla θ. κατσαρόλα, χύτρα
octogenario ε. ογδοηκονταετής ombligo α. ομφαλός
octogésimo ε. ογδοηκοστός omisión θ. παράλειψη
ocular ε. οφθαλμικός, οπτικός, αυτόπτης omitir ρ. παραλείπω
oculista α. οφθαλμίατρος omnipotencia θ. παντοδυναμία
ocultar ρ. αποκρύβω omnipotente ε. παντοδύναμος
oculto ε. κρυφός, απόκρυφος omnisciente ε. παντογνώστης
ocupación θ. απασχόληση, ασχολία, κατοχή, κατάλειψη omnívoro ε. παμφάγος
ocupado ε. απασχολημένος, πιασμένος onanismo α. αυνανισμός
ocupar ρ. καταλαμβάνω, κατέχω, κατοικώ, απασχολώ once αριθ. ένδεκα
ocuparse ρ. ασχολούμαι onceno ε. ενδέκατος
-98-
Oo
onda θ. κύμα organillero α. οργανοπαίχτης
ondear ρ. κυματίζω organismo α. οργανισμός
ondulación θ. κυματισμός organización θ. οργάνωση, διοργάνωση, οργανισμός
ondulado ε. κυματιστός organizar ρ. οργανώνω, διοργανώνω, διευθετώ
ondulante ε. κυματοειδής órgano α. όργανο
ondular ρ. κυματίζω orgasmo α. οργασμός
onomástico α. ονομαστική γιορτή orgia θ. όργιο, ακολασία
onomástico ε. ονομαστικός orgullo α. περηφάνια
O.N.U. O.H.Ε. orgulloso ε. περήφανος, αλαζόνας
onzavo ε. ενδέκατος orientación θ. προσανατολισμός
opacidad θ. αδιαφάνεια, βαριεστημάρα oriental ε. ανατολικός
opaco ε. αδιαφανής orientar ρ. προσανατολίζω, οδηγώ, κατευθύνω
opción θ. εκλογή, προαίρεση oriente α. ανατολή
ópera θ. όπερα orificio α. στόμιο, άνοιγμα
operación θ. επιχείρηση, πράξη, εγχείρηση origen α. καταγωγή, προέλευση, αρχή, πηγή
operador α. χειριστής original α. πρωτότυπο
operar ρ. ενεργώ, λειτουργώ, χειρίζομαι, εγχειρίζω original ε. πρωτότυπος, πρότυπος
opereta θ. οπερέτα originalidad θ. πρωτοτυπία
opinar ρ. γνωμοδοτώ, διατυπώνω γνώμη originar ρ. προξενώ, προκαλώ
opinión θ. γνώμη orilla θ. άκρη, όχθη, ακρογιαλιά
opio α. όπιο orín α. σκουριά
opíparo ε. πλουσιοπάροχος orina θ. ούρο, κάτουρο
oponente α. αντίπαλος orinar ρ. ουρώ, κατουρώ
oponer ρ. αντιτάσσω, αποκρούω oriundo ε. προερχόμενος
oponerse ρ. αντιτίθεμαι ornamental ε. διακοσμητικός
oportunidad θ. ευκαιρία ornamento α. κόσμημα, στολίδι
oportunista α/ θ. καιροσκόπος ornar ρ. διακοσμώ
oportuno ε. επίκαιρος, κατάλληλος oro α. χρυσός
oposición θ. αντίσταση, αντίθεση, αντιπολίτευση orondo ε. αυτοϊκανοποιημένος, βαθύ πιάτο
opresión θ. καταπίεση, δύσπνοια orquesta θ. ορχήστρα
opresivo ε. καταπιεστικός orquídea θ. ορχιδέα
oprimir ρ. καταπιέζω, καταδυναστεύω ortiga θ. τσουκνίδα
oprobio α. ντροπή, όνειδος ortodoxo ε. ορθόδοξος
oprobioso ε. αναίσχυντος, επονείδιστος ortografía θ. ορθογραφία
optar ρ. επιλέγω, εκλέγω ortográfico ε. ορθογραφικός
optativo ε. προαιρετικός ortopedia θ. ορθοπεδική
óptica θ. οπτική oruga θ. κάμπια, ερπύστρια
óptico ε. οπτικός orzuelo α. κριθαράκι ματιού
optimismo α. αισιοδοξία os αντ. εσείς, σας
optimista ε. αισιόδοξος osadía θ. τόλμη, θράσος
óptimo ε. κάλλιστος, ιδανικός osado ε. τολμηρός, θρασύς
opuesto ε. αντίθετος, ενάντιος osamento θ. σκελετός
opulencia θ. πλούτος, χλιδή, πληθώρα osar ρ. τολμώ, έχω το θράσος
oquedad θ. κοίλωμα oscilación θ. ταλάντευση, διακύμανση
oración θ. προσευχή, φράση oscilar ρ. ταλαντεύομαι, διακυμαίνομαι
oráculo α. μαντείο, χρηομός oscurecer ρ. σκοτεινιάζω, συσκοτίζω
orador α. ομιλητής, ρήτορας oscuridad θ. σκοτάδι, σκότος
oral ε. προφορικός oscuro ε. σκοτεινός, σκούρος
orangután α. ουραγκοτάγκος óseo ε. οοτεώδης, οστέινος
orar ρ. προσεύχομαι osezno α. κουτάβι αρκούδας, αρκουδάκι
orbe α. σφαίρα (ουράνιο οώμα) oso α. αρκούδα
órbita θ. τροχιά, κόγχη ostensible ε. φανερός, έκδηλος
orden α. τάξη, διάταξη ostentación θ. επίδειξη, κομπασμός
orden θ. διαταγή, ένταλμα ostentar ρ. επιδείχνω, κομπάζω, κατέχω
ordenación θ. τακτοποίηση, κατάταξη, χειροτονία, διευθέτηση ostra θ. στρείδι
ordenado ε. τακτικός, μεθοδικός, τακτοποιημένος otear ρ. ατενίζω
ordenamiento α. διάταγμα otoñal ε. φθινοπωρινός
ordenanústa α./θ. τυπικός στην τήρηση των κανόνων otoño α. φθινόπωρο
ordenanza θ. διευθέτηση, διάταγμα, διάταξη otorgar ρ. χορηγώ, απονέμω
ordenar ρ. διατάζω, διευθετώ, τακτοποιώ otro ε/αντ. άλλος
ordeñar ρ. αρμέγω ovación θ. επευφημία
ordeño α. άρμεγμα ovacionar (οβαθιονάρ) ρ. επευφημώ
ordinario ε. συνήθης, συνηθισμένος oval ε. ωοειδής
orear ρ. αερίζω, φρεσκάρω ovalado ε. ωοειδής
orégano α. ρίγανη ovario α. ωοθήκη
oreja θ. αυτί oveja θ. πρόβατο
orfanato α. ορφανοτροφείο ovillar ρ. τυλίγω σε κουβάρι, κουβαριάζω
orfandad θ. ορφάνεια ovillo α. κουβάρι
orfebre α. χρυσοχόος, αργυροχόος ovíparo ε. ωοτόκος
orfebrería θ. χρυσοχοΐα, αργυροχοΐα O.V.N.I. objeto volante no identificado α. Αγνώστου Ταυτότητας
orgánico ε. οργανικός, ενόργανος Ιπτάμενο Αντικείμενο
-99-
Oo
óvulo α. ωάριο
oxidación θ. οξείδωση
oxidante α. οξειδωτικό
oxidante ε. οξειδωτικός
oxidar ρ. οξειδώνω
óxido α. οξείδιο
oxígeno α. οξυγόνο
oyente α/θ. ακροατής, ακροάτρια
ozono α. όζον

-100-
Pp
pabellón α. πτέρυγα, περίπτερο paleto α. χωριάτης
pabilo α. φιτίλι paliar ρ. μετριάζω
pábulo α. τροφή paliativo ε. καταπραϋντικός
paca θ. δεμάτι, δέμα, μπάλα μαλλιού ή βαμβακιού palidecer ρ. χλωμιάζω, ωχριώ
pacato ε. άτολμος, συνεσταλμένος palidez θ. χλωμάδα, ωχρότητα
pacer ρ. βοσκώ pálido ε. χλωμός, ωχρός
paciencia θ. υπομονή paliducho ε. χλωμούλης
paciente α. ασθενής palillero ε. οδοντογλυφιδιέρα
paciente ε. υπομονετικός, παθητικός palillo οδοντογλυφίδα, μπαγκέτα ντραμς
pacificador α./ θ. ειρηνιοτής palique α. φλυαρία
pacificador ε. ειρηνευτικός paliza θ. ξύλο, ξυλοκόπημα
pacificar ρ. ειρηνεύω palizada θ. περίφραγμα από πασσάλους
pacífico ε. ειρηνικός palma θ. παλάμη, παλαμάκι, βαγιόκλαδο
pacifismo α. ειρηνισμός palmada θ. χειροκρότημα
pacifista α. ειρηνιστής palmar α. φοινικόδασος
pactar ρ. συμφωνώ, συνθηκολογώ palmar ε. παλαμικός
pacto α. σύμφωνο, συνθήκη palmar ρ. πεθαίνω, τα τινάζω
pacha α. πασάς palmares α. πίνακας ονομάτων νικητών
pachorra θ. νωθρότητα, ηρεμία palmario ε. ολοφάνερος
pachucho ε. παραγινομένος (για φρούτα), εξασθενημένος ή palmear ρ. χειροκροτώ, χτυπώ παλαμάκια
άχρωμος (για ανθρώπους) palmera θ. φοίνικας
padecer ρ. υποφέρω, πάσχω palmo α. σπιθαμή
padecimiento α. πάθηση, βάσανο palmotear ρ. χειροκροτώ
padrastro α. πατριός palmoteo α. χειροκρότημα
padrazo α. πατερούλης palo α. ξύλο, ραβδί
padre α. πατέρας paloma θ. περιστέρι
padrenuestro α. το πάτερ ημών palomar α. περιστερώνας
padrino α. ανάδοχος, νονός, κουμπάρος, προστάτης palomilla θ. παξιμάδι βίδας
padrón α. δημοτολόγιο palomino α. πιτσούνι
paella θ. το φαγητό παέγια, ομελέτα palomita θ. ποπ κορν
paga θ. μισθός palpable ε. απτός, πρόδηλος, προφανής
pagadero ε. πληρωτέος palpamiento α. ψηλάφηση
pagador α. πληρωτής palpar ρ. ψηλαφίζω
pagaduría θ. γραφείο πληρωμών palpitación θ. παλμός
paganismo α. ειδωλολατρεία, παγανισμός palpitante ε. παλλόμενος, ζωντανός
pagano α. ειδωλολάτρης palpitar ρ. πάλλω
pagar ρ. πληρώνω, ανταποδίδω, ανταμείβω palpito α. προαίσθηση, διαίσθηση
pagaré α. γραμμάτιο πληρωμής palúdico ε. ελώδης
página θ. σελίδα paludismo α. ελονοσία
paginación θ. αρίθμηση σελίδων, σελιδοποίηση palurdo ε. άξεστος, αγροίκος
paginar ρ. αριθμώ σελίδες, σελιδοποιώ pampa θ. πάμπα
pago α. πληρωμή pámpana θ. αμπελόφυλλο
país α. χώρα pámpano α. κληματόβεργα, κληματσίδα
paisaje α. τοπίο pamplina θ. ψευτοκολακεία
paisanaje α. άμαχος πληθυσμός pan α. ψωμί
paisano α. συμπατριώτης pana θ. κοτλέ
paja θ. άχυρο panacea θ. πανάκεια
pajar α. αχυρώνας panadería θ. αρτοποιείο, φούρνος
pajarera θ. κλουβί panadero α. αρτοποιός
pajarero α. πτηνοτρόφος panal α. κηρήθρα
pájaro α. πουλί, πτηνό pancarta θ. πανό, πλακάτ
paje α. καμαρώτος, παιδί υπηρέτης pancista α./θ. καιροσκόπος
pajilla θ. καλαμάκι για ποτό pancho ε. ήρεμος, φλεγματικός
pajizo ε. αχυρένιος, στο χρώμα του άχυρου panda θ. παρέο, συντροφιά, το ζώο πάντα
pala θ. φτυάρι pandero α. ντέφι, κώλος
palabra θ. λόγος, λέξη pandilla θ. παρέα
palabrería θ. πολυλογία, φλυαρία panecillo α. ψωμάκι
palabrota θ. αισχρολογία, βλαστήμια, βλασφημία panel α. ταμπλό
palacio α. ανάκτορο, παλάτι, μέγαρο panera θ. ψωμιέρα, αρτοθήκη
palada θ. φτυαριά panero α. αρτοφάγος
paladar α. ουρανίσκος, γούστο, καλαισθησία panfilo ε. αργόστροφος, νωθρός
paladear ρ. γεύομαι panfletista α. λιβελλογράφος
paladín ο. ιππότης, ήρωας panfleto α. λίβελλος, φυλλάδιο
paladino ε. φανερός, δημόσιος pánico α. πανικός
palafrén α. αρσενικό άλογο ιππασίας, κέλητας paniego ε. σιτοπαραγωγικός
palafrenero α. ιπποκόμος panificación θ. αρτοποίηση
palanca θ. μοχλός, λοστός, παλάνγκο panizo α. κεχρί
palangana θ. λαβομάνο panocha θ. κότσαλο, λουμπούκι
palco α. θεωρείο panoli α./θ. βλάκας, κόπανος
paleta θ. παλέτα, φτυαράκι panorama α. πανόραμα
paletilla θ. ωμοπλάτη pantalón α. παντελόνι
-101-
Pp
pantalla θ. οθόνη, αμπαζούρ pararrayos α. αλεξικέραυνο
pantano α. έλος, βάλτος, τεχνητή λίμνη parasitario ε. παρασιτικός
pantanoso ε. βαλτώδης, ελώδης parasitismo α. παρασιτισμός
pantera θ. πάνθηρας parásito α. παράσιτο
panteón α. πάνθεον parasol α. αλεξήλιο, ομπρέλα για τον ήλιο
pantomima θ. παντομίμα parcela θ. οικόπεδο
pantorrllla θ. γάμπα parcelar ρ. τεμαχίζω
pantufla θ. παντόφλα parcial ε. μερικός, μεροληπτικός
panza θ. κοιλιά parcialidad θ. μεροληψία
pañal α. πάνα parco ε. φειδωλός, συγκρατημένος
panzada θ. χορταστική ποσότητα, τσιμπούσι, φαγοπότι parche α. μπάλωμα, έμπλαστρο, τσιρότο
panzudo ε. κοιλαράς parchear ρ. μπαλώνω, βάζω τσιρότο
pañería θ. κατάστημα υφασμάτων pardiez ! επιφ. για το θεό!
paño α. πανί pardillo α. βλάχος, το πουλί γαρδέλι
pañol α. αμπάρι πλοίου pardo α. το καφέ χρώμα
pañuelo α. μαντήλι pardo ε. σκούρος, σκοτεινιασμένος
papá α. μπαμπάς pareado ε. ομοιοκατάληκτο δίστιχο
papada θ. διπλό πηγούνι parear ρ. ζευγαρώνω, συνταιριάζω
papado α. το αξίωμα του πάπα parecer α. άποψη, εμφάνιση
papagayo α. παπαγάλος parecer ρ. φαίνομαι, μοιάζω
papal ε. παπικός parecerse ρ. μοιάζω
paparrucha θ. χαζομάρα parecido α, ομοιότητα
papel α. χαρτί, ρόλος parecido ε. παρόμοιος, εμφανίσιμος
papeleo α. χαρτομάνι pared θ. τοίχος
papelera θ. καλάθι των αχρήστων pareja θ. ζευγάρι
papelería θ. χαρτοπωλείο parentela θ. συγγενείς
papeleta θ. ψηφοδέλτιο, κλήρος parentesco α, συγγένεια
paperas θ./πλ. μαγουλάδες paréntesis α. παρένθεση
papilla θ. πολτός, κρέμα paria α./θ. παρίας
paquebote ε. φέρυ - μπότ parida θ. λεχώνα, χαζομάρα, ανοησία
paquete α. δέμα, πακέτο paridad θ. ισοτιμία
paquidermo α. και ε. παχύδερμο και παχύδερμος pariente α. συγγενής
par α. ζευγάρι, ταίρι parir ρ. γεννώ
par ε. ζυγός parlamentar ρ. διαπραγματεύομαι, συζητώ
para πρ. για parlamentarlo ε. βουλευτικός, κοινοβουλευτικός
parabién α. συγχαρητήρια parlante ε. ομιλών
parábola θ. παραβολή parlamento α. βουλή, κοινοβούλιο
parabrisas α. παρμπρίζ, αλεξίνεμο parlanchín ) ε. πολυλογάς
paracaídas α. αλεξίπτωτο parlar ρ. φλυαρώ, πολυλογώ
paracaidista α. αλεξιπτωτιστής parlotear ρ. λέω ανοησίες
parachoques α. προφυλακτήρας parloteo α. λεκτικές ανοησίες
parada θ. στάση paro α. ανεργία
paradero α. διαμονή parodia θ. παρωδία
paradigma α. παράδειγμα parodiar ρ. παρωδώ
parado ε. ακίνητος, άνεργος, έκπληκτος parpadear ρ. βλεφαρίζω
paradoja θ. παράδοξο parpadeo α. βλεφάρισμα, αναβόσβημα φωτός
parador α. ξενώνας párpado α. βλέφαρο
parafernales ε.πλ. εξώπροικα parque α. πάρκο, κήπος
paráfrasis θ. παράφραση parquedad θ. λιτότητα, ολιγάρκεια
paraguas α. ομπρέλα parra θ. κληματαριά
paragüero α. ομπρελοθήκη párrafo α. παράγραφος
paraíso α. παράδεισος parranda θ. γλέντι, ξεφάντωμα
paraje α. τόπος parricida α./θ. πατροκτόνος
paralelismo α. παραλληλισμός parricidio α. πατροκτονία
paralelo ε. παράλληλος parrilla θ. σχάρα
parálisis θ. παράλυση párroco α. εφημέριος
paralítico ε. παραλυτικός, παράλυτος parroquia θ. ενορία, πελατεία
paralización θ. παράλυση parsimonia θ. φειδωλότητα, φιλαργυρία
paralizar ρ. παραλύω parsimonioso ε.φειδωλός, φιλάργυρος
paralogismo α. παραλογισμός parte α. δελτίο, αναφορά
parámetro α. παράμετρος parte θ. μέρος, κομμάτι, μερίδιο
paramilitar ε. παραστρατιωτικός partera θ. μαία, μαμή
páramo α. αφιλόξενος τόπος parterre α. παρτέρι, βραγιά
parangón α. σύγκριση, παραλληλισμός partición θ. διαμελισμός, τεμαχισμός, διαίρεση
parangonar ρ. συγκρίνω participación θ. συμμετοχή
paranoia θ. παράνοια participante α. συμμετέχων
paranoico ε. παρανοϊκός participar ρ. συμμετέχω, μοιράζομαι, γνωρίζω
parapeto α. προμαχώνας participe α. συμμέτοχος
paraplejia θ. παραπληγία participio α. μετοχή
parapléjlco ε. παραπληγικός partícula θ. μόριο, σωματίδιο
parar ρ. σταματώ particular ε. ιδιαίτερος, ιδιάζων
-102-
Pp
particularidad θ. ιδιαιτερότητα patetismo α. περιπάθεια
particularizar ρ. ειδικεύω, συγκεκριμενοποιώ, αναφέρω patiabierto ε. που περπατάει με τα πόδια ανοιχτά
λεπτομερώς patíbulo α. αγχόνη
partida θ. παρτίδα, πιστοποιητικό, αναχώρηση, παιχνίδι patilla θ. φαβορίτα, βραχίονας των γυαλιών
partidario ε. οπαδός patín α. πατίνι
partidista α./θ. και ε. κομματικός patinaje α. πατινάζ
partido α. κόμμα, αγώνας, περιοχή, μέρος patinar ρ. κάνω πατινάζ
partir ρ. κόβω, σπάω, χωρίζω, αναχωρώ, ξεκινώ patinazo α. γλίστρημα, γκάφα
parto α. γέννα patio α. αυλή, πλατεία θεάτρου, φωταγωγός
parturienta θ. ετοιμόγεννη patitieso ε. παραλυμένος
parvedad θ. ελαχιστότητα pato α. πάπια
parvo ε. μικροσκοπικός, ελάχιστος patochada θ. γκάφα, αδεξιότητα
parvulario α. νηπιαγωγείο patógeno ε. παθογενής
párvulo α. νήπιο patología θ. παθολογία
pasa θ. σταφίδα patológico ε. παθολογικός
pasable ε. υποφερτός, ανεκτός, καλούτσικος patólogo α. παθολόγος
pasada θ. πέρασμα, πανουργία patoso ε. άγαρμπος, που περπατάει οαν πάπια
pasadizo α. πέρασμα patraña θ. πλαστογραφία
pasado α. παρελθόν patria θ. πατρίδα
pasador α. κοκαλάκι patriarca α. πατριάρχης
pasaje α. πέρασμα, διάβαση, επιβατικό κοινό, εισιτήριο, στοά, patrimonial ε. κληρονομικός
ενότητα patrimonio α. κληρονομιά
pasajero α. επιβάτης patriota α/θ. πατριώτης, πατριώτισσα
pasajero ε. περαστικός, φευγαλέος patriotismo α. πατριωτισμός
pasamanos α. κουπαστή patrocinador α./θ. προστατευτικός
pasaporte α. διαβατήριο patrocinar ρ. υποστηρίζω
pasar ρ. περνώ, διαβαίνω patrocinio α. υποστήριξη, αιγίδα
pasarela θ. πασαρέλα patrón α. πρστάτης, αφεντικό, οικοδεσπότης, υπόδειγμα
pasatiempo α. ψυχαγωγία, χόμπυ patronal ε. εργοδοτικός
pascua θ. το Πάσχα patronato α. προστασία, αιγίδα
pascual ε. πασχαλιάτικος patronímico α. πατρώνυμο
pase α. κάρτα ελευθέρας, άδεια patronímico ε. πατρωνυμικός
paseante α./θ. διαβάτης, περαστικός patrulla θ. περίπολος
pasear ρ. κάνω περίπατο patrullar ρ. περιπολώ
paseo α. περίπατος, βόλτα paulatino ε. βαθμιαίος
pasillo α. διάδρομος pauperismo α. ένδεια, φτώχεια
pasión θ. πάθος pauperización θ. πτώχευση
pasivo ε. παθητικός paupérrimo ε. πάμπτωχος
pasional ε. παράφορος, γεμάτος πάθος pausa θ. παύση, ανάπαυλα, διακοπή
pasividad θ. απάθεια, παθητικότητα pausado ε. αργός, βραδυκίνητος
pasmado ε. κατάπληκτος, έκπληκτος pauta θ. κανώνας, πρότυπο
pasmar ρ. καταπλήσσω pava θ. γαλοπούλα
pasmo α. κατάπληξη pavimentación θ. λιθόστρωση, κατασκευή πεζοδρομίου
pasmoso ε. καταπληκτικός, εκπληκτικός pavimentar ρ. λιθοστρώνω, ασφαλτοστρώνω, πλακοστρώνω
paso α. βήμα, βάδισμα, διάβαση, πέρασμα pavimento α. λιθόστρωτο, πλακόστρωτο
pasta θ. κρέμα, ζύμη, ζυμαρικό, βούτημα, πάστα, εξώφυλλο pavo α. γαλοπούλα
pastar ρ. βοσκώ pavón α. παγώνι
pastel α. πάστα, πίτα pavonearse ρ. καυχιέμαι, κομπάζω, καμαρώνω
pastelería θ. ζαχαροπλαστείο pavoneo α. κόρδωμα, καμάρωμα
pastelero α./θ. ζαχαροπλάστης pavor α. τρόμος
pastilla θ. δισκίο, χάπι pavoroso ε. τρομακτικός
pasto σ. βοσκή, παρανάλωμα payasada ε. γελοιότητα
pastor α. βοσκός payaso α. παλιάτσος
pasteurización θ. παστερίωση paz θ. ειρήνη
pasteurizado ε. παστεριωμένος pazguato ε. απλοϊκός, εύπιστος
pasteurizar ρ. παστεριώνω peaje α. διόδια
pastizal ε. βοσκότοπος peana θ. βάθρο, υποστάτης
pastoral ε. ποιμενικός, βουκολικός peatón α. πεζός
pata θ. πόδι ζώου ή επίπλου peca θ. φακίδα
patán α. αγροίκος, άξεστος pecado α. αμάρτημα, αμαρτία
patalear ρ. κλωτσώ pecador α. αμαρτωλός
patada θ. κλωτσιά pecaminoso ε. αμαρτήσας
patata θ. πατάτα pecar ρ. αμαρτάνω
patear ρ. ποδοπατώ pecera θ. γυάλα ψαριού
patente α. πατέντα, ευρεσιτεχνία pecoso ε. με φακίδες
patente ε. φανερός, πρόδηλος pectoral ε. θωρακικός, του στήθους
pateo α. χτύπημα μετά πόδια peculiar ρ. ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός
paternal ε. πατρικός peculiaridad θ. ιδιομορφία, ιδιορρυθμία
paternidad θ. πατρότητα pecunia θ. χρήματα, λεφτά
paterno ε. πατρικός pecuniario ε. χρηματικός
patético ε. συγκινητικός, μελοδραματικός pecho α. στήθος
-103-
Pp
pechuga θ. στήθος πουλερικού peluquero α. κομμωτής
pedagogía θ. πεδαγωγία pelusa θ. χνούδι
pedagogo α. παιδαγωγός pellejería θ. βυρσοδεψείο
pedal α. πεντάλ, ποδόπληκτρο pellejero α. βυρσοδέψης
pedalada θ. πενταλιά, πεταλιά pellejo α. τομάρι
pedalear ρ. ποδηλατώ pellizcar ρ. τσιμπώ
pedante ε. σχολαστικός pellizco α. τσίμπημα
pedantería θ. σχολαστικότητα pena θ. λύπη, θλίψη, ποινή, κόπος
pedantesco ε. σχολαστικός penado α./θ. βαρυποινίτης
pedazo α. κομμάτι penado ε. οδυνηρός, βασανιστικός
pederasta α./θ. παιδεραστής penal α. φυλακή
pedernal ε. πυρόλιθος penal ε. ποινικός
pedestal α. υπόβαθρο penalidad θ. δυσκολία, ταλαιπωρία, βάσανο
pedestre ε. πεζός penalista θ. ποινικολόγος
pediatra α/θ. παιδίατρος penalización θ. ποινικοποίηση
pediatría θ. παιδιατρική penalizar ρ, ποινικοποιώ
pedido α. παραγγελία penar ρ. υποφέρω, τιμωρώ
pedigüeño α./θ. και ε. ζητιάνος, ζήτουλας pendejo α. δειλός, φοβιτσιάρης άνθρωπος
pedir ρ. ζητώ pendenciero α. εριστικός
pedo α. πορδή, κλανιά pender ρ. κρέμωμαι, αιωρούμαι
pedorrero α./θ. και ε. κλανιάρης pendiente α. σκουλαρίκι
pedrada θ. λιθοβολισμός pendiente θ. κλίση, κατηφόρα.
pedregal α. πετρότοπος pendiente ε. εκκρεμής, μετέωρος, κρεμάμενος
pedregoso ε. πετρώδης pendón α. λάβαρο
pedrera θ. λατομείο péndulo α. εκκρεμές
pedrusco α. κοτρώνα pene θ. πέος
pedúnculo α. κοτσάνι, μίσχος penetración θ. διείσδυση
pega θ. εμπόδιο, δυσκολία penetrante ε. διεισδυτικός, διαπεραστικός
pegadizo ε. κολλητικός penetrabilidad θ. διαπερατότητα
pegajoso ε. κολλώδης, ενοχλητικός penetrable ε. διαπεράσιμος
pegamento α. κόλλα penetrar ρ. διεισδύω, διαπερνώ
pegar ρ. κολλώ, συγκολώ. δέρνω, χτυπώ, ταιριάζω penicilina θ. πενικιλίνη
pegatina θ. αυτοκόλλητο península θ. χερσόνησος
pegote α. λευκοπλάστης, άτεχνο μπάλωμα penitencia θ. τιμωρία, μετάνοια
peinado α. χτένισμα penitenciaría θ. σωφρονιστικό κατάοτημα
peinador α./θ. κομμωτής penitenciario α. ο εξομολόγος
peinar ρ. χτενίζω penitenciario ε. σωφρονιστικός
peine α. χτένα penitente ε. μεταμελημένος
peineta θ. διακοσμητικό χτενάκι penoso ε. θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος
pejiguera θ. μπελάς, φασαρία pensado ε. προμελετημένος
pela θ. ξεφλσύδισμα, πεσέτα pensador α. στοχαστής
pelado ε. γυμνός, φαλακρός pensamiento α. σκέψη, λογισμός, ιδέα, πρόθεση
pelaje α. τρίχωμα pensante ε. σκεπτόμενος
pelambre α. τομάρι, τούφα μαλλιών, σκαλπ pensar ρ. σκέφτομαι, συλλογίζομαι
pelar ρ. κουρεύω, ξεφλουδίζω, μαδώ pensativo ε. σκεφτικός, συλλογισμένος
peldaño α. σκαλοπάτι pensión θ. σύνταξη, πανσιόν
pelea θ. καβγάς, φιλονικία pensionado α./ θ. συνταξιούχος
pelear ρ. παλεύω, αγωνίζομαι pensionado ε. συνταξιοδοτούμενος
pelearse ρ. διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, φιλονικώ pensionista α/θ. συνταξιούχος, οικότροψος
pelele α. ανδρείκελο, ομοίωμα penúltimo ε. προτελευταίος
peleón α. κρασί κακής ποιότητας penumbra θ. ημίφως, μισοσκόταδο, σκιόφως
peleón ε. καυγατζής, σαματατζής penuria θ. έλλειψη, στενότητα
peletería θ. γουναράδικο, γουνεμπορική peña θ. βράχος, φιλικός κύκλος
peletero α. γουναράς peñasco α. βραχότοπος
película θ. ταινία, πέτσα, κρούστα peñón α. μεγάλος βράχος
peligrar ρ. κινδυνεύω peón α. πιόνι, εργάτης
peligro α. κίνδυνος peor ε./επ. χειρότερος, χειρότερα
peligrosidad θ. επικινδυνότητα pepino α. αγγούρι
peligroso ε. επικίνδυνος pepita θ. κουκούτσι, κόκκος
pelillo α. ασημαντότητα, ψιλοπράγμα péptico ε. πεπτικός
pelma α. ανιαρός, βαρετός άνθρωπος pequeñez θ. μικρότητα, ασημαντότητα
pelirrojo ε. κοκκινομάλλης pequeño ε. μικρός
pelo α. τρίχα, μαλλί pera θ. αχλάδι
pelón ε. φαλακρός peral α. αχλαδιά
pelota θ. μπάλα, τόπι percance α. κακοτυχία, επεισόδιο
pelotera θ. μεγάλος καυγάς percatarse ρ. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση
pelotillero α./θ. κόλακας percepción θ. αντίληψη, λήψη
pelotón α, πλήθος, ουλαμός perceptible ε. αντιληπτός
peluca θ. περούκα perceptivo ε. διορατικός
peludo ε. μαλλιαρός, τριχωτός perceptor α./θ. εισπράκτορας
peluquería θ. κομμωτήριο percibir ρ. αντιλαμβάνομαι, λαμβάνω
-104-
Pp
percusión θ. κρούση permanecer ρ. παραμένω
percusor α./θ. επικρουστήρας permanencia θ. παραμονή
percha θ. κρεμάστρα permanente ε. μόνιμος, διαρκής, περμανάντ
perdedor α. αυτός που χάνει permeabilidad θ. διαπερατότητα
perder ρ. χάνω permeable ε. διαπερατός
perdición θ. καταστροφή permisible ε. επιτρεπτός
pérdida θ. απώλεια, χάσιμο, ζημιά permisivo ε. ανεκτικός
perdido ε. χαμένος permiso α. άδεια
perdigar ρ. τσιγαρίζω, καβουρδίζω permitir ρ. επιτρέπω
perdigón α. σκάγι permuta θ. αντιμετάθεση
perdiz θ. πέρδικας permutable ε. αντιμεταθέσιμος
perdón α. συγγνώμη, συγχώρεση pernicioso ε. βλαβερός, καταστρεπτικός
perdonable ε. συγχωρήσιμος perno α. μάνταλο, σύρτης πόρτας
perdonar ρ. συγχωρώ pernoctar ρ. διανυκτερεύω
perdurabilidad θ. μεγάλη διάρκεια pero συν. αλλά, όμως
perdurable ε. μεγάλης διάρκειας perogrullada θ. κοινοτοπία, αυταπόδεικτη αλήθεια
perdurar ρ. διατηρούμαι, διαιωνίζομαι peroración θ. αγόρευση
perecedero ε. αλλοιώσιμος, φθαρτός perorar ρ. αγορεύω, ρητορεύω
perecer ρ. εκλείπω, χάνομαι perpendicular ε. κάθετος
peregrinación θ. προσκύνημα perpetración θ. διάπραξη εγκλήματος ή γκάφας, αδίκημα
peregrino α. προσκυνητής perpetrar ρ. διαπράττω, εκτελλώ
perejil α. μαϊντανός perpetuación θ. διαιώνιση
perendengue α. μπιχλιμπίδι perpetuar ρ. διαιωνίζω
perenne ε. αειθαλής, αιώνιος perpetuidad θ. αιωνιότητα
perentorio ε. επείγων, επιτακτικός perpetuo ε. ισόβιος, αιώνιος
pereza θ. τεμπελιά, οκνηρία perplejidad θ. αμηχανία, αβεβαιότητα, μπέρδεμα, παραζάλη
perezoso ε. τεμπέλης, οκνηρός perplejo ε. αμήχανος, κατάπληκτος
perfección θ. τελειότητα, εντέλεια perra θ. σκύλα, λεφτά, χρήματα
perfeccionamiento α. τελειοποίηση perrera θ. σπιτάκι σκύλου
perfeccionar ρ. τελειοποιώ perrería θ. κακία, αγέλη σκύλων
perfectamente επ. τέλεια perrero α. μπόγιας
perfectible ε. τελειοποιήσιμος perrillo α. σκανδάλη, κουτάβι
perfecto ε. τέλειος perrito α. κουτάβι, σκυλάκι
perfidia θ. απιστία perruno ε. σκυλήσιος
pérfido ε. ύπουλος, δόλιος perro α. σκύλος
perfil α. προφίλ, κατατομή, χαρακτηριστικό persecución θ. καταδίωξη, κατατρεγμός
perfilar ρ. σκιαγραφώ, διαγράφω persecutorio ε. διωκτικός
perforación θ. διάτρηση, τρύπημα, τρύπα perseguidor α.θ. διώκτης
perforador α./ θ. διατρητική μηχανή, διακορευτής, τρυπάνι perseguir ρ. καταδιώκω, κατατρέχω
perforador ε. διατρητικός perseverante ε. έμμονος, επίμονος
perforar ρ. διατρυπώ perseverancia θ. εμμονή
perfumar ρ. αρωματίζω perseverar ρ. εμμένω, επιμένω
perfume α. άρωμα persiana θ. ρολό
perfumería θ. αρωματοποιία, αρωματοπωλείο persignarse ρ. κάνω το σταυρό μου
pericia θ. επιδεξιότητα, επιτηδειότητα persistencia θ. επιμονή, εμμονή
perico α. παπαγαλάκι persistente ε. επίμονος, έμμονος
periferia θ. περιφέρεια persistir ρ. επιμένω, εμμένω
perífrasis θ. περίφραση persona θ. πρόσωπο, άτομο
perifrástico ε. περιφραστικός personaje α. προσωπικότητα
perilla θ. μούσι, υπογένειο personal α. προσωπικό
perímetro α. περίμετρος personal ε. προσωπικός
periodicidad θ. περιοδικότητα personalidad θ. προσωπικότητα
periódico α. εφημερίδα personalizar ρ. κάνω κάτι προσωπικό μου αντικείμενο
periódico ε. περιοδικός personarse ρ. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
periodismo α. δημοσιογραφία personificación θ. προσωποποίηση
periodista α/θ. δημοοιογράφος personificar ρ. προσωποποιώ
periodo α. περίοδος, εποχή perspectiva θ. προοπτική
peripecia θ. περιπέτεια perspicacia θ. οξυδέρκεια
periplo α. περίπλους perspicaz ε. οξυδερκής
peripuesto ε. κομψοντυμένος perspicuidad θ. σαφήνεια, διαύγεια
periquito α. παπαγαλάκι perspicuo ε. σαφής, διαυγής
perista α./θ. κλεπταποδόχος persuadir ρ. καταπείθω
periscopio α. περισκόπιο persuasión θ. πειστικότητα
perito α. εμπειρογνώμωνας, μηχανικός persuasivo ε. πειστικός
perjudicar ρ. βλάφτω, ζημιώνω, αδικώ pertenecer ρ. ανήκω
perjudicial ε. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος pertenencia θ. ιδιοκτησία
perjuicio α. βλάβη, ζημιά, κάκωση perteneciente ε. που ανήκει
perjurar ρ. επιορκώ, ψευδορκώ pértiga θ. στύλος, κοντάρι
perjurio α. επιορκία, ψευδορκία pertinaz ε. επίμονος
perjuro α./θ. και ε. επίορκος pertinencia θ. συνάφεια, σχέση
perla θ. μαργαριτάρι pertinente ε. κατάλληλος, ενδεδειγμένος
-105-
Pp
pertrechar ρ. προμηθεύω, εφοδιάζω picadura θ. τσίμπημα
pertrechos α.πλ. προμήθειες, εφόδια picacho α. βουνοκορφή
perturbado ε, διαταραγμένος picadillo α. ψιλοκομμένο κρέας
perturbación θ. διαταραχή, διατάραξη picajoso ε. εύθικτος
perturbador α. ταραχοποιός, ταραξίας picante ε. πικάντικος, πιπεράτος
perturbar ρ. διαταράσσω picapedrero α. λατόμος
perversidad θ. διαστροφή, αχρειότητα picapleitos α. δικολάβος
perversión θ. διαστροφή, διαφθορά picaporte α. πετούγια
perverso ε. διεστραμμένος, μοχθηρός picar ρ. τσιμπώ, κεντώ, τσούζω, αλέθω
pervertido ε. διεστραμμένος picardía θ. κατεργαριά, πονηριά
pervertir ρ. διαστρέφω, διαφθείρω picaresco ε. τυχοδιωκτικός, κατεργάρικος, πανούργος
pervivir ρ. επιζώ picaro ε. κατεργάρης, πονηρός
pesa θ. ζύγι picazón θ. φαγούρα, τύψη
pesadez θ. βάρος, βαρύτητα pico α. ράμφος, κορυφή, αιχμή, σκαπάνι
pesadilla θ. εφιάλτης picor ρ. φαγούρα
pesado ε. βαρύς, βαρετός, κουραστικός picotazo α. τσίμπημα
pesadumbre θ. λύπη picotear ρ. τσιμπώ
pesaje α. ζύγισμα picudo ε. μυτερός
pésame α. συλλυπητήρια pichón α. πιτσούνι
pesar α. θλίψη, λύπη, μεταμέλεια picha θ. πέος, πούτσος, ψωλή
pesar ρ. ζυγίζω, έχω βάρος, βαραίνω pie α. πόδι, βάση
pesca θ. ψάρεμα, αλιεία piedad θ. ευλάβεια, ευσέβεια, ευσπλαχνεία, οίκτος
pescadería θ. ιχθυοπωλείο piedra θ. πέτρα, λίθος
pescadero α./θ. ιχθυοπώλης piel θ. δέρμα, φλούδα
pescado α. ψάρι piélago α. πέλαγος
pescador α. ψαράς pienso α. ζωοτροφή
pescar ρ. ψαρεύω, αρπάζω,τσακώνω pierna θ. πόδι
pescozón α. σβερκιά, καρπαζιά pieza θ. τεμάχιο, κομμάτι, εξάρτημα
pesquería θ. αλιευτική περιοχή pifia θ. γκάφα, απροσεξία
pescuezo α. λαιμός pigmentación θ. χρωμάτωση
pesebre α. φάτνη pigmento α. χρωστική
peseta θ. το νόμισμα πεσέτα pignorar ρ. ενεχυριάζω
pesetero ε. τσιγκούνης pija θ. πέος, πούτσος, ψωλή
pesimismo α. απαισιοδοξία pifada θ. ανοησία, βλακεία, σαχλαμάρα
pesimista ε. απαισιόδοξος pijama α. πιτζάμα
pésimo ε. κάκιστος, χείριστος pijo α,/θ. αστός, μπουρζουάς
peso α. βάρος, ζυγαριά pijotería θ. ασημαντότητα
pesquisa θ. έρευνα pila θ. σωρός. μπαταρία
pestaña θ. βλεφαρίδα pilar α. στύλος
pestañear ρ. βλεφαρίζω pilastra θ. παραστάδα
pestañeo α. βλεφάρισμα pildora θ. χάπι
peste θ. πανούκλα, λοιμός, βρώμα, κακοσμία pilotar ρ. πιλοτάρω, πλοηγώ
pesticida α. ζιζανιοκτόνο piloto α. πιλότος
pestilencia θ. λοιμός, πανούκλα pillaje α. λεηλασία
pestilente ε. λοιμώδης, θανατηφόρος pillar ρ. λεηλατώ, αρπάζω, πιάνω, τσακώνω
pestillo α. μάνταλο pillo ε. κατεργάρης, αλήτης
pétalo α. πέταλο piltrafa θ. υπόλλειμα, κατακάθι, ρεμάλι
petardo α. βεγγαλικό pillastre α. κουτοπόνηρος, μπαγαπόντης
petición θ. αίτηση pimentón α. κοκκινοπίπερο
peticionario α./θ. και ε. αιτών pimienta θ. πιπέρι
petirrojo α. το πουλί κοκκινολαίμης pimiento α. πιπεριά
peto α. μπούστο pimpante ε. αυτάρεσκος
pétreo ε. πετρώδης pinacoteca θ. πινακοθήκη
petrificación θ. απολίθωση pináculo α. αποκορύφωμα, κολοφώνας
petrificado ε. απολιθωμένος, πετρωμένος pinada θ. πευκώνας
petrificar ρ. απολιθώνω pinar α. πευκόδασος
petróleo α. πετρέλαιο pincel α. πινέλο
petrolero α. πετρελαιοφόρο pincelada θ. πινελιά
petrolífero ε. πετρελαιοφόρος pinchar ρ. τρυπώ, καρφώνω, τσιμπώ
petulancia θ. κενοδοξία pinchazo α. τσίμπιμα
petulante ε. καινόδοξος pinchito α. σουβλάκι
peyorativo ε. υποτιμιτικός pincho α. αγκάθι
pez α. ψάρι, πίσσα pineda θ. πευκώνας
pezón α. θηλή pingo α. ράκος, κουρέλι, παλιόρουχο
pezuña θ. νύχι, οπλή pingüe α. επικερδής, άφθονος
piada θ. τιτίβισμα pingüino α. πιγκουίνος
piadoso ε. ευσεβής, ευλαβής, ευσπλαχνικός pino α. πεύκο
pianista α/θ. πιανίστας pinocha θ. πευκοβελόνα
piano α. πιάνο pintada θ. σύνθημα σε πλακάτ ή πανό
piar ρ. τιτιβίζω pintado ε. βαμμένος, πολύχρωμος
pica θ. το πουλί καρακάξα, βούκεντρο pintar ρ. ζωγραφίζω, βάφω, περιγράφω
-106-
Pp
pintarrajear ρ. πασαλείβω planeador α. ανεμοπλάνο
pintiparado ε. πανομοιότυπος, καίριος plenear ρ. σχεδιάζω, προγραμματίζω
pintor α. ζωγράφος planeta α. πλανήτης
pintoresco ε. γραφικός planetario α. πλανητάριο
pintura θ. ζωγραφική, ζωγραφιά planetario ε. πλανητικός
pinza θ. τσιμπίδα, λαβίδα planicie θ. πεδιάδα
pina θ. ανανάς, κουκουνάρι planificación θ. προγραμματισμός
piñón α. γρανάζι, κουκουνάρι planificar ρ. προγραμματίζω
piojo α. ψείρα planimetría θ. εμβαδομέτρηση
pionero ε. πρωτοπόρος plano α. χάρτης, σχεδιάγραμμα, επίπεδο, σκηνή
pipa θ. τσιμπούκι, πίπα, ηλιόσπορος, βαρέλι plano ε. επίπεδος, ομαλός, ίσιος
pipí ) α. κατούρημα, " πιπί " planta θ. φυτό, όροφος, πατούσα, εμφάνιση
pipiólo α. αρχάριος, άπειρος plantación θ. φυτεία
pique α. πίκα, θυμός, φθόνος plantar ρ. φυτεύω, στήνω
piquera θ. στόμιο, οπή, σχισμή plantear ρ. θέτω, τοποθετώ
pirado ε. πειραγμένος, τρελός plantel α. φυτώριο planteo α. εμφύτευση
piragua θ. κανό, πιρόγα plantilla θ. υπαλληλικό προσωπικό
pirámide θ. πυραμίδα plantío α. φυτεμένη έκταση
piraña θ. πιράνχα plañidera θ. μοιρολογίστρα
pirata α. πειρατής, κουρσάρος plañido α. μοιρολόι, γοερό παράπονο
piripi α. ζαλισμένος από το ποτό plañir ρ. μοιρολογώ, θρηνώ
pirómano α./θ. και ε. πυρομανής plasma α. το πλάσμα του αίματος
piropear ρ. φλερτάρω, ερωτοτροπώ plasmar ρ. απεικονίζω
piropo α. κομπλιμέντο plasta θ. τσαπατσουλιά, μαλακή μάζα
pirrarse ρ. λαχταρώ plasticidad θ. πλαστικότητα, εκφραστικότητα
pirueta θ. πιρουέτα, στροβίλισμα plastlcina θ. πλαστελίνη
piruetear ρ. κάνω πιρουέτες, στροβιλίζομαι plástico α. πλαστικό
pirulí α. γλυφιτζούρι plastificación θ. πλαστικοποίηση
pisada θ. πατημασιά plastificado ε. πλαστικοποιημένος
pisapapeles α. πρες - παπιέ plastificar ρ. πλαστικοποιώ
pisar ρ. πατώ plata θ. άργυρος, ασήμι
piscicultura θ. ιχθυοκαλλιέργεια plataforma θ. αποβάθρα, εξέδρα, πλατφόρμα
piscina θ. πισίνα platanal α. μπανανοφυτεία
piscolabis α. κολατσιό platanero α. μπανανιά
piso α. όροφος, διαμέρισμα, λιθόστρωτο plátano α. μπανάνα
pisotear ρ. ποδοπατώ platea θ. πλατεία θεάτρου
pisoteo α. ποδοπά-τημα plateado ε. επάργυρος
pista θ. ίχνος, στίβος, πίστα, διάδρομος platería θ. αργυροχοείο
pistacho α. φιστίκι platero α./θ. αργυροχόος
pistilo α. ύπερος plática θ. συνομιλία, κύρηγμα
pistola θ. πιστόλι platicar ρ. συνομιλώ
pistón α. έμβολο, πιστόνι platillo α. δίσκος
pistoletazo α. τραύμα από πιστολιά platino α. λευκόχρυσος
pitada θ. σφύριγμα, σύριγμα plato α. πιάτο
pitar ρ. σφυρίζω, κορνάρω platónico ε. πλατωνικός
pitillera θ. ταμπακιέρα plausibilldad θ. το πιστευτό, το παραδεκτό ως αληθινό
pitillo α. τσιγάρο plausible ε. παραδεκτός, πιστευτός
pito α. σφυρίχτρα playa θ. παραλία, αμουδιά, ακρογυαλιά
pitonisa θ. Πυθία plaza θ. πλατεία, θέση, αρένα
pitorreo α. περίγελως plazo α. προθεσμία, χρονικό διάστημα, δόση
pituitario ε. βλεννογόνος plazoleta θ. πλατειούλα
pituso α./θ. μωράκι pleamar θ. πλημμυρίδα
pizarra θ. πίνακας plebe α. πλέμπα, λαουτζίκος
pizca θ. πρέζα plebeyo α./θ. και ε. πληβείος
placa θ. πλάκα, πινακίδα plebiscito α. δημοψήφισμα
pláceme α. συγχαρητήρια plectro α. πέννα για έγχορδα
placenta θ. πλακούντας plegable ε. πτυσσόμμενος
placentero ε. ευάρεστος plegadera θ. χαρτοκόπτης
placer α. ευχαρίστηση, ηδονή, απόλαυση plegado α. πτυχή, δίπλωοη
plácet α. ψήφος αποδοχής plegar ρ. διπλώνω, πτυχώνω
placidez θ. αταραξία plegaria θ. ικεσία, παράκληση
plácido ε. γαλήνιος, ήρεμος pleitear ρ. υποβάλλω ένσταση, συνηγορώ
plaga θ. μάστιγα, πληγή pleitesía θ. σεβασμός
plaguicida α./θ. και ε. ζιζανιοκτόνος pleitista ε. εριστικός
plan α. σχέδιο, δίαιτα pleito α. δίκη
plana θ. μυστρί, φύλλο χαρτιού, στοιχειοθετημένη σελίδα plenario ε. πλήρης, όλος, ολόκληρος
plancha θ. σίδερο, φύλλο μετάλλου plenilunio α. πανσέληνος
planchado ε. σιδερωμένος, άφραγκος, ταπί plenipotencia θ. πληρεξούσιο
planchar ρ. σιδερώνω plenipotenciario α./θ. πληρεξούσιος
planchazo α. σφάλμα, λάθος, πλάνη plenitud θ. ακμή, άνθος
pleno α. ολομέλεια
-107-
Pp
pleno ε. πλήρης, απόλυτος policía α. αστυνόμος
pleonasmo α. πλεονασμός policía θ. αστυνομία
plétora θ. πληθώρα, υπεραφθονία policiaco ε. αστυνομικός
pletórlco πληθωρικός policlínica θ. πολυκλινική
pleuresía θ. πλευρίτιδα policromía θ. πολυχρωμία
plexo α. πλέγμα polícromo ε. πολύχρωμος
plica θ. σφραγισμένος φάκελλος ρolideportivo α. και ε. αθλητικό κέντρο
pliego α. κόλλα χαρτί poliedro α. πολύεδρο
pliegue α. πτυχή polifacético ε. πολύπλευρος
plisar ρ. πτυχώνω poligamia θ. πολυγαμία
plomada θ. βαρίδι, νήμα της στάθμης polígamo α. πολυγαμικός
plomero α. υδραυλικός políglota α./θ. πολύγλωσσος
plomizo ε. μολυβής, γκρίζος poligonal ε. πολυγωνικός
plomo α. μόλυβδος polígono α. πολύγωνο
pluma θ. πένα, φτερό polilla θ. σκώρος
plumaje α. φτέρωμα, λοφίο polimerización θ. πολυμερισμός
plumazo α. κοντυλιά, γραμμή πέννας polimorfo ε. πολύμορφος
plúmbeo α. μολυβένιος polinización θ. επικονίαση
plumero α. ξεσκονιστήρι pólipo α. πολύποδας
plumífero α./θ. και ε. γραφιάς polio θ. πολυομυελίτιδα
plural α. πληθυντικός polisílabo ε. πολυσύλλαβος
pluralidad θ. πλειονότητα, πολυφωνία política θ. πολιτική
pluralismo α. πλουραλισμός político ε. πολιτικός
pluralizar ρ. μετατρέπω στον πληθυντικό αριθμό politécnico α. πολυτεχνείο
pluricelular ε. πολυκυταρικός politiquero α./θ. πολιτικάντης
pluriempleo α. πολυθεσία póliza θ. χαρτόσημο
plurilingüe ε. πολύγλωσσος polizón α. λαθρεπιβάτης
plus α. επίδομα, μπόνους polo α. πόλος, πόλο, παγωτό
pluscuamperfecto α. υπερσυντέλικος poltrón ε. οκνηρός, τεμπέλης
plusvalía θ. υπεραξία poltrona θ. αναπαυτικό κάθισμα, πολυθρόνα
plutocracia θ. πλουτοκρατία polución θ. ρύπανση, μόλυνση
plutócrata α./ θ. πλουτοκράτης polvareda θ. σύννεφο σκόνης
pluvial ε. βρόχινος, όμβριος polvo α. σκόνη
pluviómetro α. μετρητής βροχοπτώσεων polvera θ. πουδριέρα
pluviosidad θ. βροχόπτωση pólvora θ. μπαρούτι
pluvioso ε. βροχερός polvorear θ. σκονίζω, πουδράρω
Ρ.Ν.Β. Producto Nacional Bruto Α.Ε.Π. Ακαθάριστο Εθνικό polvoriento ε. σκονισμένος
Προϊόν polvorín α. πυριτιδαποθήκη
población θ. πληθυσμός, πόλη, οικισμός polla θ. πουλάδα, πούτσα, πούτσος, ψωλή
poblado α. καταυλισμός pollada θ. κλωσοπουλάκια
poblar ρ. εποικίζω, κατοικώ pollería θ. ορνιθοτροφείο
pobre ε. φτωχός, φτωχικός, καημένος, δυστυχής pollero α./θ. ορνιθοτρόφος
pobreza θ. φτώχεια pollo α. κοτόπουλο
pocilga θ. χοιροστάσιο poma θ. μήλο
pocilio α. κύπελλο, κούπα pomada θ. αλοιφή, πομάδα
pócima θ. αφέψημα pomar α. περιβόλι με μηλιές
poción θ. πόσιμο φάρμακο, μαγικό φίλτρο pomelo α. γκρέιπ φρούτ
poco ε. λίγο pómez θ. ελαφρόπετρα
pocho ε. ξεθωριασμένος, χλωμός, αρρωστιάρικος pomo α. πόμολο, λαβή, μπουκαλάκι αρώματος
poda θ. κλάδεμα, εποχή κλαδέματος pompa θ. φούσκα, μπουρμπουλήθρα, πομπή, στόμφος
podadera θ. κλαδευτήρι pomposidad θ. στόμφος
podar ρ. κλαδεύω pomposo ε. πομπώδης, μεγαλειώδης
podenco α./θ. κυνηγόσκυλο pómulo α. μήλο του προσώπου
poder α. εξουσία, δύναμη, πληρεξούσιο poncho α. πόντσο
poder ρ. μπορώ ponderación θ. ατάθμισμα
poderío α. πλούτος, δύναμη ponderado ε. σταθμισμένος
poderoso ε. ισχυρός ponderar ρ. σταθμίζω, ζυγιάζω
podredumbre θ. πύον, αποσύνθεση, διαφθορά, σαπίλα ponencia θ. κοινοποίηση
podrido ε. σάπιος ponente α./θ. κοινοποιητής
poema α. ποίημα poner ρ. βάζω, θέτω, τοποθετώ
poesía θ. ποίηση ponerse ρ. τοποθετούμαι, φορώ, γίνομαι, αρχίζω να, δύω
poeta α. ποιητής poniente ε. δυτικός άνεμος, πουνέντες
poética θ. ποιητική pontazgo α. διόδια σε γέφυρα
poético ε. ποιητικός pontifical ε. του ποντίφικα, αρχιερατικός
poetisa θ. ποιήτρια pontificar ρ. χοροστατώ
polar ε. πολικός pontífice α. ποντίφηκας, πάπας
polarización θ. πόλωση ponto α. θάλασσα, πόντος
polarizar ρ. πολώνω pontón α. πλωτή γέφυρα, σχεδία
polea θ. τροχαλία ponzoña θ. δηλητήριο, φαρμάκι
polémica θ. πολεμική ponzoñoso ε. δηλητητηριώδης
polen α. γύρη popa θ. πρύμνη
-108-
Pp
pope α. παπάς posguerra θ. μεταπολεμική περίοδος
populachero ε. λαϊκίστικος posibilidad θ. δυνατότητα, πιθανότητα
populacho α. λαουτζίκος posibilitar ρ. καθιστώ δυνατό
popular ε. λαϊκός, δημοφιλής posible ε. δυνατός, πιθανός
popularidad θ. δημοτικότητα posición θ. θέση, στάση, κατάσταση, τοποθεσία
popularismo α. εκλαΐκευση positivo ε. θετικός
popularizar ρ. εκλαϊκεύω pósito α. συνεταιρισμός
populoso ε. πολυπληθείς, πυκνοκατοικημένος poso α. ίζημα
poquedad θ. ττενιχρότητα, ανεπάρκεια posponer ρ. αναβάλλω
por πρ. για, δια, από, επί, εξαιτίας postal θ. κάρτα
porcelana θ. πορσελάνη postal ε. ταχυδρομικός
porcentaje α. ποσοστό poste α. στύλος, κολόνα
porcentual ε. εκατοστιαίος, επί τοις εκατό póster α. πόστερ, αφίσα
porcino α. γουρουνάκι postergar ρ. αναβάλλω, υποβαθμίζω
porcino ε. χοιρινό, γουρουνίσιος posteridad θ. μεταγενέστερο
porción θ. μερίδιο, δόση posterior ε. οπίσθιος, ύστερος, κατοπινός, μεταγενέστερος
porcuno ε. χοιρινός, γουρουνίσιος posterioridad θ. το μεταγενέστερο
porche α. μπροστινή βεράντα posteriormente επ. ύστερα, έπειτα, κατοπινά, μεταγενέστερα
pordiosear ρ. ζητιανεύω, επαιτώ postigo α. παντζούρι
pordiosero α. ζητιάνος, επαίτης postín α. πολυτέλεια, λούσo
porfía θ. εμμονή, έντονη διαφωνία postinero ε. λουσάτος, πολυτελής
porfiar ρ. επιμένω postizo ε. πρόσθετος, πλαστός
pormenor α. μικρολεπτομέρεια postmeridiano ε. μεταμεσημβρινός, απογευματιάτικος
pormenorizar ρ. αναφέρω κάτι με όλες τις λεπτομέρειες postor α. ο προσφέρων σε δημοπρασία
pornografía θ. πορνογραφία postración θ. κατάρρευση
pornográfico ε. πορνογραφικός postrado ε. συντετριμμένος, πρηνής
poro α. πόρος postrar ρ. συντρίβω, ρίχνω μπρούμυτα
porosidad θ. πορώδης υφή postrarse ρ. γονυπετώ, γονατίζω
poroso ε. πορώδης postre α. επιδόρπιο
porque συν. επειδή, διότι, γιατί postrero ε. τελευταίος, έσχατος
porqué α. αιτία, λόγος, το γιατί postrimería θ. τελευταίο στάδιο
porquería θ. αηδία, βρωμιά postulado α. αξίωμα, προϋπόθεση
porqueriza θ. χοιροστάσιο, αχούρι postulante α./ θ. ο αιτών, ο υποψήφιος μοναχός
porquerizo α. χοιροβοσκός postular ρ. αξιώ, θέτω ως προϋπόθεση
porra θ. ρόπαλο postumo ε. που γίνεται μετά το θάνατο
porrazo α. χτύπημα postura θ. στάση
porro α. πράσο, τσιγαριλίκι, μπάφος potabilidad θ. ποσιμότητα
porrón α. κανάτα για κρασί potable ε. πόσιμο
portaaviones α. αεροπλανοφόρο potencia θ. δύναμη
portada θ. προμετωπίδα, πρόσοψη potencial α. δυναμικό
portador α. φορέας, κομιστής potencial ε. ενδεχόμενος, πιθανός, δυνητικός
portaestandarte α. σημαιοφόρος potencialidad θ. δυνητικότητα, προοπτική
portafolios α. χαρτοφυλάκιο potentado α./θ. μεγιστάνας
portal α. είσοδος potente ε. ισχυρός, δυνατός
portañuela θ. μπροστινό άνοιγμα παντελονιού potestad θ. κυριαρχία, δικαιοδοσία
portaplumas α. κονδυλοφόρος potestativo ε. προαιρετικός
portar ρ. φέρω, φέρνω potingue α. φαρμακευτικό ή καλλυντικό παρασκεύασμα
portarretrato α. κορνίζα, κάδρο potranca θ. φοραδίτοα
portarse ρ. φέρομαι, συμπεριφέρομαι potro α. πουλάρι
portátil ε. φορητός poyo α. πέτρινο παγκάκι ή πεζούλι
portavoz α. εκπρόσωπος, φερέφωνο poza θ. νερόλακκος, ποτάμια λίμνη
portazo α. βίαιο κλείσιμο της πόρτας pozal α. κουβάς για το πηγάδι
porte α. μεταφορά, κόμιστρο, παρουσιαστικό, χωρητικότητα pozo α. πηγάδι
portear ρ. μεταφέρω επί πληρωμή práctica θ. πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση πείρα
portento α. θαύμα, μεγαλοφυία practicable ε. εφαρμόσιμος
portentoso ε. θαυμάσιος, εξαίσιος practicante α. πρακτικός γιατρός
portería θ. θυρωρείο, τέρμα practicante ε. θρησκευόμενος
portero α. θυρωρός, τερματοφύλακας practicar ρ. ασκώ, εξασκώ
pórtico α. προστώο práctico ε. πρακτικός
portuario ε. λιμενικός pradera θ. λιβαδότοπος
porvenir α. μέλλον prado α. λιβάδι
posada θ. πανδοχείο, χάνι pragmático ε. πρακτικός
posaderas θ/πλ. γλουτοί preámbulo α. προοίμιο, πρόλογος, περιστροφή
posar ρ. ποζάρω, ακουμπώ απαλά preboste α. προεστός χωριού
pose α. στάση, πόζα precalentar ρ. προθερμαίνω
poseedor α. κάτοχος precario ε. επισφαλής
poseer ρ. κατέχω precaución θ. προφύλαξη, προσοχή, επαγρύπνηση
poseído ε. κατεχόμενος, δαιμονισμένος precaver ρ. αποφεύγω ή προλαμβάνω κίνδυνο
posesión θ. κατοχή, κτήση precavido ε. προβλεπτικός, προνοητικός
posesionarse ρ. οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι precedencia θ. προβάδισμα
posesivo ε. κτητικός precedente α/ε. προηγούμενο, προηγούμενος
-109-
Pp
preceder ρ. προηγούμαι prefijar ρ. προκαθορίζω
preceptivo ε. υποχρεωτικός prefijo α. πρόθεμα
precepto α. κανόνας, αρχή pregón α. διακήρυξη δια φωνής
preceptor α./θ. οικοδιδάσκαλος pregonar ρ. διαλαλώ, κηρύσσω
preces θ.πλ. προσευχές, θρησκευτικές ικεσίες ή παρακλήσεις pregonero α. τελάλης
preciado ε. πολύτιμο preguerra θ. προπολεμική εποχή
preciarse ρ. παινεύομαι, καυχιέμαι pregunta θ. ερώτηση
precintar ρ. σφραγίζω, ασφαλίζω preguntar ρ. ερωτώ
precinto α. ταινία ασφαλείας preguntarse ρ. αναρωτιέμαι
precio α. τιμή, αξία preguntón α./θ. περίεργος
preciosidad θ. πολύ όμορφο πράγμα, θαύμα prehistoria θ. προϊστορία
precioso ε. υπέροχος, θαυμάσιος, πολύτιμος prehistórico ε. προϊστορικός
precipicio α. γκρεμός, βάραθρο prejuicio α. προκατάληψη
precipitación θ. καθίζηση, βιασύνη, βροχόπτωση prejuzgar ρ. προδικάζω
precipitado ε. βιαστικός preliminar ε. προεισαγωγικός, προκαταρτικός
precipitar ρ. ρίχνω, επισπεύδω, γκρεμίζω preludio α. προανάκρουσμα, προμήνυμα, πρελούντιο
precipitarse ρ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σπεύδω premarital ε. προγαμιαίος
precisamente επ. ακριβώς, συγκεκριμένα, συμπτωματικά prematrimonial ε. προγαμιαίος
precisar ρ. καθορίζω, συγκεκριμενοποιώ prematuro ε. πρόωρος, πρώιμος
precisión θ. ακρίβεια premeditación θ. προμελέτη
preciso ε. ακριβής, αναγκαίος premeditado ε. προσχεδιασμένος, προμελετημένος
preclaro ε. επιφανής, διαπρεπής premeditar ρ. προμελετώ
precocidad θ. πρωιμότητα, πρόωρη ανάπτυξη premiado ε. βραβευμένος
preconcebido ε. προμελετημένος, προκατειλημμένος, premiar ρ. βραβεύω, ανταμείβω
προσχεδιασμένος premio α. βραβείο
preconcebir ρ. προκαταλαμβάνομαι, σχηματίζω γνώμη εκ των premioso ε. εφαρμοστό (για ρούχα), αυστηρό (για διαταγές)
προτέρων premisa θ. προϋπόθεοη, συλλογιστική βάση
preconcepción θ. προκατάληψη premolar ε. προγομφίος
preconizar ρ. συνιστώ ένθερμα, προτείνω ολόψυχα premonición θ. προαίσθημα
precoz ε. πρώιμος, με πρόωρη πνευματική ανάπτυξη premonitorio ε. προειδοποιητικός
precursor α. πρόδρομος, προάγγελος premura θ. βιασύνη, φούρια, πρεμούρα
predecir ρ. προλέγω, προαγγέλω, προφητεύω prenatal ε. προγενετικός
predecesor α. προκάτοχος prenda θ. τεκμήριο, ρούχο
predestinación θ. προορισμός, μοίρα, προκαθορισμός, prendar ρ. γοητεύω, σαγηνεύω
πεπρωμένο prendedor α. πόρπη, αγκράφα
predestinado ε. προορισμένος, προδιαγραμμένος prender ρ. πιάνω, αρπάζω, συλλαμβάνω
predestinar ρ. προκαθορίζω, προορίζω prendido ε. κολλημένος ή πιασμένος κάπου
predeterminación θ. προκαθορισμός, προδιάθεση prensa θ. πιεστήριο, τύπος
predeterminar ρ. προκαθορίζω prensar ρ. συμπιέζω
prédica θ. κήρυγμα, ομιλία prensil ε. ικανός να συλλάβει
predicación θ. κήρυγμα preñado ε. που εγκυμονεί
predicado ε. κατηγορούμενο, κατηγόρημα preñar ρ. εγκυμονώ, γκαστρώνω
predicador α. ιεροκήρυκας preñez θ. εγκυμοσύνη
predicamento α. γόητρο, κύρος preocupación θ. ανησυχία, στενοχώρια
predicar ρ. κηρύσσω preocupado ε. ανήσυχος, στενοχωρημένος
predicción θ. πρόβλεψη, πρόγνωση preocupar ρ. ανησυχώ, στενοχωρώ
predilección θ. προτίμηση, κλίση preparación θ. ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή,
predilecto ε. ευνοούμενος, αγαπημένος παρασκευή, παρασκεύασμα
predio α. κτηματική περιουσία preparado α. φαρμακευτικό παρασκεύασμα
predisponer ρ. προδιαθέτω preparar ρ. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω
predisposición θ. προδιάθεση preparativo ε. προπαρασκευαστικός, προκαταρκτικός
predispuesto ε. προδιατεθειμένος, που έχει προδιάθεση preparativos α/πλ. προετοιμασίες
predominante ε. επικρατών, υπερέχων preparatorio ε. προπαρασκευαστικός
predominar ρ. επικρατώ, υπερισχύω preponderancia θ. υπεροχή
predominio α. επικράτηση, υπερίσχυση preponderar ρ. υπερέχω, υπερτερώ
preeminencia θ. υπεροχή, πρωτεία preponderante ε. υπερισχύων
preeminente ε. εξέχων preposición θ. πρόθεση
preescolar ε. προσχολικός preposicional ε. εμπρόθετος
preestablecido ε. προεγκατεστημένος prepotencia θ. υπεροχή
preestreno ε, αβάν - πρεμιέ prepotente ε. υπερέχων
preexistencia θ. προΰπαρξη prerrogativa θ. προνόμιο
preexistente ε. προϋπάρχων presa θ. φράγμα, θήραμα
preexistir ρ. προϋπάρχω presagiar ρ. προφητεύω
prefabricado ε. προκατασκευασμένος presagio α. προμήνυμα, οιωνός
prefacio α. πρόλογος presbicia θ. πρεσβυωπία
prefecto α. επιμελητής, νομάρχης, επιθεωρητής presbiterio α. πρεσβυτέριο
prefectura θ. αξίωμα επιμελητή ή νομάρχη presbítero α. ιερέας
preferencia θ. προτίμηση, προτεραιότητα presciencia θ. πρόγνωση, πρόβλεψη
preferente ε. προτιμότερος, προνομιούχος prescindible ε. επουσιώδης
preferible ε. προτιμητέος, προτιμότερος prescindir ρ. κάνω χωρίς, παραλείπω
preferir ρ. προτιμώ prescribir ρ. ορίζω, καθορίζω, παραγράφω
-110-
Pp
prescripción θ. συνταγή, εντολή γιατρού, παραγραφή primacía θ. πρωτοκαθεδρία, πρωτεία, προτεραιότητα
presencia θ. παρουσία primada θ. ανόητη πράξη
presencial ε. παριστάμενος, παρευρισκόμενος primado α. αρχιεπίσκοπος
presenciar ρ. είμαι παρών, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι primadona θ. πριμαντόνα
presentable ε. εμφανίσιμος, παρουσιάσιμος primar ρ. έχω την πρωτοκαθεδρία
presentación θ. παρουσίαση primario ε. πρώτος, πρωταρχικός, πρωτοβάθμιος
presentador α. παρουσιαστής primate α. πρωτεύον θηλαστικό
presentar ρ. παρουσιάζω, συσταίνω primavera θ. άνοιξη
presente ε. παρόν, ενεστώτας, δώρο primer , o ε. πρώτος
presentimiento α. προαίσθηση, προαίσθημα primerizo α./θ. και ε. αρχάριος, άπειρος
presentir ρ. προαισθάνομαι primitivo ε. πρωτόγονος
preservación θ. προφύλαξη, προστάτευση primero ε. πρώτος, πρωταρχικός
preservar ρ. προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάγω primero επ. πρώτα, προτιμότερα
preservativo α. προφυλακτικό primicias θ./πλ. οι πρώτοι καρποί
presidencia θ. προεδρία, προεδρείο primigenio ε. πρωτογενής
presidente α. πρόεδρος primo α. εξάδελφος, ξάδελφος
presidiario α. κατάδικος primogénito ε. πρωτότοκος
presidio α. φυλακή, φυλάκιση primogenitura θ. πρωτοτόκια
presidir ρ. προεδρεύω primor α. αριστοτέχνημα, μεράκι
presilla θ. συνδετήρας, θηλειά, κρίκος primordial ε. θεμελιώδης, κεφαλαιώδης, βασικός
presión θ. πίεση primoroso ε. μερακλής, μερακλίδικος
presionar ρ. πιέζω princesa θ. πριγκήπισσα
preso α. φυλακισμένος, κρατούμενος principado α. πριγκηπάτο
prestación θ. χορήγηση principal ε. κύριος, κυριώτερος
prestado ε. δανεικός príncipe α. πρίγκηπας
prestamista α./ θ. τοκογλύφος principesco ε. πριγκηπικός
préstamo α. δάνειο principiante ε. πρωτάρης
prestancia θ. ποιοτική ανωτερότητα ή υπεροχή principiar ρ. αρχίζω
prestar ρ. δανείζω, παρέχω principio α. αρχή
prestatario α. οφειλέτης pringar ρ. πιτσιλώ με λίπος, λεκιάζω ή κηλιδώνω με λίπος
prestatario ε. δανειζόμενος pringoso ε. λιπαρός, λιγδιάρης
presteza θ. προθυμία pringue α./θ. λίπος, λίγδα, λεκές από λίπος
prestidigitación θ. ταχυδακτυλουργία prior α./θ. ηγούμενος
prestidigitador α. ταχυδακτυλουργός priorato α. μοναστήρι
prestigiar ρ. προσδίδω κύρος prioridad θ. προτεραιότητα
prestigio α. γόητρο, αίγλη, κύρος prioritario ε. που έχει προτεραιότητα
prestigioso ε. που έχει αίγλη, καταξιωμένος prisa θ. βιασύνη, βιάση, σπουδή
presto ε. πρόθυμος prisión θ. φυλακή
presumible ε. πιθανός, ενδεχόμενος prisionero α. φυλακισμένος, κρατούμενος, αιχμάλωτος
presumido ε. φαντασμένος, φιλάρεσκος, υπερόπτης prisma α. πρίσμα
presumir ρ. υποθέτω, φαντάζομαι, καυχιέμαι, έχω μεγάλη ιδέα για prismático ε. πρισματικός
τον εαυτό μου prismáticos α./πλ. κιάλια, διόπτρες, διόπτρα
presunción θ. υπόθεση, εικασία, φιλαρέσκεια, υπεροψία prístino ε. πρωτόγονος, αρχικός
presunto ε. υποτιθέμενος privación θ. στέρηση, έλλειψη
presuntuoso ε. υπερόπτης, ματαιόδοξος privado ε. ιδιωτικός, ιδιαίτερος
presuponer ρ. προϋποθέτω privar ρ. στερώ, αποστερώ, ξετρελαίνω
presupuestar ρ. καταρτίζω προϋπολογισμό, προϋπολογίζω privativo ε. αποκλειστικός, στερητικός
δαπάνη privatizar ρ. ιδιωτικοποιώ
presupuestario ε. του προϋπολογισμού, προϋπολογιστικός privilegiado ε. προνομοιούχος
presupuesto α. προϋπολογισμός privilegiar ρ. ευνοώ
presuroso ε. βιαστικός privilegio α. προνόμοιο
pretencioso ε. υπερόπτης, επιδεικτικός proa θ. πλώρη
pretender ρ. προτίθεμαι, σκοπεύω, ερωτοτροπώ probabilidad θ. πιθανότητα, δυνατότητα
pretendiente α. ερωτοτροπών, επίδοξος μνηστήρας probable ε. πιθανός, δυνατός
pretensión θ. φιλοδοξία, βλέψη probablemente επ. πιθανόν, πιθανώς, ίσως, ενδεχομένως
pretérito ε, παρελθοντικός, παρελθών, περασμένος probado ε. δοκιμασμένος
pretexto α. πρόσχημα, πρόφαση probador α. δοκιμαστήριο
pretil α. παραπέτο, στηθαίο probar ρ. δοκιμάζω
pretina θ. ζωστήρα, ζώνη probeta θ. ογκομετρικός σωλήνας
prevaricación θ. παραποίηση probatorio ε αποδεικτικός
prevalecer ρ. υπερισχύω, επικρατώ probidad θ. ακεραιότητα
prevención θ. πρόληψη problema α. πρόβλημα
prevenido ε. προβλεπτικός, προνοητικός problemático ε. προβληματικός
prevenir ρ. προλαβαίνω probo ε. ακέραιος, έντιμος
preventivo ε. προληπτικός procacidad θ. αυθάδεια, θρασύτητα
prever ρ. προβλέπω procaz ε. πρόστυχος, χυδαίος
previo ε. πρότερος, πρωτύτερος procedencia θ. προέλευση
previsible ε. προβλέψιμος procedente ε. προερχόμενος
previsión θ. πρόβλεψη proceder ρ. προέρχομαι, προβαίνω, συμπεριφέρομαι, αρμόζει
previsor ε. διορατικός, προνοητικός procedimiento α. μέθοδος, διαδικασία
prima θ. πριμ, πρόσθετη αμοιβή procer α. διακεκριμένη προσωπικότητα
-111-
Pp
procesado α. κατηγορούμενος, εναγόμενος proletariado α. προλεταριάτο
procesador α. επεξεργαστής proletario ε. προλετάριος
procesamiento α. επεξεργασία proliferación θ. πολλαπλασιασμός
procesar ρ. ενάγω proliferar ρ. πολλαπλασιάζομαι
procesión θ. λιτανεία prolífico ε. γόνιμος, παραγωγικός
proceso α. πορεία, διαδικασία prolijidad θ. μακρηγορία, απεραντολογία
proclama θ. προκήρυξη prolijo ε. μακροσκελής, εκτενής, λεπτομεριακός
proclamación θ. διακήρυξη, ανακήρυξη prologar ρ. γράφω πρόλογο, προλογίζω
proclamar ρ. διακηρύσσω, ανακηρύσσω prólogo α. πρόλογος
proclive ε. επιρρεπής, ρέπων prolongable ε. παρατεινόμενος
procreación θ. αναπαραγωγή prolongabilidad θ. ικανότητα παράτασης
procrear ρ. αναπαράγω prolongación θ. επέκταση, προέκταση, παράταση
procurador α. συνήγορος prolongado ε. παρατεταμένος
procurar ρ. προσπαθώ, παρέχω prolongar ρ. επεκτείνω, προεκτείνω, παρατείνω
prodigalidad θ. ασωτία, αφθονία promediar ρ. βγάζω μέσο όρο
prodigar ρ. ξοδεύω αλόγιστα promedio α. μέσος όρος
prodigio α. θαύμα promesa θ. υπόσχεση
prodigioso ε. καταπληκτικός prometer ρ. υπόσχομαι
pródigo α./θ. και ε. άσωτος prometido α. μνηστήρας, αρραβωνιαστικός
producción θ. παραγωγή prominencia θ. ύψωμα, εξόγκωμα
producir ρ. παράγω, προξενώ, προκαλώ, αποδίδω prominente ε. προεξέχων, εξέχων
productividad θ. παραγωγικότητα promiscuidad θ. συνονθύλευμα
productivo ε. παραγωγικός, επικερδής, γόνιμος promiscuo ε. συγκεχυμένος
producto α. προϊόν, γινόμενο promoción θ. προαγωγή, προώθηση, προβιβασμός, κλάση
productor α. παραγωγός αποφοίτησης
proeza θ. ανδραγαθία, κατόρθωμα, άθλος promocionar ρ. προωθώ, προάγω
profanación θ. βεβήλωση promontorio ε. εδαφικό ύψωμα
profanar ρ. βεβηλώνω promotor α. υποκινητής, εισηγητής
profano ε. βέβηλος, ανίερος, αοεβής promover ρ. προάγω, προωθώ, προβιβάζω
profecía θ. προφητεία promulgar ρ. δημοσιεύω ένα νόμο
proferir ρ. εκστομίζω, προφέρω promulgación θ. επίσημη διακήρυξη
profesar ρ. ασκώ επάγγελμα pronombre α. αντωνυμία
profesión θ. επάγγελμα pronominal ε. αντωνυμικός
profesional α. επαγγελματίας pronosticar ρ. κάνω πρόγνωση
profesional ε. επαγγελματικός pronóstico α. πρόγνωση, πρόβλεψη, προγνωστικό
profesionalismo α. επαγγελματισμός prontitud θ. σβελτάδα, γρηγοράδα, προθυμία
profeso α./θ. και ε. χειροτονημένος pronto ε. έτοιμος, γρήγορος
profesor α. καθηγητής pronto επ. νωρίς, γρήγορα
profesorado α. το καθηγητικό σώμα prontuario α. επιτομή, σύνοψη
profeta α. προφήτης pronunciación θ. προφορά
profético ε. προφητικός pronunciado ε. προεξέχων, έντονος
profetisa θ. προφήτισσα pronunciamiento α. στρατιωτική εξέγερση ή πραξικόπημα
profetizar ρ. προφητεύω pronunciar ρ. προφέρω, εκφωνώ
profilaxis θ. προφύλαξη pronunciarse ρ. δηλώνω προτίμηση, αποφαίνομαι, απαγγέλλω
prófugo α. ανυπότακτος, φυγόδικος propagación θ. διάδοση, εξάπλωση, αναπαραγωγή
profundidad θ. βάθος propaganda θ. προπαγάνδα
profundizar ρ. εμβαθύνω propagandístico ε. προπαγανδιστικός
profundo ε. βαθύς propagar ρ. διαδίδω, εξαπλώνω, αναπαράγω
profusión θ. σπατάλη, αφθονία propalar ρ. αποκαλύπτω μυστικό
profuso ε. άφθονος propasarse ρ. παρεκτρέπομαι
progenie θ. συγγένεια propender ρ. τείνω, ρέπω
progenitor α. πρόγονος propensión θ. ροπή, τάση
programa α. πρόγραμμα propenso ε. επιρρεπής
programación θ. προγραμματισμός propiamente επ. ακριβώς
programado ε. προγραμματισμένος propicio ε. ευνοϊκός, ευμενής
programador α./θ. προγραμματιστής propiedad θ. ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, ιδιότητα
programar ρ. προγραμματίζω propietario α. ιδιοκτήτης, κάτοχος
progresar ρ. προοδεύω, προχωρώ propina θ. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ
progresión θ. πρόοδος propinar ρ. φιλοδωρώ, κάνω δώρο, ρίχνω ξύλο
progresismo α. προοδευτισμός propio ε. ιδιόκτητος, ιδιαίτερος, ίδιος, χαρακτηριστικός, κατάλληλος
progresista ε. φιλοπρόοδος, προοδευτικός proponer ρ. προτείνω
progresivo ε. προοδευτικός proponerse ρ. σκοπεύω, προτίθεμαι
progreso α. πρόοδος proporción θ. αναλογία, διάσταση
prohibición θ. απαγόρευση proporcionado ε. ανάλογος, σύμμετρος
prohibir ρ. απαγορεύω proporcional ε. αναλογικός
prohibitivo ε. απαγορευτικός proporcionar ρ. προμηθεύω
prohijamiento α. υιοθεσία proposición θ. πρόταση
prohijar ρ. υιοθετώ propósito α. σκοπός, πρόθεση
prohombre α. διακεκριμένος άνδρας propuesta θ. πρόταση
prójimo α. πλησίον propulsar ρ. προωθώ
prole θ. τέκνο propulsión θ. προώθηση, πρόωση
-112-
Pp
propulsor α. προωθητικός proyector α. προβολέας
prorrata θ. μερίδιο, μερτικό prudencia θ. σύνεση, φρόνηση
prorratear ρ. κατανέμω αναλογικά prudencial ε. φρόνιμος, συνετός
prórroga θ. αναβολή, παράταση prudente ε. συνετός, φρόνιμος
prorrogable ε. παρατάσιμος prueba θ. απόδειξη, δοκιμή, δείγμα
prorrogar ρ. αναβάλλω, παρατείνω prurito ε. φαγούρα, τάση για τελειότητα
prorrumpir ρ. ξεσπώ psicoanálisis α. ψυχανάλυση
prosa θ. πεζογραφία, πεζός λόγος psicoanalista α./θ. ψυχαναλυτής
prosaico ε. πεζός, τετριμμένος psicología θ. ψυχολογία
prosapia θ. καταγωγή, συγγένεια psicológico ε. ψυχολογικός
proscenio α. προσκήνιο psicólogo α. ψυχολόγος
proscribir ρ. προγράφω psicópata α/θ. ψυχοπαθής
proscripción θ. προγραφή psicosis θ. ψύχωση
proscrito ε. προγεγραμμένος, απαγορευμένος psique θ. ψυχή
proscrito α./θ. εξόριστος, παράνομος psiquiatra α/θ. ψυχίατρος
proseguir ρ. συνεχίζω psiquiatría θ. ψυχιατρική
proselitismo α. προσυλητισμός psíquico ε. ψυχικός
prosista α./θ. πεζογράφος, συγγραφέας πρόζας púa θ. άκανθα, πένα, δόντι χτένας
prospección θ. γεώτρηση pubertad θ. εφηβεία
prospecto α. φυλλάδιο, μπροσούρα pubis α. ήβη
prosperar ρ. ευημερώ púber α./θ. και ε. έφηβος
prosperidad θ, ευημερία pubescente ε. χνουδωτός
próspero ε. ευήμερος pubiano ε. ηβικός, εφηβαίος
prosternarse ρ. προσπίπτω púbico ε. ηβικός, εφηβαίος
prostíbulo α. πορνείο, οίκος ανοχής, μπορντέλο publicable ε. δημοσιεύσιμος
prostitución θ. πορνεία publicación θ. δημοσίευση
prostituir ρ. πορνεύω, εκπορνεύω publicar ρ. δημοσιεύω
prostituta θ. πόρνη, πουτάνα publicidad θ. δημοσιότητα, διαφήμιση
protagonista α/θ. πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια publicista α./ θ. διαφημιστής
protagonizar ρ. πρωταγωνιστώ publicitario ε. διαφημιστικός
protección θ. προστασία público ε. δημόσιος, κοινός
proteccionismo α. προστατευτισμός pucherazo α. καλπονοθεία
protector α. προστάτης puchero α. χύτρα, στραβομουτσούνιασμα
proteger ρ. προστατεύω, προφυλάγω pucho α. αποτσίγαρο, γόπα τσιγάρου
protegido ε. προστατευόμενος, ευνοούμενος pudendo α. πέος, πούτσος, ψωλή
proteína θ. πρωτεΐνη pudendo ε. άσεμνος
protesta θ. διαμαρτυρία pudibundez θ. σεμνοτυφία
protestante ε. διαμαρτυρόμενος pudibundo ε. σεμνότυφος
protestar ρ. διαμαρτύρομαι púdico ε. αιδήμων, σεμνός, συνεσταλμένος
protocolario ε. εθιμοτυπικός pudor α. αιδημοσύνη, σεμνότητα, συστολή
protocolo α. πρωτόκολλο, εθιμοτυπία pudoroso ε. συνεσταλμένος, αιδήμονας
prototipo α. πρότυπο, μοντέλο pudiicion θ. σήψη, αποσύνθεση
protuberancia θ. προεξοχή, εξόγκωμα pudrir ρ. σαπίζω
provecho α. ωφέλεια, όφελος, κέρδος pueblerino ε. χωριάτης, χωρικός
provechoso ε. ωφέλιμος, επωφελής pueblo α. χωριό, λαός
proveedor α. προμηθευτής, εφοδιαστής puente α. γέφυρα
proveer ρ. προμηθεύω, εφοδιάζω puerca θ. γουρούνα
proveniente ε. προερχόμενος puerco α. γουρούνι
provenir ρ. προέρχομαι puericultor α./θ. παιδοκόμος
proverbial ε. παροιμιώδης puericultura θ. παιδοκομία
proverbio α. παροιμία pueril ε. παιδαριώδης, παιδικός
providencia θ. πρόνοια puerilidad θ. παιδιάρισμα
providencial ε. θεόσταλτος puerro α. πράσο
provincia θ. νομός, επαρχία puerta θ. πόρτα, θύρα, πύλη
provinciano α. επαρχιώτης puertaventana θ. πορτοπαράθυρο
provisión θ. πρόβλεψη, προμήθεια puerto α. λιμάνι, πέρασμα ανάμεοα οε βουνά
provisiones θ/ πλ. εφόδια pues συν. λοιπόν, επειδή, επομένως, και όμως
provisional ε. προσωρινός puesto α. θέση, πόστο, πάγκος πλανόδιου μικροπωλητή
provocación θ. πρόκληση púgil α. πυγμάχος, μποξέρ
provocador ε. προκλητικός pugilato α. πυγμαχία, πυγμαχικός αγώνας
provocar ρ. προκαλώ pugilistico ε. πυγμαχικός
provocativo ε. προκλητικός pugna θ. διαμάχη, σύγκρουση
proxeneta θ. μαστρωπός pugnar ρ. παλεύω, μάχομαι
proxenetismo α. μαστρωπεία puja θ. πλειοδοσία
proximamente επ. προσεχώς pujar ρ. πλειοδοτώ
proximidad θ. εγγύτητα pujo α. πονόκοιλος, αξίωση, φιλοδοξία
próximo ε. προσεχής, κοντινός pulcritud θ. ευταξία
proyección θ. προβολή, σχεδίαοη pulcro ε. ευπρεπής, περιποιημένος, παστρικός
proyectar ρ. προβάλλω, σχεδιάζω pulga θ. ψύλλος
proyectil α. βλήμα pulgada θ. ίντσα
proyectista α./ θ. σχεδιαστής pulgar α. αντίχειρας
proyecto α. σχέδιο pulgarada θ. πρέζα αλατιού
-113-
Pp
pulgo ε. γεμάτος ψύλλους purificador α./θ. και ε. καθαριστικός, εξαγνιστικός
pulido ε. τακτοποιημένος, συγυρισμένος purificar ρ. εξαγνίζω, καθαρίζω
pulidor α./θ. στιλβωτής, λούστρος puritanismo α. πουριτανισμός
pulimentar ρ. στιλβώνω, γυαλίζω puritano α. πουριτανός
pulimento α. στίλβωμα, γυαλάδα, βερνίκι puro ε. αγνός, καθαρός
pulir ρ. λειαίνω, εκλεπτύνω púrpura θ. πορφύρα
pulimentar ρ. στιλβώνω, λουστράρω, γυαλίζω purpurado α. καρδινάλιος
pulmón α. πνεύμονας purpúreo ε. πορφυρένιος, πορφυρός
pulmonía θ. πνευμονία purulento ε. πυώδης
pulpa θ. σάρκα pus α. πύον
pulpito α. άμβωνας pusilánime ε. μικρόψυχος
pulpo α. χταπόδι pusilanimidad θ. μικροψυχία
pulsación θ. παλμός, σφυγμός pústula θ. πυώδης φλύκταινα
pulsador ε. παλμικός, σφυγμικός puta θ. πόρνη, πουτάνα
pulsar ρ. πάλλω,σφύζω, σφυγμομετρώ putada θ. πουτανιά
pulsátil ε. παλλόμενος putativo ε. θεωρούμενος
pulsera θ. βραχιόλι putero ε. πουτανιάρης
pulso α. σφυγμός, σταθερό χέρι putería θ. πουτανιά
pulverización θ. ψεκασμός, κονιοποίηση putrefacción θ. σάπισμα, σήψη
pulverizador α. ψεκαστήρας putrefacto ε. σαπρός
pulverizar ρ. ψεκάζω pútrido ε. σάπιος
pulla θ. άσεμνη παρατήρηση puya θ. Βουκέντρα
punción θ. παρακέντηση puyazo α. πληγή ή τραύμα από βουκέντρα
puncionar ρ. παρακεντώ puyón α. πτερνιστήρας κόκκορα
punta θ. αιχμή, ακμή, ακωκή, μύτη, άκρη
puntada θ. βελονιά
pundonor α. αυτοσεβασμός
pundonoroso ε. υπερήφανος
pungir ρ. τρυπώ
punible ε. τιμωρητέος, αξιόποινος
púnico ε. καρχηδονιακός
punición θ. τιμωρία, ποινή
puntapié α. κλωτσιά, λάκτισμα
punteado ε. κατάστικτος
puntear ρ. σημειώνω κουκκίδα, χτυπώ χορδή
puntera θ. κλωτσιά
puntería θ. ευστοχία
puntero α. δείκτης σημάδι
puntiagudo ε αιχμηρός, μυτερός
puntilla θ. καρφί, ήλος
puntillo α. υπέρμετρη ευθιξία
puntilloso ε. υπερευαίσθητος
punto α. σημείο, τελεία, πόντος, πλέξη
puntuación θ. στίξη, τονισμός
puntuable ε. υπολογίσιμος
puntual ε. ακριβής
puntualidad θ. ακρίβεια
puntualizar ρ. συγκεκριμενοποιώ
puntuar ρ. στίζω
punzada θ. σουβλιά
punzante ε. σουβλερός, αιχμηρός
punzar ρ. σουβλίζω
punzón α. καλέμι, διατρητήρας
puñado α. χούφτα
puñal α. εγχειρίδιο
puñalada θ. μαχαιριά
puñetazo α. μπουνιά, γροθιά, γρονθοκόπημσ
puño α. γροθιά
pupa θ. χρυσαλλίδα εντόμου
pupila θ. κόρη οφθαλμού
pupilo α. τρόφιμος οικοτροφείου ή πανσιόν
pupitre α. θρανίο
purasangre ε. καθαρόαιμος
puré α. πουρές
pureza θ. αγνότητα
purga θ. καθαρτικό
purgación θ. κάθαρση
purgaciones θ./πλ. βλεννόρροια
purgante ε. καθαρτικός
purgar ρ. καθαρίζω, εκκαθαρίζω, εξιλεώνομαι
purgatorio α. καθαρτήριο
purificación θ. εξαγνισμός, καθαρισμός
-114-
Qq
que αντ. ο οποίος, η οποία, το οποίο, που quiosco α. περίπτερο
que συν. ότι. πως, ώστε quirúrgico ε. χειρουργικός
qué αντ. ποιος, ποια, ποιο. τι quisquilla θ. γαρίδα
quebrada θ. φαράγγι quisquilloso ε. δύστροπος
quebradizo ε. εύθραυστος quiste α. κύστη
quebrado α. κλάσμα, πτώχευση quitamanchas α. καθαριστικό λεκέδων
quebrado ε. ραγισμένος, που έχει κήλη, quitar ρ. αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, εξαφανίζω
quebradura θ. ρωγμή, σχισμή, κήλη quitarse ρ. βγάζω, βγαίνω
quebrantamiento α. σπάσιμο, θραύση, quitasol α. αλεξήλιο
quebrantar ρ. σπάζω, ραγίζω, τσακίζω quizá (s) επ. ίσως, πιθανών
quebrar ρ. σπάζω, θραύω, συντρίβω, χρεωκοπώ
quedar ρ. μένω, παραμένω, κανονίζω
quedarse ρ. μένω, παραμένω, κρατώ, παίρνω
quehacer α. ασχολία, εργασία
queja θ. παράπονο
quejarse ρ. παραπονιέμαι, βογκώ, στενάζω
quejica ε. παραπονιάρης, κατσούφης
quejido α. βογκητό, στεναγμός
quejón / na ε. και α./ θ. γκρινιάρης
quejumbre θ. κλαψούρισμα
quema θ. καύση, ανάφλεξη
quemador α. καυστήρας
quemadura θ. έγκαυμα
quemar ρ. καίω, ζεματώ
quemarropa επ. εξ επαφής
quemazón θ. κάψιμο, καούρα
quepis α. πηλίκιο
querella θ. κατηγορία
querellante α. /θ. μυνητής, ενάγων
querencia θ. νόστος
querer ρ. θέλω, επιθυμώ, αγαπώ
querido α. ερωμένος, εραστής
querido ε. αγαπητός
quesera θ. τυριέρα
quesería θ. τυροπωλείο, τυροκομείο, τυράδικο
queso α. τυρί
quicio α. μεντεσές
quid α. καίριο σημείο, διάνα
quiebra θ. αποτυχία, χρεωκοπία
quien αντ. ο οποίος, η οποία, αυτός που, αυτή που
quién αντ. ποιος, ποια
quienquiera αντ. οποιοσδήποτε
quieto ε. ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος
quietud θ. ακινησία, ηρεμία
quijada θ. γνάθος
quijote α. αιθεροβάμων
quilate α. καράτι
quimera θ. χίμαιρα
química θ. χημεία
químico ε. χημικός
quina θ. κινίνο
quince αριθ. δεκαπέντε
quinceavo ε. ένα δέκατο πέμπτο
quinceañero ε. δεκαπενταετής
quincenal ε. δεκαπενθήμερος
quincena θ. δεκαπενθήμερο
quincuagenario ε. πεντηκονταετής
quincuagésimo ε. πεντηκοστός
quingentésimo ε. πεντηκοστός
quiniela θ. προπό
quinientos αριθ. πεντακόσια
quinina θ. κινίνη
quinquenio α. πενταετία
quinqui α. κακοποιός
quinta θ. στρατολόγηση, εξοχικό σπίτι
quintaesencia θ. πεμτουσία
quintar ρ. στρατολογώ
quinto ε. πέμπτος
quintuplicar ρ. πενταπλασιάζω
quintuplo ε. πενταπλός
quinzavo ε. ένα πέμπτο
-115-
Rr
rabadán α. αρχιβοσκός rancio ε. ταγκός, παλαιός
rabada θ. οπίσθια, γλουτοί rancho α. αγροικία, συσσίτιο
rábano α. ραπάνι rango α. κοινωνική τάξη
rabí α. ραββίνος ranura θ. χαραγματιά, εγκοπή, εντομή
rabia θ. λύσσα, οργή rapacidad θ. απληστία, αρπακτικότητα
rabiar ρ. λυσσώ rapapolvo α. επίπληξη
rabieta θ. ξέσπασμα θυμού rapar ρ. ξυρίζω
rabietas ε. γκρινιάρης rapaz ε. αρπακτικός
rabino α. ραββίνος rápidamente επίρ. ραγδαία, γρήγορα
rabioso ε. λυσσασμένος, εξωργισμένος rapidez θ. γρηγοράδα, ταχύτητα
rabo α. ουρά rápido ε. γρήγορος, ταχύς, γοργός
rabotada θ. αναιδής έκφραση rapiña θ. αρπαγή
racanear ρ. τεμπελιάζω raposa θ. αλεπού, πανούργος άνθρωπος
racano α. τεμπέλης, οκνός, χαραμοφάης rapsodia θ. ραψωδία
racial ε. φυλετικός raptar ρ. απάγω
racima θ. φραγκοστάφυλο rapto α. απαγωγή
racimo α. βότρυς, τσαμπί raptor / ra α./θ. απαγωγέας
raciocinar ρ. συλλογίζομαι, αιτιολογώ raqueta θ. ρακέτα
raciocinio α. συλλογισμός, αιτιολογία, λογική raquítico ε. ραχιτικός
ración θ. μερίδα raquitismo α. ραχιτισμός
racional ε. λογικός, σώφρων raramente επ. σπάνια
racionalidad θ. λογικότητα rareza θ. σπανιότητα, παραξενιά, ιδιοτροπία
racionalismo α. ορθολογισμός raro ε. σπάνιος, παράξενος, ιδιότροπος
racionalización θ. εκλογίκευση, αιτιολόγηση rasar ρ. περνάω σύρριζα
racionamiento α. διανομή με δελτίο rascacielos α. ουρανοξύστης
racionar ρ. μοιράζω με δελτίο rascar ρ. ξύνω, αποξέω, λειαίνω
racismo α. ρατσισμός rasgar ρ. σκίζω, ξεσκίζω, κατασπαράζω
racista α. ρατσιστής, ρατσίστρια rasgo α. γραφικός χαρακτήρας, στοιχείο, χειρονομία, ποίκιλμα
racha θ. πνοή ανέμου, ροκανίδι, αλληλουχία όμοιων γεγονότων rasgos α/πλ. χαρακτηριστικά
radar α. ραντάρ rasguñar ρ. γρατσουνάω
radiación θ. ακτινοβολία, εκπομπή κυμάτων rasguño α. γρατσουνιά
radiactividad θ. ραδιενέργια raso ε. αίθριος, ξέχειλος, απλός, κάμπος, επίπεδος
radiactivo / a ε. ραδιενεργός raspa θ. ψαροκόκαλο, ραχοκοκαλιά, φλούδι, σπυρί καλαμποκιού
radiado / a ε. ραδιοεκπέμπων, ραδιεκπεμπόμενος raspado α. απόξεση
radiador α. καλοριφέρ, ψυγείο αυτοκινήτου raspadura θ. απόξεσμα , απόξεση
radial ε. ακτινωτός, ακτινικός raspar ρ. αποξέω, ξύνω, λειαίνω,
radiante ε. ακτινοβόλος, λαμπρός rastra θ. τσουγκράνα, ρυμούλκα,
radiar ρ. ακτινοβολώ, λάμπω, εκπέμπω κύματα rastreador α. ανιχνευτής, ιχνηλάτης
radical ε. ριζικός, ριζοσπαστικός, πρωταρχικός rastrear ρ. ανιχνεύω, εξιχνιάζω, τσουγκρανίζω
radicar ρ. συνίσταμαι rastrero ε. χαμερπής, αναρριχιτικός
radio α. ακτίνα rastrillo α. τσουγκράνα
radio θ. ραδιόφωνο rastro α. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά
radiografía θ. ακτινογραφία rastrojo α. καλαμιά
radiólogo / a α./ θ. ακτινολόγος rasurar ρ. ξυρίζω
radioscopia θ. ραδιοοκόπηοη rata θ. αρουραίος
radioterapia θ. ακτινοθεραπεία ratear ρ. κλέβω, σουφρώνω
radioyente α. ακροατής ραδιοφώνου ratería θ. κλεψιά, λωποδυσία
raer ρ. ξύνω, αποξέω, γδέρνω ratero α. κλέφτης, λωποδύτης
ráfaga θ. μπόρα, ριπή ανέμου / όπλου ratificación θ. επικύρωση
raid α. επιδρομή ratificar ρ. επικυρώνω
raído / a ε. κακοντυμένος rato α. μικρό χρονικό διάστημα
rail α. σιδηροδρομική γραμμή ratón α. ποντίκι
raíz θ. ρίζα ratonar ρ. ροκανίζω
raja θ. φέτα, ροδέλα, ρωγμή, ρήγμα, άνοιγμα ratonera θ. ποντικοφωλιά, ποντικοπαγίδα , ποντικότρυπα
rajar ρ. χαράζω, κόβω φέτες, σχίζω, ραγίζω raudal α. ροή, ρεύμα, χείμαρρος
rallador α. τρίφτης raya θ. γραμμή, ρίγα, χωρίστρα
rallar ρ. τρίβω rayar ρ. ριγώνω, χαράζω, χαρακώνω
ralo / a ε. αραιός rayo α. ακτίνα, κεραυνός
rama θ. κλάδος, κλαδί, κλαρί raza θ. φυλή, ράτσα
ramaje α. φύλλωμα razón θ. λογικό, δίκαιο, λόγος, δίκιο
ramal α. σχοινί, νήμα, παρακλάδι razonable ε. λογικός
rambla θ. χείμαρρος, ποταμιά, κεντρική λεωφόρος razonamiento α. συλλογισμός
ramera θ. εταίρα, πόρνη, πουτάνα razonar ρ. συλλογίζομαι, αναλύω επιχείρημα
ramificación θ. διακλάδωση reabastecer ρ. ανεφοδιάζω
ramificarse ρ. διακλαδούμαι, διακλαδώνομαι reacción θ. αντίδραση, αντενέργεια
ramillete α. ανθοδέσμη, δέσμη reaccionar ρ. αντενεργώ, αντιδρώ
ramo α. κλάδος, ανθοδέσμη reaccionarlo ε. αντιδραστικός
rampa θ. κικγλίδωμα, κλίμακος, κατωφέρια reacio ε. ενάντιος
ramplón ε. χοντροειδής, ωμός reactivar ρ. επαναδραστηροποιώ
rana θ. βάτραχος reactivo / a ε. αντιδραστικός
ranciedad θ. παλαιότητα, ωρίμανση reactor α. αντιδραστήρας, αεριωθούμενο
-116-
Rr
readaptar ρ. επαναπροσαρμόζω recibimiento α. υποδοχή
reafirmar ρ. επαναβεβαιώνω recibir ρ. δέχομαι, λαμβάνω, υποδέχομαι
reajustar ρ. αναπροσαρμόζω, επαναρρυθμίζω, διευθετώ recibo α. απόδειξη, παραλαβή
reajuste α. αναπροσαρμογή recidiva θ. υποτροπή ασθένειας
real ε. πραγματικός, αληθινός, βασιλικός reciedumbre θ. ρώμη, σθένος
realce α. μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα reciente ε. πρόσφατος
realeza θ. βασιλεία recinto α. περίβολος
realidad θ. πραγματικότητα recio / a ε. ρωμαλέος, σθεναρός
realismo α. πραγματοκρατία, ρεαλισμός recipiente α. δοχείο
realista α/θ. πραγματιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια reciprocidad θ. αμοιβαιότητα, αλληλοπάθεια
realización θ. πραγματοποίηοη, εκτέλεση, σκηνοθεσία reciproco ε. αμοιβαίος, αλληλοπαθής
realizador α. εκτελεστής, σκηνοθέτης, παραγωγός recital [ρεθιτάη) α. ρεσιτάλ, συναυλία
realizar ρ. πραγματοποιώ recitar ρ. απαγγέλλω
realmente επ. πραγματικά, πράγματι, όντως reclamación θ. απαίτηση, αξίωση, διεκδίκηση, παράπονο
realquilar reclamar ρ. απαιτώ, αξιώνω, διεκδικώ, παραπονιέμαι
realzar ρ. εξυψώνω, εξαίρω, τονίζω reclamo α. κράχτης
reanimar ρ. συνεφέρνω, αναζωογονώ reclinar ρ. κλίνω, γέρνω, ρέπω, ακουμπώ
reanudar ρ. συνεχίζω reclinatorio α. προοευχητήριο
reaparecer ρ. επανεμφανίζομαι recluir ρ. εγκλείω, περιορίζω
reaparición θ. επανεμφάνιση reclusión θ. εγκλεισμός, φυλάκιση, περιορισμός
rearmar ρ. επανεξοπλίζω recluso α. έγκλειστος, φυλακισμένος
reasegurar ρ. επανασφαλίζω recluta α. νεοσύλεκτος
reavivar ρ. αναζωπυρώνω, αναμοχλεύω reclutamiento α. στρατολογία
rebaja θ. έκπτωση reclutar ρ. στρατολογώ
rebajar ρ. μειώνω, κάνω έκπτωση, υποβιβάζω recobrar ρ. ανακτώ, ξαναβρίσκω
rebanada θ. φέτα recodo α. στροφή, καμπή, αγκωνή
rebañar ρ. μαζεύω τα υπολείμματα recogedor α. φαράσι
rebaño α. ποίμνιο, κοπάδι recoger ρ. μαζεύω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, παίρνω
rebasar ρ. υπερβαίνω, ξεπερνώ recogida θ. συλλογή, περισυλλογή
rebatir ρ. αντικρούω recogido ε. μαζεμένος
rebelarse ρ. επαναστατώ, εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι recolección θ. συγκομιδή
rebelde ε. ανυπότακτος, απείθαρχος, επαναστάτης, φυγόδικος recolectar ρ. συγκομίζω
rebeldía θ. ανυποταξία, απειθαρχία, φυγοδικία recomendación θ. σύσταση, προτροπή
rebelión θ. επανάσταση, ανταρσία recomendar ρ. συνιστώ, προτείνω
reblandecer ρ. μαλακώνω recompensa θ. ανταμοιβή, αμοιβή
rebosar ρ. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω recompensar ρ. ανταμοίβω, αμοίβω
rebotar ρ. αναπηδώ reconciliación θ. συμφιλίωση
rebote α. αναπήδηση reconciliar ρ. συμφιλιώνω, φιλιώνω
rebozar ρ. αλευρώνω reconfortar ρ. εμψυχώνω, ενθαρρύνω
rebrotar ρ. ζαναφυτρώνω reconocer ρ. αναγνωρίζω, εξετάζω
rebuscar ρ. ψάχνω προσεκτικά, αναζητώ reconocimiento α. αναγνώριση, εξέταση
rebuznar ρ. ογκανίζω, γκαρίζω, γκανίζω reconquista θ. επανάκτηση
recabar ρ. επιζητώ reconquistar ρ. επανακτώ
recado α. μήνυμα, θέλημα reconsiderar ρ. αναθεωρώ, επανεξετάζω
recaer ρ. υποτροπιάζω, ξαναπέφτω, πέφτω reconstitución θ. ανασύσταση
recaída θ. υποτροπή reconstituir ρ. ανασυνθέτω, αναπαριστώ
recalar ρ. μουσκεύω reconstituyente ε. δυναμωτικός, τονωτικός
recalcar ρ. τονίζω, δίνω έμφαοη reconstrucción θ. ανοικοδόμηση, αναπαράσταση
recalcitrante ε. αδιόρθωτος, επίμονος reconstruir ρ. ανοικοδομώ, αναπαριστάνω
recalentar ρ. αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω reconvertir ρ. αναμετατρέπω
recambio α. ανταλλακτικό recopilación θ. συλλογή, σύνταξη
recapacitar ρ. ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι καλά recopilar ρ. συλλέγω
recapitulación θ. ανακαιφαλαίωοη récord α. ρεκόρ
recargar ρ. επιφορτίζω, παραφορτώνω, επιβαρύνω recordar ρ. θυμάμαι, θυμίζω, υπενθυμίζω
recargo α. επιβάρυνση recorrer ρ. διανύω, διατρέχω
recatado ε. μετρίόφρονας, σεμνός, συγκρατημένος recorrido α. διαδρομή
recato α. μετριοφροσύνη, σεμνότητα, επιφύλαξη recortar ρ. ψαλιδίζω, περικόβω
recaudación θ. είσπραξη recorte α. απόκομμα, ψαλίδισμα, περικοπή
recaudador α. εισπράκτορας recoser ρ. μπαλώνω,
recaudar ρ. εισπράττω recosido α. μπάλωμα
recelar ρ. υποπτεύομαι, δυσπιστώ recostarse ρ. πλαγιάζω, ξαπλώνομαι
recelo α. υποψία, δυσπιστία, καχυποψία recoveco α. στροφή, γωνιώδης εσοχή
receloso ε. φιλύποπτος, δύσπιστος, καχύποπτος recreación θ. αναδημιουργία
recención θ. κριτική αναθεώρηση recrear ρ. ψυχαγωγώ, διασκεδάζω
recepción θ. υποδοχή, δεξίωση, λήψη recreativo ε. ψυχαγωγικός, διασκεδαστικός
receptivo ε. δεκτικός, επιδεκτικός recreo α. σχολικό διάλειμμα, αναψυχή, ψυχαγωγία
receptor α. δέκτης, λήπτης recriminar ρ. κατηγορώ, ψέγω
recesión θ. ύφεση, κάμψη recrudecer ρ. οξύνω, επιδεινώνω
receta θ. συνταγή recrudecimiento α. όξυνση, επιδείνωση
recetar ρ. δίνω συνταγή, συνταγογραφώ rectal ε. πρωκτικός
recibidor α. χόλ, είσοδος rectangular ε. ορθογώνιος
-117-
Rr
rectángulo α. ορθογώνιο reforzado / a ε. ενισχυμένος
rectificación θ. επανόρθωση, ανασκευή reforzar ρ. ενισχύω, εντείνω, ενδυναμώνω
rectificar ρ. επανορθώνω, ανασκευάζω refracción θ. διάθλαση
rectilíneo / a ε. ευθύγραμμος refractar ρ. διαθλώ
rectitud θ. ευθύτητα, ορθότητα refractario / a ε. άφλεκτος, αντιδραστικός
recto ε. ευθυτενής, ευθύς, ίσιος, ορθός refrán α. παροιμία
rector α. πρύτανης refregar ρ. καθαρίζω με γερό τρίψιμο
recubrir ρ. καλύπτω, σκεπάζω refrenar ρ. χαλιναγωγώ, συγκρατώ
recuento α. καταμέτρηση refrendar ρ. προσυπογράφω, συνυπογράφω
recuerdo α. ενθύμιο, ανάμνηση refrescante ε. δροσιστικός
recuperación θ. αποκατάσταση, ανάκτηση refrescar ρ. δροσίζω
recuperar ρ. ανακτώ, επανακτώ, αποκατασταίνω refresco α. αναψυκτικό
recurrir ρ. καταφεύγω, προσφεύγω refriega θ. τσακωμός
recurso α. μέσο, αποκούμπι, πόρος, προσφυγή refrigeración θ. ψύξη
rechazar ρ. απορρίπτω, απωθώ refrigerador α. ψυκτήρας, ψυγείο
rechazo α. απόρριψη refrigerar ρ. ψύχω
rechifla θ. σφύριγμα, γιουχάισμα refuerzo α. ενίσχυση, βοήθεια
rechiflar ρ. σφυρίζω, γιουχάρω refugiado / a α. πρόσφυγας
rechinar ρ. τρίζω refugiarse ρ. βρίσκω καταφύγιο, καταφεύγω
rechoncho / a ε. στρουμπουλός refugio α. καταφύγιο
red θ. δίκτυο, δίχτυ refulgir ρ. λάμπω, αστράφτω
redacción θ. σύνταξη, έκθεση refundir ρ. διασκευάζω
redactar ρ. συντάσσω refunfuñar ρ. γκρινιάζω, μουρμουρίζω
redactor α. συντάκτης refutable ε. ανασκευάσιμος, αντικρούσιμος
redada θ. φουρνιά, ψαριά refutar ρ. αντικρούω
redención θ. λύτρωοη regadera θ. ποτιστήρι
redentor / a α. λυτρωτής, σωτήρας regadío ε. ποτιστικός
redil α. στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο, στρούγκα regalado / a ε. λεπτεπίλεπτος, χαρισμένος
redimir ρ. λυτρώνω regalar ρ. δωρίζω, χαρίζω
rédito α. τόκος regalía θ. ηγεμονικά / βασιλικά προνόμια
redoblar ρ. διπλασιάζω regaliz α. γλυκόριζα
redondear ρ. στρογγυλεύω regalo α. δώρο
redondel α. κύκλος regañadientes επ. απρόθυμα
redondez θ. στρογγυλάδα, στρογγυλότητα regañar ρ. μαλώνω, κατσαδιάζω
redondo / a ε. στρογγυλός, κυκλικός regar ρ. ποτίζω, αρδεύω
reducción θ. μείωση, ελάττωση, αναγωγή regata θ. λεμβοδρομία, αυλάκι άρδευσης
reducido / a ε. μειωμένος, ελαττωμένος, περιορισμένος regate α. απότομη αλλαγή πορείας
reducir ρ. μειώνω, ελαττώνω, ανάγω, περιορίζω, υποτάσσω regatear ρ. παζαρεύω
redundancia θ. πλεονασμός, περιττολογία regateo α. παζάρεμα
redundante ε. πλεονάζων, περιττός regazo α. αγκαλιά
reelegir ρ. επανεκλέγω regencia θ. αντιβασιλεία
reembolsar ρ. επιστρέφω χρήματα regeneración θ. αναδημιουργία, ανάπλαση, αναμόορφωση
reemplazable ε. αντικαταστάσιμος regenerar ρ, αναδημιουργώ, αναπλάθω, αναμορφώνω
reemplazar ρ. αντικαθιστώ regentar ρ. καταλαμβάνω προσωρινά θέση
reemplazo α. αντικατάσταση, εφεδρεία regente α. αντιβασιλέας
reencarnación θ. μετεμψύχωση regicidio α. βασιλοκτονία
reestructurar ρ. αναδομώ régimen α. καθεστώς, κανονισμός, δίαιτα
reexaminar ρ. επανεξετάζω regimiento α. σύνταγμα
refectorio α. τραπεζαρία μονής, κολλεγίου, οικοτροφίου regio ε. βασιλικός, μεγαλοπρεπής
referencia θ. αναφορά, παραπομπή, σύσταση región θ. περιοχή, ζώνη
referendum α. δημοψήφισμα regionalista ε. τοπικιστής
referente ε. που αναφέρεται σε, σχετικός regir ρ. κυβερνώ, διοικώ, διέπω, συντάσσομαι
referir ρ. αναφέρω, παραπέμπω, αποδίδω, ανάγω registrado / a ε. καταχωρημένος
refilón επ. - de λοξά, πλάγια registrador / ra ε. καταχωρητής, υποθηκοφύλακας
refinado ε. ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, φίνος registrar ρ. καταχωρίζω, εγγράφω, ερευνώ, ψάχνω
refinamiento α. λεπτότητα registro α. ληξιαρχείο, καταχώρηση, εγγραφή, έρευνα
refinar ρ. διυλίζω, ραφινάρω regla θ. κανόνας, χάρακας, περίοδος
refinería θ. διυλιστήριο reglamentación θ. κανονισμός
reflector α. κάτοπτρο, ανακλαστήρας reglamentar ρ. ορίζω τους κανόνες
reflejar ρ. αντανακλώ reglamentario ε. κανονικός
reflejo α. αντανάκλαση reglamento α. κανονισμός
reflexión θ. αντανάκλαση, συλλογισμός, στοχασμός, σκέψη reglar ρ. κανονίζω
reflexionar ρ. συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σκέπτομαι regocijarse ρ. χαίρομαι, αναγαλλιάζω
reflexivo ε. στοχαστικός, αυτοπαθής regocijo α. χαρμόσυνη, αναγάλλια
reflujo α. άμπωτη regodearse ρ. διασκεδάζω, αστειεύομαι
refocilarse ρ. ξεφαντώνω, γλεντάω regodeo α. αστεεισμός, χαιρεκακία
reforma θ. μεταρρύθμιση, αναμόρφωση, ανακαίνιση regordete ε. χοντρός
reformador / ra ε. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής regresar ρ. επιστρέφω, επανέρχομαι
reformar ρ. μεταρρυθμίζω, αναμορφώνω, ανακαινίζω regresivo ε. οπισθοδρομικός
reformatorio α. αναμορφωτήριο regreso α. επιστροφή, επάνοδος
reformista α./θ. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής regulación θ. ρύθμιση
-118-
Rr
regulador α. ρυθμιστής remanso α. απάγκιο ποταμού
regular ρ. ρυθμίζω remar ρ. κωπηλατώ, λάμνω
regular ε. κανονικός, τακτικός, ομαλός, μέτριος rematar ρ. αποτελειώνω
regularmente επ. τακτικά, κανονικά remate α. αποτελέιωμα
regurgitación θ. εμετός, ξερατιό remedar ρ. μιμούμαι
regurgitar ρ. κάνω εμετώ, ξερνάω remediable ε. θεραπεύσιμος, επιδιορθώσιμος
rehabilitación θ. αποκατάσταση remediar ρ. επανορθώνω, διορθώνω, αποφεύγω
rehabilitar ρ. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ remedio α. διόρθωση, πύση, φάρμακο, θεραπεία
rehacer ρ. επαναλαμβάνω, ξανακάνω rememorar ρ. ξαναθυμάμαι
rehén α. όμηρος remendar ρ. μπαλώνω
rehogar ρ. τσιγαρίζω, καβουρντίζω remesa θ. αποστολή εμπορεύματος, παρτίδα
rehuir ρ. αποφεύγω remiendo α. μπάλωμα
rehusar ρ. αρνούμαι, αποποιούμαι remilgado ε. ναζιάρης
reimpresión θ. ανατύπωση, επανέκδοση remilgo α. νάζι
reimprimir ρ. ανατυπώνω, επανεκδίδω reminiscencia θ. ανάμνηση, αναπόληση
reina θ. βασίλισσα remirar ρ. ξανακοιτάζω, επανεξετάζω
reinado α. βασιλεία remisamente επ. απρόθυμα
reinante ε. βασιλεύων, κυριαρχών remisión θ. αποστολή, παραπομπή, υποχώρηση, άφεση,
reinar ρ. βασιλεύω, κυριαρχώ συγχώρεση
reincidir ρ. ξανακυλώ, ξαναπέφτω remiso / a ε. απρόθυμος, νωθρός, βραδυκίνητος
reincorporarse ρ. επανεντάσσομαι remitente α. αποστολέας
reino α. βασίλειο remitir ρ. αποστέλνω, παραπέμπω, υποχωρώ, δίνω άφεση
reinstalar ρ. επανατοποθετώ, ξαναεγκαθιστώ remo α. κουπί
reintegrar ρ. αποκαθιστώ, επικυρώνω remojar ρ. μουσκεύω, διαποτίζω
reír ρ. γελώ remojo α. μούσκεμα, διαπότισμα
reírse ρ. γελώ, περιγελώ remolacha θ. ζαχαρότευτλο, κοκκινογούλι
reiterar ρ. επαναλαμβάνω remolcador α. ρυμουλκό
reivindicación θ. διεκδίκηση, αποζημείωση remolcar ρ. ρυμουλκώ
reivindicar ρ. διεκδικώ remolino α. δίνη, στρόβιλος, ρουφήχτρα
reja θ. κάγκελο, κιγκλίδωμα remolonear ρ. αδρανώ, φυγοπονώ
rejilla θ. δικτυωτό, καφάσι remolque α. ρυμούλκηση, ρυμούλκα
rejón α. βουκέντρα remontar ρ. αναπετώ, ανέρχομαι, ανυψώνομαι
rejuvenecerse ρ. ξανανιώνω remontarse ρ. ανέρχομαι, ανάγομαι
relación θ. σχέση, αναφορά, αναλογία, κατάλογος remorder ρ. προκαλώ τύψη, βασανίζω
relacionar ρ. σχετίζω remordimiento α. τύψη
relajación θ. χαλάρωση, λασκάρισμα remotamente επ. αόριστα, απόμακρα, αμυδρά
relajamiento α. χαλάρωση, ρηλάξ remoto ε. μακρινός, απόμακρος, απώτερος, αμυδρός
relajar ρ. χαλαρώνω, ρηλαξάρω remover ρ. ανακατώνω, ανακινώ, αναταράζω
relamerse ρ. ξερογλείφομαι, γλείφομαι remozar ρ. ανακαινίζω, ανανεώνω
relamido / a ε. προσποιητός, εξεζητημένος remuneración θ. αμοιβή, ανταμοιβή
relámpago α. αστραπή remunerar ρ. ανταμείβω
relampaguear ρ. αστράφτω renacer ρ. αναγεννιέμαι
relatar ρ. αφηγούμαι, διηγούμαι renacimiento α. αναγέννηση
relatividad θ. σχετικότητα renacuajo α. γυρίνος
relativo ε. σχετικός, αναφορικός renal ε. νεφρικός
relato α. αφήγηση, διήγηση rencilla θ. φιλονικία, διαπληκτισμός
relegar ρ. παραμερίζω rencor α. μνησικακία
relente ε. μούχλα, ατμοσφαιρική υγρασία rencoroso ε. μνησίκακος
relevante ε. διακεκριμένος rendición θ. παράδοση
relevar ρ. αντικαθιστώ rendija θ. σχισμή, ρωγμή, χαραμάδα
relicario α. λειψανοθήκη, κειμήλιο rendimiento α. απόδοση, αποδοτικότητα
relevo α. αντικαταστάτης, αντικατάσταση rendir ρ. αποδίδω, παραδίδω, καταπονώ
relieve α. ανάγλυφο rendirse ρ. παραδίδομαι, υποκύπτω
religión θ. θρησκεία renegado α. εξωμότης, αποστάτης, αρνησίθρησκος
religiosidad θ. θρησκευτικότητα, ευσέβεια renegar ρ. απαρνούμαι, αποστατώ, γκρινιάζω
religioso / a ε. θρησκευτικός, θρησκευόμενος, θρήσκος renglón α. αράδα, γραμμή, σειρά
relinchar ρ. χλιμιντρώ reniego α. βλασφημία, βρισιά
relincho α. χλιμίντρισμα reno α. τάρανδος
reliquia θ. λείψανο, σκήνωμα renombrado ε. περίφημος, διάσημος, ξακουστός
reloj α. ρολόι renombre α. φήμη, διασημότητα
relojero α. ορολογοποιός, ρολογάς renovación θ. ανανέωση, ανακαίνιση
reluciente ε. αστραφτερός, λαμπερός renovar ρ. ανανεώνω, ανακαινίζω
relucir ρ. αστράφτω, λαμποκοπώ renquear ρ. κουτσαίνω, χωλαίνω
reluctante ε. απρόθυμος renta θ. εισόδημα, μίσθωμα, δημόσιο χρέος
relumbrar ρ. λάμπω, ακτινοβολώ rentabilidad θ. αποδοτικότητα
rellano α. πλατύσκαλο rentable ε. επικερδής, προσοδοφόρος
rellenar ρ. ξαναγεμίζω, γεμίζω, συμπληρώνω renuncia θ. παραίτηση, αποποίηση
relleno α. γέμιση renunciar ρ. παραιτούμαι, αποποιούμαι, απαρνούμαι
remachar ρ. επιμένω, τονίζω reñir ρ. μαλώνω, τσακώνομαι
remanente α. υπόλοιπο reo α/θ. κατηγορούμενος, ένοχος
remangar ρ. σηκώνω τα μανίκια μου reorganización θ. αναδιοργάνωση
-119-
Rr
reorganizar ρ. αναδιοργανώνω repuestos α/πλ. ανταλλακτικά
reorientar ρ. επαναπροσανατολίζω repugnancia θ. απέχθεια, αποστροφή
reparación θ. επισκευή, επανόρθωση, επιδιόρθωση repugnante ε. αηδιαστικός, απεχθής, αποκρουστικός
reparar ρ. επισκευάζω, επανορθώνω, επιδιορθώνω, λαμβάνω repugnar ρ. αηδιάζω, απωθώ, αποκρούω
υπόψη, παρατηρώ repujar ρ. σφυρηλατώ
reparo α. αντίρρηση, ενδοιασμός repulgar ρ. στριφώνω
repartidor α. διανομέας repulido / a ε. στιλβωμένος, στολισμένος
repartir ρ. μοιράζω, διανέμω repulsa θ. απώθηση, απόκρουση
reparto α. διανομή, κατανομή, μοιρασιά repulsión θ. απέχθεια, αηδία, άπωση
repasar ρ. επανελέγχω, επαναλαμβάνω, ξαναπερνώ, μπαλώνω repulsivo ε. αποθετικός, αποκρουστικός
repaso α. επανέλεγχος, επανάληψη reputación θ. φήμη, όνομα
repatriación θ. επαναπατρισμός reputado ε. ξακουστός, φημισμένος
repatriar ρ. επαναπατρίζω reputar ρ. εκτιμώ, υπολήπτομαι
repecho α. απότομη πλαγιά, ανω / κατωφέρεια requebrar ρ. κολακεύω γυναίκα, φλερτάρω
repelente ε. απωθητικός, αποκρουστικός requemar ρ. καψαλίζω, τσουρουφλίζω
repeler ρ. απωθώ, αποκρούω requerimiento α. απαίτηση, σύσταση
repente de επ. ξαφνικά requerir ρ. απαιτώ, επιτάσσω, ζητώ
repentino ε. ξαφνικός, αιφνίδιος requesón α. ανθότυρο
repercusión θ. αντίκτυπος, επίπτωση, επίδραση réquiem α. ρέκβιεμ, νεκρώσιμη ακολουθία
repercutir ρ. αντηχώ, αντανακλώ, επιδρώ requisa θ. επίταξη, επιθεώρηση
repertorio α. ρεπερτόριο requisar ρ. επιτάσσω
repetición θ. επανάληψη requisito α. απαιτούμενο
repetidamente επ. επανειλημμένα res θ. κτήνος
repetir ρ. επαναλαμβάνω, ξανατρώγω και δεύτερο πιάτο resaca θ. αντιμάμαλο, αδιαθεσία μετά από μεθύσι
repicar ρ. χτυπώ (η καμπάνα) resalado / a ε. ζωηρός, εύθυμος
repintar ρ. ξαναβάφω resaltar ρ. αναδεικνύομαι, προβάλλω, τονίζω
repique α. κωδωνοκρουσία resarcirse ρ. αποζημειώνομαι
repisa θ. ράφι resbaladizo ε. γλιστερός, ολισθηρός
replegable ε. πτυσσόμενος resbalar (se) ρ. γλιστρώ, ολισθαίνω
replegarse ρ. συμπτύσσομαι, υποχωρώ resbalón α. γλίστρημα, ολίσθημα
repleto ε. υπερπλήρης, υπερφορτωμένος rescatar ρ. σώζω, διασώζω
réplica θ. ανταπάντηοη, αντίλογος, αντίγραφο rescate α. διάσωση, λύτρα
replicar ρ. ανταπαντώ, αντιλέγω rescindir ρ. ακυρώνω
repliegue α. σύμπτυξη, υποχώρηση, πτυχή rescisión θ. ακύρωση
repoblación θ. αναδάσωση, επαναποικισμός rescoldo α. σποδός, χόβολη
repoblar ρ. αναδασώνω, επαναποικίζω resecar ρ. αποξηραίνω, ακρωτηριάζω
repollo α. λάχανο resección θ. ακρωτηριασμός, εκτομή
reponer ρ. επανατοποθετώ, αντικαθιστώ, απαντώ reseco ε. αποξηραμένος
reponerse ρ. αναρρώνω, συνέρχομαι resentido ε. πικραμένος
reportaje α. ρεπορτάζ resentimiento α. πικρία
reportar ρ. επιφέρω όφελος ή ζημία resentirse ρ. εξασθενώ, υποφέρω, πονάω, πικραίνομαι
reportarse ρ. αυτοσυγκρατούμαι, αυτοελέγχομαι reseña θ. περιγραφή, παρουσίαση, επιθεώρηση
reposar ρ. αναπαύομαι reseñar ρ. περιγράφω, παρουσιάζω
reposición θ. επανατοποθέτηση reserva θ. απόθεμα, κράτηση, εφεδρεία, επιφύλαξη, ρεζέρβα
reposo α. ανάπαυση reservado ε. φυλαγμένος, εσωστρεφής, εμπιστευτικός
repostar ρ. ανεφοδιάζομαι reservar ρ. φυλάω, κρατάω, κλείνω, αποσιωπώ
repostería θ. ζαχαροπλαστική reservista α. έφεδρος
repostero α. ζαχαροπλάστης resfriado α. κρυολόγημα, καταρροή
reprender ρ. επιτιμώ, επιπλήττω resfriarse ρ. κρυολογώ
represalia θ. αντίποινα, αντεκδίκηση resguardar ρ. προστατεύω, προφυλάσσω
representación θ. αντιπροσώπευση, αντιπροσωπεία, παράσταση resguardo α. απόδειξη
representante α. αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος residencia θ. διαμονή, παραμονή, κατοικία
representar ρ. αντιπροσωπεύω, εκπροσωπεύω, παριστάνω, residente ε. μόνιμος, κάτοικος
ανεβάζω στη σκηνή, παίζω, δείχνω residir ρ. κατοικώ, διαμένω, έγκειται
representativo ε. αντιπροσωπευτικός residuo α. υπόλειμμα
represión θ. καταπίεση, καταστολή resignación θ. αποδοχή
represivo ε. καταπιεστικός resignarse ρ. αποδέχομαι, παίρνω απόφαση
reprimenda θ. επίπληξη, κατσάδιασμα resistencia θ. αντίσταση, αντοχή
reprimir ρ. καταπιέζω, καταπνίγω, καταστέλλω resistente ε. ανθεκτικός
reprobable ε. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος reslstif ρ. αντέχω, αντιστέκομαι
reprobar ρ. αποδοκιμάζω, κατακρίνω resistirse ρ. αντιστέκομαι
reprochable ε. αξιόμεμπτος, κατακριτέος resol α. λάμψη ήλιου
reprochar ρ. μέμφομαι resolución θ. απόφαση, αποφασιστικότητα, επίλυση
reproche α. μομφή resolver ρ. λύω, επιλύω
reproducción θ. αναπαραγωγή resollar ρ. ασθμαίνω
reproducir ρ. αναπαράγω resonancia θ. απήχηση, αντίκτυπος, αντήχηση
reptar ρ. έρπω resonar ρ. απηχώ, αντηχώ
reptil α. ερπετό resoplar ρ. ρουθουνίζω, ξεφυσώ
república θ. δημοκρατία resoplido α. ρουθούνισμα, ξεφύσημα
republicano ε. δημοκράτης resorte α. ελατήριο
repudiar ρ. αποκηρύσσω, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι respaldar ρ. υποστηρίζω, κάνω πλάτες
-120-
Rr
respaldo α. υποστήριξη, πλάτη καθίσματος retoque α. ρετουσάρισμα
respectivo ε. αντίστοιχος retorcer ρ. στίβω
respecto α. σχέση retorcimiento α. στρίψιμο, πονηράδα
respetabilidad θ. σεβασμιότητα retórica θ. ρητορική
respetable ε. αξιοσέβαστος, σεβαστός, σεβάσμιος retornar ρ. επανακάμπτω
respetar ρ. σέβομαι retorno α. επανάκαμψη
respeto α. σεβασμός retortijón α. σπασμός
respetuoso ε. που αποδίδει σεβασμό, ευσεβής retozar ρ. χοροπηδώ
respingo α. αναπήδημα, τράβηγμα retractación θ. ανάκληση
respiración θ. αναπνοή retractar ρ. ανακαλώ
respiradero α. εξαεριστήρας, αεραγωγός retráctil ε. συσταλτός, ανασταλτός
respirar ρ. αναπνέω retraerse ρ. αποτραβιέμαι, αποσύρομαι
respiratorio ε. αναπνευστικός retraído ε. συνεσταλμένος, μαζεμένος
respiro α. ανάσα retraimiento α. συστολή
resplandecer ρ. λάμπω retransmisión θ. αναμετάδοση
resplandeciente ε. λαμπερός retransmitir ρ. αναμεταδίδω
resplandor α. λάμψη retrasado ε. καθυστερημένος
responder ρ. απαντώ, αποκρίνομαι, ανταποκρίνομαι retrasar (se) ρ. καθυοτερώ, επιβραδύνω
respondón ε. αυθάδης, αντιρρησίας retraso α. καθυστέρηση, επιβράδυνση
responsabilidad θ. ευθύνη retratar ρ. προσωπογραφώ, φωτογραφίζω
responsable ε. υπεύθυνος retrato α. προοωπογραφία, πορτρέτο
respuesta θ. απάντηση, ανταπόκριση retreta θ. ανακλητήριο σάλπισμα
resquebrajar ρ. σχίζω retrete α. αποχωρητήριο
resquemor α. ντέρτι, καημός retribución θ. αμοιβή, πληρωμή
resquicio α. χαραμάδα retribuir ρ. αμοίβω, πληρώνω
restablecer ρ. αποκαθιστώ, επανορθώνω retroactivo ε. αναδρομικός
restante ε. υπολοιπόμενος retroceder ρ. οπισθοχωρώ, υποχωρώ
restar ρ. αφαιρώ retroceso α. οπισθοχώρηση, οπισθοδρόμηση
restauración θ. αποκατάσταση retrógrado ε. οπισθοδρομικός
restaurante α. εστιατόριο retropropulsión θ. αεριοώθηοη
restaurar ρ. αποκαθιστώ retrospección θ. αναδρομή, ανασκόπηση
restitución θ. απόδοση, αποκατάσταση retrospectivo / a ε. αναδρομικός
restituir ρ. αποδίδω, αποκαθιστώ retrovisor α. καθρέφτης αυτοκινήτου
resto α. υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι, υπόλειμμα retruécano α. λογοπαίγνιο
restregar ρ. τρίβω retumbar ρ. αντηχώ
restricción θ. περιορισμός reuma α. ρευματισμός
restrictivo ε. περιοριστικός reumático ε. ρευματικός
restringir ρ. περιορίζω reumatismo α. ρευματισμός
restriñir ρ. φράζω reunión θ. συγκέντρωση, συνεδρίαση
resucitar ρ. ανασταίνω reunir ρ. συγκεντρώνω, συνενώνω, συναθροίζω
resuello α. λαχάνιασμα revalorizar ρ. ανατιμώ
resuelto ε. αποφασισμένος revancha θ. αντεκδίκηση
resultado α. αποτέλεσμα revanchismo α. ρεβανσισμός
resultar ρ. προκύπτω, καταλήγω revelación θ. αποκάλυψη, φανέρωση
resumen α. περίληψη, ανακεφαλαίωση revelado α. εμφάνιση φωτογραφίας
resumir ρ. ανακεφαλαιώνω revelar ρ. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω φωτογραφία
resurgimiento α. αναβίωση, επανεμφάνιση revender ρ. μεταπωλώ
resurgir ρ. επανεμφανίζομαι, αναβιώνω reventar ρ. σκάω, σπάω, μαστιγώνω
resurección θ. ανάσταση reventón α. σκάσιμο, έκρηξη
retaguardia θ. οπισθοφυλακή reverberación θ. αντήχηση, αντανάκλαση
retahila θ. αλληλουχία reverberar ρ. αντανακλώ
retal α. ρετάλι reverdecer ρ. αναζωογονώ
retar ρ. προκαλώ reverencia θ. ευσέβεια, υπόκλιση
retardar ρ. επιβραδύνω, καθυστερώ reverendo ε. σεβάσμιος
retardo α. επιβράδυνση, καθυστέρηση reverente ε. ευσεβής
retemblar ρ. ριγώ reversible ε. αντιστρεπτός
retención θ. παρακράτηση reverso α. ανάποδη
retener ρ. συγκρατώ, κρατώ revés α. ανάποδη, αναποδιά, κακοτυχία
reticencia θ. υπαινιγμός, αποσιώπηση revestimiento α. επένδυση, επικάλυψη
reticente ε. υπαινικτικός, παραπλανητικός revestir ρ. επενδύω, επικαλύπτω
retina θ. αμφιβληστροειδής χιτώνας reviejo / a ε. παμπάλαιος
retiñir ρ. αντηχώ στ'αυτιά revisar ρ. επιθεωρώ, αναθεωρώ
retirada θ. υποχώρηση revisión θ. επιθεώρηση, αναθεώρηση
retirado α. συνταξιούχος revisionista α. ρεβιζιονιστής
retirado ε. απομονομένος, απομακρισμένος revisor α. ελεγκτής
retirar ρ. απομακρύνω, αποτραβώ, κάνω ανάληψη, revista θ. επιθεώρηση, περιοδικό
παραλαμβάνω, αποσύρω, συνταξιοδοτώ revitalizar ρ. αναζωογονώ
retiro α. απόσυρση revivir ρ. ξαναζωντανεύω, ξαναζώ
reto α. πρόκληση revocación θ. ανάκληση
retocar ρ. ρετουσάρω, επιδιορθώνω revocar ρ. ανακαλώ
retoño α. βλαστάρι revolcarse ρ. κυλιέμαι, στριφογυρίζω
-121-
Rr
revolotear ρ. φτερουγίζω, πετώ robusto ε. εύρωστος, δυνατός
revoloteo α. φτερούγισμα roca θ. βράχος
revoltijo α. ανακατωσούρα roce α. τριβή
revoltoso ε. άτακτος, ταραχοποιός rociada θ. ράντισμα, ψιχάλισμα
revolución θ. επανάσταση, περιστροφή rociar ρ. ραντίζω, ψιχαλίζω
revolucionar ρ. επαναστατώ rocín α. ψοφάλογο
revolucionario ε. επαναστάτης rocío α. δροσιά
revólver α. περίστροφο rockero / a ε. ροκάς
revolver ρ. ανακατεύω, αναστατώνω, στριφογυρίζω rocoso ε. βραχώδης
revuelco α. κουτρουβάλα, τούμπα rodaja θ. φέτα, ροδέλλα
revuelo α. αναστάτωση, ταραχή, φτερούγισμα rodaje α. γύρισμα
revuelta θ. μεταβολή, αναταραχή, εξέγερση rodar ρ. κυλώ, στριφογυρίζω
revuelto / a ε. ανακατεμένος, εξεγερμένος rodear ρ. περικυκλώνω, περιβάλλω
rey α. βασιλιάς rodeo α. γύρος, περιστροφή
reyerta θ. καβγάς rodilla θ. γόνατο
rezagarse ρ. μένω πίσω, υστερώ rodillo α. κύλινδρος, πλάστης
rezar ρ. προσεύχομαι roedor α. τρωκτικό
rezo α. προσευχή roer ρ. ροκανίζω
ría θ. φιόρδ rogar ρ. ικετεύω, παρακαλώ
riachuelo α. ρυάκι rojear ρ. κοκκινίζω
riada θ. πλημμύρα rojizo ε. ερυθρωπός
ribera θ. όχθη, ακτή rojo / a ε. κόκκινος, ερυθρός
rlbereño / a ε. παρόχθιος rollizo ε. στρουμπουλός
rico ε. πλούσιος, γευστικός, νόστιμος rollo α. ρολός, ό,τιδήποτε βαρετό, μπελάς
rictus α. μορφασμός, γκριμάτσα romance α. ρομάντσο και ε. λατινογενής
ridiculez θ. γελοιότητα romántico ε. ρομαντικός
ridiculizar ρ. γελοιοποιώ, εξευτελίζω rombo α. ρόμβος
ridículo α. ρεζίλι romería θ. προσκύνημα
ridículo ε. γελοίος romero α. δενδρολίβανο, προσκυνητής
riego α. πότισμα, άρδευση rompecabezas α. σπαζοκεφαλιά
riel α. σιδηρόδρομος rompeolas α. κυματοθραύστης
rienda θ. χαλινάρι romper (se) ρ. σπάω, σκίζω, χαλάω
riesgo α. ρίσκο, κίνδυνος rompiente α. ύφαλος, ξέρα
rifa θ. κλήρωση ron α. ρούμι
rifar ρ. κληρώνω roncar ρ. ροχαλίζω
rifle α. τουφέκι ronco ε. βραχνός
rigidez θ. ακαμψία, αυστηρότητα roncha θ. φλύκταινα
rígido ε. άκαμπτος, αυστηρός ronda θ. περίπολος, καντάδα, γύρο
rigor α. αυστηρότητα, σκληρότητα rondar ρ. περιπολώ, περιτριγυρίζω
riguroso ε. αυστηρός, σκληρός rondón επ. de – απροειδοποίητα
rima θ. ομοιοκαταληξία, ρίμα ronquear ρ. βραχνιάζω
rimar ρ. ομοιοκαταληκτώ ronquera θ. βραχνάδα, βράχνιασμα
rimbombante ε. πομπώδης ronquido α. ροχαλητό
rincón α. γωνία εσωτερική ronronear ρ. γουργουρίζω
rinoceronte α. ρινόκερος ronroneo α. γουργουρητό
riña θ. φιλονικία ronzal α. καπίστρι
riñon α. νεφρό ronzar ρ. κριτσανίζω
río α. ποτάμι, ρεύμα roña θ. ψώρα, λίγδα, βρώμα και α./θ. τοιγκούναρος
riqueza θ. πλούτος roñoso ε. ψωριάρης, τσιγκούνης
risa θ. γέλιο ropa θ. ρούχα, ρουχισμός
risco α. απόκρημνος βράχος ropero α. ντουλάπα, ιματιοθήκη
risibilidad θ. γελοιότητα rosa θ. τριαντάφυλλο, ρόδο
risible ε. γελοίος, αστείος rosal α. τριανταφυλλιά
risotada θ. καγχασμός rosaleda θ. ροδώνας
ristra θ. αρμαθιά rosario α. κομποσκοίνι
risueño ε. χαμογελαστός, γελαστός rosca θ. στροφή, κουλούρα
rítmico ε. ρυθμικός rostro α. πρόσωπο, όψη
ritmo α. ρυθμός rotación θ. περιστροφή
rito α. τυπικό της λατρείας, τελετουργία roto ε. σπασμένος, σκισμένος, χαλασμένος
ritual ε. τελετουργικός rótula θ. επιγονατίδα
rival α. αντίπαλος, αντίζηλος rotulador α. μαρκαδόρος
rivalidad θ. ανταγωνισμός, αντιζηλία, αντιπαλότητα rotular ρ. επιγράφω, τιτλοφορώ
rivalizar ρ. ανταγωνίζομαι rótulo α. επιγραφή, ετικέττα
rizado ε. κατσαρός, σγουρός rotundo ε. κατηγορηματικός
rizar ρ. σγουραίνω, κατσαρώνω rotura θ. κάταγμα
rizo α. μπούκλα, βόστρυχος rozadura θ. γδάρσιμο
robar ρ. κλέβω, ληστεύω rozamiento α. τριβή, προστριβή
roble α. βελανιδιά rozar ρ. τρίβω, γδέρνω, ξύνω
roblón α. πιρτσίνι, περτσίνι rúa θ. δρόμος
robo α. κλοπή, ληστεία rubéola θ. ερυθρά
robustecer ρ. δυναμώνω rubí α. ρουμπίνι
-122-
Rr
rubio ε. ξανθός
rubor α. κοκκινάδα, ερυθρότητα, ντροπή
ruborizarse ρ. κοκκινίζω, ντρέπομαι
rúbrica θ. υπογραφή, επιγραφή
rubricar ρ. υπογράφω
rucio / a ε. γκριζομάλλης
rudeza θ. χοντροκοπιά, τραχύτητα
rudimentario ε. στοιχειώδης, υποτυπώδης
rudimento α. στοιχειώδεις γνώσεις, τα βασικά
rudo ε. αγροίκος, τραχύς
rueda θ. τροχός, ρόδα, φέτα
ruedo α. αρένα
ruego α. παράκληση, ικεσία
rufián α. ρουφιάνος, προαγωγός
rugido α. βρυχηθμός, μουγκρητό
rugir ρ. βρυχώμαι, μουγκρίζω
rugoso ε. τραχύς, ζαρωμένος
ruido α. θόρυβος
ruidoso ε. θορυβώδης
ruin ε. ποταπός, χαμερπής, ευτελής
ruina θ. καταστροφή, ερείπιο
ruindad θ. προστυχιά, αναισχυντία
ruinoso ε. ερειπωμένος, καταστρεπτικός
ruiseñor α. αηδόνι
ruleta θ. ρουλέτα
rulota θ. τροχόσπιτο
rumbo α. πορεία, κατεύθυνση
rumboso ε. ανοιχτοχέρης, πομπώδης
rumia θ. μηρυκασμός
rumiante α. μηρυκαστικό
rumiar ρ. μηρυκάζω, αναμασώ
rumor α. φήμη. ψίθυρος, μουρμουρητό
rumorearse ρ. διαδίδεται ότι ..., οι φήμες λένε ότι ...
rumoreo α. ψιθύρισμα
rupestre ε. των βράχων
ruptura θ. ρήξη
rural ε. αγροτικός
ruso / a ε. ρωσικός, ρώσος
rústico ε. χωριάτικος, ρουστίκ
ruta θ. διαδρομή, πορεία, κατεύθυνση, η ρότα του πλοίου
rutilante ε. αστραφτερός
rutina θ. ρουτίνα
rutinario / a α. ρουτινιάρικος, κοινότοπος, συνηθισμένος

-123-
Ss
sábado α. Σάββατο saliva θ. σάλιο
sabana θ. σαβάνα salivación θ. έκκριση σάλιου
sábana θ. σεντόνι salivar ρ. εκκρίνω σάλιο, σαλιώνω
sabandija θ. κωριός, ζωύφιο salivazo α. φτυσιά
sabañón α. χιονίστρα salmo α. ψαλμός
sabedor / ra ε. γνώστης salmodiar ρ. ψέλνω, μουρμουρίζω
saber ρ. ξέρω, γνωρίζω, έχω γεύση salmón α. σολομός
sabiduría θ. σοφία, πολυμάθεια salmonete α. μπαρμπούνι
sabio ε. σοφός, πολυμαθής salmuera θ. άρμη, σαλαμούρα
sable α. ξίφος salón α. σαλόνι, σάλα, αίθουσα
sablear ρ. δανείζομαι, κάνω τράκα salpicadero α. ταμπλό αυτοκινήτου
sabor α. γεύση salpicar ρ. πιτσιλίζω
saborear ρ. γεύομαι salpimentar ρ. αλατοπιπερώνω
sabotaje α. σαμποτάζ, δολιοφθορά salsa θ. σάλτσα
saboteador / ra α./θ. σαμποτέρ, δολιοφθορέας saltamontes α. ακρίδα
sabotear ρ. σαμποτάρω saltar ρ. πηδώ, αναπηδώ
sabroso ε. γευστικός, εύγευστος saltear ρ. ληστεύω, τσιγαρίζω
sabueso α. λαγωνικό saltimbanqui α. ακροβάτης
saca θ. σάκα, σάκος salto α. άλμα, πήδημα, αναπήδηση
sacacorchos α. ανοιχτήρι, τιρμπουσόν salubre ε. υγιής, υγιεινός
sacapuntas α. ξύστρα salud θ. υγεία
sacar ρ. βγάζω,εξάγω saludable ε. υγιεινός
sacarina θ. σακχαρίνη saludar ρ. χαιρετώ
sacerdocio α. ιερωσύνη saludo α. χαιρετισμός
sacerdote α. ιερέας salutación θ. χαιρετισμός
saciado / a ε. κορεσμένος salvación θ. σωτηρία
saciar ρ. χορταίνω, ικανοποιώ salvado α. πίτουρο
saciedad θ. χορτασμός, ικανοποίηση, κόρος salvador α. σωτήρας, λυτρωτής
saco α. σάκος, τσουβάλι salvaguardar ρ. διαφυλάγω, προστατεύω
sacramental ε. μυσταγωγικός, μυστηριακός salvaje ε. άγριος, βάρβαρος
sacramentar ρ. κοινωνώ, μεταλαμβάνω salvajismo α. αγριότητα, βαρβαρότητα
sacramento α. μυστήριο salvar ρ. σώζω, διασώζω, υπερπηδώ
sacrificar ρ. θυσιάζω salvavidas α. σωσίβιο
sacrificio α. θυσία salve ρ. χαίρε (προστ.)
sacrilegio α. ιεροσυλία salvedad θ. εξαίρεση
sacrilego ε. ιερόσυλος, βέβηλος salvia θ. φασκόμηλο
sacristán α. νεωκόρος salvo ε. αβλαβής, σώος
sacro ε. ιερός salvo πρ. εκτός από
sacudida θ. τίναγμα, τράνταγμα, συγκλονιομός salvoconducto α. πάσσο
sacudir ρ. τινάζω, σείω, χτυπώ, συγκλονίζω samaritano / a α./θ. σαμαρίτης
sádico ε. σαδιστικός sambenito α. όνειδος, ντροπή
sadismo α. σαδισμός sanable ε. ιάσιμος, θεραπεύσιμος
saeta θ. σαΐτα, βέλος, δείκτης ρολογιού , ύμνος sanar ρ. θεραπεύω, θεραπεύομαι
safari α. σαφάρι sanatorio α. θεραπευτήριο, σανατόριο
saga α. έπος sanción θ. έγκριση, επικύρωση, κύρωση, πρόστιμο
sagacidad θ. οξύνοια, αγχίνοια sancionar ρ. εγκρίνω, επικυρώνω, επιβάλλω πρόστιμο
sagaz ε. οξύνους, αγχίνους sandalia θ. πέδιλο, σαντάλι
sagitario α. τοξότης sandía θ. καρπούζι
sagrado ε. ιερός, άγιος sandío / a ε. χαζός, κουτός
sahumar ρ. αρωματίζω με καπνό sandunga θ. γοητεία, χάρη
sal θ. αλάτι, χάρη saneamiento α. εξυγίανση
sala θ. αίθουσα, σάλα sanear ρ. εξυγιαίνω
saladar ρ. αλατίζω sangrante ε. αιμορραγών
saladillo ε. αλμυροί ξηροί καρποί sangrar ρ. αιμορραγώ, αφαιμάσσω
salado ε. αλμυρός, χαριτωμένος sangre θ. αίμα
saladura θ. αλάτισμα sangría θ. αφαίμαξη, είδος ποτού
salamandra θ. σαλαμάντρα sangriento ε. αιματηρός, αιμοσταγής
salar ρ. αλατίζω sanguijuela θ. βδέλλα
salario α. μισθός sanguinario ε. αιμοβόρος, απάνθρωπος
salazón α. πάστωμα sanguíneo ε. αιματώδης, αιμάτινος, αιμοφόρος
salchicha θ. λουκάνικο sanidad θ. δημόσια υγεία
salchichería θ. αλλαντοπωλείο sanitario ε. υγειονομικός
salchichón (σαητσίτσόν) α. λουκάνικο sano ε. υγιής, υγιεινός
saldar ρ. εξοφλώ, εκκαθαρίζω santidad θ. αγιότητα
saldo α. υπόλοιπο, εξόφληση santificar ρ. καθαγιάζω, αγιάζω, δοξάζω
salero α. αλατιέρα, χόρη santiguarse ρ. κάνω το σταυρό μου
saleroso ε. χαριτωμένος santo ε. άγιος, όσιος
salida θ. αναχώρηση, έξοδος, διέξοδος santuario α. ιερό, άσυλο
saliente α. προεξοχή saña θ. φρενίτιδα, καταστρεπτική μανία
salina θ. αλυκή sapo α. βάτραχος, φρύνος
salir ρ. βγαίνω, αναχωρώ, ανατέλλω saponificar ρ. σαπωνοποιώ, κάνω σαπούνι
-124-
Ss
saquear ρ. λεηλατώ, αρπάζω segador / ra ε. θεριστής και θ. θεριστική μηχανή
saqueo α. λεηλασία, αρπαγή segar ρ, θερίζω
sarampión α. ιλαρά seglar ε. λαϊκός, κοσμικός
sarcasmo α. σαρκασμός segmento α. τμήμα
sarcástico ε. σαρκαστικός segregación θ, έκκριση, έκκριμα, διαχωρισμός
sarcófago α. σαρκοφάγος segregar ρ. εκκρίνω
sardina θ. σαρδέλα seguimiento α. παρακολούθηση, καταδίωξη, συνέχιση
sargento α. λοχίας seguir ρ. ακολουθώ, παρακολουθώ, εξακολουθώ, επακολουθώ,
sarmentoso ε. αναρριχόμενος συνεχίζω
sarna θ. ψώρα según πρ. σύμφωνα με, ανάλογα με, αναλώγος, όπως
sarnoso ε. ψωριάρης segundero α. λεπτοδείκτης
sartén θ. τηγάνι segundo ε. δεύτερος
sastre α. ράφτης segundón α. δευτερότοκος
satanás α. σατανάς segur θ. μεγάλο τσεκούρι
satánico ε. σατανικός seguramente επ. πιθανόν, ίσως
satélite α. δορυφόρος seguridad θ. ασφάλεια, σιγουριά, βεβαιότητα
sátira θ. σάτιρα seguro α. ασφάλεια
satirizar ρ. σατιρίζω seguro ε. ασφαλής, σίγουρος, βέβαιος
satisfacción θ. ικανοποίηση seguro επ. σίγουρα
satisfacer ρ. ικανοποιώ seis αριθ. έξι και ε. έκτος
satisfactorio ε. ικανοποιητικός seisavo ε. και α./θ. ένα έκτο
satisfecho ε. ικανοποιημένος seiscientos αριθ. εξακόσια
saturación θ. κορεσμός seísmo α. σεισμός
saturar ρ. κορεννύω, χορταίνω selección θ. επιλογή, εκλογή
sauce α. ιτιά seleccionar ρ. επιλέγω, εκλέγω
saxofón α. σαξόφωνο selectivo / a ε. επιλεκτικός, εκλεκτικός
saya θ. φούστα selecto / a ε. επίλεκτος, εκλεκτός
sayo α. πουκαμίσα selva θ. ζούγκλα
sazón α. ωριμότητα sellar ρ. σφραγίζω
sazonar ρ. καρυκεύω, νοστιμίζω sello α. γραμματόσημο, ένσημο, σφραγίδα
sebo α. λίπος, ξύγκι semáforo α. σηματοδότης, φανάρι
secador α. στεγνωτήρας, πιστολάκι semana θ. εβδομάδα
secar ρ. στεγνώνω, ξεραίνω, αποξεραίνω semanal ε. εβδομαδιαίος
sección θ. τομή, τμήμα semanario α. εβδομαδιαία έκδοση
seccionar ρ. τέμνω semblante α. πρόσωπο, όψη, έκφραση
seco / a ε. στεγνός, ξερός, ισχνός sembrar ρ. σπέρνω, διασκορπίζω
secreción θ. έκκριμα semejante α. πλησίον, συνάνθρωπος
secretar ρ. εκκρίνω semejante ε. παρόμοιος, παραπλήσιος
secretaría θ. γραμματεία semejanza θ. παρομοίωση
secretario α. γραμματέας semejar ρ. παρομοιάζω
secreto α. μυστικό semen α. σπέρμα
secreto / a ε. μυστικός, κρυφός semental ε. και α./ θ. επιβήτορας
secta θ. αίρεση sementera θ. σπορά, σπαρμένη γη
sectario / a ε. και α./θ. σχισματικός, αιρετικός semestral ε. εξαμηνιαίος
sector α. τομέας semestre α. εξάμηνος
secuela θ. συνέπεια semicírculo α. ημικύκλιο
secuencia θ. σειρά, στιγμηότυπο semidesierto / a ε. μισοάδειος
secuestrador α. απαγωγέας, αεροπειρατής semidíós / sa α./ θ. ημίθεος
secuestrar ρ. απάγω, κατάσχω semidulce ε. ημίγλυκος
secuestro α. απαγωγή, κατάσχεση semilla θ. σπόρος, σπέρμα
secundar ρ. υποστηρίζω semillero α. φυτώριο
secundario ε. δευτερεύων seminario α. σεμινάριο
sed θ. δίψα sémola θ. σιμιγδάλι
seda θ. μετάξι sempiterno / a ε. αιώνιος
sedal α. πετονιά senado α. γερουσία
sedante ε. καταπραϋντικός, ηρεμιστικός senador α. γερουσιαστής
sedar ρ. καταπραΰνω sencillez θ. απλοϊκότητα, απλότητα
sedativo / a ε. καταπραϋντικός sencillo ε. απλοϊκός, απλός
sede θ. έδρα senda θ. μονοπάτι
sedente ε. καθιστός sendero α. μονοπάτι, δρομάκι
sedero / a ε. μεταξωτός sendos ε. έκαστος
sedición θ. στάση, ανταρσία senescencia θ. γηρασμός
sedicioso ε. στασιαστικός senil ε. γεροντικός
sediento ε. διψασμένος senilidad θ. γηρατειά
sedimentar ρ. κατακαθίζω seno α. κόλπος, στήθος, ημίτονο
sedimento α. ίζημα, κατακάθι sensación θ. αίσθηση, αίσθημα, εντύπωση
sedoso ε. μεταξωτός, μεταξένιος sensacional ε. εντυπωσιακός
seducción θ. αποπλάνηση, σαγήνη sensatez θ. φρονιμάδα, σύνεση, σωφροσύνη
seducir ρ. αποπλανώ, σαγηνεύω sensato ε. φρόνιμος, συνετός, λογικός, γνωστικός
seductor α. αποπλανητικός, σαγηνευτικός sensibilidad θ. ευαισθησία, αισθηματικότητα
segadera θ. δρεπάνι sensible ε. ευαίσθητος, ευπαθής, αισθητός
-125-
Ss
sensiblero ε. συναισθηματικός servidor α. υπηρέτης
sensitivo ε. αισθητικός, αισθητός servidumbre θ. υπηρετικό προσωπικό
sensorial ε. αισθητήριος servil ε. δουλοπρεπής
sensual ε. αισθησιακός, φιλήδονος, ηδυπαθής servilleta θ. πετσέτα φαγητού, χαρτοπετσέτα
sensualidad θ. αισθησιακότητα, αισθησιασμός servir ρ. υπηρετώ, εξυπηρετώ, χρησιμεύω, σερβίρω
sentar ρ. καθίζω, εγκαθιστώ, ταιριάζω, πέφτω sésamo α. σουσάμι
sentarse ρ. κάθομαι sesenta αριθ. εξήντα
sentencia θ. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία sesentón / na ε. εξηκονταετής
sentenciar ρ. καταδικάζω, εκφέρω γνώμη sesgar ρ. κλίνω, γέρνω
sentido α. αίσθηση, αίσθημα, νόημα, κατεύθυνση sesgo α. κλίση, πλάγιασμα, γέρσιμο
sentimental ε. αισθηματικός, συναισθηματικός sesión θ. συνεδρίαση, παράσταση
sentimiento α. αίσθημα, συναίσθημα seso α. μυαλό, εγκέφαλος
sentir ρ. αισθάνομαι, νιώθω, λυπάμαι sestear ρ. κοιμάμαι το μεσημέρι
sentirse ρ. αισθάνομαι, νιώθω seta θ. μανιτάρι
seña θ. στοιχείο, σημάδι, νεύμα setecientos αριθ. επτακόσια
señal θ. σημάδι, σήμα, ένδειξη setenta αριθ. εβδομήντα
señalado / a ε. σημαδεμένος, διακεκριμένος setentón / na ε. εβδομηκονταετής
señalar ρ. σημειώνω, σημαδεύω, δείχνω, καθορίζω seto α. φράχτης
señalización θ. σηματοδότηση seudónimo α. ψευδώνυμο
señalizar ρ. σηματοδοτώ severidad θ. αυστηρότητα, λιτότητα, δριμύτητα
señor α. κύριος, άρχοντας severo ε. αυστηρός, λιτός, δριμύς
señora θ. κυρία sexagenario / a ε. εξηκονταετής
señorear ρ. άρχω, κυβερνώ, δεσπόζω sexagésimo ε. εξηκοστός
señoría θ. κυριαρχία sexcentésimo / a ε. εξακοσιοστός
señorial ε. αρχοντικός sexo α. φύλο
señorita θ. δεσποινίδα sexto ε. έκτος
señuelo α. δόλωμα, κράχτης sexual ε. σεξουαλικός, γεννητικός
separable ε. διαχωρήσιμος sexualidad θ. σεξουαλικότητα
separación θ. χωρισμός, διαχωρισμός, απομάκρυνση sha α. σάχης
separar ρ. χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω si συν. εάν
separatismo α. αυτονομισμός sí επ. ναι, μάλιστα
separatista ε. αυτονομιστικός sí αντ. εαυτός
separatista α./ θ. αυτονομιστής sicómoro α. συκομουριά
sepelio α. κηδεία, ταφή SIDA σύντμ. Síndrome de Inmunidad Deficiente Adquirida,
sepia θ. σουπιά Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, AIDS
septenio α. επταετία siderurgia θ. σιδηρουργία
septentrional ε. βόρειος sidra θ. μηλίτης
séptimo ε. έβδομος siega α. θερισμός, συγκομιδή
septuagenario / a ε. εβδομηντακονταετής siembra θ. σπορά
septuagésimo / a ε. εβδομηκοστός siempre επ. πάντα, πάντοτε, κάθε φορά
sepulcral ε. επιτάφιος, επιτύμβιος sien θ. κρόταφος
sepulcro α. τάφος, μνήμα sierra θ. οροσειρά, πριόνι
sepultar ρ. θάβω, ενταφιάζω, καταπλακώνω siervo α. δούλος
sepultura θ. ενταφιασμός, ταφή, τάφος siesta θ. μεσημεριανός ύπνος
sepulturero α. νεκροθάφτης siete αριθ. επτά
sequedad θ. στεγνώτητα, ξηρώτητα, τραχύτητα sífilis θ. σύφιλη
sequía θ. ξηρασία, ανομβρία sifón α. σιφόνι
séquito α. ακολουθία sigilo α. εχεμύθεια
ser α. ον, ύπαρξη sigiloso ε. εχέμυθος
ser ρ. είμαι, υπάρχω sigla θ. αρκτικόλεξο (π.χ. ΗΠΑ, ΕΟΚ)
serenar ρ. ηρεμώ, καθυοηχάζω siglo α. αιώνας
serenarse ρ. ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω, αιθριάζω signatura θ. υπογραφή
serenata θ. καντάδα, σερενάτα significación θ. νόημα, σημασία
serenidad θ. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, ψυχραιμία significado α. έννοια, νόημα, σημασία
sereno ε. ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, αίθριος significar ρ. σημαίνω, εννοώ
serie θ. σειρά significativo ε. σημαντικός
seriedad θ. σοβαρότητα signo α. σημείο, σημάδι, σήμα
serigrafía θ. μεταξοτυπία siguiente ε. επόμενος, εξής
serio ε. σοβαρός sílaba θ. συλλαβή
sermón α. κήρυγμα silbar ρ. σφυρίζω
serpenteante ε. φιδωτός silbato α. σφυρίχτρα
serpentear ρ. έρπω silbido α. σφύριγμα
serpentina θ. σερπαντίνα, κορδέλα silenciador α. σιγαστήρας
serpiente θ. φίδι silenciar ρ. αποσιωπώ
serrado ε. οδοντωτός silencio α. σιωπή
serraduras θ. πληθ. πριονίδια silencioso ε. σιωπηλός
serranía θ. οροσειρά sílex α. πυρόλιθος
serrano ε. ορεσίβιος, βουνίσιος silueta θ. σκιαγράφημα, σιλουέτα
serrar ρ. πριονίζω silvestre ε. άγριος
serrín α. πριονίδι silvicultura θ. δασοκομία, δασοπονία
serrucho α. πριόνι silla θ. καρέκλα , κάθισμα
servicial ε. εξυπηρετικός sillar α. λαξευμένος λίθος
servicio α. υπηρεσία, σερβίτσιο, τουαλέτα sillería θ. σειρά καθισμάτων
-126-
Ss
sillín α. σέλα sitio α. θέση, μέρος, πολιορκία
sillón α. πολυθρόνα sito / a ε. κείμενος, ευρισκόμενος
sima θ. άβυσσος situación θ. τοποθεσία, θέση, κατάσταση
simbiosis θ. συμβίωση situado / a ε. τοποθετημένος
simbólico ε. συμβολικός situar ρ. τοποθετώ
simbolizar ρ. συμβολίζω so πρ. υπό
símbolo α. σύμβολο soba θ. ζύμωμα, ξυλοφόρτωμα
simetría θ. συμμετρία sobaco α. μασχάλη
simétrico ε. συμμετρικός sobado / a ε. φθαρμένος
simiente θ. σπόρος sobaquina θ. ιδρωτίλα
simil ε. παρόμοιος α. παρομοίωση soberanía θ. κυριαρχία, ηγεμονία
similar ε. παρόμοιος soberano α. κυρίαρχος, ηγεμόνας
simio α. πίθηκος soberbia θ. αλαζονεία, περηφάνεια
simpatía θ. συμπάθεια soberbio ε. αλαζόνας, περήφανος, έξοχος
simpático ε. συμπαθητικός sobornar ρ. δωροδοκώ
simpatizante α. οπαδός soborno α. δωροδοκία, δωροληψία
simpatizar ρ. συμπαθώ sobra θ. πλεόνασμα, περίσσευμα
simple ε. απλός, απλοϊκός sobrado / a ε. πλεονάζων
simplemente επ. απλά sobrante α. περίσσευμα, πλεόνασμα
simpleza θ. απλοϊκότητα sobrar ρ. περισσεύω, πλεονάζω
simplicidad θ. απλότητα, απλοϊκότητα sobre α. φάκελος
simplificar ρ. απλοποιώ sobre πρ. υπέρ, πάνω από, επί, περί, περίπου
simulación θ. προσωμοίωση, μίμηση sobreabundancia θ. υπερεπάρκεια
simular ρ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι sobrealimentación θ. υπερτροφία
simultanear ρ. κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα sobrecalentar ρ. υπερθερμαίνω
simultáneo ε. ταυτόχρονος sobrecama θ. κάλυμμα κρεβατιού
sin πρ. χωρίς sobrecarga θ. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα
sinagoga θ. συναγωγή sobrecargar ρ. υπερφορτώνω, παραφορτώνω
sinceridad θ. ειλικρίνεια sobrecejo α. συνοφρύωση
sincero ε. ειλικρινής sobrecojer ρ. ξαφνιάζω, τρομάζω
sincrónico ε. συγχρονικός sobreentender ρ. εξυπακούεται, υπονοείται
sincronización θ. συνχρονισμός sobrestimar ή sobreestimar ρ. υπερεκτιμώ
sincronizar ρ. συγχρονίζω sobrehumano ε. υπεράνθρωπος
sindical ε. συνδικαλιστικός sobrellevar ρ. υπομένω, εγκαρτερώ
sindicato α. σωματείο, συνδικάτο sobremanera επ. υπερβολικά
síndrome α. σύνδρομο sobremodo επ. πάρα πολύ
sinecura θ αργομισθία sobrenatural ε. υπερφυσικός
sinfín α. ατέλειωτος, αμέτρητος sobrenombre α. επονομασία, παρανόμι, παρατσούκλι
sinfonía θ. συμφωνία sobrepaga θ. υπερπληρωμή
singular ε. μοναδικός, ιδιόρρυθμος, ενικός sobrepasar ρ. ξεπερνώ, υπερβαίνω
singularidad θ. μοναδικότητα, ιδιορρυθμία sobreponerse ρ. ενεργώ με αυτοκυριαρχία
siniestrado ε. θύμα, πληγείς sobreprecio α. υπερτίμηση
siniestro α. δυσμένεια, ατύχημα, συμφορά sobreproducción θ. υπερπαραγωγή
siniestro ε. ολέθριος, μοχθηρός sobrepujar ρ. ξεπερνώ
sino α. μοίρα, πεπρωμένο sobresaliente α, ανώτερος βαθμός, άριστα
sino συν. αλλά, εκτός, παρά sobresalir ρ. εξέχω, υπερέχω
sinónimo ε. συνώνυμος sobresaltarse ρ. τινάζομαι, πετάγομαι πάνω
sinrazón θ. αδικία sobresalto α. αναπήδηση, τίναγμα
sinsabor α. δυσαρέσκεια sobrestante α. επιστάτης, εργοδηγός
síntesis θ. σύνθεση sobrevenir ρ. επέρχομαι
sintético ε. συνθετικός sobrevivir ρ. επιζώ
sintetizar ρ. συνθέτω sobriedad θ. εγκράτεια, λιτότητα, απλότητα
síntoma α. σύμπτωμα sobrino / a α. ανηψιός
sintonizar ρ. συντονίζω sobrio ε. εγκρατής, λιτός, απλός, μετρημένος, νηφάλιος
sinuosidad θ. καμπή, εξυπνάδα socarrón ε. σαρκαστικός, χλευαστικός
sinvergüenza ε. αδιάντροπος, ξεδιάντροπος, αναίσχυντος socavar ρ. υποσκάβω, υπονομεύω
siquíatra α. ψυχίατρος sociabilidad θ. κοινωνικότητα
siquiatría θ. ψυχιατρική sociable ε. κοινωνικός
siquiera επ. τουλάχιστον social ε. κοινωνικός, εταιρικός
sirena θ. σειρήνα, γοργόνα socialismo α. σοσιαλισμός
sirga θ. κάβος socialista α/θ. σοσιαλιστής, σοσιαλίστρια
sirte θ. συρτή, αμμουδερά socialización θ. κοινωνικοποίηση
sirviente α. υπηρέτης sociedad θ. κοινωνία, εταιρεία
sisa θ. μικροκλοπή, σούφρωμα socio α. εταίρος, συνέταιρος, μέλος
sisar θ. σουφρώνω, στενεύω ρούχο sociología θ. κοινωνιολογία
sísmico ε. σεισμικός sociólogo α. κοινωνιολόγος
sismo α. σεισμός socorrer ρ. βοηθώ, συντρέχω
sistema α. σύστημα socorro α. βοήθεια, αρωγή
sistemático ε. συστηματικός soda θ. σόδα
sitiador / ra α./θ. πολιορκητής soez ε. άσεμνος, πρόστυχος
sitiar ρ. πολιορκώ sofá α. καναπές
-127-
Ss
sofisticación θ. επιτήδευση sonaja θ. κουδουνάκι
sofisticado ε. επιτηδευμένος, προσποιητός sonar ρ. ηχώ, χτυπώ, ακούγομαι, θυμίζω
soflama θ. εξαπάτηση, παραπλάνηση, τρεμούλιασμα φλόγας sonarse ρ, φυσώ τη μύτη μου
soflamar ρ. εξαπατώ, παραπλανώ, καψαλίζω, κοκκινίζω από sonda θ. βολίδα, καθετήρας
ντροπή sondar ρ. βυθομετρώ, καθετηριάζω
sofocante ε. αποπνικτικός, ασφυκτικός sondear ρ. βολιδοσκοπώ
sofocar ρ. πνίγω, καταπνίγω, ντροπιάζω sondeo α. βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση
sofoco α. αποπνιγμός, ασφυξία, ντροπή sónico ε. ηχητικός
sofreír ρ. τσιγαρίζω, καβουρντίζω sonido α. ήχος
soga θ. σκοινί sonoridad θ. ηχηρότητα
soja θ. σόγια sonoro ε. ηχηρός
sojuzgar ρ. υποτάσσω sonreír ρ. χαμογελώ, μειδιώ
sol α. ήλιος sonriente ε. χαμογελαστός, πρόσχαρος
solamente επ. μόνο, μονάχα sonrisa θ. χαμόγελο, μειδίαμα
solana θ. ηλιόλουστο μέρος, λιόφωτο sonrojarse ρ. κοκκινίζω
solano α. ανατολικός άνεμος sonrojo α. κοκκίνισμα
solapa θ. πέτο sonsacar ρ. εκμαιεύω
solapado ε. δόλιος, συγκαλυμμένος soñador ε. ονειροπόλος, φαντασιόλπληκτος
solar α. οικόπεδο soñar ρ. ονειροπολώ
solar ε. ηλιακός soñoliento ε. νυσταλέος, υπναλέος
solar ρ. πλακοστρώνω sopa θ. σούπα
solariego / a ε. και α./θ. προγονικός sopapo α. γροθιά στο πρόσωπο
soldada θ. μισθός στρατιώτη sopesar ρ. ζυγίζω, υπολογίζω βάρος
soldado α. στρατιώτης sopetón α. γροθιά
soldar ρ. συγκολλώ sopetón de - ξαφνικά
solear ρ. λιάζω soplado ε. μεθυσμένος, σουρωμένος
soledad θ. μοναξιά soplamocos α. χαστούκι, σκαμπίλι, σφαλιάρα
solemne ε. επίσημος, σοβαρός, επιβλητικός soplar ρ. φυσώ
solemnidad θ. επισημότητα soplillo α. φυσερό
soler ρ. συνηθίζω soplo α. φύσημα
solicitación θ. αίτημα, παράκληση soplón ε. χαφιές, καταδότης
solicitante α/θ. αιτών, αιτούσα soponcio α. ζαλάδα
solicitar ρ. αιτώ, ζητώ sopor α. νάρκη, ύπνος
solícito ε. πρόθυμος soporífero α. υπνωτικό
solicitud θ. αίτηση, προθυμία soportable ε. υποφερτός
solidaridad θ. αλληλεγγύη soportar ρ. υποβαστάζω, αντέχω, υποφέρω, ανέχομαι
solidario ε. αλληλέγγυος soporte α. στήριγμα
solidez θ. στερεότητα, σταθερότητα soprano α. υψίφωνος
solidificar ρ. στερεοποιώ sorber ρ. ρουφώ
sólido ε. στερεός, σταθερός, γερός sorbete α. παγωτό χωνάκι
soliloquio α. μονόλογος sorbo α. ρουφηξιά
solista α/θ. σολίστ, μονωδός sordera θ. κωφότητα
solitario ε. μοναχικός, μόνος, έρημος sordidez θ. βρωμιά, αθλιότητα
soliviantar ρ. ξεσηκώνω, ξεμυαλίζω sórdido ε. βρώμικος, τσιγκούνης, αισχρός
solo ε. μόνος, μοναδικός sordo ε. κουφός
sólo επ. μόνο, μονάχα sordomudo ε. κωφάλαλος
soltar ρ. αφήνω, απολύω, λύνω sorna θ. σαρκαστικός τόνος
soltería θ. εργενιλίκι, αγαμία sorprendente ε. εκπληκτικός, καταπληκτικός
soltero ε. άγαμος, ανύπαντρος sorprender ρ. εκπλήσσω, καταπλήσσω, αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω
solterón α. γεροντοπαλίκαρο sorpresa θ. έκπληξη, αιφνιδιασμός
solterona θ. γεροντοκόρη sortear ρ. κληρώνω, αποφεύγω
soltura θ. ευχέρεια, ευφράδεια, ευκινησία sorteo α. κλήρωση
soluble ε. διαλυτός sortija θ. δακτυλίδι
solución θ. διάλυμα, διάλυση, λύση sortilejio α. μαγεία, μάγια
solucionar ρ. λύνω sosegado ε. ήρεμος, πράος, ήπιος
solvencia θ. φερεγγυότητα sosegar ρ. καθησυχάζω, καταπραΰνω
solvente ε. φερέγγυος sosería θ. ανοστιά, μονοτονία
sollozar ρ. κλαίω με λυγμούς sosiego α. ηρεμία, ησυχία
sollozo α. λυγμός, αναφιλητό soslayar ρ. πλαγιάζω
sombra θ. σκιά, ίσκιος soso ε. ανάλατος, ανούσιος, άνοστος
sombreado α. φωτοσκίαση sospecha θ. υποψία
sombreado ε. σκιερός sospechar ρ. υποπτεύομαι
sombrerera θ. καπελιέρα sospechoso ε. ύποπτος
sombrerería θ. καπελάδικο sostén α. στήριγμα, σουτιέν
sombrero α. καπέλο sostener ρ. στηρίζω, υποστηρίζω, κρατώ, υποβαστάζω, συντηρώ,
sombrilla θ. ομπρέλα διατηρώ
sombrío ε. σκιερός, κατηφής, σκυθρωπός sostenido ε. συνεχής, διαρκής
somero ε. επιφανειακός sostenimiento α. υποστήριξη
someter ρ. υποτάσσω, υποδουλώνω, υποβάλλω sota θ. βαλές τράπουλας
somnífero α. υπνωτικό sotana θ. ράσο
sonámbulo α. υπνοβάτης sótano α. υπόγειο
-128-
Ss
soterrar ρ. θάβω, κρύβω, καταχωνιάζω suelto ε. ελεύθερος, λυτός, χύμα, μονός
suasorio α. πειστικός sueño α. νύστα, όνειρο, ύπνος
suave ε. απαλός, ήπιος, μαλακός suero α. ορός
suavidad θ. απαλότητα suéter α. πουλόβερ
suavizar ρ. απαλύνω, μαλακώνω suerte θ. τύχη, μοίρα, είδος
sub πρ. υπό suficiencia θ. επάρκεια
subafluente ε. παραπόταμος suficiente ε. επαρκής, αρκετός
subalimentación θ. υποσιτισμός sufragio α. ψηφοφορία, ψήφος, παράκληση
subalterno α. υφιστάμενος sufrimiento α. παθός, πόνος, οδύνη
subasta θ. πλειστηριασμός, δημοπρασία sufrir ρ. υποφέρω, πάσχω, παθαίνω, ανέχομαι
subastar ρ. πλειστηριάζω sugerencia θ. υπόδειξη
subconsciente α. υποσυνείδητο sugerir ρ. υποδείχνω, υποδεικνύω
subdesarrollo α. υποανάπτυξη sugestión θ. υποβολή, υπόδειξη
subdito α. υπήκοος sugestionar ρ. υποβάλλω
subdividir ρ. υποδιαιρώ sugestivo ε. υποβλητικός
subestimar ρ. υποτιμώ suicida α/θ. αυτόχειρας, αυτοκτόνος
subida θ. ανάβαση, ύψωση, αύξηση suicidarse ρ. αυτοκτονώ
subir ρ. ανεβαίνω, υψώνω, αυξάνω suicidio α. αυτοκτονία, αυτοκαταστροφή
súbito ε. ξαφνικός, αιφνίδιος sujeción θ. κράτημα
subjetivo ε. υποκειμενικός sujetador α. συνδετήρας, στηθόδεσμος
subjuntivo α. υποτακτική sujetar ρ. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ
sublevación θ. εξέγερση, ξεσήκωμα sujeto α. υποκείμενο, άτομο
sublevar ρ. εξεγείρω, ξεσηκώνω suma θ. άθροισμα, πρόσθεση, ποσό, σύνολο
sublime ε. ψηλός, ύψιστος, λαμπρός, εξαίρετος sumamente επ. πάρα πολύ
submarino α. υποβρύχιο sumar ρ. αθροίζω, προσθέτω
subordinado ε. υποτελής, υφιστάμενος, κατώτερος, δευτερεύων sumario α. περίληψη, πρακτικά της δίκης
subproducto α. υποπροϊόν sumergir ρ. βυθίζω, καταδύω
subrayar ρ. υπογραμμίζω sumersión θ. καταβύθιση, κατάδυση
subrepticio ε. λαθραίος sumidero α. οχετός, υπόνομος
subrogar ρ. αναπληρώνω suministrar ρ. προμηθεύω, εφοδιάζω, παρέχω
subsanable ε. επανορθώσιμος, επιδιορθώσιμος suministro α. προμήθεια, εφόδιο, παροχή
subsanar ρ. επανορθώνω, διορθώνω sumir ρ. βυθίζω
subscribir ρ. υπογράφω, εγγράφω συνδρομητής sumisión θ. υποταγή, υπακοή
subscripción θ. εγγραφή, συνδρομή sumiso ε. υποταχτικός, υπάκουος
subsidio α. επίδομα, εισφορά, επιχορήγηση súmmun α. αποκορύφωμα
subsistencia θ. ύπαρξη, ζωή, διαβίωση, διατροφή sumo ε. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μεγάλος
subsistir ρ. υπάρχω, υφίσταμαι, διαβιώνω suntuosidad θ. μεγαλοπρέπεια
subsuelo α. υπέδαφος suntuoso ε. μεγαλοπρεπής, πομπώδης
subteniente α. ανθυπολοχαγός supeditar ρ.υποτάσσω
subterráneo ε. υπόγειος superabundancia θ. υπεραφθονία
subtítulo α. υπότιτλος superación θ. υπεροχή, υπερνίκηση
suburbio α. προάστιο superar ρ. ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερτερώ
subvención θ. επιχορήγηση superávit α. πλεόναομα
subvencionar ρ. επιχορηγώ superconsumo α. υπερκατανάλωση
subversión θ. ανατροπή supercotizado ε. περιζήτητος
subversivo ε. ανατρεπτικός superestructura θ. υπερκατασκευή
subyugar ρ. υποτάσσω, υποδουλώνω superficial ε. επιφανειακός, επιπόλαιος
succión θ. ρούφηγμα superficie θ. επιφάνεια
succionar ρ. ρουφάω superfino ε. περιττός, ανωφελής, παραπανίσιος
sucedáneo ε. υποκατάστατος superhombre α. υπεράνθρωπος
suceder ρ. συμβαίνω, επακολουθώ, διαδέχομαι superintendencia θ. επίβλεψη, εποπτεία, επιτήρηση
sucesión θ. διαδοχή, σειρά superintendente α./θ. επόπτης, επιτηρητής
sucesivamente επ. διαδοχικά superior ε. ανώτερος
sucesivo ε. διαδοχικός, επόμενος superioridad θ. ανωτερότητα, υπεροχή
suceso α. συμβάν, γεγονός superlativo υπερθετικός, υπέρμετρος
sucesor α. διάδοχος superlujo ε. υπερλούξ, υπερπολυτέλεια
suciedad θ. ρυπαρότητα, ακαθαρσία, βρωμιά supermercado α. υπεραγορά
sucinto ε. σύντομος, περιληπτικός, συνοπτικός supernumerario ε. υπεράριθμος
sucio ε. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρώμικος superpoblación θ. υπερπληθυσμός
suculento ε. ζευστικός, θρεπτικός supersónico ε. υπερηχητικός
sucumbir ρ. υποκύπτω, υποτάσσομαι superstición θ. πρόληψη, δεισιδαιμονία
sucursal θ. υποκατάστημα supersticioso ε. προληπτικός, δεισιδαίμονας
sudar ρ. ιδρώνω supervisar ρ. επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω
sudario α. σάβανο supervisor α. επόπτης, επιτηρητής
sudor α. ιδρώτας supervivencia θ. επιβίωση
sudorífico ε. εφιδρωτικός superviviente α. επιζών
sudoroso ε. ιδρωμένος supino ε. ύπτιος, ακραίος
suegro / a α./θ. πεθερός / ά suplantación θ. υποσκέλιση, παραγκωνισμός
suela θ. σόλα, πέλμα suplantar ρ. υποσκελίζω, παραγκωνίζω
sueldo α. μισθός suplefaltas α./θ. εξιλαστήριο θύμα
suelo α. έδαφος, πάτωμα, δάπεδο suplementario ε. συμπληρωματικός, πρόσθετος
-129-
Ss
suplemento α. συμπλήρωμα, παράρτημα
suplencia θ. υποκατάσταση, αντικατάσταση, αναπλήρωση
suplente α. αντικαταστάτης, αναπληρωτής
súplica θ. ικεσία
suplicante ε. ικετευτικός
suplicar ρ. ικετεύω, εκλιπαρώ
suplicio α. βάσανο, μαρτύριο
suplir ρ. αντικαθιστώ, συμπληρώνω, αναπληρώνω
suponer ρ. υποθέτω, φαντάζομαι, σημαίνω, κοστίζω
suposición θ. υπόθεση, εικασία
supositorio α. υπόθετο
supra πρ. υπέρ, άνω
suρranacional ε. υπερεθνικός
supremacía θ. ανωτερότητα
supremo ε. ανώτατος
supresión θ. κατάπνιξη, συγκάλυψη, παύση, απαγόρευση
suprimir ρ. καταστέλλω, καταργώ
supurar ρ. μαζεύω πύον
sur α. νότος
surcar ρ. διασχίζω
surco α. αυλάκι, χαρακιά, ρυτίδα
sureño α./θ. νότιος
sureste ε. νοτιοανατολικός
surgir ρ. αναδύομαι, αναβλύζω, ανακύπτω, προκύπτω
suroeste ε. νοτιοδυτικός
surrealismo α. σουρεαλισμός
surtido α. ποικιλία
surtidor α. πίδακας
surtir ρ. προμηθεύω, εφοδιάζω
susceptibilidad θ. ευπάθεια, ευαισθησία
susceptible ε. επιρρεπής, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεκτικός
suscitar ρ. προκαλώ, κινώ
suscribir ρ. εγγράφομαι συνδρομητής
suspender ρ. κρεμώ, αναβάλλω, αναστέλλω, κόβω
suscripción θ. συνδρομή
suspender ρ. αναρτώ, κρεμώ
suspensión θ. ανάρτηση, κρέμασμα, αιώρηση, αναβολή,
αναστολή, διακοπή
suspenso α. απόρριψη
suspicacia θ. καχυποψία
suspicaz ε. καχύποπτος, φιλύποπτος
suspirar ρ. αναστενάζω, λαχταρώ
suspiro α. αναστεναγμός
sustancia θ. ουσία, υπόσταση
sustentar ρ. υποστηρίζω, διατηρώ
sustancial ε. ουσιώδης
sustantivo α. ουσιαστικό
sustentar ρ. στηρίζω, τρέφω
sustento α. τα προς το ζην
sustitución θ. αντικατάσταση, υποκατάσταση
sustituir ρ. αντικαθιστώ, υποκαθιστώ
sustitutivo ε. και α. υποκατάστατο
sustituto α. αντικαταστάτης, υποκατάστατο
susto α. τρομάρα
sustracción θ. υπεξαίρεση, αφαίρεση
sustraer ρ. υπεξαιρώ, αφαιρώ
sustrato α. υπόβαθρο, υπόστρωμα
susurrar ρ. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω
susurro α. ψίθυρος, μουρμούρισμα
sutil ε. λεπτός, φίνος
sutileza θ. λεπτότητα, φινέτσα
sutura θ. συρραφή, ράμμα
suturar ρ. συρράπτω, ράβω ράμματα
suyo αντ. δικό του

-130-
Tt
taba θ. αστράγαλος, πεντόβολα tapadera θ. καπάκι, κάλυψη
tabaco α. καπνός tapar ρ. σκεπάζω, καλύπτω, συγκαλύπτω
tábano α. αλογόμυγα, ταβάνι tapete α. σεμέν
taberna θ. ταβέρνα tapia θ. τοίχωμα, φράκτης
tabernero α. ταβερνιάρης tapiar ρ. περιτοιχίζω, φράζω
tabicar ρ. φράζω με τάβλες tapicería θ. ταπετσαρία, ταπητουργία, ταπητουργείο
tabique α. χώρισμα tapiz α. χαλί τοίχου
tabla θ. σανίδα, πίνακας tapizar ρ. τοποθετώ ταπετσαρία
tablado α. εξέδρα, ικρίωμα tapón α. βούλωμα, πώμα, τάπα
tablero α. τάβλα, σκακιέρα, πίνακας taponar ρ. βουλώνω
tableta θ. δισκίο, ταμπλέτα taquigrafía θ. στενογραφία, ταχυγραφία
tabletear ρ. κροταλίζω taquígrafo α, στενογράφος, ταχυγράφος
tableteo α. κροτάλισμα taquilla θ. θυρίδα, γκισέ, μικρό ντουλάπι
tablón α. σανίδα, πίνακας taquíllero α. πωλητής εισιτηρίων, ταμίας
tabú α. ταμπού tara θ. απόβαρο, τάρα, ελάττωμα
taburete α. σκαμνί tarado ε. βλαμμένος, ελαττωματικός, μουρλός
tacañería θ. φυλαργυρία, τσιγκουνιά tarántula θ. δηλητηριώδης αράχνη, ταραντούλα
tacaño ε. φιλάργυρος, τσιγκούνης tararear ρ. σιγοτραγουδώ
taciturno ε. σιωπηλός, ολιγόλογος, σκυθρωπός tardanza θ. καθυστέρηση
taco α. σφήνα, βύσμα, γόμφος, στέκα, στέλεχος, αισχρολογία, tardar ρ. καθυστερώ, αργώ. αργοπορώ
μάτσο, παλούκι, μπέρδεμα tarde επ. αργά
tacón α. τακούνι tarde θ. απόγευμα
taconazo α. τακουνιά tardío ε. όψιμος
táctica θ. τακτική, στρατηγική tarea θ. εργασία, δουλειά, ασχολία
táctil ε. απτός, ψηλαφητός tarifa θ. τιμοκατάλογος, ταρίφα
tacto α. αφή, άγγιγμα, λεπτότητα, τακτ tarima θ. εξέδρα
tacha θ. ελάττωμα, πρόκα tarjeta θ. κάρτα, επισκεπτήριο, πιστωτική κάρτα
tachar ρ. διαγράφω, στιγματίζω tarro α. δοχείο
tachón α. μουτζούρα, διαγραφή tarta θ. τούρτα, τάρτα
tahona θ. αρτοποιείο tartajear ρ. τραυλίζω
tahonero α. αρτοποιός tartajeo α. βραδυγλωσία, τραύλισμα
taima θ. πονηριά, πανουργία tartamudear ρ. τραυλίζω, ψελλίζω
tajante ε. κοφτερός, οξύς, οριστικός tartamudo ε. τραυλός
tajar ρ. κόβω φέτες tasa θ. τέλος, εισφορά, αποτίμηση, διατίμηση
tajo α. εντομή, γκρεμός tasar ρ. αποτιμώ, διατιμώ
tal ε. τέτοιος tasca θ. ταβέρνα
taladrar ρ. διατρυπώ tatarabuelo α. προπάππος
taladro α. τρυπάνι tatuaje α. δερματοστιξία, τατουάζ
talante α. ψυχική διάθεση, κέφι, προθυμία tauromaquia θ. ταυρομαχία
talar ρ. ξυλοκοπώ taxi α. ταξί
talco α. πούδρα, ταλκ taxista α. ταξιτζής
taleguilla θ. το παντελόνι των ταυρομάχων taxidermia θ. ταρρίχευση
talento α. ταλέντο, χάρισμα taxidermista α. ταρριχευτής
talismán α. φυλακτό, χαϊμαλί taza θ. φλυτζάνι, λεκάνη τουαλέτας
talón α. φτέρνα, επιταγή te αντ. σου, σε
talonario α. μπλοκ té α. τσάι
talud α. κλίση, πλαγιά, κατωφέρεια tea θ. δάδα. δαυλί
talla θ. λάξευμα, σκάλισμα, χάραξη, ανάστημα, μέγεθος teatral ε. θεατρικός
tallar ρ. λαξεύω, σκαλίζω, χαράζω teatro α. θέατρο
tallarín α. λαζάνι, χυλοπίττα tebeo α. παιδική εφημερίδα, κόμιξ
talle α. μέση, φιγούρα, σιλουέτα tecla θ. πλήκτρο
taller α. εργαστήριο, συνεργείο teclado α. πληκτρολόγιο
tallo α. βλαστός, έλεγχος técnica θ. τεχνική
tamaño α. μέγεθος técnico α. τεχνικός
tambalearse ρ. ταλαντεύομαι, λικνίζομαι tecnología θ. τεχνολογία
también επ. επίσης tecnológico ε. τεχνολογικός
tambor α. τύμπανο ταμπούρλο techar ρ. στεγάζω
tamiz α. κόσκινο techo α. οροφή, στέγη
tamizar ρ. κοοκινίζω techumbre θ. σκεπή, στέγη
tampoco επ. ούτε tedio α. ανία, πλήξη
tan επ. τόσο teja θ. κεραμίδι
tanda θ. στρώμα, σειρά, ομάδα tejado α. σκεπή, στέγη
tangencial ε. εφαπτόμενος tejemaneje α. πηγαινέλα, φούρια, μηχανορραφία, ίντριγκα
tangente θ. εφαπτομένη tejer ρ. υφαίνω, πλέκω
tangibilidad θ. απτότης tejido α. ύφασμα, ιστός
tangible ε. απτός tejón α. ασβός
tanque α, τανκ, δεξαμενή, δεξαμενόπλοιο, τάνκερ, βυτιοφόρο tela θ. ύφασμα
tantear ρ. υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω telar α. αργαλειός, υφαντουργείο
tanteo α. υπολογισμός, εκτίμηση, στάθμιση telaraña θ. ιστός αράχνης
tanto ε./ επ. τόσος, τόσο tele πρόθ. τηλε-
tapa θ. πώμα, καπάκι, εξώφυλλο, μεζές telecomunicación θ. τηλεπικοινωνία
-131-
Tt
telediario α. τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων tenue ε. λεπτός, αμυδρός
teledirigido ε. τηλεκατευθυνόμενος teñir ρ. βάφω
telefonear ρ. τηλεφωνώ teología θ. θεολογία
telefónico ε. τηλεφωνικός teólogo α. θεολόγος
telefonista α./θ. τηλεφωνητής / -ήτρια teorema α. θεώρημα
teléfono α. τηλέφωνο teoría θ. θεωρία
telegrafía θ. τηλεγραφία teóricamente επ. θεωρητικώς
telégrafo α. τηλέγραφος teórico ε. θεωρητικός
telegrama θ. τηλεγράφημα tequila θ. τεκίλα
teleimpresor α. τηλεκτυπωτής terapéutico ε. θεραπευτικός
telepatía θ. τηλεπάθεια terapia θ. θεραπεία
telescopio α. τηλεσκόπιο tercamente επ. πεισματικά
telespeciador / ra α./θ. τηλεθεατής tercermundista ε. τριτοκοσμικός
teletipo α. τηλέτυπο tercero , tercer ε. τρίτος
televidente θ. τηλεθεατής terceto α. τρίο, τριωδία
televisión θ. τηλεόραση terciar ρ. μεσολαβώ, παρεμβαίνω
televisor α. τηλεόρααη (συσκευή) tercio α. ένα τρίτο
telilla θ. κρούστα terciopelo α. βελούδο
telón α. αυλαία, παραπέτασμα terco ε. πεισματάρης, ισχυρογνώμονάς
telúrico ε. γήινο tergiversación θ. διαστρέβλωση, παραμόρφωση
tema α. θέμα tergiversar ρ. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω
temátiko ε. θεματικό terminación θ, λήξη, κατάληξη
temblar ρ. τρέμω terminal θ. αφετηρία, τέρμα
temblor α. τρεμούλιασμα, τρεμούλα terminante ε. οριστικός, αποφασιστικός
tembloroso ε. τρεμουλιαστός terminantemente επ. αυστηρά
temer ρ. φοβάμαι, δειλιάζω terminar ρ. τελειώνω, τερματίζω, λήγω, καταλήγω
temerario ε. ριψοκίνδυνος, παράτολμος término α. τέλος, τέρμα, όριο, όρος, προθεσμία, πλάνο
temeridad θ. παρατολμία terminología θ. ορολογία
temeroso ε. φοβισμένος termómetro α. θερμόμετρο
temible ε. φοβερός, τρομακτικός termo α. θερμός
temor α. φόβος termostato α. θερμοστάτης
temperamento α. ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο ternero α. μοσχάρι
temperatura θ. θερμοκρασία ternilla θ. χόνδρος
tempestad θ. θύελλα, φουρτούνα, τρικυμία ternura θ. τρυφερότητα
tempestuoso ε. θυελλώδης, τρικυμιώδης terquedad θ. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
templado ε. χλιαρότερο, εύκρατο (κλίμα), μετριοπαθής terrateniente α. τσιφλικάς
templanza θ. ηπιότητα (κλίματος), μετριοπάθεια terraza θ. ταράτσα, βεράντα
templo α. ναός, εκκλησία terremoto α. σεισμός
temporada θ. εποχή, χρονικό διάστημα terrenal ε. επίγειος, εγκόσμιος
temporal α. καταιγίδα, μπόρα terreno α. έδαφος, οικόπεδο, πεδίο, έκταση γης
temporal ε. προσωρινός, πρόσκαιρος terrestre ε. γήινος, επίγειος, χερσαίος
temprano ε. πρώιμος terrible ε. τρομερός, φοβερός
temprano επ. νωρίς territorio α. έδαφος, περιοχή
tenacidad θ. επιμονή, πείσμα terrón α. σβώλος
tenaz ε. επίμονος, πεισματάρης terror α. τρόμος
tenazas θ.πλ. τανάλια, τσιμπίδα terrorismo α. τρομοκρατία
tendedero α. απλώστρα terrorista α/θ. τρομοκράτης, τρομοκράτισσα
tendencia θ. τάση, κπίση terroso ε. χωμάτινος, γαιώδης
tender ρ. τείνω, απλώνω, τεντώνω terso ε. στιλπνός
tenderse ρ. ξαπλώνω, πλαγιάζω tersura θ. στηλπνότητα
tendero α. μπακάλης, παντοπώλης tertulia θ. κύκλος, φιλική συγκέντρωση
tendón α. τένοντας tesis θ. διδακτορική διατριβή
tenebrosidad θ. σκοτεινιά, μαυρίλα tesón α. επιμονή, συνεκτικότητα
tenebroso ε. ζοφερός, καταχθόνιος tesorero α. θησαυροφύλακας
tenedor α. πηρούνι tesoro α. θησαυρός
tenencia θ. κατοχή testa θ. κεφάλι, κεφαλή
tener ρ. έχω, κατέχω testamento α. διαθήκη Antiguo / Nuevo --- Παλαιά / Κενή —
teniente α. υπολοχαγός testar ρ. κάνω διαθήκη, διαθέτω
teniente coronel α. αντισυνταγματάρχης testarada θ. κουτουλιά
teniente general α. αντιστράτηγος testarudez θ. ξεροκεφαλιά
tenis α. τέννις , αντισφαίριση testarudo ε. πεισματάρης, ξεροκέφαλος
tenis de mesa α. πιγκ – πογκ , επιτραπέζια αντισφαίριση testículo α. όρχις, αρχίδι
tenor α. τενόρος testificar ρ. μαρτυρώ, αποδεικνύω
tensar ρ. τεντώνω testificativo ε. αποδεικτικός
tensión θ. τάση, ένταση, πίεση testigo α. μάρτυρας
tenso ε. τεντωμένος, τεταμένος testimoniar ρ. μαρτυρώ
tentación θ. πειρασμός testimonio α. μαρτυρία
tentáculo α. πλοκάμι teta θ. μαστός, βυζί, θηλή μαστού, ρώγα στήθους
tentador ε. πειρακτικός tétano α. τέτανος
tentar ρ. πειράζω, ψηλαφώ tetera θ. τσαγιέρα
tentativa θ. απόπειρα, προσπάθεια tétrico ε. σκυθρωπός, καταθλιπτικός, τρομαχτικός
-132-
Tt
tetuda θ. γυναίκα με μεγάλα στήθη, βυζαρού tirón α. τράβηγμα
textil ε. υφαντουργικός tirotear ρ. πυροβολώ
texto α. κείμενο tiroteo α. πυροβολισμός
textura θ. ύφανση, υφή, δομή, πλοκή tísico ε. φθισικός
tez θ. επιδερμίδα títere α. μαριονέτα
tía θ. θεία, γκόμενα, τύπισσα titilar ρ. τρεμοπαίζω
tibia θ. κνήμη titubeante ε. διστακτικός
tibieza θ. χλιαρότητα titubear ρ. κομπιάζω, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι
tibio ε. χλιαρός titubeo α. κόμπιασμα, δισταγμός, ενδοιασμός
tiburón α. καρχαρίας titular α. πηχυαίος τίτλος, διπλωματούχος
tic α. τικ titular ρ. τιτλοφορώ
tiempo α. καιρός, χρόνος título α. δίπλωμα, τίτλος, πτυχίο
tienda θ. κατάστημα, μαγαζί, σκηνή tiza α. κιμωλία
tierno ε. τρυφερός, μαλακός tiznar ρ. μαυρίζω, μουντζουρώνω
tierra θ. χώμα, γη, πατρίδα tizne α. φούμο, κάπνα
tierra Santa , Άγιοι Τόποι tiznón α. καπνιά, μουτζούρα
tieso ε. τεντωμένος, ατενής, ξυλιασμένος, άκαμπτος tizón α. δάδα, δαυλός
tiesto α. γλάστρα, θρύψαλο toalla θ. πετσέτα
tifón α. τιφώνας tobillo α. αστράγαλος
tifus α. τύφος tobogán α. τσουλήθρα
tigre α. τίγρης tocadiscos α. πικάπ, γραμμόφωνο
tigressa θ. τίγρης tocador α. τουαλέτα
tijeras θ/πλ. ψαλίδι tocar ρ. αγγίζω, παίζω, χτυπώ, θίγω, προσεγγίζω, κερδίζω, έχω
tijeretazo α. χτύπημα με ψαλίδι, ψαλιδιά σειρά
tijeretear ρ. ψαλιδίζω tocayo ε. συνονόματος
tila θ. τίλιο tocino α. λίπος, ξίγκι
tildar ρ. στιγματίζω, κατηγορώ todavía θ. ακόμα
tilde θ. τόνος todo ε. όλος, όλα
timar ρ. εξαπατώ, ξεγελώ todopoderoso ε. παντοδύναμος
timbrar ρ. χαρτοσημαίνω toga θ. τήβεννος
timbre α. χαρτόσημο, κουδούνι toldo α. τέντα
tímidamente επ. συνεσταλμένα tole α. φαοαρία, σαματάς
timidez θ. ντροπαλότητα, συστολή tolerabilidad θ. ανεκτικότητα
tímido ε. ντροπαλός, συνεσταλμένος tolerable ε. ανεχτός, υποφερτός
timo α. απάτη, εξαπάτηση, ξεγέλασμα tolerancia θ. ανοχή, ανεκτικότητα
timón α. τιμόνι, πηδάλιο tolerante ε. ανεκτικός
timonel α. τιμονιέρης, πηδαλιούχος tolerar ρ. ανέχομαι, επιτρέπω, συγκατατίθεμαι
tímpano α. τύμπανο tolva θ. αλωνιστική μηχανή
tinaja θ. στάμνα, πιθάρι toma θ. λήψη, άλωση
tinieblas θ.πλ. σκότος tomar ρ. παίρνω, λαβαίνω
tino α. ευστοχία, τακτ, μέτρο tomate α. ντομάτα
tinta θ. μελάνη tomatera θ. ντοματιά
tintar ρ. βάφω tómbola θ. τόμπολα
tinte α. βαφή tomillo α. θυμάρι
tintero α. μελανοδοχείο tomo α. τόμος
tintinear ρ. κουδουνίζω tonalidad θ. τόνος, απόχρωση, χρωματισμός
tintineo α. κουδούνισμα tonel α. βαρέλι
tinto ε. κόκκινο κρασί tonelada θ. τόνος
tintorería θ. βαφείο, καθαριστήριο tonelaje α. χωρητικότητα
tío α. θείος tónico ε. τονικός, τονωτικός, δυναμωτικός
típico ε. χαρακτηριστικός, τυπικός tonificante ε. τονωτικός, δυναμωτικός
tipo α. τύπος, φιγούρα tonificar ρ. τονώνω, ενδυναμώνω
tipografía θ. τυπογραφία tono α. τόνος, χροιά
tipográfico ε. τυπογραφικός tonsura θ. κούρεμα
tipógrafo α. τυπογράφος tontear ρ. χαζολογώ, κάνω χαζομάρες
tira θ. ταινία, λουρίδα tontería θ. βλακεία, χαζομάρα
tirabuzón α. βόστρυχος, μπούκλα tonto ε. βλάκας, χαζός
tirachinas α. σφεντόνα topacio α. τοπάζι
tirada θ. ρίψη topar ρ. συγκρούομαι, συναντώ τυχαία
tirador α. σκοπευτής, πόμολο, χερούλι tope α. κορυφή, άκρη
tirafondo α. ούπα για βίδες tópico ε. τοπικός
tiralíneas α. γραμμογράφος topo α. τυφλοπόντικας
tiranía θ. τυραννία topografía θ. τοπογραφία
tirano α. τύραννος toque α. άγγιγμα, επαφή, πινελιά, σάλπισμα, κωδωνοκρουσία
tirante α. τιράντα toquetear ρ. πασπατεύω
tirante ε. τεταμένος, τεντωμένος tórax α. θώρακας
tirantez θ. ένταση, τέντωμα torbellino α. ανεμοστρόβιλος, σίφουνας
tirar ρ. ρίχνω, πετάω, τραβώ tercedura θ. θλάση
tirarse ρ. πέφτω, ρίχνομαι torcer ρ. στρέφω, συστρέφω, κυρτώνω, κάμπτω, στρίβω, λυγίζω
tiritar ρ. τουρτουρίζω, τρέμω torear ρ. ταυρομαχώ
tiro α. πυροβολισμός, βολή toreo α. ταυρομαχία
-133-
Tt
torero α. ταυρομάχος tragaperras α. κερματοδέκτης
tormenta θ. καταιγίδα, μπόρα tragar ρ. καταπίνω
tormento α. βάσανο, βασανιστήριο tragedia θ. τραγωδία, συμφορά
tormentoso ε. θυελλώδης, βίαιος, βασανιστικός trágico ε. τραγικός
torna θ. επάνοδος trago α. γουλιά, ρουφηξιά
tornado α. καταιγίδα, λαίλαπα traición θ. προδοσία
tornar ρ. επιστρέφω κάτι, αλλάζω σε κάτι, επιστρέφω, μετατρέπω traicionar ρ, προδίδω
tornillo α. βίδα, κοχλίας traicionero ε. προδοτικός
torno α. τόρνος, βαρούλκο, βίντσι traída θ. παροχή, εφοδιασμός
toro α. ταύρος traidor α. προδότης
toronja θ. γκρέηπ - φρουτ traje α. ενδυμασία, κοστούμι, ταγέρ
torpe ε. αδέξιος, δυσκίνητος trajín α. ανακατωσούρα, πηγαινέλα
torpedo α. τορπίλη tralla θ. λουρί μαστιγίου
torpemente επ. βραδυκίνητα, αδέξια trama θ. πλοκή, μηχανορραφία
torpeza θ. αδεξιότητα, δυσκινησία tramar ρ. μηχανορραφώ, σκευωρώ
torre θ. πύργος trámite α. διαδικασία
torrefacción θ. καβούρδισμα tramo α. κομμάτι, τμήμα
torrefacto ε. καβουρδισμένος tramoya θ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, σκευωρία
torrencial ε. χειμαρρώδης trampa θ. παγίδα, ζαβολιά, ενέδρα, χρέος
torrente α. χείμαρρος trampear ρ. κάνω ζαβολιές, κλέβω σε παιχνίδι, ζω με χρέη
torreón α. αμυντικός πύργος trampolín α. βατήρας
torrero α. φαροφύλακας tramposo ε. ζαβολιάρης
tórrido ε. θερμός, διακεκαυμένος tranca θ. αμπάρα
torsión θ. συστροφή, στρίψιμο trancar ρ. αμπαρώνω
torso α. κορμός trance α. δύσκολη κατάσταση, έκσταση
torta θ. γλύκισμα, τούρτα tranco α. δρασκελιά, μεγάλο βήμα
tortazo α. σκαμπίλι, τρακάρισμα tranquilidad θ. ηρεμία, ησυχία
tortícolis θ. στραβολαίμιασμα tranquilizante ε. ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
tortilla θ. ομελέτα tranquilizar ρ. ηρεμίζω, καθησυχάζω, καταπραΰνω, ησυχάζω
tórtola θ. τρυγόνι tranquilo ε. ήρεμος, ήσυχος
tortuga θ. χελώνα transacción θ. συναλλαγή
tortura θ. βάσανο, βασανιστήριο transatlántico ε. υπερατλαντικός, υπερωκεάνειος
torturar ρ. βασανίζω transbordar ρ. μεταφορτώνω
tos θ. βήχας transbordo α. μεταφόρτωση
tosca θ. οδοντική πέτρα transcender ρ. υπερβαίνω
tosco ε. πρόστυχος, χυδαίος, χοντροκομμένος, τραχύς transcribir ρ. μεταγράφω
toser ρ. βήχω transcripción θ. μεταγραφή
tosquedad θ. τραχύτητα transcurrir ρ. παρέρχομαι
tostada θ. φρυγανιά transcurso α. πάροδος, πέρασμα
tostar ρ. ψήνω, καβουρντίζω transeúnte α. διαβάτης, περαστικός
total α. σύνολο transferencia θ. μεταβίβαση, μεταφορά
total ε. ολικός, συνολικός transferir ρ. μεταβιβάζω, μεταφέρω
totalidad θ. ούνολο transformable ε. μετατρέψιμος
totalitario ε. ολοκληρωτικός transformación θ. μεταμόρφωση, μετατροπή
totalizar ρ. αθροίζω transformador α. μετασχηματιστής
toxicidad θ. τοξικότητα transformar ρ. μεταμορφώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω
tóxico ε. τοξικός tránsfuga α./θ. αποστάτης
tozudez θ. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη transfundir ρ. μεταγγίζω
tozudo ε. πεισματάρης, ισχυρογνώμονας transfusión θ. μετάγγιση
traba θ. δεσμός, σύνδεσμος, τροχοπέδη transgredir ρ. παραβαίνω, παραβιάζω
trabacuenta θ. αθροιστικό λάθος transgresión θ. παράβαση, παραβίαση
trabajador α. εργάτης, δουλευταράς transgresor α. παραβάτης
trabajar ρ. εργάζομαι, δουλεύω transición θ. μετάβαση
trabajo α. εργασία, δουλειά transicional ε. μεταβατικός
trabajoso ε. κοπιαοτικός, κουραστικός transigencia θ. διαλλακτικότητα, συμβιβαστικότητα
trabalenguas α. γλωσσοδέτης transigente ε. διαλακτικός, συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός
trabar ρ. ενώνω, δένω, δεσμεύω, εμποδίζω transigir ρ. συμβιβάζομαι
tracción θ. έλξη transistor α. τρανζίστορ
tractor α. ελκυστήρας, τρακτέρ transitable ε. διαβάσιμος
tradición θ. παράδοση transitar ρ. διαβαίνω
tradicional ε. παραδοσιακός transitivo ε. μεταβατικός
traducción θ. μετάφραση tránsito α. διαμετακόμιση, κίνηση
traducible ε. μεταφράσιμος transitorio ε. μεταβατικός, παροδικός, προσωρινός
traducir ρ. μεταφράζω translúcido ε. ημιδιαφανής
traductor α. μεταφραστής transmigración θ. μετανάστευση, μετεμψύχωση
traer ρ. φέρνω, προσκομίζω transmisión θ. μετάδοση, μεταβίβαση
traficar ρ. εμπορεύομαι, διακινώ transmitir ρ. μεταδίδω, μεταβιβάζω
tráfico α. εμπορία, διακίνηση, κυκλοφορία transmutar ρ, μεταλλάσσω
tragadero α. στόμιο transparencia θ. διαφάνεια, διαύγεια
tragaldabas α./θ. αδηφάγος, φαταούλας transparente ε. διαφανής, διαυγής
tragaluz α. φεγγίτης transpiración θ. εφίδρωση
-134-
Tt
transpirar ρ. εφιδρώνω, ιδρώνω tremendo ε. τρομερός, φοβερός
transponerse ρ. λαγοκοιμάμαι trementina θ. ρετσίνι
transportable ε. μεταφέρσιμος, φορητός tren α. αμαξοστοιχία, τρένο
transportación θ. μεταφορά trena θ. πλεξίδα, ψειρού (φυλακή)
transportar ρ. μεταφέρω trenza θ. πλεξίδα, κοτσίδα
transporte α. μεταφορά trenzar ρ. πλέκω
transvasar ρ. μεταγγίζω trepador ε. αναρριχητικός
transversal ε. εγκάρσιος trepar ρ. σκαρφαλώνω, αναρριχούμαι , αναριχιέμαι
tranvía α. τραμ, τροχιόδρομος trepidación θ. τρέμω
trapacería θ. απάτη, δόλος, κομπίνα trepidar ρ. τρέμω, σείομαι, δονούμαι
trapajoso ε. ατημέλητος tres αριθ. τρία
trapecio α. τραπέζιο trescientos α./ θ. και ε. τριακόσιοι
trapero α./θ παλιατζής treta θ. δόλος, πανουργία, τέχνασμα
trapichear ρ. ραδιουργώ, μηχανορραφώ, κάνω κομπίνες trezavo α./θ. και ε. ένα τρίτο
trapío α. γοητεία, ομορφάδα tri πρόθ. τρι
trapisondear ρ. καυγαδίζω συνεχώς tríada θ. τριάδα
trapo α. πατσαβούρα triangular ε. τριγωνικός
tráquea θ. τραχεία triángulo α. τρίγωνο
tras πρ. μετά από, πίσω από tribal ε. φυλετικός
trascendencia θ. βαρύτητα, σπουδαιότητα tribu θ. φυλή
trascendental ε. βαρυσήμαντος, αποφασιστικός tribulación θ. βάσανο, πάθημα, συμφορά
trascender ρ. προεκτείνομαι, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι tribuna θ. βήμα, εξέδρα
trasegar ρ. αλλάζω θέση, μεταγγίζω κρασί tribunal α. δικαστήριο, επιτροπή
trasero ε. οπίσθιος tributación θ. φορολογία, απόδοση φόρου
trashumar ρ. ξεχειμάζω, ξεχειμονιάζω tributar ρ. αποτίω. απονέμω, αποδίδω
traslación θ. περιφορά tributo α. εισφορά, φόρος, απότιση
trasladar ρ. μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω tríceps α. τρικέφαλος μυς
traslado α. μεταφορά, μετακόμιση, μετάθεση triciclo α. τρίκυκλο
traslucir ρ. αποκαλύπτω tricotar ρ. πλέκω
traslucirse ρ. είμαι διάφανος tridente α. τρίαινα
trasnochado ε. παλιομοδίτικος, απηρχαιωμένος tridimensional ε. τρισδιάστατος
trasnochar ρ. διανυκτερεύω, ξενυχτάω, πάω αργά για ύπνο trienal ε. τριετής
traspasar ρ. μεταβιβάζω, διαπερνώ, ξεπερνω trienio α. τριετία
traspaso α. μεταβίβαση trifulca θ. φιλονικία, καβγάς
traspié α. παραπάτημα, στραβοπάτημα, ολίσθημα trigésimo ε. τρίακοστός
trasplantar ρ. μεταφυτεύω trigo α. σιτάρι
trasplante α. μεταφύτευση trigueño ε. σκουρόξανθος
trastada θ. αταξία ζημιά trillar ρ. αλωνίζω
trastero α. αποθήκη trimestral ε. τριμηνιαίος
trastienda θ. πίσω μέρος ενός καταστήματος trimestre α. τρίμηνο
trasto α. άχρηστο αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο trinar ρ. κελαηδώ
trastornado ε. ξετρελλαμένος trinchar ρ. τεμαχίζω το κρέας
trastornar ρ. ανατρέπω, αναστατώνω, διαταράζω, διαταράσω trinchera θ. χαράκωμα
trastorno α. ανατροπή, αναστάτωση, διαταραχή trineo α. έλκυθρο
trastrocar ρ. αλλάζω σειρά, αντιστρέφω trino α. κελάηδημα
trasunto α. ακριβές αντίγραφο trío α. τρίο
trata θ. δουλεμπόριο tripa θ. έντερο
tratadista α./θ. δοκιμιογράφος triple ε. τριπλός, τριπλάσιος
tratado α. συνθήκη, συμφωνία triplicar ρ. τριπλασιάζω
tratamiento α. επεξεργασία, θεραπεία, μεταχείριση trípode α. τρίποδας
tratante α./θ. μεταπράτης, αγοραπωλητής tripulación θ. πλήρωμα
tratar ρ. πραγματεύομαι, φέρομαι, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, tripular ρ. υπηρετώ ως πλήρωμα, οδηγώ σκάφος
κουράρω, αποκαλώ, αναφέρομαι, επεξεργάζομαι, εμπορεύομαι, triquiñuela θ. τέχνασμα, κόλπο
προσπαθώ triscar ρ. κριτσανίζω
tratarse ρ. πρόκειται triste ε. λυπηρός, θλιβερός, λυπημένος, θλιμμένος
trato α. φέρσιμο, μεταχείριση, συμπεριφορά, συμφωνία tristeza θ. λύπη, θλίψη
trauma θ. τραύμα triturar ρ. αλέθω, θρυμματίζω
travesano α. τραβέρσα triunfante ε. θριαμβευτικός
travesía θ. διάπλους triunfar ρ. θριαμβεύω
travesura θ. αταξία, ζημιά, διαβολιά triunfo α. θρίαμβος
travieso ε. άτακτος, απείθαρχος triunvirato α. τριανδρία
trayecto α. διαδρομή trivial ε. ασήμαντος
trayectoria θ. τροχιά trivialidad θ. ασημαντότητα, κοινοτοπία
trazar ρ. χαράζω, σχεδιάζω trocear ρ. κομματιάζω, τεμαχίζω
trazo α. γραμμή trofeo α. τρόπαιο, πανοπλία
trébol α. τριφύλλι trola θ. ψευτιά
trece αριθ. δεκατρία trolebús α. τρόλλεϋ
treceavo α./θ. και ε. ένα δέκατο τρίτο trolero / a α./θ. ψεύτης
trecho α. διάστημα, κομμάτι trombón α. τρομπόνι
tregua θ. ανακωχή trombosis θ. θρόμβωση
treinta αριθ. τριάντα trompa θ. προβοσκίδα, σάλπιγγα
-135-
Tt
trompeta θ. τρομπέτα, σάλπιγγα
trompetazo α. σάλπισμα
trompo α. σβούρα
tronar ρ. βροντώ, μπουμπουνίζω
tronco α. κορμός
tronchar ρ. ξεμασκαλίζω, κόβω, σπάω
trono α. θρόνος
tropa θ. στράτευμα
tropel α. κοσμοσυρροή
tropezar ρ. σκοντάφτω, παραπατώ
tropezón α. σκόνταμα
tropical ε. τροπικός
trópico α. τροπικός
tropiezo α. παραπάτημα, ολίσθημα, παράπτωμα
trotamundos ε. κοσμογυρισμένος
trotar ρ. τροχάζω
trote α. τροχασμός
trozo α. κομμάτι, τεμάχιο
truco α. τέχνασμα, κόλπο, τρικ
trucha θ. πέστροφα
trueno α. βροντή, μπουμπουνητό
truhán α. κατεργάρης, απατεώνας
truncar ρ. γκρεμίζω, χαλάω, καταστρέφω
tú αντ. εσύ
tubérculo α. βολβός
tuberculosis θ. φυματίωση
tubería θ. σωλήνωση
tubo α. σωλήνας
tuerca θ. παξιμάδι, περικόχλιο
tuerto ε. μονόφθαλμος
tuétano α. μυελός, μεδούλι
tufarada θ. δυσοσμία
tufo α. αναθυμίαση, τούφα
tul α. τούλι
tulipán α. τουλίπα
tullido ε. ανάπηρος, σακάτης
tullir ρ. σακατεύω
tumba θ. τάφος, μνήμα
tumbar ρ. καταρρίπτω, ανατρέπω
tumbarse ρ. κατακλίνομαι, ξαπλώνομαι
tumbo α. ανατροπή, πτώση
tumefacción θ. πρήξιμο
túmulo α. τύμβος
tumor α. όγκος
tumulto α. σάλος, αναταραχή, οχλαγωγία
tunante α. κατεργάρης
túnel α. τούνελ, σήραγγα
túnica θ. χιτώνας
tupido ε. κρουστός, πυκνοϋφασμένος
turba θ. τύρφη, ποάνθρακας, όχλος
turbante α. σαρίκι, τουρμπάνι
turbar ρ. ταράζω, αναστατώνω
turbiedad θ. αναταραχή, σύγχηση
turbina θ. τουρμπίνα
turbio ε. θολός, θαμπός
turbulencia θ. ταραχή
turbulento ε. ταραχώδης
turgente ε. διογκωμένος, πρησμένος
turismo α. τουρισμός, αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως
turista α.θ. τουρίστας
turístico ε. τουριστικός
turma θ. όρχις, αρχίδι
turnarse ρ. εναλλάσσομαι
turno α. βάρδια, σειρά
turquesa θ. τυρκουάζ
turrón α. μανδολάτο
tutear ρ. μιλώ στον ενικό
tutela θ. κηδεμονία, προστασία
tutelar ε. κηδεμονικός
tutelar ρ. κηδεμονεύω
tutor α. κηδεμόνας, προστάτης
tutoría θ. κηδεμονία
tuyo αντ. δικό σou

-136-
Uu
ubérrimo ε. ευφορότατος urdir ρ. εξυφαίνω, μηχανορραφώ
ubicación θ. τοποθεσία, θέση urgencia θ. επείγουσα ανάγκη
ubicuo ε. πανταχού παρών urgente ε. επείγων
ubre θ. μαστός urgir ρ. επείγω
ufanarse ρ. καυχιέμαι, κομπάζω urinario ε. ουρικός
ufanía θ. καυχησιολογία, κομπασμός urna θ. κάλπη
ufano ε. καυχησιάρης. κομπαστής urraca θ. καρακάξα
U.G.T. συντμ. Unión General de Trabajadores Γενική usado ε. χρησιμοποιημένος
Συνομοσπονδία εργατών usanza θ. συνήθεια, έξη
ujier α. κλητήρας usar ρ. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
úlcera θ. έλκος uso α. χρήση, συνήθεια
ulterior ε. κατοπινός, μεταγενέστερος usted αντ. εσείς
últimamente επ. τελευταία, ύστατα usual ε. συνήθης
ultimar ρ. τελειώνω, αποπερατώνω usuario α. χρήστης
ultimátum α. τελεσίγραφο usufructo α. νομή, επικαρπία
último ε. τελευταίος usura θ. τοκογλυφία
ultrajante ε. υπερβολικός, προσβλητικός usurero α. τοκογλύφος
ultrajar ρ. προσβάλλω usurpación θ. σφετερισμός
ultraje α. προσβολή usurpador / ra α./θ. σφετεριστής
ultramarino ε. υπερπόντιος usurpar ρ. σφετερίζομαι
ultrasonido α. υπέρηχος utensilio α. σκεύος, εργαλείο
ultratumba θ. μεταθανάτια, πέραν του τάφου útero α. μήτρα
ultravioleta ε. υπεριώδης útil ε. χρήσιμος, ωφέλιμος
ulular ρ. ουρλιάζω utilidad θ. χρηοιμότητα
ululato α. ουρλιαχτό utilización θ. χρησιμοποίηση, μεταχείρηοη
umbilical ε. ομφάλιος, ομφαλικός utilizar ρ. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι
umbral α. κατώφλι utillaje α. σύνεργα, εργαλεία
umbrío ε. σκιερός utopia θ. ουτοπία, χίμαιρα
un αρθ. ένας utópico ε. ουτοπικός, χιμαιρικός
unánime ε. ομόφωνος uva θ. σταφύλι
unanimidad θ. ομοθυμία, ομοφωνία uvula θ. σταφυλή
unción θ. χρίσμα, μύρο uvular ε. υπερωικός
uncir ρ. ζεύω uxoricida α./θ. και ε. συζυγοκτόνος
undécimo ε. ενδέκατος uxoricidio α. συζυγοκτονία
ungir ρ. μυρώνω
ungüento α. αλοιφή
únicamente ε. μόνο, μονάχα
unicelular ε. μονοκύτταρος
unicidad θ. μοναδικότητα
único ε. μοναδικός
unicornio α. μονόκερως
unidad θ. μονάδα, ενότητα
unificación θ. ενοποίηση
unificar ρ. ενοποιώ
uniformar ρ. εξομοιώνω, επιβάλλω στολή
uniforme α. στολή
uniforme ε. ομοιόμορφος
uniformidad θ. ομοιομορφία
unilateral ε. μονόπλευρος
unión θ. ένωση
unir ρ. ενώνω, συνδέω
unísono α. μονοφωνία, ταυτοφωνία
unísono ε. ομόηχος, αρμονικός
universal ε. παγκόσμιος
universidad θ. πανεπιστήμιο
universitario ε. πανεπιστημιακός
universo α. σύμπαν, κόσμος
uno αρθ./αριθ. ένας, ένα
untar ρ. αλείφω, λαδώνω
unto α. αλοιφή
untuosidad θ. λιπαρότητα
uña θ. νύχι
uñada θ. νυχιά
urbanidad θ. ευγένεια
urbanismo α. πολεοδομία
urbanista α. πολεοδόμος
urbanización θ. αστικοποίηση
urbanizar ρ. αστικοποιώ
urbano ε. αστικός
urbe θ. μεγαλούπολη
urdimbre θ. στημόνι
-137-
Vv
vaca θ. αγελάδα varices θ. πλ. κιρσοί
vacaciones θ./ πλ. διακοπές variedad θ. ποικιλία
vacante ε. άδειος, κενός vario ε. ποικίλος, διάφορος
vaciar ρ. αδειάζω variopinto ε. ποικιλόχρωμος
vacilación θ. δισταγμός varón α. άρρην
vacilante ε. διστακτικός, αναποφάσιστος varonil ε. αρρενωπός
vacilar ρ. διστάζω vasallo α. υποτελής
vacío α. κενό vaselina θ. βαζελίνη
vacuidad θ. κενότητα vasija θ. δοχείο, αγγείο
vacuna θ. εμβόλιο vaso α. ποτήρι
vacunar ρ. εμβολιάζω vastago α. βλαστάρι
vagabundear ρ. αλητεύω, περιφέρομαι vastedad θ. εύρος
vagabundo α. αλήτης vasto ε. ευρύς, απέραντος, αχανής
vagamente επ. ασαφώς, συγκεχυμένα vaticinar ρ. προφητεύω, προμαντεύω
vagancia θ. τεμπελιά, αεργία vaticinio α. προφητεία
vagar ρ. περιπλανιέμαι vecindad θ, γειτόνεμα, γειτονιά
vagido α. κλάμα (νεογέννητου) βρέφους vecindario α. γειτονιά
vagina θ, αιδοίο, μουνί vecino ε. γειτονικός, κοντινός, γείτονας
vago ε. φυγόπονος, τεμπέλης, ασαφής, συγκεχυμένος, veda θ. απαγόρευση κυνηγιού ή ψαρέματος
απροσδιόριστος vedar ρ. απαγορεύω
vagón α. βαγόνι vega θ. κάμπος
vaguedad θ. ασάφεια, αοριστία vegetación θ. βλάστηση
vaharada θ. κυμα μυρωδιάς vegetal α. φυτό
vahído α. παροδικη ζάλη vegetariano ε. χορτοφάγος
vaho α. αχνός, αναθυμίαση vehemencia θ. σφοδρότητα, παραφορά, ορμητικότητα
vaina θ. θήκη, περίβλημα vehemente ε. σφοδρός, παράφορος, ορμητικός
vainilla θ. βανίλια vehículo α. όχημα
vaivén α. πηγαινέλα, πάνω - κάτω, γύρισμα, ταλάντωση veinte αριθ. είκοσι
vajilla θ. σερβίτσιο veintena θ. εικοσάδα
vale α. κουπόνι vejación θ. ταπείνωση
valentía θ. θάρρος, ανδρεία vejar ρ. ταπεινώνω, εξευτελίζω
valentón α. θρασύδειλος vejatorio ε. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
valer ρ. αξίζω, κοστίζω vejez θ. γηρατειά
valerse ρ. εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ vejiga θ. κύστη, φουσκάλα
valía θ. αξία vela θ. κερί, ιστίο, μύξα
validez θ. κύρος, ισχύς velada θ. σπερίδα
válido ε. έγκυρος, ισχύων velador α. κηροπήγιο
valiente ε. γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος velar ρ. επαγρυπνώ, ξαγρυπνώ, ξενυχτώ
valija θ. βαλίτσα, σάκος velatorio α. ξαγρύπνια για νεκρό
valioso ε. πολύτιμος, αξιόλογος veleidad θ. αστάθεια, ελαφρότητα
valor α. αξία, τιμή, θάρρος velero α. ιστιοφόρο
valoración θ. εκτίμηση, αξιολόγηση veleta θ. ανεμοδείκτης, ανεμοδούρα
valorar ρ. εκτιμώ, αξιολογώ velo α. πέπλος
valorizar ρ. αποτιμώ velocidad θ. ταχύτητα
vals α. βαλς velódromo α. ποδηλατοδρόμιο
válvula θ. βαλβίδα veloz ε. ταχύς, γρήγορος
valla θ. φράκτης, εμπόδιο vello α. χνούδι
vallar ρ. περιφράζω velludo ε. τριχωτός
valle α. κοιλάδα vena θ. φλέβα
vampiro α. βρυκόλακας venado α. ελάφι
vanagloriarse ρ. ματαιοδοξώ, καυχιέμαι vencedor α. νικητής
vándalo α. βάνδαλος vencer ρ. νικώ
vandalismo α. βανδαλισμός vencimiento α. λήξη προθεσμίας
vanguardia θ. εμπροσθοφυλακή venda θ. επίδεσμος
vanidad θ. ματαιοδοξία vendaje α. επίδεσμος, επίδεση
vanidoso ε. ματαιόδοξος vendar ρ. ετιδένω
vano ε. μάταιος, κούφιος vendaval ε. θύελλα
vapor α. ατμός, ατμόπλοιο vendedor α. πωλητής
vaporización θ. εξάτμιση vender ρ. πουλώ
vaporizar ρ. εξατμίζω vendible ε. προς πώληση
vaporozo ε. αέρινος, αιθέριος vendimia θ. τρύγος
vapuleo α. δάρσιμο, μαστίγωμα vendimiar ρ. τρυγώ
vaquero α. βουκόλος, γελαδάρης veneno α. δηλητήριο
vaqueros α./πλ. τζήν παντελόνι venenoso ε. δηλητηριώδης
vara θ. ραβδί, βέργα, μπάρα venera θ. αχιβάδα
varado ε. (πλοίο) που έχει εξοκοίλει venerable ε. αξιοσέβαστος, σεβάσμιος
varear ρ. ραβδίζω, χτυπώ veneración θ. λατρεία
variable ε. μεταβλητός, ασταθής venerar ρ. τιμώ, σέβομαι, λατρεύω
variación θ. μεταβολή, παραλλαγή venéreo ε. αφροδίσιος
variar ρ. μεταβάλλω, αλλάζω, ποικίλλω venero α. πηγή, κοίτασμα
varicela θ. ανεμοβλογιά venganza θ. εκδίκηση
-138-
Vv
vengar ρ. εκδικώ vertiginoso ε. ιλιγγιώδης
vengativo ε. εκδικητικός vértigo α. ίλιγγος, ζάλη
vengo ρ. α' ενικό έρχομαι vesícula θ. κύστη, φούσκα
venia θ. άδεια vespertino ε. βραδυνός
venial ε. ελαφρός, αφέσιμος vestíbulo α. προθάλαμος, είσοδος
venida θ. ερχομός, άφιξη vestido α. ένδυμα, φόρεμα
venidero ε. μελλοντικός vestigio α. ίχνος, κατάλοιπο
venir ρ. έρχομαι, προέρχομαι vestimenta θ. ενδυμασία
venta θ. πώληση, πανδοχείο vestir ρ. ντύνω, ντύνομαι, σκεπάζω
ventaja θ. πλεονέκτημα, όφελος, διαφορά vestuario α. γκαρνταρόμπα, καμαρίνι
ventajoso ε. πλεονεκτικός, επωφελής veta θ. φλέβα, νερά ξύλου
ventana θ. πα-ράθυρο vetar ρ. προβάλλω βέτο
ventanilla θ. θυρίδα veterano ε. απόμαχος, απόστρατος, βετεράνος, παλαίμαχος
ventilación θ. αερισμός, εξαερισμός veterinario α. κτηνίατρος
ventilador α. ανεμιοτήρας veto α. βέτο, αρνησικυρία
ventilar ρ. αερί-ζω vez θ. φορά, σειρά
ventisca θ. χιονοθύελλα vía θ. δρόμος, οδός, μέσο, γραμμή
ventosa θ. βεντούζα viabilidad θ. βιωσιμότητα
ventosear ρ. αερίζομαι, κλάνω, πορδίζω viable ε. βιώσιμος
ventrílocuo α. εγγαστρίμυθος viaducto θ. αερογέφυρα
venturoso ε. ευοίωνος viajante α. εμπορικός αντιπρόοωπος
vera θ. άκρη, ακμή, χείλος viajar ρ. ταξιδεύω
ver ρ. βλέπω viaje α. ταξίδι
veracidad θ. ειλικρίνεια, φιλαλήθεια viajero α. ταξιδιώτης
veraneante α. παραθεριστής, παραθερίστρια vianda θ. έδεσμα
veranear ρ, παραθερίζω víbora θ. οχιά, έχιδνα
veraneo α. παραθερισμός vibración θ. δόνηση, κραδασμός
veraniego ε. καλοκαιρινός vibrante ε. δονούμενος, παλλόμενος
verano α. καλοκαίρι vibrar ρ. δονώ, σείω, πάλλω
veraz θ. φιλαλήθης vicario α. εφημέριος
verbal ε. λεκτικός, προφορικός, ρηματικός vice πρόθ. αντί-, υπό-
verbena θ. υπαίθρια γιορτή vicepresidente α. αντιπρόεδρος
verbigracia επ. λόγου χάριν, παραδείγματος χάριν viceversa επ. αντίστροφα, τανάπαλιν
verbo α. ρήμα viciar ρ. διαφθείρω, παραμορφώνω
verdad θ. αλήθεια vicio α. κακή συνήθεια, βίτσιο, διαστροφή
verdaderamente επ. πραγματικά vicioso ε. διεφθαρμένος, βιτσιόζος, φαύλος
verdadero ε. αληθινός, πραγματικός vicisitud θ. απροσδόκητο συμβάν
verde ε. πράσινος víctima θ. θύμα
verdear ρ. πρασινίζω victoria θ. νίκη
verdor α. πρασινάδα victorioso ε. νικηφόρος, νικητήριος
verdugo α. δήμιος, βασανιστής vid θ. αμπέλι
verdulero α. μανάβης, οπωροπώλης vida θ. ζωή
verdura θ. λαχανικά, χορταρικά vidente ε, διορατικός
vereda θ. μονοπάτι vidorra θ. ζωή χαρισάμενη
veredicto α. ετυμηγορία, απόφαση vidriera θ. βιτρό
verga θ. βέργα, ραβδί vidrio α. γυαλί
vergel α. οπωρώνας viejo ε. γέρος, γερασμένος, παλιός
vergonzoso ε. ντροπαλός, ντροπιαοτικός, αισχρός viento α. άνεμος, αέρας
vergüenza θ. ντροπή, ντροπαλότητα, αίσχος vientre α. κοιλιά
verídico ε. αληθής, πραγματικός viernes α. ημέρα Παρασκευή
verificación θ. επαλήθευση, εξακρίβωση viga θ. δοκάρι
verificar ρ. επαληθεύω, εξακριβώνω, πραγματοποιώ vigencia θ. ισχύς
verja θ. κιγκλίδωμα vigente ε. ισχύων
vernáculo ε. τοπικός, ιδιωματικός vigía α. σκοπιά, φρουρός
verosímil ε. αληθοφανής vigilancia θ. επαγρύπνηση
verruga θ. κρεατοελιά vigilante α. φύλακας, σκοπός
versar ρ. πραγματεύομαι vigilante ε. άγρυπνος
versátil ε. ευμετάβλητος, ευπροσάρμοστος vigilar ρ. επαγρυπνώ, φρουρώ
versatilidad θ. ευμεταβλητότητα, προσαρμοστικότητα vigilia θ. αγρυπνία, νηστεία
versículo α. εδάφιο vigor α. ρώμη, σφρίγος, ευρωστία, ζωτικότητα
versificar ρ. στιχουργώ vigoroso ε. ρωμαλέος, σφριγηλός, εύρωστος
versión θ. εκδοχή, μετάφραση vil ε. ποταπός, αχρείος
verso α. στίχος vileza θ. ποταπότητα, αχρειότητα
vértebra θ. σπόνδυλος vilipendiar ρ. εξευτελίζω, ταπεινώνω
vertebrado ε. σπονδυλωτός villa θ. πόλη, έπαυλη
vertebral ε. σπονδυλικός villancico α. κάλαντα
vertedero α. οχετός vinagre α. ξύδι
verter ρ. χύνω, εκβάλλω, μεταφράζω vinculación θ. σύνδεση
vertical ε. κάθετος, κατακόρυφος vincular ρ. συνδέω
vértice α. κορυφή vínculo α. δεσμός
vertiente θ. πλαγιά vindicación θ. εκδίκηση, δικαίωση
-139-
Vv
vindicar ρ. εκδικούμαι, δικαιώνωμαι vivir ρ. ζω, διαμένω
vinícola θ. οινοπαραγωγικός vivo ε. ζωντανός, ζωηρός
vinicultura θ. οινοκαλλιέργεια vizconde α. υποκόμης
vino α. κρασί, οίνος vocablo α. λέξη
viña θ. αμπέλι vocabulario α. λεξιλόγιο
viñedo α. αμπελώνας vocación θ. κλίση, τάση
viñeta θ. σκίτσο vocal θ. φωνήεν
violación θ. βιασμός, παραβίαση vocalista α. τραγουδιστής
violador α. βιαστής vocativo α. κλητική πτώση
violar ρ. βιάζω, παραβιάζω vocear ρ. φωνάζω
violencia θ. βία vocerío α. ξεφωνητό
violentar ρ. εξαναγκάζω, πιέζω, παραβιάζω vociferar ρ. ξεφωνίζω, κραυγάζω
violento ε. βίαιος, παράφορος, ορμητικός volador ε. ιπτάμενος
violeta θ. μενεξές, βιολέτα volante α. τιμόνι, πηδάλιο, βολάν
violín α. βιολί volar ρ. πετώ, ανατινάζω
violinista α/θ. βιολιστής, βιολίστρια volátil ε. πτητικός
viraje α. στροφή volcán α. ηφαίστειο
virar ρ. βιράρω volcánico ε. ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής
virgen θ. παρθένα volcar ρ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω
virginidad θ. παρθενιά volición θ. βούληση
virgula θ. κόμμα, υποδιαστολή volquete α. ανατρεπόμενο όχημα
viril ε. ανδρικός, αρρενωπός voltaje α. βολτάζ
virilidad θ. ανδρισμός voltear ρ. αναποδογυρίζω, τουμπάρω
virrey α. αντιβασιλιάς voluble ε. ευμετάβλητος, άστατος, ασταθής
virtual ε. εικονικός volumen ε. όγκος, τόμος, ένταση
virtud θ. αρετή, ιδιότητα, ικανότητα voluminoso ε. ογκώδης
virtuoso ε. ενάρετος, δεξιοτέχνης voluntad θ. θέληση, βούληση
viruela θ. ευλογιά voluntario α. εθελοντής
virus α. ιός voluntario ε. εθελοντικός, εκούσιος
viruta θ. ρίνισμα, πλανίδι voluntarioso ε. θεληματικός
visado α. θεώρηση διαβατηρίου, βίζα voluptuosidad ε. λαγνεία, ηδυπάθεια
visceras θ/πλ. εντόσθια voluptuoso ε. αισθησιακός, ηδονικός
viscoso ε. γλοιώδης, κολλώδης voluta α. σπίρα
visibilidad θ. ορατότητα volver ρ. επιστρέφω, γυρίζω
visible ε. ορατός, θεατός volverse ρ. γίνομαι, γυρίζω
visillo α. κουρτινάκι vomitar ρ. κάνω εμετό, ξερνώ
visión θ. όραση, όραμα, οπτασία vómito α. εμετός
visita θ. επίσκεψη voracidad θ. αδηφαγία
visitante α. επισκέπτης, επισκέπτρια vorágine θ. δίνη
visitar ρ. επισκέπτομαι voraz ε. αδηφάγος
vislumbrar ρ. διακρίνω, διαβλέπω vórtice α. δίνη, ανεμοστρόβιλος
viso α. ανταύγεια, μαρμαρυγή vos αντ. εσείς
visón α. βίσωνας vosotros αντ. εσείς
visor α. σκόπευτρο, διόπτρα votación θ. ψηφοφορία
víspera θ. παραμονή votante α./θ. ψηφοφόρος
vista θ. όραση, διόραση, οξυδέρκεια, βλέμμα, όψη, θέα votar ρ. ψηφίζω
vistazo α. ματιά, βλέμμα voto α. ψήφος, τάμα, όρκος, βλαστήμια
vistoso ε. γεμάτος χρώμα, χτυπητός, εντυπωσιακός voy ρ. α’ ενικό πηγαίνω
visual ε. οπτικός voz θ. φωνή
visualizar ρ. απεικονίζω vozarrón α. φωνάρα
vital ε. ζωτικός, ζωικός vuelco α. ανατροπή, τούμπα
vitalicio ε. δια βίου vuelillo α. δαντέλλα
vitalidad θ. ζωτικότητα vuelo α. πτήση, πέταγμα
vitamina θ. βιταμίνη vuelta θ. στροφή, επιστροφή, περιστροφή, γύρος, βόλτα, ρέστα
vitorear ρ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ vuestro αντ, δικό σας
vitreo ε. γυάλινος vulgar ε. κοινός, χυδαίος, πρόστυχος
vitrina θ. βιτρίνα vulgaridad θ. χυδαιότητα, προστυχιά
vituallas θ.πλ. τρόφιμα, προμήθειες vulgo α. απλός λαός
vituperación θ. μομφή, προπηλάκιση vulnerabilidad θ. ευπάθεια, τρωτότητα
vituperar ρ. μέμφομαι, προπηλακίζω vulnerable ε. τρωτός, ευπρόσβλητος
viudez θ. χηρεία vulva θ. αιδοίο, μουνί
viudo α. χήρος
vivacidad θ. ζωηρότητα
vivaque α. καταυλισμός
vivaracho ε. ζωηρός
víveres α/πλ. εφόδια, τρόφιμα
vivero α. φυτώριο
viveza θ. ζωηρότητα, ζωντάνια
vivido ε. ζωντανός, παραστατικός
vivienda θ. κατοικία
viviente ε. ζωντανός
vivificar ρ. ζωογονώ, αναζωογονώ
-140-
Ww
water α. τουαλέτα, W.C.
whiskey α. ουίσκι

-141-
Xx
xenofobia θ. ξενοφοβία
xenón α. (χημ.) ξένον
xerocopiar ρ. ξηρογραφώ φωτοαντίγραφα
xerografiar ρ. ξηρογρaφώ, φωτοαντιγράφω
xilófago α./θ. ξυλοφάγος
xilófono α. ξυλόφωνο
xilografía θ. ξυλογραφία

-142-
Yy
y συν. και
ya επ. ήδη, πιά, πλέον, τώρα
yacer ρ. κείμαι, ξαπλώνω
yacimiento α. κοίτασμα
yaguar α. ιαγουάρος (τζάγκουαρ)
yambico / a ε. ιαμβικός
yambo α. ίαμβος
yate α. γιώτ, θαλαμηγός, κότερο
yayo / a α./θ. παππούς / γιαγιά
yedra θ. κισσός
yegua θ. φοράδα
yeguada θ. κοπάδι αλόγων
yelmo α. περικεφαλαία
yema θ. κρόκος, μπουμπούκι, οφθαλμός
yerba θ. χορτάρι, βότανο
yermo / a ε. ακατοίκητος, άγονος, χέρσος
yerno α. γαμπρός
yerro (γιερο) α. σφάλμα, λάθος
yerto / a ε. άκαμπτος, κοκκαλωμένος
yesca θ. ύσκα, προσάναμα
yesería θ. γυψάδικο
yesero α. γυψαδόρος
yeso α. γύψος
yo αντ. εγώ
yodo α. ιώδιο
yoga α. γιόγκα
yogur α. γιαούρτι
yuca θ. το φυτό γιούκα
yugo α. ζυγός
yucular ε. και α./ θ. (ανατ.) σφαγιτική φλέβα
yunque α. αμόνι
yunta θ. ζευγάρι ζευγμένων βοδιών
yute α. το φυτό γιούτα
yuxtaponer ρ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω
yuxtaposición θ. αντιπαράθεση, αντιπαραβολή

-143-
Zz
zafar ρ. λασκάρω, ξεδένω, ελαφρώνω βάρος
zafarse ρ. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι
zafio / a ε. αγροίκος
zafiro α. ζαφείρι
zafra θ. εlαιοδοχείο
zaga θ. τα νώτα
zagal / la α./θ. έφηβος
zaguán α. είσοδος
zaguero / a ε. οπίσθιος, ουραγός
zaherir ρ. κατακρίνω
zaino / a ε. προδοτικός
zalamero ε. κόλακας
zambra θ, γλέντι τσιγκάνων
zambullida θ. βουτιά
zambullirse ρ. βουτώ
zampar ρ. κρύβω βιαστικά, χάφτω
zampón / na ε. και α./θ. λαίμαργος
zanahoria θ. καρότο
zancada θ. διασκέλισμα
zancadilla θ. τρικλοποδιά, παγίδα
zancudo ε. μακρυπόδαρος
zángano α. κηφήνας
zanja θ. χαντάκι, τάφρος
zanjar ρ. λύνω
zapatear ρ. χορεύω χτυπώντας τις μπότες κάτω
zapatería θ. υποδηματοπωλείο
zapatero α. τσαγγάρης, παπουτσής
zapatilla θ. παντόφλα
zapato α. παπούτσι
zar α. τσάρος
zarabanda θ. ισπ. χορός, βαβούρα
zaranda θ. κόσκινο, κρισάρα
zarandear ρ. τραντάζω
zarcillo α. σκουλαρίκι
zarco ε. γαλάζιο
zarpar ρ. σαλπάρω, αποπλέω
zarza θ. βάτος
zarzamora θ. βατόμουρο
zigzag α. ζιγκ - ζαγκ
zinc α. ψευδάργυρος
zipizape α. σαματάς
zócalo α. υπόβαθρο
zona θ. ζώνη, περιοχή
zoología θ. ζωολογία
zoológico ε. ζωολογικός
zopenco / a ε. αδέξιος
zoquete α. κούτσουρο, τούβλο
zorro α. αλεπού
zote ε. και α./θ. βλάκας
zozobra θ. αγωνία, ανηουχία
zozobrar ρ. ναυαγώ
zueco α. ξύλινο παπούτσι
zumbar ρ. βουίζω
zumbido α. βούιομα, βόμβος
zumo α. χυμός
zurcido α. μαντάρισμα
zurcir ρ. μαντάρω
zurdo ε. αριστερόχειρας
zurrar ρ. δέρνω
zurriaga θ. μαστίγιο
zurriagar ρ. μαστιγώνω
zurrón α. σακούλι
zutano/a α./θ. ο / η τάδε, ο / η δείνα

-144-

You might also like